Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Kάθε Θεία Λειτουργία είναι Θεοφάνεια




Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

Σκοπός της θείας Λειτουργίας είναι να μας μεταδώση τον Χριστό.
Η θεία Λειτουργία μας μαθαίνει ένα ήθος, το ήθος της ταπεινώσεως. Κάθε θεία Λειτουργία είναι Θεοφάνεια. Φανερώνεται το Σώμα του Χριστού. Το κάθε μέλος της Εκκλησίας είναι εικόνα της Βασιλείας του Θεού.
Μετά την θεία Λειτουργία πρέπει να συνεχίζουμε να εικονίζουμε την Βασιλεία του Θεού, τηρώντας τις εντολές Του. Η δόξα του Χριστού είναι να καρποφορήση σε κάθε μέλος ο καρπός Του.
 Η θεία Λειτουργία έγινε μια φορά και για πάντα. Έχει αιωνιότητα. Κάθε φορά που τελείται η θεία Λειτουργία, εμείς ανεβαίνουμε στο ύψος της. Αν βιώσουμε μερικές πτυχές της θείας Λειτουργίας, τότε καταλαβαίνουμε το μεγαλείο της, όπως συνέβη με τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ που είδε αγγέλους να εισέρχωνται στον Ναό κατά την Μικρά Είσοδο. Παρακολουθούμε την θεία Λειτουργία, γιατί δεν την βιώνουμε, ή μέχρι να την βιώσουμε.
Εμείς οι Ορθόδοξοι ζούμε τον Χριστό στην θεία Λειτουργία, ή μάλλον ο Χριστός ζη μέσα μας κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Η θεία Λειτουργία είναι έργο Θεού. Λέμε: “καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω”. Μεταξύ των άλλων σημαίνει ότι τώρα είναι ώρα να ενεργήση ο Θεός. Ο Χριστός λειτουργεί, εμείς ζούμε μαζί με τον Χριστό.
Η θεία Λειτουργία είναι ο τρόπος που γνωρίζουμε τον Θεό και ο τρόπος που γνωρίζεται ο Θεός σε μας.
Όταν τηρή κανείς τις εντολές του Χριστού, δεν κάνει απλώς υπακοή, αλλά ενώνεται με τον Χριστό και αποκτά το φρόνημα του Χριστού.
Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου,«Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»,Βίος και πολιτεία του Γέροντος Σωφρονίου του ησυχαστού και θεολόγου

Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2018/01/k.html#ixzz53PNMH6NU
https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Αγιος Σιλουανός o Αθωνίτης Ο τελευταίος Λόγος





Εάν στρέψωμεν το νοερόν ημών βλέμμα εις την δισχιλιετή ιστορίαν του Χριστιανισμού, θα παρουσιασθή ενώπιον ημών αχανής τις πλούτος επιτεύξεων του χριστιανικού πολιτισμού: κολοσσιαίαι βιβλιοθήκαι πλήρεις μεγάλων δημιουργών του ανθρωπίνου νοός και πνεύματος· πολυάριθμα πανεπιστήμια, ακαδημίαι, ινστιτούτα, ένθα εκατοντάδες χιλιάδων νέοι παρά τας ακτάς του θαυμαστού τούτου ωκεανού, άλλοτε μετά κεκρατημένης αναπνοής, άλλοτε μετά καρδίας παλλομένης εξ ευγνωμοσύνης δια την παρεχομένην ευτυχίαν και μακαριότητα, άλλοτε μετά φλογερού ενθουσιασμού διώκοντος ύπνον και σωματικήν  κόπωσιν,  πίνουν  απλήστως  το  ζων  ύδωρ  της  σοφίας·  δεκάδες χιλιάδων μεγαλοπρεπείς ναοί –θαυμαστά οικοδομήματα της ανθρωπίνης μεγαλοφυΐας–, αμέτρητοι πολύτιμοι δημιουργίαι των άλλων τεχνών: μουσικής, ζωγραφικής, γλυπτικής, ποιήσεως· και πολλά, και πλείστα άλλα Αλλ’ ο Γέρων, παραβλέπων πάντα ταύτα, προσηλώθη μόνον εις έν: την ταπείνωσιν και την αγάπην προς τους εχθρούς Εν αυτώ κρέμαται το παν


Ενθυμούμαι ότε, ενθουσιασθείς ποτε εκ των έργων των Αγίων Πατέρων,
είπον  εις  αυτόν:  «Λυπούμαι,  διότι  δεν  έχω  ούτε  δυνάμεις,  ούτε  χρόνον  να ασχοληθώ περισσότερον εις την μελέτην της θεολογίας» Και ο Γέρων απήντησε:    «Θεωρείτε  τούτο  σπουδαίον  πράγμα»;  …  Εσιώπησεν  ολίγον  και ύστερον προσέθεσε: «Κατ’ εμέ, μέγα είναι μόνον έν, να ταπεινωθή τις, διότι η
υπερηφανία εμποδίζει ημάς να αγαπώμεν»
Υπήρξαν στιγμαί εν τη ζωή ημών, καθ’ ας ο Θεός έδειξεν εις ημάς ότι ο Γέρων ήτο αληθώς φορεύς του Αγίου Πνεύματος, και δια τούτο επιστεύομεν τον λόγον αυτού άνευ της αναρμόστου ημών κρίσεως Αλλά και νυν ουδόλως έχομεν την παραμικράν διαφωνίαν προς τον Γέροντα, αλλ’ η καρδία ημών αισθάνεται ότι ο λόγος αυτού είναι ο έσχατος, ο ανακεφαλαιωτικός
Ο Κύριος τον νόμον όλον και τους προφήτας συνεκέντρωσεν εις δύο, τας
πλέον συντόμους εντολάς (Ματθ κβ’ ) Κατά τον Μυστικόν δε Δείπνον, προ της δια του σταυρού κοσμοσωτηρίου εξόδου Αυτού, ειπών εις τους Αποστόλους
«μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων
αυτού», προσέθεσεν: «υμείς φίλοι Μου εστε … υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα ά ήκουσα παρά του Πατρός Μου εγνώρισα υμίν» (Ιωάν ιε’ ‐) Ούτως, εις αυτάς  τας  ολίγας  λέξεις  ανεκεφαλαιώθη το  παν,  και  άνευ  αυτών  πάντες  οι νόμοι, πάντες οι προφήται, πάντες οι πολιτισμοί, είναι μηδέν
Παρήλθον δέκα έτη από του θανάτου του Γέροντος   και δια τούτο είναι πλέον επιτρεπτόν να παραδώσωμεν τον λόγον αυτού εις τους πιστούς Κατά την ζωήν   τοιούτος   λόγος   κοινοποιείται   μόνον   εις   τους   πλησιεστέρους    και πιστοτέρους φίλους, και τούτο εις σπανίας και εξαιρέτους στιγμάς, διότι ο άνθρωπος δεν γνωρίζει πώς θα περατώση την οδόν αυτού Αγνοεί, εάν θα δικαιώση τον λόγον αυτού δια της ζωής και του θανάτου αυτού
Και ημείς, εάν ο λόγος ούτος ήτο ημέτερος, δεν θα ελέγομεν τούτον, διότι δεν δικαιούμεν αυτόν δια της ζωής  ημών και δεν ανταποκρινόμεθα εις την απαίτησιν αυτού Εν τη δεδομένη όμως περιπτώσει το έργον ημών δύναται να παραβληθή προς το έργον ταχυδρόμου, κομίζοντος ουχί ιδίαν επιστολήν, ή προς το έργον στοιχειοθέτου, όστις στοιχειοθετεί έργον ξένον Εν τούτοις τολμώμεν να ελπίζωμεν ότι ο λόγος του Γέροντος είναι άξιος μεγίστης προσοχής και μελέτης, ουχί βεβαίως εξωτερικώς, αλλά δι’ αυτού του βίου Ημείς ουδένα γνωρίζομεν, όστις μετά τοσαύτης αληθώς αποστολικής πεποιθήσεως, μάλλον δ’ ειπείν, γνώσεως,  θα  υπεδείκνυεν  ότι  η  αγάπη  προς  τους  εχθρούς  είναι  το  μόνον ασφαλές κριτήριον της αληθείας ουχί μόνον επί του σωτηριολογικού επιπέδου, του αφορώντος εις το πολίτευμα του πνευματικοηθικού βίου, όπερ σώζει τον άνθρωπον, αλλά και επί του δογματικού επιπέδου, εις τας θεωρητικάς τουτέστι παραστάσεις του Όντος
Όλος ο κόσμος ζητεί το κριτήριον της αληθείας άχρι της σήμερον ημέρας Ο  πιστός ως  τοιούτον ομολογεί  την  Εκκλησίαν, διότι  Αύτη  είναι  «στύλος  και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ γ’ ), δυνάμει της οντολογικής ενότητος Αυτής μετά της Κεφαλής‐Χριστού, του Οποίου τυγχάνει το σώμα, δυνάμει της αδιαλείπτου εν Αυτή παραμονής και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, κατά την επαγγελίαν του Θεού Αλλ’ εν τη ιστορική πείρα εφάνη ότι η τοιαύτη υπόδειξις δεν είναι επαρκώς σαφής Διότι πλην της Μιάς αληθούς, και αι ψευδο‐εκκλησίαι αποκαλούν  εαυτάς  Εκκλησίας,  εξωτερικόν  δε  σημείον  διακρίνον αδιαφιλονικήτως την αληθή Εκκλησίαν από των ψευδο‐εκκλησιών δεν υπάρχει Το υποδειχθέν όμως υπό του Γέροντος κριτήριον δύναται να κληθή παγκόσμιον, διότι δίδει εις έκαστον εξ ημών την δυνατότητα δια της υποκειμένης εις τον έλεγχον της συνειδήσεως πνευματικής ζωής εν τη ψυχική αυτής εκδηλώσει, ουχί μόνον να ορίσωμεν τον πνευματικόν τόπον ημών, ήτοι να εννοήσωμεν την αλήθειαν ή το ψεύδος της ατομικής ημών πορείας  ενώπιον του Θεού, αλλά και  να  διακρίνωμεν  την  διδαχήν  της  αληθούς  Εκκλησίας  από  πάντων  των
αλλοτρίων και των νόθων, άτινα παρεμβάλλονται εις αυτήν
Η δογματική ομολογία της Εκκλησίας αποτελεί οργανικήν, αδιαρρήκτως ακεραίαν ενότητα, εκ της οποίας δεν πρέπει να αποσπώνται στοιχεία τινα κατά βούλησιν Το σφάλμα, οπουδήποτε και αν είναι, αφεύκτως αντανακλάται εις την μορφήν  της  πνευματικής  ζωής  του  ανθρώπου  Και  εάν  είναι  δυνατόν  να υπάρξουν τοιαύτα σφάλματα και παρεκκλίσεις εν τη ιδέα περί του Θείου Όντος ή των εντολών, άτινα δεν επηρεάζουν ολεθρίως το έργον της σωτηρίας, είναι όμως δυναταί και τοιαύται παρεκβάσεις και αλλοιώσεις, αίτινες θέτουν εις κίνδυνον την σωτηρίαν
Δεν είναι ίδιον του πολιτεύματος της Εκκλησίας η «καθαρά» γνώσις Και τα δόγματα δεν αποτελούν αφηρημένην διδαχήν περί του Θείου Είναι, όπερ θα απετέλει ξένην «γνώσιν» της Εκκλησίας Ουχί Τα δόγματα της αληθούς Εκκλησίας πάντοτε έχουν δύο όψεις: οντολογικήν και σωτηριολογικήν Ως Οίκος Θεού ζώντος Αύτη, προ και πλέον παντός άλλου, ασχολείται περί το ζήτημα της ζωής Επειδή δε σκοπός και αποστολή Αυτής είναι η σωτηρία του ανθρώπου, η κυρία σημασία δίδεται ουχί εις την αφηρημένην «οντολογίαν», αλλ’ εις το ζήτημα της σωτηρίας Αύτη δε κατορθούται δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού περί της προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης Η δευτέρα εντολή του Χριστού περιλαμβάνει εν εαυτή και την επιταγήν του Χριστού: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών»
Ούτως εγνώρισεν ο Γέρων τον επιφανέντα εις αυτόν Χριστόν και επέμενεν ότι αύτη είναι η μοναδική αληθινή  και ασφαλής οδός προς την θεογνωσίαν εκείνην, ήτις είναι καθ’ εαυτήν ζωή αιώνιος Αύτη είναι η οδός προς την ανόθευτον επίγνωσιν του Θεού, η δια της ελεύσεως και της σκηνώσεως Αυτού εν τη ψυχή του ανθρώπου (βλ Ιωάν ιζ’ , ιδ’ ‐)
Η  αληθής  Εκκλησία  πάντοτε  φυλάττει  άθικτον  την  διδασκαλίαν  του
Χριστού, αλλ’ ουχί πάντες οι θεωρούντες εαυτούς μέλη της Εκκλησίας και ομιλούντες  προσέτι  εξ  ονόματος  Αυτής  κατανοούν  αυτήν Διότι  αι  θύραι  της αγάπης Αυτής είναι ευρέως ανεωγμέναι εις πάντα άνθρωπον, ανεξαρτήτως της πνευματικής αυτού προόδου, αρκεί να ομολογήση πίστιν και πόθον σωτηρίας Ένεκα τούτου εν τη δεδομένη εμπειρική ζωή της Εκκλησίας πάντοτε παρουσιάζεται  ανάμιξις  της  εκδηλουμένης  εν  τη  αγιότητι  του  βίου  αληθείας μετά της αναληθείας της εισαγομένης εκ των αμαρτιών των ασθενών  μελών Αυτής, μη αποκλειομένων και ωρισμένων εκπροσώπων της αγίας ιεραρχίας
Η περίπτωσις αύτη λίαν δυσχεραίνει το πρόβλημα της διακρίσεως της αληθούς Εκκλησίας εκ των ψευδο‐εκκλησιών, αίτινες ωσαύτως δύνανται να επιδεικνύουν την ιστορικήν διαδοχήν αυτών από των αποστολικών χρόνων, και κηρύττουν  δογματικήν  διδαχήν  ηντλημένην  εκ  της  Αγίας  Γραφής, αλλά  μετ’ εκείνων  των  προσθηκών  αίτινες  είναι  αλλότριοι  της  Θείας  αληθείας  και  του
Ενταύθα ποιούμεθα χρήσιν της λέξεως ακολουθούντες τον κοινώς αποδεκτόν θεολογικό‐φιλοσοφικόν όρον προερχόμενον εκ της λέξεως  «οντολογία», ήτοι διδαχή περί του όντος
Θείου   θελήματος   Πηγήν   των   εισαχθεισών   καινοτομιών   και   διαστροφών
αποτελεί η αμαρτωλός θέλησις –ανθρωπίνη ή δαιμονική– ήτις συνήθως ουχί μόνον δεν δύναται να αποδειχθή λογικώς εις τους άλλους, αλλ’ ουδέ υπ’ αυτών των ιδίων να διασαφηθή Και ιδού, εις όλας αυτάς τας περιπτώσεις το υποδεικνυόμενον υπό του Γέροντος Σιλουανού κριτήριον είναι πολύτιμον, διότι δίδει την δυνατότητα να διακρίνωμεν αλαθήτως την παρουσίαν θελήματος αλλοτρίου του θελήματος του Θεού, «Όστις θέλει πάντας σωθήναι» (πρβλ Α’ Τιμ β’ ) και Όστις   έδωκεν εις ημάς την εντολήν «αγαπάτε τους εχθρούς υμών»
Η εντολή αύτη του Χριστού, ούσα ανταύγεια εν τω κόσμω της παντελείου
αγάπης του Τριαδικού Θεού, είναι ο «εις κεφαλήν γωνίας λίθος» όλης της διδασκαλίας της Εκκλησίας, η ύστατη σύνθεσις όλης της θεολογίας, η «εξ ύψους δύναμις»  και  εκείνο  «το  περισσόν» ζωής,  όπερ  εχαρίσατο εις  ημάς  ο  Χριστός (Ιωάν ι’ )· εκείνο το «βάπτισμα εν Πνεύματι Αγίω», περί του οποίου ομιλεί ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (Ματθ γ’ ) Ο λόγος ούτος –«αγαπάτε τους εχθρούς υμών»– είναι το πυρ εκείνο, όπερ κατεβίβασεν ο Κύριος επί της γης δια της επιδημίας Αυτού (Λουκ ιβ’ ), εκείνο το άκτιστον Θείον Φως, όπερ περιέλαμψε τους Αποστόλους επί του Θαβώρ, εκείναι αι πύριναι γλώσσαι, εν ταις οποίαις κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον επί των Αποστόλων εν τω υπερώω της Σιών· είναι η εν ημίν Βασιλεία του Θεού, «εληλυθυία εν δυνάμει», το πλήρωμα της ανθρωπότητος και η τελείωσις της κατά Θεόν ομοιώσεως (βλ Ματθ ε’ ‐)
Όσον και εάν είναι ο άνθρωπος σοφός, επιστήμων, ευσχήμων, εάν δεν αγαπά τους εχθρούς, τουτέστι πάντα συνάνθρωπον, δεν έφθασεν εις την τελείαν γνώσιν του Θεού Και αντιθέτως, όσον και εάν είναι τις απλούς, πένης και αμαθής, αλλά φέρει εν τη καρδία αυτού την αγάπην ταύτην, «μένει εν τω Θεώ και ο Θεός εν αυτώ μένει» Η χριστοειδής προς τους εχθρούς αγάπη έξω του Ενός Αληθινού Θεού είναι αδύνατος, εβεβαίου ο Γέρων Ο φορεύς τοιαύτης αγάπης είναι κοινωνός ζωής αιωνίου, έχων αναμφίβολον την περί τούτου μαρτυρίαν εν τη καρδία αυτού Είναι κατοικία Πνεύματος Αγίου και δια Πνεύματος Αγίου γνωρίζει τον Πατέρα και τον Υιόν δια της υπαρξιακής και ζωηφόρου γνώσεως, και εν Πνεύματι Αγίω γίνεται αδελφός και φίλος του Χριστού,  υιός του Θεού και θεός κατά χάριν
Βλέποντες τον μακάριον Γέροντα Σιλουανόν, ουχί σπανίως εσκεπτόμεθα:
Εκάστη εκδήλωσις της χριστιανικής ζωής παρουσιάζεται ως κατά πάντα παράδοξος και εν παντί αντίθετος της συνήθους πορείας της ανθρωπίνης ζωής και των μέτρων αυτής
Ο χριστιανός εν τη καρδία αυτού ταπεινούται μέχρις εσχάτου βαθμού, κατέρχεται εν τη συνειδήσει αυτού υποκάτω πάσης κτίσεως, και δια της ταπεινώσεως αυτής ανέρχεται προς τον Θεόν υπεράνω πάσης κτίσεως
Ο χριστιανός απομακρύνεται του κόσμου Μεριμνών «εγωϊστικώς» περί της σωτηρίας αυτού, εγκαταλείτει το παν ως άχρηστον· «μισεί» πατέρα, μητέρα, τέκνα· αρνείται πάντα σαρκικόν δεσμόν· εκζητών τον Θεόν, «μισεί» τον κόσμον και όλος εγκλείεται εν τω βάθει της καρδίας αυτού Και όταν όντως εισέλθη εκεί, ίνα ποιήση πόλεμον μετά του σατανά, όπως καθάρη την καρδίαν αυτού από
παντός αμαρτωλού πάθους, τότε εντός της ιδίας αυτού καρδίας συναντάται μετά
του Θεού, και εν τω Θεώ άρχεται να βλέπη εαυτόν συνδεδεμένον αρρήκτως μεθ’
όλου του κοσμικού είναι και ουδέν πλέον υπάρχει δι’ αυτόν ξένον ή αλλότριον
Αποτασσόμενος εν αρχή τον κόσμον επανευρίσκει αυτόν δια του Χριστού
εντός αυτού, αλλ’ ήδη δι’ εντελώς άλλου τρόπου, και συνδέεται μετ’ αυτού τω
«συνδέσμω της αγάπης» δι’ όλην την αιωνιότητα Τότε πας άνθρωπος, ανεξαρτήτως αποστάσεως τόπου ή ιστορικής εποχής καθ’ ήν έζησε, περικλείεται δια της προσευχής εις την αιώνιον ζωήν αυτού Τότε γνωρίζει ότι η καρδία αυτού δεν είναι μόνον φυσικόν τι όργανον ή το όργανον της ψυχικής ζωής, αλλά μεταφυσικόν τι, μη υπαγόμενον εις ορισμόν, ικανόν να εγγίση τον Θεόν, την πηγήν πάσης υπάρξεως Εν τη «βαθεία καρδία» αυτού ο χριστιανός   κατά τινα τρόπον βιοί όλην την ιστορίαν του κόσμου ως προσωπικήν, και βλέπει ουχί μόνον εαυτόν, αλλά και όλον τον ανθρώπινον κόσμον, και δεν υπάρχει τότε δι’ αυτόν άνθρωπος ξένος, αλλ’ αγαπά τους πάντας, ως παρήγγειλεν ο Χριστός
Ίνα κρατηθή τις εν τη αγάπη του Θεού, είναι απαραίτητον όπως και η οργή και το «μίσος» φθάσουν την εσχάτην έντασιν, κατευθυνόμενα όμως εναντίον της «εν εμοί» ζώσης αμαρτίας, εναντίον του εν εμοί ενεργούντος κακού, εν εμοί, και ουχί εν τω αδελφώ
Όλη η δύναμις της προς το κοσμικόν κακόν αντιστάσεως συγκεντρούται εις την βαθείαν καρδίαν του χριστιανού, ενώ εξωτερικώς, κατά την εντολήν του Κυρίου, «ουκ ανθίσταται τω πονηρώ» (Ματθ ε’ )
Η καρδία του χριστιανού φοβείται το παν, προσέτι και την ελαφροτέραν κίνησιν σκέψεως ή μη αγαθού αισθήματος Ανησυχεί δια το παν, και πονεί και θλίβεται, ταυτοχρόνως όμως υπ’ ουδενός πτοείται· έστω και αν ο «ουρανός συγκρουσθή μετά της γης», έστω και αν τα όρη πέσουν εκκωφαντικώς επί των κεφαλών ημών, η βαθεία καρδία του χριστιανού θα παραμείνη εν ειρήνη
Ο  χριστιανός  είναι  το  πλέον  ανυπεράσπιστον  όν  Ευρίσκεται  υπό  την
πίεσιν πάντων και εκάστου Ο χριστιανός είναι πάντων δούλος και  «πάντων περίψημα» (Α’ Κορ δ’ ), συγχρόνως δε ούτος και μόνον ούτος είναι ελεύθερος και απαραβίαστος, εν τη πλέον βαθεία εννοία της λέξεως
Αρξάμενος από της αποταγής, της αρνήσεως και του «μίσους», κατά τον λόγον του Χριστού, «εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι» (Λουκ ιδ’ ), και έτι:
«πας εξ υμών, ός ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι Μου μαθητής» (Λουκ ιδ’ ), ο χριστιανός καταλήγει  εις τον πόθον
«την ψυχήν αυτού θείναι» υπέρ Χριστού, και υπέρ φίλων και εχθρών
Ούτως, εγκαταλείπων και «μισών» το παν, διακόπτων τας σχέσεις μετά
πάντων,   ο   χριστιανός   λαμβάνει   εκ   του   Θεού   την   δωρεάν   της   αιωνίου πνευματικής αγάπης προς τους πάντας και το παν Εγκαταλείπων το παν, απαλλασόμενος παντός, γίνεται κάτοχος ασυγκρίτως μεγάλων θησαυρών, αληθινών και αφθάρτων: «ως μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων» (πρβλ Β’ Κορ στ’ )
Ούτως,   εν   συγκρίσει   προς   τον   συνήθη   βίον,   η   χριστιανική   ζωή
παρουσιάζεται ως εν παντί αντιφάσκουσα
Κατά την μετά του Γέροντος επικοινωνίαν ημών πολλάκις εσκεπτόμεθα:
«Περιπατεί εις την γην δια των ποδών αυτού, εργάζεται δια των χειρών αυτού και
ζη μεταξύ των ανθρώπων ως ο πλέον απλούς άνθρωπος, αλλ’ ουδείς, πλην του
Θεού, γνωρίζει αυτόν»


ΙΔ’ – ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ


Να  ζη  τις  χριστιανικώς  είναι  ανεπίτευκτον  Χριστιανικώς  δύναταί  τις μόνον να αποθνήσκη καθώς και ο Απόστολος Παύλος απέθνησκε καθ’ ημέραν (Α’ Κορ ιε’ )
Εν   τη   αποπείρα   ημών   να   περιγράψωμεν,   έστω   και   ελλιπώς,   την
πνευματικήν πορείαν του κατά Θεόν Πατρός ημών, πλησιάζομεν εις το τέρμα της επί γης βιοτής αυτού, ό,τι εις την συνήθη γλώσσαν ονομάζεται «θάνατος», εις δε την γλώσσαν των πιστών «τέλος» Κατά τους τελευταίους χρόνους η ψυχή του Γέροντος ήτο απερροφημένη εκ της προσευχής δια τον κόσμον Μέχρι τέλους εξωτερικώς έμενεν ήρεμος, ήσυχος, πολλάκις όμως η έκφρασις των οφθαλμών αυτού εγίνετο περίλυπος Κατά τας μετ’ αυτού συνομιλίας συχνότερον επέστρεφεν εις δύο θέματα Έλεγε:
«”Πορεύομαι προς τον Πατέρα Μου και Πατέρα υμών, και Θεόν Μου και Θεόν υμών” … Σκέφθητε οπόσον εύσπλαγχνοι είναι ούτοι οι ελεητικοί λόγοι … Ο Κύριος εξ όλων ημών συνιστά μίαν οικογένειαν»
Και πάλιν έλεγε:
«Προσεύχεσθε υπέρ του κόσμου … Σπλαγχνίσθητε τον λαόν του Θεού»
Ότε παρετήρησα εις αυτόν ότι να προσεύχησαι υπέρ των ανθρώπων είναι δύσκολον, απήντησε:
 «Βεβαίως δύσκολον … Το να προσεύχησαι υπέρ των ανθρώπων σημαίνει να χέης αίμα … αλλά πρέπει να προσευχώμεθα … Πάντα όσα εδίδαξεν ημάς οποτεδήποτε η χάρις, δέον όπως εκτελώμεν ταύτα μέχρι τέλους της ζωής … Ο Κύριος ενίοτε εγκαταλείπει την ψυχήν, ίνα δοκιμάση αυτήν, ίνα δείξη η ψυχή την σύνεσιν και την προαίρεσιν αυτής· εάν όμως ο άνθρωπος δεν βιάζη εαυτόν εις το έργον της ασκήσεως, τότε η χάρις εγκαταλείπει αυτόν· εάν όμως δεικνύη προαίρεσιν, η χάρις θα αγαπήση αυτόν και πλέον δεν θα εγκαταλείπη αυτόν»
Ήτο φανερόν ότι «η χάρις ηγάπησεν αυτόν και πλέον δεν εγκατέλειπεν αυτόν» Αλλά πού οδηγεί η χάρις;
Εν τη δομή του κόσμου παρατηρείται ιεραρχική τάξις, διαίρεσις εις ανώτερον και κατώτερον: πυραμίς του είναι Εν τω ανθρωπίνω δε πνεύματι ευρίσκομεν την ιδέαν της ισότητος, ως έμμονον απαίτησιν των εγκάτων της συνειδήσεως ημών
Οι μεν, παρατηρούντες τον ψυχο‐φυσικόν κόσμον αφ’ ενός και το εμπειρικώς δεδομένον πνευματικόν είναι της ανθρωπότητος αφ’ ετέρου, και εις το έν και εις το άλλον διαπιστούντες πυραμίδα ανισότητος, καταλήγουν εις το συμπέρασμα του οντολογικώς αναποφεύκτου της ανισότητος εις την κοσμικήν ύπαρξιν και εις το ανθρώπινον είναι· ούτως, ή κατά το πάθος αυτών, ή κατά την απαθή φιλοσοφικήν αυτών πεποίθησιν, καταπνίγουν την αξίωσιν της συνειδήσεως  αυτών  Οι  δε,  εδραζόμενοι  ακριβώς  επ’  αυτής  της  συνεχούς αξιώσεως του ανθρωπίνου πνεύματος, επιδιώκουν εμμόνως την αποκατάστασιν της κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος πρωτογόνου ισότητος εις την ύπαρξιν της ανθρωπότητος
Αλλ’ είναι άρα γε δυνατή η ισότης εκεί όπου θεμελιώδης αρχή υπάρξεως
είναι η ελευθερία; Εκ της πείρας των χιλιετιών της ιστορίας της ανθρωπότητος επιβάλλεται η απάντησις: ουχί
 «Τί ουν ποιήσωμεν», ίνα αλλάξωμεν την απαράδεκτον αυτήν δια το
πνεύμα ημών τάξιν των πραγμάτων; Τω όντι, να αρνηθώμεν την βαθυτάτην αυτήν πνευματικήν δίψαν, να ίδωμεν πάντας τους ανθρώπους ίσους εν τω πληρώματι αυτών, δεν δυνάμεθα
Ας στραφώμεν προς τον Χριστόν και ας ίδωμεν πώς Εκείνος λύει το πρόβλημα τούτο
Ο  Κύριος  δεν  αρνείται  το  γεγονός  της  ανισότητος,  την  ιεραρχίαν,  την
διαίρεσιν εις ανώτερον και κατώτερον, μείζον και έλαττον, αλλ’ ανατρέπει αυτήν την πυραμίδα του είναι θέτων την κορυφήν αυτής προς τα κάτω, και τοιουτοτρόπως εγκαθιστά την εσχάτην τελειότητα
Αναμφίβολος κορυφή της πυραμίδος του είναι τυγχάνει ο Ίδιος ο Υιός του ανθρώπου, ο Μόνος αληθινός, αιώνιος Κύριος Και λέγει περί Εαυτού ότι «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν Αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθ κ’ ) Περί των αγγέλων ελάβομεν διδασκαλίαν, ως περί όντων ανωτέρων ημών κατά την γνώσιν και τον τρόπον της υπάρξεως, εν συγκρίσει προς την επίγειον ημών ύπαρξιν, αλλ’ ο Απόστολος ομιλεί περί αυτών ως περί
«λειτουργικών πνευμάτων εις διακονίαν αποστελλομένων δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ α’ ) Εις τους μαθητάς Αυτού ο Κύριος εντέλλεται να ακολουθούν το υπόδειγμα, όπερ Εκείνος έδωκε, νίπτων τους πόδας αυτών (βλ Ιωάν ιγ’ ) Λέγει: «Οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών Ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ’ ός εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ός εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος» (Ματθ κ’ ‐) Δια τούτων ορίζεται η σύστασις και η έννοια της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ήτοι: η ανάβασις των ισταμένων κάτω εις εκείνον τον βαθμόν πνευματικής τελειότητος εις τον οποίον ευρίσκεται ο εν τη  ιεραρχική τάξει υψηλότερον ιστάμενος, κατά τον λόγον του Αποστόλου:
«Και   Αυτός   έδωκε   τους   μεν   αποστόλους,   τους   δε   προφήτας,   τους   δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ δ’ ‐)
Ο Χριστός ως Δημιουργός, τουτέστιν ως αιτία της υπάρξεως του κόσμου, ήρεν επ’ Αυτού το βάρος των αμαρτιών του κόσμου παντός «γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ γ’ ) Αυτός είναι η κορυφή της ανεστραμμένης πυραμίδος, κορυφή επί της οποίας πίπτει το βάρος ολοκλήρου της υπάρξεως
Όσοι ακολουθούν τον Χριστόν δι’ αρρήτου τρόπου εξομοιούνται προς Αυτόν, αίροντες τα βάρη ή τας αδυναμίας των άλλων: «Οφείλουσι δε οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ ιε’ )
Ομιλούμεν ενταύθα περί πάντων τούτων, ίνα υποδείξωμεν την χαρακτηριστικήν ιδιότητα της χριστιανικής οδού, εκείνο όπερ παρετηρήσαμεν εις
τον    βίον    του    Γέροντος    Αναγνωρίζομεν    την    αδυναμίαν    ημών    όπως
αποκαλύψωμεν τον βίον αυτόν δια λόγων και εικόνων
Ο   χριστιανός   πορεύεται   προς   τα   κάτω,   εκεί   εις   το   βάθος   της ανεστραμμένης πυραμίδος, όπου συγκεντρούται η φοβερά πίεσις, όπου είναι ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου Χριστός
Όταν  εγγίση  την  καρδίαν  η  μεγάλη  χάρις  του  Θεού,  τότε  άρχεται  να ενεργή εν αυτή η δύναμις της αγάπης του Χριστού, και η ψυχή ελκομένη υπό της αγάπης ταύτης κατέρχεται όντως εις το βάθος της ανεστραμμένης πυραμίδος, ποθούσα τον Χριστόν, εξομοιουμένη προς Αυτόν  Εν τοις ορίοις των δυνάμεων αυτού ο άνθρωπος αίρει επ’ αυτού το βάρος των αδελφών αυτού Και τότε δημιουργείται κατάστασις, περί της οποίας η δια λόγου πληροφορία καθίσταται αδύνατος
Το βάθος και η δύναμις των βεβιωμένων εν τη ζωή οδυνών επλήρωσαν την καρδίαν υπό ευσπλαγχνίας μεγάλης δι’ έκαστον πάσχοντα Η συμπάσχουσα αγάπη γεννά την ετοιμότητα προς αυτοθυσίαν δια το καλόν του πλησίον, και συγχρόνως η αγάπη έλκει αρρήτως προς τον Θεόν τον όλον άνθρωπον Ο νους, η καρδία και αυτό το σώμα, η όλη ύπαρξις του ανθρώπου, έλκεται προς τον Θεόν εν βαθεία μετά δακρύων φλογερά προσευχή δια τους ανθρώπους, ενίοτε δι’ ωρισμένους γνωστούς ή και αγνώστους, ενίοτε δι’ όλην την «απ’ αιώνος» ανθρωπότητα· άλλοτε δε η ψυχή εξηντλημένη υπό του μεγάλου πόνου της αγάπης  παραδίδεται  ολοκληρωτικώς  εις  τον  Θεόν  και  επιλανθάνεται   του κόσμου
«Όταν η ψυχή είναι εν τω Θεώ, τότε ο κόσμος λησμονείται εντελώς, και αύτη θεωρεί μόνον τον Θεόν»
Ευθύς ως εσωτερικώς προσφερθή θυσία, τουτέστιν όταν εσωτερικώς προσφερθή το παν, το πνεύμα του ανθρώπου γεύεται της αναπαύσεως εν παντί και απολαύει βαθείας εσωτερικής ειρήνης, ειρήνης Χριστού, υπερεχούσης πάντα ανθρώπινον νουν (βλ Φιλ δ’ )
Εν τω βυθώ της ανεστραμμένης πυραμίδας, εν τη βαθυτάτη κορυφή, πυθμήν της οποίας τυγχάνει ο εκ της προς τον κόσμον αγάπης εσταυρωμένος Χριστός,  ενεργείται  όλως  ιδιαιτέρα  ζωή,  φανερούται όλως  ιδιαίτερον  φως και πνέει ιδιαιτέρα ευωδία· εκεί ελκύεται δι’ αγάπης ο ασκητής Η αγάπη του Χριστού τιτρώσκει   τον   εκλεκτόν   αυτής,   επιφορτίζει   και   καθιστά   την   ζωήν   αυτού επίπονον, μέχρις ότου επιτύχη την τελευταίαν αυτού επιθυμίαν· προς επίτευξιν δε αυτού του εσχάτου σκοπού εκλέγει ασυνήθεις οδούς
 «Να προσεύχησαι υπέρ των ανθρώπων, σημαίνει να χέης αίμα»
Και ημείς είδομεν και μαρτυρούμεν ότι ο μακάριος Γέρων Σιλουανός, προσευχόμενος δια τον κόσμον, δι’ όλην την ανθρωπότητα, δι’ όλον τον Αδάμ, εις αυτήν την προσευχήν παρέδωκε την ζωήν αυτού
Η τοιαύτη προσευχή είναι μετάνοια δια τα αμαρτήματα των ανθρώπων, και ως μετάνοια είναι ανάληψις της ευθύνης των παραβάσεων αυτών· ως προσευχή δε πάλιν δι’ όλον τον κόσμον είναι μέχρι σημείου τινός άρσις του βάρους του κόσμου Αλλά, ίνα εμφανισθή εις τον άνθρωπον το θάρρος δια τοιαύτην προσευχήν, δέον πρώτον όπως εν αυτώ τω ιδίω η προσωπική μετάνοια
φθάση εις τελείωσιν, διότι, εάν ούτος ο ιδιος ζη εν τη αμαρτία και τοις πάθεσι,
τότε αντί της επ’ αυτού άρσεως των βαρών των αδελφών επιθέτει επ’ αυτών τα οικεία βάρη Ίνα μετάσχης των υπέρ του κόσμου παθών του Χριστού, ίνα έχης
«κοινωνίαν των παθημάτων Αυτού» (Φιλ γ’ · Α’ Πέτρ δ’ ), πρέπει να παύσης
από της αμαρτίας (βλ Α’ Πέτρ δ’ )
Έλεγε πολλάκις ο μακάριος Γέρων ότι το Άγιον Πνεύμα εδίδαξεν αυτόν να αγαπά δια της αγάπης του Χριστού Να αγαπάς δια της αγάπης του Χριστού σημαίνει να πίνης το ποτήριον του Χριστού· εκείνο το ποτήριον, όπερ Αυτός ο Άνθρωπος‐Χριστός εδεήθη του Πατρός  «παρελθείν» απ’ Αυτού Η αγάπη του Χριστού είναι μακαριότης, μη συγκρινομένη προς ουδέν των εν τω κόσμω τούτω, και συγχρόνως είναι πάθος μεγαλύτερον παντός άλλου, πάθος μέχρι θανάτου Ο τελευταίος ούτος, ο θάνατος, είναι και η τελευταία δοκιμασία της αγάπης και της ελευθερίας ημών Εκείνος όστις, έστω και εκ μέρους, έστω και μακρόθεν, ακολουθεί τον Χριστόν «αναβαίνοντα εις Ιεροσόλυμα», ούτος εννοεί τον φόβον εκείνον, του οποίου έλαβον πείραν οι ακολουθήσαντες  Αυτόν Μαθηταί Αυτού (βλ Μάρκ ι’ ) Τούτο συμβαίνει, διότι πάσα πράξις κατά την εντολήν του Χριστού διέρχεται δια δοκιμασίας και άλλως δεν γίνεται Και μόνον μετά την δοκιμασίαν  λαμβάνει  αύτη  την  αιώνιαν  αξίαν  αυτής  Ο  ασκητής,  γνωρίζων αυτόν τον πνευματικόν νόμον, πολλάκις μετά φόβου αναλαμβάνει το έργον της αγάπης
Εν  τη  υπέρ  του  κόσμου  προσευχή,  εκ  της  μεγάλης  αγάπης  δυνατόν  ο
άνθρωπος  να  ευρεθή  εις  τοιαύτην  κατάστασιν,  ώστε  ουδόλως  να  φείδηται εαυτού Και όταν προσφερθή η εσωτερική θυσία αυτή, τότε η ψυχή βιοί την εν παντί βαθείαν ειρήνην Μετά το τέλος όμως της προσευχής, βλέπουσα πάλιν τον κόσμον βεβυθισμένον εις τον πόνον και το σκότος, κινείται εκ νέου προς προσευχήν Ούτω δε πράττει, μέχρις ότου φθάση εις το έσχατον όριον της ζωής αυτής
Επιστρέφουσα εκ  της  προσευχής  προς  την  παχύτητα  της  ψυχοφυσικής ζωής, αισθάνεται η ψυχή θλίψιν τινα δια το ελλιπές της θυσίας αυτής, προσέτι και αιδώ δια το ψεύδος αυτής, ως ελέχθη «πας άνθρωπος ψεύστης» (Ψαλμ ριε’ ) Ψεύστης, διότι δεν μένει αμετάβλητος, και εάν σήμερον λέγη αγαπώ, αύριον δεν ευρίσκεται εν τω ιδίω μέτρω της αγάπης Ούτω, βαθμηδόν δημιουργείται εν τη ψυχή του ανθρώπου η τάσις να υπερνικήση το ψεύδος της ζωής αυτού και να επεκτείνη την προσευχήν μέχρι της τελικής πληρότητος, όπερ επιτυγχάνεται μόνον εν τω θανάτω
Η  τελειότης  της  χριστιανικής  ζωής  παρίσταται  άφθαστος Χριστιανικός δύναταί τις μόνον να αποθνήσκη Εν όσω ο άνθρωπος ζη εν τω κόσμω τούτω,
«σάρκα φορών», ευρίσκεται πάντοτε ως υπό τι κάλυμμα, και το κάλυμμα τούτο
παρεμποδίζει αυτόν να μένη τελείως και αδιαλείπτως εν τω Θεώ, τον Οποίον ποθεί η ψυχή Εν όσω ο άνθρωπος παραμένει δέσμιος της σαρκός αυτού,  δεν δύναται να φθάση το απόλυτον, αλλά πάντοτε μετέχει της σχετικότητος της γηΐνης «μορφής υπάρξεως», και δια τούτο πάσα ενέργεια αυτού φέρει αναποφεύκτως σχετικόν χαρακτήρα και δεν κατορθοί την τελειότητα άλλως, ει μη  μέσω  του  μεγάλου  μυστηρίου  του  θανάτου,  το  οποίον  θα  επιθέση  την
σφραγίδα της αιωνίου δικαιοσύνης εφ’ όλης της διανυθείσης βιοτικής οδού ή,
αντιθέτως, θα αποκαλύψη το άδικον αυτής Ο θάνατος, ως αποσύνθεσις της οργανικής ζωής του σώματος, είναι δια πάντας ανθρώπους όμοιος, αλλ’ ως πνευματικόν   γεγονός   προσλαμβάνει   ιδιαιτέραν   έννοιαν   και   σημασίαν   δι’ έκαστον πρόσωπον
Την Πέμπτην, αν  (ην) Σεπτεμβρίου , το πρωΐ περί την ην  ώραν (κατά την αθωνικήν χρονομέτρησιν περί την ην), ήλθον εις το κατάστημα, ίνα ίδω τον Γέροντα, και εύρον αυτόν, ως πάντοτε, ήρεμον, να ομιλή δια της συνήθους χαμηλής αυτού φωνής Επεδίδετο εις την συνηθισμένην εργασίαν αυτού και εξωτερικώς ουδεμίαν αλλαγήν παρετήρησα εις αυτόν
Περί  την  ην   ώραν,  μετά  το  γεύμα,  επεσκέφθην αυτόν  εις  το  κελλίον αυτού Εκάθητο εις κάθισμα παρά το τραπέζιον Είδον τούτον όλον ηλλαγμένον και ηρώτησα αυτόν:
‐ Γέροντα, τί έχετε;
‐ Δεν αισθάνομαι καλώς
‐ Τί έχετε;
‐ Δεν γνωρίζω
Ανέστη εκ του καθίσματος και ανεκλίθη   βαθέως επί της κλίνης αυτού έχων την ράχιν εστηριγμένην επί του τοίχου, υποβαστάζων τον κορμόν δια της δεξιάς χειρός Τείνων ολίγον τον λαιμόν αυτού, ανώρθωσε την κεφαλήν Εν τω προσώπω αυτού διεφαίνετο πόνος
Ηρώτησα:
‐ Γέροντα, θέλετε να αποθάνητε;
 ‐ Δεν εταπεινώθην εισέτι, απεκρίθη
Μετά δυσκολίας ήπλωσε τους πόδας αυτού επί της κλίνης, αφήκε την κεφαλήν να πέση επί του προσκεφάλου και έμεινε κατακείμενος, ενδεδυμένος ως ήτο Μετά μικράν σιωπήν, είπον:
‐ Γέροντα, θα έπρεπεν ίσως να υπάγητε εις το νοσοκομείον
‐ Δεν θα ήθελον να υπάγω εις το νοσοκομείον, επειδή εκεί είναι πολύς κόσμος και εκτός αυτού θα βάλουν εμέ πάλιν, ως άλλοτε, κάτωθεν του ωρολογίου, και αυτό δια των κτύπων αυτού δυσχεραίνει την προσευχήν
‐ Αλλά να μείνητε εδώ άρρωστος δεν είναι δυνατόν Ποίος δύναται να περιποιηθή υμάς; … ενώ εκεί οπωσδήποτε είναι ανετώτερον
‐ Εάν έδιδον εις εμέ ιδιαίτερον δωμάτιον, τότε θα ήτο δυνατόν να υπάγω εις το νοσοκομείον
Είπον: «Θα υπάγω να ομιλήσω μετά του ιατρού» Αφήκα αυτόν και ήλθον εις τον πατέρα Θωμάν, τον μοναχόν όστις διηύθυνε το νοσοκομείον και ωνομάζετο ιατρός Ο πατήρ Θωμάς δεν εδιδάχθη ιατρικήν εις τον κόσμον, αλλ’ εργαζόμενος καθ’ όλον τον βίον αυτού εις το νοσοκομείον της Μονής απέκτησεν ικανήν πείραν, ως και θεωρητικάς γνώσεις Ήτο άνθρωπος πεπροικισμένος δι’ αξιολόγου ιατρικής διαισθήσεως, πολύ χρήσιμος εις την Μονήν, καθ’ όσον εν τω Άθω πραγματικά νοσοκομεία και ιατροί δεν υπάρχουν
Το νοσοκομείον του Μοναστηρίου είναι εγκατεστημένον εις δύο ορόφους
Ο  κάτω  όροφος  αποτελείται  εκ  μιας  μεγάλης  αιθούσης,  ήτις  χωρίζεται  δια
μεσοτοίχου εις δύο θαλάμους Εις τον οπίσθιον, εκ της πλευράς των προς την
θάλασσαν παραθύρων, αι δύο γωνίαι χωρίζονται από του γενικού θαλάμου δια λεπτών τοίχων, σχηματίζουσαι δύο μικρά δωμάτια Το δεξιόν εξ αυτών παρεχώρησεν ο ιατρός ευγενώς εις τον Γέροντα
Επιστρέψας είπον ότι ο ιατρός παραχωρεί εις αυτόν  δωμάτιον εις τον κάτω όροφον Ο Γέρων συνεφώνησε να υπάγη, αλλ’ ήτο ήδη τοσούτον άρρωστος, ώστε δεν ηδύνατο να περιπατή μόνος Μετά λύπης ωδήγησα αυτόν εις το νοσοκομείον
Το   μοναστηριακόν   νοσοκομείον   δεν   διαθέτει   τεχνικά   μέσα    προς διάγνωσιν Ουδείς διέγνωσε τί είχεν ο Γέρων και ταχέως η κατάστασις της υγείας αυτού επεδεινώθη Ως σοβαρώς ασθενής, κατά το έθος της Μονής, εκοινώνει καθ’ εκάστην Την Δευτέραν ην/ην του μηνός, ετελέσθη εις αυτόν το ευχέλαιον
Επεσκεπτόμην  αυτόν  συχνάκις,  αλλά  δεν  ετόλμων  να  διακόψω  την ησυχίαν αυτού δι’ ερωτήσεων Εκαθήμην έξω, πλησίον της μισοκλείστου θύρας, επειδή  το  δωμάτιον  ήτο  πολύ  μικρόν  Κατά  τον  βίον  αυτού  εδόθη  εις  εμέ πολλάκις η ευκαιρία να ίδω την ζωήν αυτού, να ακούσω παρ’ αυτού πολλά, άτινα απεκάλυπτον τον χαρακτήρα της εσωτερικής πνευματικής αυτού οδού Ήτο δυνατόν μέχρι τινός να παρακολουθήσω την προσέγγισιν αυτού προς το μέγα μυστήριον του θανάτου, αλλ’ ακριβώς το τέλος αυτού εκρύβη απ’ εμού
Τας τελευταίας ημέρας της ασθενείας αυτού, από της εκδηλώσεως αυτής μέχρι της τελευτής αυτού, ο Γέρων εσιώπα Ότε έζη, διηγείτο ότι μεγαλόσχημός τις εις το νοσοκομείον, προετοιμαζόμενος δια τον θάνατον, έμενεν όλον τον καιρόν έχων κλειστούς τους οφθαλμούς, ίνα μη απολέση την μνήμην του Θεού δι’  οιασδήποτε  εξωτερικής  εντυπώσεως  Ο  μοναχός  ούτος,  ότε  επεσκέπτετο αυτόν ο στενός αυτού φίλος και συνασκητής, όν ηγάπα, συνωμίλει μετ’ αυτού πολύ ολίγον, μη ανοίγων τους οφθαλμούς και αναγνωρίζων τον φίλον αυτού μόνον εκ της φωνής Ενθυμούμενος τούτο, δεν διετάραττον την γαλήνην του Γέροντος δι’ ερωτήσεων, εκτός σπανίων εξαιρέσεων
Εντός μιας εβδομάδος η κατάστασις του Γέροντος   απέβη κρίσιμος Την Παρασκευήν ην/ην  Σεπτεμβρίου, το εσπέρας, ολίγον προ της δύσεως του ηλίου, επεσκέφθη αυτόν ο πνευματικός Ιερομόναχος Σέργιος, ίνα αναγνώση επ’ αυτού τον παρακλητικόν κανόνα εις την Παναγίαν επί εξόδω ψυχής, τον λεγόμενον «εξόδιον» Πλησιάζων προς την κλίνην του ασθενούς, ο πνευματικός είπεν:
‐ Ευλογείτε, πάτερ Σιλουανέ
Ο  Γέρων  ήνοιξε  τους  οφθαλμούς  και  σιωπών  προσέβλεψε  προς  ημάς ηπίως Το πρόσωπον αυτού ήτο ωχρόν, άρρωστον, αλλ’ ήρεμον Βλέπων τον Γέροντα σιωπώντα, ο πνευματικός ηρώτησε:
‐ Λοιπόν, πάτερ Σιλουανέ, αναγνωρίζετε ημάς;
‐ Αναγνωρίζω, απήντησε χαμηλοφώνως αλλ’ ευκρινώς
‐ Και πώς αισθάνεσθε;
‐ Καλώς, αισθάνομαι καλώς
Ήτο η απάντησις αύτη ασκητικός τρόπος να αποκρύψη το άλγος αυτού και να μη εκδηλώση παράπονόν τι, ή ο Γέρων όντως ησθάνετο τοσούτον καλώς από
πνευματικής πλευράς, ώστε ο πόνος δεν ηνώχλει την ειρήνην της ψυχής; Δεν
γνωρίζω
‐ Ήλθομεν, είπεν ο πνευματικός, να προσευχηθώμεν μεθ’ υμών και να αναγνώσωμεν τον κανόνα της Παναγίας … Θέλετε;
‐ Ναι, θέλω … ευχαριστώ … πολύ θέλω
Ο πνευματικός ήρχισε να αναγινώσκη τον κανόνα Ο Γέρων ωχρός, ύπτιος, ήκουεν ησύχως, ακίνητος, έχων τους οφθαλμούς κλειστούς, την δεξιάν επί του στήθους, την δε αριστεράν κατά μήκος του σώματος Μη μετακινών την αριστεράν  αυτού  χείρα,  εύρον  μετά  προσοχής  τον σφιγμόν αυτού  Ήτο  πολύ ανώμαλος: άλλοτε εντελώς αδύνατος, μόλις αισθητός, άλλοτε μεγαλυτέρας εντάσεως, αλλά πάντοτε τοσούτον άρρυθμος, ώστε εις διάστημα μισού λεπτού ήλλαξε πολλάκις
 Μετά το τέλος του κανόνος, ο Γέρων ήνοιξε πάλιν τους οφθαλμούς,
ηυχαρίστησεν ημάς και απεχαιρετίσθημεν «έως της αύριον»
Περί τα μέσα της νυκτός ήλθεν εις το δωμάτιον αυτού ο νοσοκόμος πατήρ
Νικόλαος Ο Γέρων ηρώτησεν αυτόν:
‐ Τον όρθρον αναγινώσκουν;
‐ Ναι, απήντησεν ο νοσοκόμος, και προσέθεσεν: Έχετε ανάγκην τινός;
‐ Ευχαριστώ, ουδενός χρείαν έχω
Η ήρεμος ερώτησις του Γέροντος και η ομοία απάντησις αυτού εις  την προσφοράν του νοσοκόμου προς υπηρεσίαν, και το ότι ήκουε την ανάγνωσιν, ήτις μόλις αντήχει εις την γωνίαν αυτού, πάντα ταύτα δεικνύουν ότι διετήρει πλήρη συνείδησιν και αυτοκυριαρχίαν Μετά το πέρας του όρθρου, τουτέστι μίαν και ημισείαν ώραν μετά την σύντομον αυτήν συνομιλίαν, ο πατήρ Νικόλαος ήλθεν εκ νέου, ίνα ρίψη έν βλέμμα εις τον Γέροντα, και λίαν εξεπλάγη ευρών αυτόν τετελειωμένον  Ουδείς  αντελήφθη  το  τέλος  αυτού,  ουδ’  εκείνοι  εισέτι  οίτινες ήσαν πλησίον αυτού τοσούτον ησύχως εξεδήμησε προς τον Θεόν
Κατά το τυπικόν της Εκκλησίας, «ουδέ οράσθαι όλως γυμνόν έξεστι το σώμα του μοναχού», και δια τούτο δεν λούεται, αλλ’ απλώς δι’ ενός σπόγγου ποιούν το σημείον του σταυρού «εν τω μετώπω του τελευτήσαντος, εν τω στήθει και εν ταις χερσί και τοις ποσί και τοις γόνασιν» Ενδεδυμένον όλην την μοναχικήν ενδυμασίαν, το ζωστικόν και επ’ αυτού το σχήμα, ολόκληρον το σώμα του  κεκοιμημένου  ράπτεται  εις  το  ράσον     και  εφαπλούται    επί  ειδικού φορείου Μετά το μικρόν επιμνημόσυνον τρισάγιον, μεταφέρεται εις την Εκκλησίαν, κεκαλυμμένον δια μαύρου υφάσματος, επί του οποίου είναι επερραμένος ερυθρός σταυρός, όμοιος προς τον επί του σχήματος
Ο όρθρος εν τω νοσοκομείω τελείται ταχύτερον ή εν τω Καθολικώ, και δια τούτο προ της ενάρξεως της λειτουργίας έμενεν αρκετός χρόνος, καθ’ όν επερατώθη η απλή ετοιμασία του μοναχικού σώματος, και το λείψανον του Γέροντος  εναπετέθη  επί  φορείου  εν  τω  ναώ  του  νοσοκομείου  δια  την  υπέρ
Κατά το τυπικόν, ράπτεται εντός του Μανδύου, αλλ’ εν τω Αγίω Όρει υφίσταται τάσις απλοποιήσεως, και Μανδύαν συνήθως οι μοναχοί δεν φέρουν, πλην του Ιερομονάχου, Κανονάρχου και Εκκλησιάρχου κατά την επιτέλεσιν της διακονίας εν τω ναώ
αναπαύσεως λειτουργίαν, μετά την οποίαν οι μοναχοί, ο είς μετά τον άλλον,
ανεγίνωσκον επ’ αυτού το Ψαλτήριον
Κατά το έθος της Μονής, εις τον Γέροντα, ως επί μακρόν βιώσαντα εν τω Κοινοβίω και έχοντα υπεύθυνον διακόνημα, η εξόδιος ακολουθία θα εψάλλετο εν τω Καθολικώ Μετά τον εσπερινόν, το σώμα αυτού μετεφέρθη εκ του νοσοκομειακού ναού εις τον κύριον ναόν του Μοναστηρίου, ένθα υπό της συνάξεως των Ιερομονάχων ετελέσθη η ακολουθία του εξοδιαστικού Συνήθως προΐσταται της συνάξεως ο Ηγούμενος, αλλ’ επειδή ο γέρων Ηγούμενος Αρχιμανδρίτης Μισαήλ τον καιρόν εκείνον δεν εξήρχετο του κελλίου αυτού, πάσχων εξ ημιπληγίας, προέστη ο Ιερομόναχος Ιουστίνος Μετά το πέρας της εις μοναχόν νεκρωσίμου ακολουθίας, το σώμα του Γέροντος εκομίσθη εις το κοιμητήριον, το κείμενον έξω των πυλών της Μονής, και ερραμμένον εντός του ράσου, άνευ φερέτρου, εναπετέθη εν τω μνήματι και εκαλύφθη, ψαλλομένων των τελικών αιτήσεων και του «αιωνία η μνήμη»
Ετελειώθη ο μακάριος Γέρων Μεγαλόσχημος Σιλουανός την δευτέραν πρωϊνήν ώραν της ης/ης   Σεπτεμβρίου  και ετάφη το εσπέρας της ιδίας ημέρας την τετάρτην ώραν


ΙΕ’ – ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΟΙ ΤΙΝΕΣ ΓΝΩΜΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ


Ο αθωνικός μοναχισμός εν τη νηπτική αυτού δυσπιστία προς τον άνθρωπον κρατεί τον αρχαίον κανόνα: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» Η θετική αύτη νήψις, ως και παν άλλο εν τη ανθρωπίνη ζωή, δύναται να υπερβή τα όρια  του δέοντος,  λαμβάνουσα  χαρακτήρα  μεγαλοποιημένης  φοβίας περί  της ανθρωπίνης αδυναμίας Ο αθωνικός μοναχισμός ίσως έχει κλίσιν μάλλον προς το τελευταίον
Κατά τον βίον αυτού ο Γέρων Σιλουανός εις συνομιλίας μετά μοναχών
εξέφραζεν ενίοτε τας σκέψεις, τας οποίας θα εύρη ο αναγνώστης εν ταις γραφαίς αυτού Οι λόγοι αυτού υπερβαίνουν το μέτρον του συνήθους ανθρώπου, και δια τούτο εις πολλούς μοναχούς ενέπνεον φοβίαν δι’ αυτόν· και τινες έλεγον: «Θα ίδωμεν  πώς  θα  αποθάνη»  Πολλοί  μοναχοί  ηγάπων  τον  Γέροντα  δια  την πραΰτητα αυτού και την αδιάλειπτον αγαθήν διάθεσιν, αλλά κατά παράξενον τρόπον η όλως εξαίρετος βιοτή του Γέροντος κατά την ροήν ημίσεος σχεδόν αιώνος διέφυγε την προσοχήν της πλειονότητος των πατέρων και μόνον μετά την τελευτήν αυτού ανεγνωρίσθη η αγιότης αυτού
Το ζήτημα της ασκητικής αυτοαποκρύψεως είναι πολύ ουσιώδες δια τον βίον παντός ασκουμένου Υπάρχουν πολλαί αιτίαι, αίτινες υπαγορεύουν αυτήν Εν τω Άθω δε, πλην των κοινών εις όλον τον κόσμον, υπάρχουν επί πλέον και ειδικαί τοπικαί αιτίαι Εις τα μοναστήρια και τας ερήμους του Άθωνος προσέρχονται άνθρωποι εγκαταλείψαντες τον κόσμον, και άρα διερχόμενοι δια του πυρός της αποταγής Πάντες ούτοι, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, εις στιγμήν εντόνου εφέσεως προς τον Θεόν, προσέφερον θυσίαν, το όνομα της οποίας είναι: «Εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλ στ’ ) Έκαστος ετέλεσε τον αγώνα τούτον κατά το μέτρον των δυνάμεων αυτού και δια τούτο εις έκαστον σχεδόν φαίνεται ότι ετέλεσεν αυτόν εις το πλήρες μέτρον  Μετά  τον  αγώνα  τούτον,  μετά  τας  θυσίας  αυτάς,  βλέπων  ότι  δεν  επιτυγχάνει  του
Ο μοναχός Στέφανος, διακονών εν τω φαρμακείω της Μονής, ηγάπα
πολύ τον Γέροντα Διηγήθη εις εμέ ο ίδιος τα εξής:
 «Το πρωΐ της ημέρας της τελευτής του Γέροντος Σιλουανού, διακόψας το διακόνημα μου, ήλθον εις τον ναόν, ίνα αναγνώσω επ’ αυτού το Ψαλτήριον, και παρεκάλεσα θερμώς τον Κύριον, όπως δώση εις εμέ να εννοήσω εκ της αναγνώσεως πώς επορεύθη ούτος την μοναχικήν αυτού οδόν, και εάν ευηρέστησεν  εις  τον  Θεόν  Ότε  εισήλθον  εις  το  παρεκκλήσιον,  ο  προ  εμού μοναχός ανεγίνωσκε: “Θεός μου εί Συ, και εξομολογήσομαι Σοι, Θεός μου εί Συ, και υψώσω Σε· εξομολογήσομαι Σοι, ότι επήκουσάς μου και εγένου μοι εις σωτηρίαν  Εξομολογείσθε  τω  Κυρίω,  ότι  αγαθός  ότι  εις  τον  αιώνα  το  έλεος Αυτού” βλέπων ότι ετελείωσε το δέκατον έκτον κάθισμα είπον εις αυτόν: “Υπάγετε να αναπαυθήτε, και θα συνεχίσω εγώ” Έφυγεν, εγώ δε έλαβον θέσιν εις το αναλόγιον και ήρχισα να αναγινώσκω το επόμενον, δέκατον έβδομον κάθισμα: “Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου Μακάριοι οι εξερευνώντες τα μαρτύρια Αυτού, εν όλη καρδία εκζητήσουσιν Αυτόν … τα δικαιώματα Σου φυλάξω … εν όλη καρδία μου εξεζήτησα Σε … εν τοις χείλεσι μου εξήγγειλα πάντα τα κρίματα του στόματος Σου Εν τη οδώ των μαρτυρίων Σου ετέρφθην ως επί παντί πλούτω”, και τα λοιπά του θαυμαστού τούτου ψαλμού Και τότε εβεβαιώθην εν τη καρδία μου ότι ευηρέστησεν ούτος εις τον Θεόν»
Μετά  την  τελευτήν  του  Γέροντος,  Ιεροδιάκονος  τις  εζήτησε  παρά  του
Ηγουμένου του Μοναστηρίου ευλογίαν να «αναχωρήση εις την έρημον» Κληθείς εις την Σύναξιν των Γερόντων, ώφειλε να δώση απάντησιν εις το ερώτημα δια τί θέλει να αναχωρήση εκ του Κοινοβίου Ο Ιεροδιάκονος απήντησεν ότι νομίζει ότι τούτο θα είναι εις αυτόν ωφέλιμον προς σωτηρίαν Τότε είς των Γερόντων της Συνάξεως, ο μεγαλόσχημος Ματθαίος, λέγει: «Άρα γε ενταύθα δεν υπάρχει ευκολία  προς σωτηρίαν;  Εν  τη  Μονή  ημών  διήνυσεν  όλον  τον  βίον  αυτού  ο

ζητουμένου, ο μοναχός υποβάλλεται εις ιδιαίτερον τινα πειρασμόν, τον «πνευματικόν φθόνον» Ως ο Κάιν, βλέπων ότι η θυσία του αδελφού αυτού Άβελ εγένετο δεκτή υπό του Θεού, ενώ η εαυτού απερρίφθη, έφθασεν από του φθόνου εις την αδελφοκτονίαν, και οι μοναχοί, αν και δεν φονεύουν τον αδελφόν αυτών φυσικώς, ουχί σπανίως όμως δημιουργούν δι’ αυτόν πολύ δυσκόλους συνθήκας Πέραν όμως αυτών των αποπειρών δημιουργίας εμποδίων εις την πνευματικήν ζωήν εκείνου, τον οποίον βλέπουν προοδεύοντα εις την προσευχήν και τας άλλας πνευματικάς εργασίας, και μόνον το εσωτερικόν μαρτύριον της συνειδήσεως μοναχών τινων λόγω της καθυστερήσεως αυτών, είναι σοβαρά αφορμή, ίνα πας ασκητής επί παρουσία άλλων συγκρατήται, ουδέν περί εαυτού φανερών
Εν τω κόσμω πάλιν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οίτινες θέλουν να ίδουν την αγιότητα, ίνα τιμήσουν αυτήν, και τότε δια τον ασκούμενον δημιουργείται ο κίνδυνος της κενοδοξίας … Υπάρχουν όμως και άνθρωποι κατεχόμενοι υπό πνεύματος κακού, δια τους οποίους η θέα της αγιότητος είναι αφόρητος Εν τω κόσμω όμως η πλειονότης των ανθρώπων είναι άπειρος και δεν αντιλαμβάνεται τον πνευματικόν άνθρωπον Από των τοιούτων είναι εύκολον να κρύπτηται τις Είναι κατά πολύ δυσκολώτερον να κρυβή τις από των μοναχών, διότι οι τελευταίοι, μένοντες εν συνεχεί αγώνι, μανθάνουν εκ πολλών μόλις αντιληπτών σημείων να μαντεύουν τί αισθάνεται ο αδελφός Δια τούτο εν τω Άθω δημιουργείται ιδιαιτέρα ανάγκη εκμαθήσεως τοιαύτης εξωτερικής συμπεριφοράς, ώστε δι’ ουδενός να γίνηται έκδηλον το εσωτερικόν Και νομίζομεν ότι η τέχνη αύτη των Αγιορειτών είναι αξιοσημείωτος
μακάριος  πατήρ  Σιλουανός,  και  νομίζετε  ότι  εις  την  έρημον    θα  εύρητε
άλλον μεγαλύτερον»; Και είπε τούτο ο πατήρ Ματθαίος, όστις, ότε έζη ο Γέρων
Σιλουανός, αμφέβαλλε περί αυτού πλέον των άλλων
Άλλος τις εκ των γεροντοτέρων μοναχών της Μονής, ο πατήρ Τρόφιμος,
εξαίσιος όντως ασκητής, του οποίου ο βίος θα ηδύνατο να αποτελέση καλόν παράδειγμα δια πολλούς, μετά την τελευτήν του Γέροντος ανέγνωσε μέρος των σημειώσεων αυτού Οι λόγοι του Γέροντος περί της αγάπης του Θεού, περί της ταπεινώσεως, περί της κρατήσεως του νοός εν τω άδη και της μη απογνώσεως και τα άλλα, προεκάλεσαν εις αυτόν βαθείαν εντύπωσιν Ενθυμούμεθα την συνάντησιν ημών μετ’ αυτού εις την «μικράν πόρταν» της Μονής Επλησίασε και είπε:
«Νυν  είδον  ότι  ο  πατήρ  Σιλουανός  έφθασεν  εις  τα  μέτρα  των  Αγίων
Πατέρων … Επείσθην εκ του τέλους αυτού
‐ Πάτερ Τρόφιμε, ετόλμησα να είπω, πώς είναι δυνατόν ήμισυς αιών επί το αυτό ζωής εν τη Μονή να μη έπεισεν υμάς περί αυτού, αλλά μόνον το τέλος;
‐  Πάντοτε  ηγάπων  αυτόν  και  εχαιρόμην,  ότε  συνήντων  αυτόν,  αλλά
εφαίνετο εις εμέ ότι ωμίλει μετά υπερβολικού θάρρους περί του Θεού, και εγώ,
ίνα είπω την αλήθειαν, εφοβούμην περί αυτού
‐ Πώς ωμίλει, ώστε να έχητε αμφιβολίαν δια τον λόγον αυτού;
‐ Αν και πολύ απλώς, όμως κατά τρόπον τοσούτον τολμηρόν και μετά παρρησίας ωμίλει περί της προσευχής και του Θεού, ως περί φυσικού Πατρός, ώστε συνέβαινε ποτε να διακόπτω αυτόν: «Παύσαι, πάτερ …» Εφαίνετο εις εμέ ότι απώλεσε τον φόβον του Θεού
‐ Και ότε διεκόπτετε αυτόν πώς απήντα;
‐ Ήτο πάντοτε ήρεμος Διέκοπτον αυτόν και ούτος εσιώπα
‐ Εθύμωνεν, ότε διεκόπτετε αυτόν;
 ‐ Ώ, ουχί! Ήτο ήπιος άνθρωπος και δεν ενθυμούμαι να εθύμωσε ποτε
‐ Πάτερ Τρόφιμε, γνωρίζετε ότι οι «πεπλανημένοι» είναι πάντοτε ανυπάκοοι, εύθικτοι και ευκόλως προσβάλλονται, όταν αποδοκιμάζουν αυτούς Πώς δεν παρετηρήσατε τούτο;
‐ Να, ο Θεός απέκρυψεν απ’ εμού τούτο … Ήτο πολύ απλούς Νυν μόνον κατανοώ το σφάλμα μου
‐ Και τί λέγετε περί των σημειώσεων αυτού;
‐ Είπον ήδη εις υμάς ότι έφθασεν εις τα μέτρα των Αγίων Πατέρων
Σέρβος τις επίσκοπος επισκεφθείς πολλάκις το Άγιον Όρος και πολύ αγαπήσας τον Γέροντα, ότε επληροφορήθη περί της τελευτής αυτού, έγραψεν εν τω ιεραποστολικώ αυτού περιοδικώ νεκρολογίαν υπό τον τίτλον: «Άνθρωπος μεγάλης αγάπης», όπου μεταξύ άλλων λέγει περί αυτού τα εξής:
«Περί του εξαισίου αυτού μοναχού δύναμαι μόνον να είπω: Ήτο γλυκεία ψυχή Ουχί μόνον εγώ ησθάνθην την γλυκείαν αυτήν ψυχήν, αλλά και πας προσκυνητής του Άθω, όστις έτυχε να συναντηθή μετ’ αυτού Ο Σιλουανός ήτο υψηλός, μεγαλόσωμος, μετά μεγάλης μαύρης γενειάδος, και δια της εξωτερικής αυτού όψεως δεν προδιέθετεν αμέσως ευνοϊκώς εκείνον, όστις δεν εγνώριζεν αυτόν Ήρκει όμως μία συνομιλία, ίνα αγαπήσης τον άνθρωπον τούτον … Ωμίλει
περί  της  αμέτρου  αγάπης  του  Θεού  προς  τον  άνθρωπον  και  ενέπνεε  τον
αμαρτωλόν, ώστε ο ίδιος να κατακρίνη εαυτόν αυστηρώς»
Διηγούμενος   εν   συνεχεία   συνομιλίας   τινάς   μετά   του   Γέροντος,   ο επίσκοπος γράφει:
«Αυτός ο θαυμάσιος ασκητής ήτο απλούς μοναχός, πλην όμως πλούσιος εν αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον Πολλοί μοναχοί εξ όλων των τόπων του Αγίου Όρους κατέφευγον προς αυτόν δια συμβουλήν, αλλ’ ιδιαιτέρως  ηγάπων  αυτόν  οι  Σέρβοι  μοναχοί  του  Χιλανδαρίου  και  του  “Ασκητηρίου  του Αγίου Σάββα” Εις αυτόν έβλεπον τον πνευματικόν πατέρα, τον αναγεννώντα αυτούς  δια  της  αγάπης  Πάντες  ούτοι  ησθάνθησαν  νυν  μετά  πόνου  τον  απ’ αυτού χωρισμόν Και επί πολύ μακρόν χρόνον θα ενθυμώνται την αγάπην του πατρός Σιλουανού και τας σοφάς συμβουλάς αυτού
»Και εμέ ο πατήρ Σιλουανός λίαν εβοήθησε πνευματικώς Ησθανόμην ότι η προσευχή αυτού ενεδυνάμωνεν εμέ Οσάκις ήμην εν τω Αγίω Όρει, έσπευδον να ίδω αυτόν»
Περαίνει ο επίσκοπος την νεκρολογίαν αυτού δια των εξής λόγων:
«Και προσέτι υπάρχουν πλείστα, όσα έτυχε να ακούσω παρά του πατρός Σιλουανού και περί αυτού εξ άλλων Αλλά τις θα ηδύνατο να απαριθμήση και να καταγράψη πάντα ταύτα; Η βίβλος της ζωής αυτού εγράφη όλη δια των μαργαριτών της σοφίας και του χρυσού της αγάπης Είναι τεραστία, άφθαρτος βίβλος Νυν εκλείσθη, και δια των χειρών του φύλακος αγγέλου αυτού παρουσιάσθη εις τον αιώνιον και δίκαιον Κριτήν Ο δε αιώνιος και δίκαιος Κριτής θα είπη εις την ψυχήν, ήτις τοσούτον ηγάπησεν Αυτόν επί της γης: Πιστέ Μου δούλε, Σιλουανέ, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου Σου Αμήν» (Επ Ν)
Έτερος   Ρώσος   επίσκοπος,   ο   Μητροπολίτης   Βενιαμίν,   γνωρίσας   τον Γέροντα μόνον δι’ αλληλογραφίας και εκ διηγήσεων όσων είδον αυτόν, λαβών το άγγελμα της τελευτής αυτού έγραψε τη ‐‐ εις τον Υφηγούμενον Ιουστίνον:
 «Πανοσιολογιώτατε και σεβαστέ Πάτερ,
Έλαβον την Υμετέραν αγγελίαν περί της τελευτής του οσίου Γέροντος πατρός μεγαλοσχήμου Σιλουανού … Δοθείη αυτώ Βασιλεία ουράνιος! …
Δεν είναι έργον ημών των αμαρτωλών να κρίνωμεν περί ανδρών αγίων Ο Ίδιος ο Θεός δοξάζει αυτούς, ως επίσταται Αλλ’ εν πλήρει ειλικρινεία θα είπω ότι τους τελευταίους χρόνους εξ ουδενός ησθάνθην τοιαύτην δύναμιν χάριτος, ως εξ αυτού, του πατρός Σιλουανού
Δύσκολον να διηγηθώ δια λόγων εις τί συνίστατο η δύναμις αύτη
Ως περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έλεγον, κατά την επί γης ζωήν Αυτού, ότι ωμίλει μετ’ εξουσίας και ουχί ως οι γραμματείς … ούτω και εκ των επιστολών του πατρός Σιλουανού εντελώς φανερώς ησθάνθην εγώ ο αμαρτωλός τοιαύτην δύναμιν, οίαν εξ ουδενός άλλου έλαβον πείραν Ουράνιον Θείον Πνεύμα
Πειστικόν άνευ ουδεμιάς αποδείξεως … Ως τις “εκείθεν φωνή, εκ του Θεού” …
Μεταστάντος ήδη του ανδρός προς Κύριον, δυνάμεθα εν τη ελληνική εκδόσει να δώσωμεν το όνομα Πρόκειται περί του αειμνήστου Επισκόπου Νικολάου Αχρίδος
Και τί καλύτερον να είπω δεν γνωρίζω  … Δια τούτο φυλάττω παρ’ εμοί τας
επιστολάς αυτού Και εάν δεν εγνώριζον τι περί της ζωής αυτού, των αγώνων, της προσευχής, της υπακοής αυτού, όμως και μόνον το πνεύμα των επιστολών θα ήτο αρκετόν δι’ εμέ τον αμαρτωλόν, ίνα θεωρώ αυτόν όσιον
Θα διηγηθώ όμως περίπτωσιν τινα της διορατικότητος αυτού
Μήτηρ τις, ήτις νυν ζη εν τη αλλοδαπή, απώλεσε προ πολλού πάσαν επικοινωνίαν  μετά  της  θυγατρός  αυτής,  ήτις  έμεινεν  εν  Ρωσία  Ήθελε  να γνωρίζη πώς να προσεύχηται δι’ αυτήν, ως περί ζώσης, ή ως περί νεκράς
Ηρώτησε τον Γέροντα Σιλουανόν, και εκείνος άνευ αμφιβολίας απήντησεν ότι η θυγάτηρ αυτής ζη και διάγει καλώς … Και όντως, ολίγους μήνας ύστερον γυνή  τις  μεταβάσα  εις  Ρωσίαν  ανεζήτησε  την  απολεσθείσαν  θυγατέρα,   είδεν αυτήν και συνωμίλησε μετ’ αυτής»
Περαιτέρω διηγείται ο Μητροπολίτης περί τινος παρομοίας περιπτώσεως διορατικότητος και εν συνεχεία γράφει:
«Τολμώ να ερωτήσω: Δεν συνευδοκείτε άρα γε να συλλέξητε εις αρχείον τας περί αυτού πληροφορίας; Θα είναι τω όντι και διδακτικόν και παρήγορον και σωτηριώδες δι’ ημάς τους αμαρτωλούς
Παρομοίως και τας επιστολάς αυτού, θα ήτο καλόν (έστω και εις αντίγραφα)
Επί πλέον παρακαλώ: Επιτρέψατε εις τον π Σωφρόνιον, όπως αποστείλη εις εμέ τι εκ των αντικειμένων του μακαρίτου, και παρηγορήση εμέ δια της απαντήσεως αυτού εις την προς αυτόν επιστολήν μου
(Υπογραφή) Μητροπολίτης Βενιαμίν»
Εν τη προς εμέ επιστολή αυτού έγραφεν ο Μητροπολίτης:
«Εξαιρετικώς  ευχαριστώ  υμάς  δια  την  υμετέραν  επιστολήν  περί  του πατρός Σιλουανού … Και διψώ να μάθω έτι περί αυτού … Θα μάθητε εκ της επιστολής μου προς τον Άγιον Προϊστάμενον περί του σεβασμού μου έναντι του αποθανόντος Γέροντος
Εάν εγράφετε πλείον περί αυτού, ουχί εγώ μόνον, αλλά και πολλοί θα ήσαν λίαν ευγνώμονες
Ποίος ήτο; Πού ήτο προ του Άθωνος; Δια τί ήλθεν εκεί; Πώς εσώθη; Τί έλεγε;  (προσέτι  και  αι  μικραί  λεπτομέρειαι  έχουν  μεγάλην  σπουδαιότητα) Μήπως γνωρίζετε ιδιαίτερα γεγονότα; Πώς προσηύχετο;
 Εν όσω υμείς και οι άλλοι μάρτυρες ευρίσκεσθε εν ζωή, συλλέξατε και καταγράψατε περί αυτού τα πάντα, έως της ελαχίστης λεπτομερείας … Αυτό είναι η Ιστορία της Εκκλησίας
Μνημονεύω τον πατέρα Σιλουανόν μετά του θεράποντος του Θεού πατρός
Ιωάννου της Κρονστάνδης και ζητώ τας παρά τω Θεώ αντιλήψεις αυτού … Και



Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Μετάφρασις εκ του ρωσικού υπό του ιδίου του συγγραφέως και του Ιερομ. Ζαχαρίου
Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας1999
Τίτλος πρωτοτύπου:

Ο «Γέρων Σιλουανός» και η ανεστραμμένη πυραμίδα του προσώπου του Θεού


Ζήνων Τσικρικάς
Το βιβλίο «Ο Γέρων Σιλουανός» είναι ένα ευρέως γνωστό έργο του Σωφρονίου Σαχάρωφ. Αποτελεί δε μια ενότητα με το άλλο έργο του «Οψόμεθα τον Θεόν». Η παρούσα πραγμάτευση δεν έχει ως στόχο την παρουσίαση ενός από πολύ καιρό ευρύτατα γνωστού έργου. Θέλει απλώς να αναδείξει μια θεολογική αντίληψη και κατάθεση ζωής του π. Σ. Σαχάρωφ, η οποία κατά την εκτίμηση του γράφοντος διαφοροποιείται από παγιωμένες θεολογικές συντεταγμένες και προσφέρει μια μοναδική θεολογική και φιλοσοφική προοπτική.
Αποτελεί αυτονόητη συνθήκη, ότι ο Θεός είναι υπερκόσμιος. Άκτιστος και προαιώνιος. Τέλειος σε άπειρο βαθμό. Γίνεται άνθρωπος κατά τον τρόπο της εγελιανής διαλεκτικής και Χριστολογίας. Λαμβάνει δηλαδή ανθρώπινη φύση υπό το προσωπό του ως ένα ξένο στοιχείο, ως μια αντιφατική στιγμή. Έχει την άπειρη δύναμη να κάνει κάτι τέτοιο, μένει αλώβητος ακόμη και αν υπό την υπόστασή του συνυπάρχει ως στιγμή, ως στοιχείο η ανθρώπινη φύση, που πάσχει, πεθαίνει, ανίσταται. Όλα τα συμβάντα της ανθρώπινης φύσης γίνονται υπό την σκέπη, υπό την άπειρη δύναμη της υπόστασής του, η οποία τα βαστάζει, τα δικαιολογεί ως στοιχεία της που δεν θίγουν τελικά την υπερβάλλουσα δύναμή της.
Γιατί ο Θεός δεν εθέωνε όμως τον άνθρωπο ήδη κατά την δημιουργία του αφού τα πάντα διευθετούνται και κρίνονται από την παντοδυναμία του; Προς τί αυτή η επώδυνη ιστορία της πτώσης του ανθρώπου και της ενανθρώπησης του Θεού; Μήπως είναι η ενανθρώπηση του Θεού και η συνεπόμενη θέωση του ανθρώπου το δεδομένο γεγονός, που ενεργεί ο παντοδύναμος Θεός και που πλέον κλείνει αυτή την τραγική ιστορία; Προς τί παρ’ όλα αυτά η οδυνηρή και τραγική ιστορία της πτώσης, της ενανθρώπησης του Θεού και στη συνέχεια της εκκλησίας; Δεν μπορούσε ο Θεός ακόμη και μετά την πτώση με μια εντολή του να διορθώσει την πεπτωκυία ανθρώπινη και λοιπή κτίση, τον θάνατο, την οδυνηρή τραγωδία; Μάλιστα δημιούργησε έναν κόσμο με την δυνατότητα αυτής της οδυνηρής τραγωδίας, την οποία η τριαδική θεότητα αποφεύγει εξ ορισμού. Δεν είναι άδικο; Δεν είναι ένα ανεύθυνο παίγνιο; Cum deus calculat fit mundus;
Απάντηση στο ερώτημα προσπαθεί να δώσει η σημασία της ελευθερίας. Ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και της κτίσης, την δυνατότητα της πτώσης και της θέωσης και δεν επεμβαίνει εκβιαστικά επί της ελευθερίας. Ο Θεός δεν έχει όμως αυτού του είδους την ελευθερία. Είναι θεϊκά ελεύθερος. Πιθανότητα και δυνατότητα πτώσης δεν υπάρχει γιαυτόν. ‘Εναντι του ελεύθερου από κάθε δυνατότητα πτώσης Θεού η δική μας ελευθερία είναι δώρον άδωρον, κάτι φτωχό, δεύτερης διαλογής. Ο Θεός από τη μια προβάλει στο θρόνο του παντοδύναμος-ελεύθερος και εμείς από την άλλη παραδέρνουμε στην δοκιμασία της ελευθερίας. Πώς συνδυάζεται η μεταξύ ζωής και θανάτου αβυσσαλέα ανθρώπινη ελευθερία με την ελεύθερη από κάθε σχετικότητα ταυτότητα του Θεού και δη καθώς αυτή η επισφαλής και επίπονη ελευθερία του ανθρώπου έχει ως μοναδικό πεδίο επιλογής για τη σωτηρία την υποταγή και αποδοχή αυτού του παντοδύναμου δεδομένου Θεού και του δεδομένου γεγονότος της ενανθρώπησής του; Μοιάζει με εμπαιγμό. Λέγει ο ντε φάκτο ελεύθερος και παντοδύναμος Θεός: «Σε κάνω ελεύθερο για να με υπακούς με αυτή την τραγικά αβέβαιη και χαοτική ελευθερία σου, αλλιώς θα πεθάνεις»; Αν όλα κρίνονται και διευθετούνται από την παντοδυναμία του Θεού  ποιά σημασία έχει η κοπιώδης και αβυσσαλέα ελευθερία του ανθρώπου;
Αν το γεγονός της ενανθρώπησης του Θεού ήταν ένα δεδομένο γεγονός, ένα στοιχείο, μια στιγμή, ένα συμβεβηκός και αξεσουάρ στον Θεό, το οποίο δικαιολογεί η παντοδυναμία του Θεού, δεν θα είχε άλλο νόημα πέραν του νοήματος ενός συμβεβηκότος και αξεσουάρ ενός πανθεϊστικού και παιγνιωδώς και βολονταριστικώς ενεργούντος Θεού. Μήπως όμως είναι γεγονός που αντιθέτως το ίδιο από τη μεριά του χαρακτηρίζει το όλο και ενιαίο πρόσωπο του Θεού Λόγου και δη περαιτέρω και την ενδοτριαδική ζωή; Εφόσον ο Υιός γεννάται από την Θεοτόκο, είναι Υιός του ανθρώπου, της Θεοτόκου, όπως ακριβώς είναι και Υιός του Πατρός του, δεν μπορούμε να βλέπουμε την ενανθρώπηση, την Χριστολογία, με εγελιανή ματιά, κατά την οποία ο Θεός παίρνει το ανθρώπινο σαν μια στιγμή του, σαν ένα στοιχείο του παντοδύναμου προσώπου του, σαν ένα αξεσουάρ και το θεώνει. Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ προσφέρει μια μοναδική περιγραφική ερμηνεία σχετικά με αυτό το θεμελιώδες ανθρώπινο, οντολογικό και θεολογικό ερώτημα της θεοδικίας, της σημασίας της ενανθρώπησης του Θεού και της ελευθερίας του θνητού ανθρώπου: «Εις την δομήν του κόσμου παρατηρείται ιεραρχική τάξις, διαίρεσις εις ανώτερον και κατώτερον: Πυραμίς του είναι. Εις δε το ανθρώπινον πνεύμα ευρίσκομεν την ιδέαν της ισότητας, ως έμμονον απαίτησιν των εγκάτων της συνειδήσεως ημών. Οι μεν (...) καταλήγουν εις το συμπέρασμα του οντολογικού αναποφεύκτου της ανισότητας εις την κοσμικήν ύπαρξιν και εις το ανθρώπινον είναι (...) οι δε (...) επιδιώκουν εμμόνως την αποκατάστασιν της κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος πρωτογόνου ισότητος εις την ύπαρξιν της ανθρωπότητος (...). Ο Κύριος δεν αρνείται το γεγονός της ανισότητας, την ιεραρχίαν, την διαίρεσιν εις ανώτερον και κατώτερον, κρείττον και έλαττον, αλλ’ αυτήν την πυραμίδα του είναι ανατρέπει διά της κορυφής προς τα κάτω, και τοιοτοτρόπως εγκαθιστά την εσχάτην τελειότητα. Αναμφίβολος κορυφή της πυραμίδος του είναι τυγχάνη ο Ίδιος ο Υιός του ανθρώπου, ο Μόνος αληθινός Κύριος. (...). Εις τον βυθόν της ανεστραμμένης πυραμίδος, η βαθυτάτη κορυφή-πυθμήν της οποίας τυγχάνει ο εκ της προς τον κόσμον αγάπης εσταυρωμένος Χριστός, ενεργείται όλως ιδιαιτέρα ζωή, φανερούται όλως ιδιαίτερον φως, και πνέει ιδιαιτέρα ευωδία· εκεί ελκύεται δι’ αγάπης ο ασκητής. Η αγάπη του Χριστού πληγώνει τον εκλεκτό της, επιφορτίζει και καθιστά την ζωήν του επίπονον, μέχρις ότου επιτύχη την τελευταία της επιθυμίαν· οδούς δε προς επίτευξιν αυτού του εσχάτου σκοπού εκλέγει ασυνήθεις».
Η άποψη του π. Σωφρονίου είναι βιβλική: «Τό δέ ανέβη τι έστιν ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τά κατώτερα μέρη της γης; Ο καταβάς αυτός έστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανων, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφεσ. 4, 9-10). Το ερώτημα της αλήθειας στον ευρύτερο χώρο, όπου αλήθεια αλλά και αναλήθεια είναι δυνατή και πραγματική αποτελεί ένα άλυτο φιλοσοφικό ζήτημα. Το ερώτημα της δοκιμασίας της αλήθειας εκτός της επαληθεύσιμης ταυτότητας και δη στον χώρο της δυνατότητας ή πραγματικότητας της αναλήθειας, του μηδενός, του θανάτου, της αγωνίας, του σκότους, της αβύσσου θέτει βεβαίως κατά συναφή τρόπο και ποικιλοτρόπως και ο Χάιντεγκερ. Όχι μόνο στο Είναι και Χρόνος, αλλά κυρίως και πιο εκτεταμένα στις παραδόσεις του για τον Χαίλντερλιν. Ιδού ένα δειγματοληπτικό εδάφιο: «Weil weder die Menschen noch die Götter je von sich her den unmittelbaren Bezug zum Heiligen vollbringen können, bedürfen die Menschen der Götter und die Himmlischen bedürfen der Sterblichen: Nicht vermögen / Die Himmlischen alles. Nemlich es reichen / Die Sterblichen eh’ in den Abgrund (Mnemosyne)». Heidegger M., Hölderlins Hymnen ›Germanien‹ und ›Der Rhein‹, G.A. Bd. 39, Frankfurt a. M. 1989 (2. εκδ.), 68 κ.ε..
Εκκινώντας από αυτό το κείμενο του π. Σ. Σαχάρωφ μπορούμε να ερωτήσουμε και να εξετάσουμε μήπως το πρόσωπο δεν είναι εκστατική κατοχή του Είναι και της αλήθειας, αλλά αντίθετα εκπλήρωση του αβυσσαλέου βάθους της θνητής φύσης. Επίσης ενδέχεται η Γέννηση του Υιού του Πατρός από την θνητή Θεοτόκο να είναι η «καρδιά», η κάτωθεν ανακεφαλαιωτική και μη βολονταριστική και κενή αυθυπερβατική Αρχή της αλήθευσης, παράστασης και ζωής της Τριάδας των θείων προσώπων, του Θεού.
Η δυνατότητα της πτώσης, η ελευθερία, η πτώση, η ενανθρώπηση του Θεού και θέωση του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι δευτερογενές χαρακτηριστικό, απλό συμβεβηκός ενός τοιουτοτρόπως παντοδύναμου, βολονταριστικού και πανθεϊστικού Θεού, παρά αντίθετα έχει θέση στην «καρδιά» της ύπαρξής του, χαρακτηρίζει το όλο πρόσωπο του Υιού και περαιτέρω και την Τριάδα. Αν είναι αξεσουάρ ενός πανθεϊστικού και βολονταριστικού Θεού αφορά μόνο αυτόν στην κλειστή ταυτότητά του και όχι την κοπιώδη και αβυσσαλέα ελευθερία, την ζωή και τον θάνατο του ανθρώπου. Αφορά μόνο μια κλειστή και κενή βολονταριστική ταυτότητα του Θεού χωρίς διαυγή αλήθευση εκτός της ίδιας. Μήπως μπορούμε να δούμε μάλιστα την σειρά της ακολουθίας ενανθρώπηση-θέωση αντίστροφα; Δηλαδή θέωση-ενανθρώπηση; Η ενανθρώπηση δηλαδή δεν μπορεί να αποτελεί ανάληψη της ανθρώπινης φύσης ως αξεσουάρ και συμβεβηκότος της τα πάντα βολονταριστικά (αυθ)υπερβαίνουσας υπόστασης του Υιού. Η θέωση δε του ανθρώπου δεν μπορεί αντίστοιχα να αποτελεί αυτόματο και αφηρημένο λογικό και οντολογικό συμπέρασμα και συνεπόμενο μιας εκ της θείας παντοδυναμίας ως δεδομένο και εξαντικειμενικευμένο factum, αξεσουάρ και συμβεβηκός του Θεού πραγματοποιημένης ενανθρώπησης του Θεού. Ούτε σημαίνει εξάλλου κοινωνία, μέθεξη θείου και ανθρώπινου στοιχείου επι τη βάσει της γενικότερης λογικής και οντολογικής κατηγορίας της ταυτότητας ως αυτόματο συνεπόμενο οντο-λογικό γεγονός μιας ως factum brutum δεδομένης ενανθρώπησης. Δηλώνει αφ’ ενός γεγονός που ξεπερνά την οντο-λογική έννοια της ταυτότητας-κοινωνίας-μέθεξης, αφ’ ετέρου δε γεγονός που πρωταρχικά χαρακτηρίζει το όλο πρόσωπο του Υιού, τον Θεό και δεν είναι μεταφυσικά επιβεβλημένο δεδομένο και απλό αξεσουάρ και συμβεβηκός στο Θεό. Η σημασία της λέξης «Θεοτόκος» ερμηνεύει και παριστάνει εν προκειμένω την έννοια της θέωσης του ανθρώπου και της ενανθρώπησης του Θεού. Η θέωση είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Υιός γεννάται από τον θνητό άνθρωπο και όχι γεγονός μιας κατά μεταφυσικό-θεωρησιακό (spekulativ) τρόπο ανάληψης της ανθρώπινης φύσης ως νεκρού αξεσουάρ από έναν πανθεϊστικό Θεό που δικαιολογεί βολονταριστικά αυτή την πράξη του. Όπως ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, γεννάται και από τον άνθρωπο, από την Θεοτόκο. Πρόκειται για ένα ισότιμο και παρόμοιο γεγονός. Για το γεγονός της Γέννησης του Υιού, κατά το οποίο γεννάται από τον Πατέρα αλλά και από τον θνητό άνθρωπο, από τη Θεοτόκο. Ο Θεός γεννάται από τη Θεοτόκο και έτσι ενανθρωπήζει, δεν παραλαμβάνει απλώς ως αξεσουάρ και συμβεβηκός ανθρώπινη φύση και δεν δικαιολογεί αυτή την πράξη του βολονταριστικά, μεταφυσικά-θεωρησιακά. Η θέωση του ανθρώπου είναι θέωση, αλήθευση, παράσταση, γέννηση, ανάσταση του Θεού από τον θνητό άνθρωπο. Λέγει ο Μάξιμος Ομολογητης: «(…) καὶ τὴν ἐκ σωμάτων (…) ἡμετέραν ἐτίμησε γέννησιν, καὶ γενόμενος ἄνθρωπος ἀληθῶς καὶ ἀνθρωπίνως γεννώμενος, (…)». (Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1320CD) Η υπόστασή του γίνεται ορίζοντας για την ζωή της θνητής ανθρώπινης φύσης, αληθεύει, παριστάνεται από αυτή, «θεούται» και έτσι εν ταυτώ ενανθρωπήζει.
Η θέωση του ανθρώπου που είναι γέννηση, αλήθευση, «θέωση» του Θεού από την θνητή ανθρώπινη φύση δηλώνει κάτι διαφορετικό από την πρόσληψη ανθρώπινης φύσης ως αξεσουάρ και συμβεβηκός από την υπόσταση του Υιού. Δηλώνει επίσης και εκφράζει κάτι διαφορετικό από την σημασία της κοινωνίας που βασίζεται στην γενικότερη οντολογική και λογική κατηγορία της ταυτότητας. Δηλώνει την «θέωση» του Θεού δηλαδή την γέννηση του Θεού, την διαυγή και πρωτογενή παράσταση και αλήθευση του Θεού εκεί και από εκεί όπου ο Θεός ελλείπει, είναι όντως ελλείπων και όχι απλώς μη παρών εκεί αλλά αλλού ήδη ως δεδομένος υπάρχων και ως δεδομένος δυνάμενος να προστεθεί πανθεϊστικά και βολονταριστικά επί αυτού του εξωοντολογικού και εξωπανθεϊστικού χώρου της έλλειψής του. Η έλλειψή του στον χώρο της αβυσσαλέας ελευθερίας του ανθρώπου δεν δύναται πλέον να αναιρεθεί από ένα πανθεϊστικό ή βολονταριστικό θείο υποκείμενο. Αντίθετα ο Θεός αφίεται να εκπηγάσει κατά υπέρθεο τρόπο ως διαυγής αλήθεια από τον εξωοντολογικό χώρο της όντως ελλείπουσας αλήθειας του, ως Υιός της θνητής Μαρίας. Η θέωση του ανθρώπου δεν σημαίνει έτσι μέθεξη, κοινωνία, προϊούσα (οντο)λογική ταυτότητα Θεού και ανθρώπου κατά τα πρότυπα της οντολογίας της ουσίας, της ταυτότητας και του υποκειμένου και της συγγενούς έννοιας της αλήθειας ως επαλήθευσης και ταυτότητας ή αναλογίας όντων ή νοός και όντος. Αυτή η αντίληψη δεν διαφέρει από την δυτική μεταφυσική. Το «σκάνδαλο» του σταυρού, του θανάτου και της ανάστασης και αλήθευσης του Θεού δεν περιορίζεται σε μια τέτοια ελλειμματική οντολογία και γνωσιοθεωρία έναντι του εξωοντολογικού και αβυσσαλέου χώρου της ελευθερίας, της δυνατότητας αλήθειας και αναλήθειας που ξεπερνά την επαλήθευση κάθε υπαρκτού και κάθε κριτηρίου (δογματικού ή και πλήρως αυτοκριτικού). Η θέωση του ανθρώπου παριστάνεται ως διαυγής και εκπληκτική αλήθευση του Θεού, ως γέννηση και ανάσταση του Θεού από τον την μη πανθεϊστικώς και βολονταριστικώς επαληθεύσιμη αλλά όντως ελλείπουσα ζωή και αλήθεια του Θεού πρωτογενώς εκζητούντα θάνατο του ανθρώπου. Ο Θεός αφίεται να γεννάται, να ανίσταται, να εκπηγάζει και να υπάρχει διαυγώς το πρώτον εκείθεν και δεν είναι δογματικός ή εκστατικός κάτοχος του Είναι και της αλήθειας του. Η ενδεχόμενη κλειστή ταυτότητα ενός παντοδύναμου Θεού, που επαληθέυεται διορθωτικά εκ της παντοδυναμίας του, θα ήταν ελλειμματική απέναντι στο εξωοντολογικό και εξω-πανθεϊστικό ερώτημα της αλήθειας του Θεού εκτός αυτής της ταυτότητας. Η ενδεχόμενη δύναμη και παντοδυναμία, η δια της δύναμης και βίας επιβολή της ταυτότητας οδηγείται διαλεκτικά και αυτοκριτικά στην κατάρρευσή της ακριβώς σε μια κενή και αρνητική δύναμη εξάσκησης ισχύος. Αυτή αναδεικνύεται ως πυρήνας της ταυτότητας, αφού επιθυμεί να επιβάλλει την εγωιστική και απογυμνωμένη από διαυγή αλήθεια αξίωση της ταυτότητας να ισχύσει εκτός εαυτής. Η δογματική αξίωση μιας τέτοιας επιβολής οδηγείται μέσω της απόδειξής της σε μια αυτοκριτική διόρθωση, αφαίρεση, αναγωγή της ταυτότητας σε μια θαθύτερη δύναμη, που τελικά απισχάνεται εντελώς αυτοκριτικά σε μια κενή δύναμη αυθυπέρβασης και βολονταριστικής ισχύος. Η δογματική αξίωση του λόγου κρύβει εντός της και εξελίσσεται σε μια τραγική (και κωμική) αυτοκριτική, εκπίπτει στην ίδια την απογυμνωμένη διαυγούς αλήθειας βολονταριστική αξίωσή της σε αντίθεση προς τον Υιό του Θεού, «ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών»  (Φιλιπ. 2, 6) και γεννήθηκε, ανέστη και αλήθευσε εκείθεν διαυγώς. Η σημασία, η αλήθεια του Θεού δεν είναι το να είναι δογματικός ή εκστατικός κάτοχος του θείου Είναι και της αλήθειας, δηλαδή ελλειμματικά βολονταριστικό, κενό αυθυπερβατικό υποκείμενο έναντι της εξωοντολογικής και εξωπανθεϊστικής ερώτησης, της εν τω Άδη πάσχουσας έλλειψης και νοσταλγίας αυτής της όντως ελλείπουσας και μη πανθεϊστικής αλήθειας, αλλά να αφίεται να εκπηγάζει εκείθεν ως διαυγής αλήθεια και φως, διαυγές πλήρωμα της αλήθειας.
Η προσπάθεια μάλιστα στα πλαίσια μια τριαδολογικής προσωποκρατικής οντολογίας να κάνουμε την ταυτότητα εκστατική προς άλλη ταυτότητα που κείται πέρα από το αρνητικό όριό της (το οποίο ταυτίζεται με το θετικό – omnis determinatio est negatio), να οδηγηθούμε σε μια ευρύτερη ταυτότητα και ενότητα όλων των προσώπων, διορθώνει απλώς την αρχική ταυτότητα των προσώπων και τους δημιουργεί μια καινούργια ως ενότητα, συμφωνία, αρμονία, κοινωνία, των αρχικών ταυτοτήτων όλων των προσώπων. Και η νέα αυτή διόρθωση, είναι διόρθωση ταυτοτήτων προς τον σκοπό μιας ταυτότητας όλων, εργάζεται με βάση την κατηγορία της ταυτότητας, την διορθώνει διαλεκτικά και αυτοκριτικά, εξαλείφει τις τριβές, αφαιρεί το μη ταυτόν και φτάνει σε μια σμίκρυνση, σε μια αφαίρεση, σε μια κοινωνία, που αφαιρεί τις πρότερες ταυτότητες σε μια τελική ταυτότητα.  Η ως μοναδική θεολογική και οντολογική άποψη θεωρούμενη έκσταση των προσώπων και η κοινωνία τους ως αποτέλεσμα ελευθερίας και έκστασης πέρα από απριοριστικούς οντολογικούς προσδιορισμούς απλώς διορθώνει και επιτείνει στο έπακρο την ταυτότητά τους ως εκστατική ελεύθερη κατοχή που έχει αφαιρέσει το μη κοινόν και το μη αληθές και έχει φτάσει σε μια τελική ταυτότητα όλων. Εργάζεται διορθωτικά μέσα στα πλαίσια της οντολογίας της ουσίας και του υποκειμένου με βάση τις κατηγορίες της κατοχής του Είναι, της ταυτότητας και περαιτέρω της ενότητας και της επαλήθευσης. Η εκστατικότητα σημαίνει αφαίρεση, άρνηση του μη ταυτού, αναζήτηση μιας τελικής πιο κλειστής και πιο αφηρημένης ταυτότητας μέσω της άρνησης και αφαίρεσης, την οποία η έκσταση εξασκεί και η οποία εν τέλει αποτελεί μάλιστα την βαθύτερη και τελική ουσία της. Τελική ουσία της έκστασης είναι η ίδια η έννοια της αποστεωμένης υπέρβασης, της αρνητικής ελευθερίας, η κενή αρνητικότητα του αισθήματος αυθυπέρβασης και αυτοκατίσχυσης που κατέχει εκστατικά και αρνητικά την ύπαρξη και την αλήθεια. Συνήθως λέμε ότι η τοιουτοτρόπως εκστατική, αφαιρετική και (αυθ)υπερβατική του Είναι υπόσταση του Πατέρα είναι η Αρχή που προδιαγράφει τις σχέσεις στην Τριάδα και περαιτέρω την σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Μια (αυθ)υπερβατική υπόσταση του Πατέρα που κατέχει εκστατικά το Είναι, το περιορίζει υπό το εκστατικό υποκείμενό του και καλεί και τα άλλα πρόσωπα να κοινωνήσουν με αυτό και να ορίσουν την ύπαρξή τους από αυτή την σχέση αποτελεί μια νιτσεϊκή και στιρνεριανή εαυτήν θέλουσα, κάθε ίχνος άλλου Είναι και αλήθειας αναλίσκουσα θέληση, έναν actus purus, ένα κενό και αποστεωμένο αίσθημα αυθυπέρβασης και αυτοκατίσχυσης. Η ενανθρώπηση όμως του Υιού Λόγου, η θέωση του ανθρώπου, η γέννηση και ανάσταση του Θεού, του Υιού του ανθρώπου από την θνητή Μαρία Θεοτόκο, από τον θάνατο του ανθρώπου είναι κάτι εκπληκτικά υπέρθεο και υπερούσιο και αυτό που εκφράζει την «καρδιά» του Θεού. Ο Θεός δεν είναι βολονταριστικό υποκείμενο αφαίρεσης και καταπίεσης υπό μια αφαιρετική και αποστεωμένη κοινωνία παρά το διαυγές πλήρωμα της αλήθειας και ζωής. Ο Πατέρας δεν είναι βολονταριστική και εκστατική αποστεωμένη Αρχή των προσώπων της Τριάδας και όλου του υπαρκτού, αλλά ο Πατέρας του Υιού του ανθρώπου. Είναι Πατήρ όχι μόνο του Υιού του και της θείας φύσης του, αλλά και της ανθρώπινης φύσης του, η οποία λαμβάνει μέρος στην ενδοτριαδική ζωή. Ο Υιός γεννάται και ανίσταται, αληθεύει και από την θνητή ανθρώπινη φύση. Η ανάσταση του σώματός του είναι ανάσταση και όλου του προσώπου του. Ο Υιός αφίεται να εκπηγάσει υπερθέως –δεν είναι δηλαδή δογματικό ή εκστατικό υποκείμενο-κάτοχος του Είναι του- από την αβυσσαλέα έλλειψη της μη πανθεϊστικής, όντως ελλείπουσας αλήθειας του στον Αδη ως αλήθεια του σώματός του, ως ανάσταση του σώματος που είναι και ανάσταση του όλου προσώπου του. Χριστός ανέστη, αφού ανέστη το σώμα του. Η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα ανακεφαλαιώνεται, παριστάνεται, αληθεύει καθώς ο Υιός γεννάται και ανίσταται εκ της θνητής ανθρώπινης φύσης, καθώς γεννάται και ανίσταται η ανθρώπινη φύση του. Ο Πατέρας είναι υπερθέως δωριζόμενος ορίζοντας στην εκ της θνητής ανθρώπινης φύσης εκπηγάζουσα αλήθεια και ζωή του Υιού του, εκπληκτικό και υπέρθεο Ναι προς την Γέννηση του Υιού από την Θεοτόκο, προς την ζωή και αλήθεια του Υιού εκ της ανθρώπινης φύσης του. Αφίεται να εκπηγάζει ως Πατήρ του Υιού του ανθρώπου, δεν είναι εκστατικό υποκείμενο που διορθώνεται βολονταριστικά και αυθυπερβατικά αποδεχόμενο τοιουτοτρόπως ως αξεσουάρ και συμβεβηκός την Γέννηση του Υιού του από την Θεοτόκο. Είναι ο Πατήρ του Υιού του ανθρώπου.
Ο χώρος της ελευθερίας, ο χώρος της δυνατότητας της ζωής και του θανάτου, του Θεού και της «κολάσεως», ο εξωοντολογικός χώρος πέρα από κάθε υπαρκτό και κάθε ασφαλή επαλήθευση – η οποία μπορεί να πάρει την μορφή της άκρως εξελιγμένης εκστατικής ή αυθυπερβατικής αυτοκριτικής – ο χώρος έξω από έναν πανθεϊστικό Θεό, δεν μπορεί να αναιρεθεί, ούτε θα συνέβαλε η πιθανή αναίρεσή του σε μια αληθέστερη ή πιο «θεϊκή» έννοια για τον Θεό. Η δογματική ή αυτοκριτική επαλήθευση του Θεού από μια δύναμη κατίσχυσης και αυθυπέρβασης εντός αυτού του έσχατου ορίζοντα σμικραίνει αυτοκριτικά την ύπαρξη και αλήθεια του Θεού αε ένα κενό κριτήριο, ουσία του οποίου είναι η απογυμνωμένη αρνητική επιβολή έναντι της ερώτησης της αλήθειας του Θεού στον εξωοντολογικό αυτό ορίζοντα, στον οποίο δεν μπορεί να είναι, και δεν μπορεί να ισχύσει ως τέτοια απογυμνωμένη κενή επιβολή. Οι σχέσεις των προσώπων της Τριάδας ως σχέσεις υποκειμένων-κατόχων της θείας ουσίας που κατέχουν εκστατικά την ουσία τους και έτσι φτάνουν σε μια τελική ενότητα-ταυτότητα όλων διορθώνει απλώς την οντολογία και γνωσιοθεωρία της επαλήθευσης της ουσίας και του υποκειμένου εντός του έσχατου εξωοντολογικού και εξωπανθεϊστικού ορίζοντα. Τα θεία τριαδικά πρόσωπα σχετίζονται μεταξύ τους και φτάνουν στην τελική εκστατική ταυτότητά τους έχοντας απόλυτη ελευθερία και δύναμη εξερχόμενα εκστατικά και βολονταριστικά του θείου Είναι. Η ενανθρώπηση του Θεού είναι υπό αυτή την έννοια μια πράξη εκστατικής και βολονταριστικής παντοδυναμίας και (αυθ)υπέρβασης του Θεού, στο υποκείμενο του οποίου προσμετράται ως ένα στοιχείο, ένα γεγονός, μια στιγμή, ένα αξεσουάρ η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης. Η σημασία του όρου «Θεοτόκος», «Υιός του ανθρώπου», των δύο φύσεων και φυσικών θελήσεων και ενεργειών του Χριστού δηλώνουν όμως κάτι άλλο. Ο Θεός δεν είναι απλά εκστατικώς διορθωμένη ταυτότητα κατοχής του θείου Είναι και της αλήθειας, όπως σχηματίζεται μετά την σχέση διορθωτικής επαλήθευσης μεταξύ θείων υποκειμένων-προσώπων-ταυτοτήτων-εκστατικών κατόχων του θείου Είναι και της θείας αλήθειας, αλλά είναι υπέρθεος Θεός καθώς αφίεται να γεννάται, εκπηγάζει, ανίσταται, αληθεύει από την θνητή ανθρώπινη φύση, από την αγωνιούσα έλλειψη της αλήθειας του στον θάνατο αυτής. Καρδιά του Θεού είναι αυτό το εκπληκτικά υπέρθεο γεγονός και όχι η διορθωτική σχέση εκστατικών υποκειμένων-κατόχων του θείου Είναι. Καρδιά του Θεού είναι να είναι ως εκπηγάζων εκπλήρωση της όντως ελλείπουσας και μη πανθεϊστικώς επαληθεύσιμης αλήθειας του στον θάνατο και από τον θάνατο του ανθρώπου. Δεν είναι υποκείμενο που κατέχει εκστατικά την ουσία του και διορθώνεται, θεμελιώνεται, αποδεικνύεται, βελτιώνεται, εξίσταται κατέχοντας το Είναι του και περαιτέρω και τον άνθρωπο ως αξεσουάρ και συμβεβηκός από μια βαθύτερη δύναμη εντός του έσχατου εξωπανθεϊστικού και εξωοντολογικού ορίζοντα. Αντίθετα υπάρχει, είναι το πρώτον εκπηγάζων στον και από τον την ελλείπουσα ζωή και αλήθεια του Θεού πρωτογενώς εκζητούντα θάνατο του ανθρώπου.
«Καρδιά» της Τριάδας είναι η γέννηση του Υιού του Πατέρα από την Θεοτόκο. Η Τριάδα ανακεφαλαιώνεται, παριστάνεται εκ νέου από αυτό το υπέρθεο γεγονός, της γέννησης και ανάστασης του Θεού από τον Άδη του θανάτου του ανθρώπου, από την πρωτογενή και αβυσσαλέα αίσθηση έλλειψης της όντως ελλείπουσας και μη επαληθεύσιμης αλήθειας του Θεού. Η προ-αιωνιότητα της Τριάδας δεν είναι ακίνητο υπέρχρονο παρελθόν παρά εκπληκτικώς υπέρθεη εκπήγαση της θείας αλήθειας και ζωής εξ ενός ενθαδικού «σήμερον» στον παροντικό λειτουργικό χρόνο. «Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις, ο Υιός του Θεού Υιός της Παρθένου γίνεται (…)» Δεν είναι άχρονη ακινησία, αρνητικός προσδιορισμός έναντι του χρόνου, παρά η εκπληκτικώς εκπηγάζουσα υπέρθεη αλήθεια εκ της εκζητούσας έλλειψης και νοσταλγίας αυτής της αλήθειας. Αυτή είναι η προαιώνια και έσχατη Τριάδα πλέον. Ο τριαδικός Θεός είναι υπέρθεος και υπερούσιος όχι επειδή εξίσταται και αναιρεί ως εκστατικό αυθυπερβατικό υπερ-υποκείμενο την φύση, θεία και ανθρώπινη και τον εκάστοτε εκστατικό εαυτό του, παρά αντιθέτως επειδή εκ-πληρώνει την αβυσσαλέα αίσθηση έλλειψης της εξωοντο-λογικώς και εξω-πανθεϊστικώς όντως ελλείπουσας και μη επαληθεύσιμης αλήθειας του.
Ο Σωφρόνιος Σαχάρωφ διηγούμενος την ζωή του αγίου Σιλουανού και ερμηνεύοντας και την δική του με θεολογική γλώσσα θέτει τον θρόνο του Θεού στην άβυσσο μιας όλο και βαθύτερης ανθρώπινης θλίψης που φτάνει μέχρι τον Άδη. «Ο χριστιανός πορεύεται προς τα κάτω, εκεί εις το βάθος της ανεστραμμένης πυραμίδος, όπου συγκεντρούται η φοβερά πίεσις, όπου είναι ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου Χριστός.» (Ο Γέρων Σιλουανός, ο.α., 246). Μπορούμε να βρούμε ανάλογο παράδειγμα πέρα από αυτό του Μαξίμου Ομολογητή; Ενδεχομένως μπορούμε να προτείνουμε προς διερεύνηση το παράδειγμα ορισμένων αναφορών στα έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη καθώς και το παράδειγμα του Ανδρέα Κρήτης.
πηγή: Αντίφωνο

Oδεύω προς την κορυφή της αντεστραμμένης πυραμίδας, εκεί όπου βρίσκεται ο Μόνος Ταπεινός…Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ


ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΛΚΟΜΕΝΟΣ ΕΠΙ ΣΤΑΥΡΟΥ Μ.ΔΙΟΝΥΣΙΟΥΗ λέξη υπομονή είναι παράγωγο του ρήμα­τος υπομένω (υπο-μένω), μένω δηλαδή κάτω από κάτι, στέκομαι χαμηλά, ταπεινούμαι ή, όπως ο μακαριστός πατήρ Σωφρόνιος θα μας έλεγε, οδεύω προς την κορυφή της αντεστραμμένης πυραμίδας, εκεί όπου βρίσκεται ο Μόνος Ταπεινός:

Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

 «Ο Χριστός», λέει, «ως Δημιουργός, δη­λαδή ως αιτία της υπάρξεως του κόσμου, σήκωσε πάνω Του το βάρος των αμαρτιών όλου του κόσμου “γενόμενος υπέρ ημών κατάρα” (Γαλ. 3, 13). Αυτός είναι η κορυφή της αντεστραμμένης πυραμίδας, κορυφή που πάνω της πέφτει όλο το βάρος της υπάρξεως. Όσοι ακολουθούν τον Χριστό με άρρητο τρόπο εξομοιώνονται μαζί Του, σηκώνοντας τα βάρη ή τις αδυναμίες των άλλων: ‘Οφείλουσι δε οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν’ (Ρωμ. 15, 1)» [Π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ: «Ο άγιος Σιλουανός, ο Αθωνίτης», Έκδ. 10η. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Essex. σελ. 302].

… Στον πυθμένα της ανεστραμμένης πυραμίδας βασιλεύει το ταπεινό και σωτήριο πνεύμα του εσταυρωμένου Χριστού, που συνέφερε να απολεσθεί «υπέρ του λαού». Εκεί, «ενεργείται όλως ιδιαιτέρα ζωή, φανερούται όλως ιδιαίτερον φως και πνέει ιδιαιτέρα ευωδία».

Στην πράξη της ζωής η ταπείνωση είναι η μόνη οδός που οδηγεί στη νίκη του παλαιού ανθρώπου…Η εκούσια κάθοδος του πνεύματος του ανθρώπου στον άδη, που νικά την υπερηφάνεια, προδιαθέτει ταπεινά την καρδιά του για ένα πλήρες άνοιγμα στην αγάπη του Θεού. 

ΓΕΡ.ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ gerondas_IakovosΔεν ήλθα για να επιβάλω το θέλημά μου στον άλλο, αλλά για να τον υπηρετήσω κατά το υπόδειγμα του Χριστού. Προσπαθείστε να ενεργείτε κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα δείτε ότι η χάρη του Θεού θα είναι μαζί σας. Ακολούθως υιοθετείστε αυτή τη στάση σε κάθε στιγμή της ζωής σας.

Η πυραμίδα της ανισότητας είναι αντίθετη με την αποκάλυψη που αφορά την Αγία Τριάδα, στην οποία δεν υπάρχει ούτε μεγαλύτερος ούτε μικρότερος, αλλά καθένα πρόσωπο κατέχει την πληρότητα του Θείου Όντος. 

Στον αγώνα μας για προσευχή πρέπει να καθαρίσουμε τον εαυτό μας, το νου και την καρδιά από κάθε επιθυμία να επικρατήσουμε πάνω στον αδελφό μας. Επιθυμία για δύναμη είναι θάνατος για την ψυχή. Ο κόσμος ξεγελιέται από το μεγαλείο της δυνάμεως, λησμονώντας ότι όποιος εκτιμάται υπερβολικά ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτόν τον αποστρέφεται ο Κύριος. Η υπερηφάνεια μας παρακινεί να κρίνουμε ή και να περιφρονούμε τους αδύνατους αδελφούς μας, … Εάν παρασυρθούμε στην υπερηφάνεια όλη η άσκησή μας στην ευχή του Χριστού καταντά βεβήλωση του ονόματός Του.

Πως μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό «καθώς εστι»; … να προτιμούμε τους άλλους από τον εαυτό μας, να μην επιδιώκουμε να τους εξουσιάζουμε.

Διακονώντας και όχι εξουσιάζοντας τον αδελφό γινόμαστε όμοιοι με τον Κύριο. Ο Χριστός υπέδειξε την οδό κατά τη νύκτα του Μυστικού Δείπνου. Ενώ ήταν ο Κύριος έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του.

ΚΥΡΙΟΣ ΠΙΛΑΤΩ Kyrios-Krinomenos-ypo-Pilatou Μ.ΔΙΟΝΥΣΙΟΥΤο ορθόδοξο ήθος δεν ζητά να επιβάλλεται με βίαια μέσα. Η Εκκλησία δεν αρνείται τον Σταυρό. Η πολιτική δεν χωράει στο Ευαγγέλιο, αφού η πολιτική ζητά εξουσία, ενώ το Ευαγγέλιο κηρύττει αγάπη, θυσία, κένωση, σταυρό.

Προσπαθείστε να μην κατηγορείτε ποτέ τον άλλον, αλλά να προσεύχεσθε γι’ αυτόν. Όταν κρίνουμε κάποιον για τα ελαττώματά του, σημαίνει ότι δεν βλέπουμε τα δικά μας.

Η πιο αποτελεσματική συνεισφορά μας στη νίκη του καλού είναι να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας και όλο τον κόσμο.

Ἦχος πλ. α’.

Κύριε, τὰ τελεώτατα φρονεῖν, τοὺς οἰκείους παιδεύων Μαθητάς, μὴ ὁμοιοῦσθαι τοῖς ἔθνεσιν ἔλεγες, εἰς τὸ κατάρχειν τῶν ἐλαχιστοτέρων·οὐχ οὕτω γὰρ ἔσται ὑμῖν τοῖς ἐμοῖς Μαθηταῖς, ὅτι πτωχὸς θέλων ὑπάρχω· ὁ πρῶτος οὖν ὑμῶν, ἔστω πάντων διάκονος, ὁ δὲ ἄρχων, ὡς ὁ ἀρχόμενος, ὁπροκριθεὶς δὲ ὡς ὁ ἔσχατος· καὶ γάρ ἐλήλυθα αὐτὸς τῷ πτωχεύσαντι Ἀδὰμ διακονῆσαι, καὶ λύτρον δοῦναι ἀντὶ πολλῶν, τὴν ψυχὴν τῶν βοώντων μοι· Δόξα σοι.

Η αγάπη οδηγεί την ανθρωπότητα στον έναν Άνθρωπο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ του Έσσεξ




π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ του ΈσσεξΑ
Η κατέχει τη δική της “”, αυτήν της . Κι αυτή έχει την οδό και τη μέθοδό της, οι οποίες οδηγούν στη γνώση αυτή. Όποιος θέλει να την αποκτήσει, οφείλει να ακολουθήσει την οδό που χάραξε η Εκκλησία, την οδό της πίστεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού.
Ο Θεός είναι Αγάπη, και δεν είναι δυνατόν να γνωρισθεί και να θεωρηθεί παρά μόνο με την αγάπη και μέσα από την αγάπη. Γι’ αυτό και οι εντολές του Χριστού, που οδηγούν στη γνώση και τη θεωρία του Θεού, είναι εντολές αγάπης.
Το Μυστήριο της Τριάδος παραμένει ακατανόητο μέχρι τέλους, υπερβαίνει τη δυνατότητα του λόγου και των δύνάμεων της κτιστής μας φύσεως. Εντούτοις, παρόλο που είναι ακατανόητο και κεκρυμμένο, μας αποκαλύπτεται συνεχώς κατα τρόπο “υπαρκτικό” με την πίστη και με την εν τη πίστει ζωή, ως η αστείρευτη πηγή της αιώνιας Ζωής. Η πίστη, η οποία εισδύει σε απρόσιτα για το λογικό βάθη, μας καλεί στη γνώση των Θείων Μυστηρίων, όχι με τη χρήση της λογικής, αλλά με την παραμονή στις εντολές του Χριστού: “Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς” (Ιωαν. η’ 33,32).
Στην οδό αυτή, στην οδό της “παραμονής στον λόγο του Χριστού”. ο Θεός έρχεται να συναντήσει τον άνθρωπο, κατοικεί μαζί του, και του δίνει την αληθινή γι’ Αυτόν γνώση. Και τότε, ότι φαινόταν προηγουμένως λογικώς ακατανόητο, γίνεται φως που φωτίζει την άγνοια και τις πλάνες μας και μας τις αποκαλύπτει ως συνέπειες της αμαρτίας και της πτώσεώς μας. Τότε παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια μας η άπειρη πληρότητα, η σοφία, το κάλλος, και η αλήθεια της Θείας Ζωής που είναι Αγάπη.
ξη. Αυτή αποτελεί γι’αυτόν αναπόφευκτο γεγονός, το οποίο περιορίζει, κατα κάποιον τρόπο από έξω, την ελευθερία, του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τις ικανότητές της φύσεώς του κατά την πορεία μια αναπτύξεως, με διαδικασία ή εξέλιξη, η οποία απουσιάζει τελείως από το Θείο Ον. Πρέπει πάντοτε να το θυμάται κανείς αυτό, όταν σκέπτεται τον Θεό, για να μην πέσει στην πλάνη του ανθρωπομορφισμού. Μολονότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε “κατ’ εικόνα Θεού”, ανατρέπει την ιεραρχία της υπάρξεως, αφότου αρχίζει να μεταφέρει στον Θεό τα δεδομένα γνώσεως τα οποία έχει για τον εαυτό του, “δημιουργώντας” έτσι έναν Θεό σύμφωνα με τη δική του εικόνα και ομοίωση. Η οδός της Εκκλησίας είναι η αντίστροφη: Δεν δημιουργούμε τον Θεόν κατ’ εικόνα δική μας, αλλά ακολουθώντας τις εντολές του Χριστού ανακαλύπτουμε μέσα μας τα ιδιώματα της φύσεώς μας, η οποία είναι πλασμένη κατ’ εικόνα Θεού.
Δύο εντολές του Χριστού οδηγούν τον άνθρωπος που τις τηρεί στην θέωση: “Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. Αύτη πρώτη εντολή. Και δευτέρα ομοία αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν” (Μαρκ. ιβ΄30-31).
Από τις δύο αυτές εντολές, η δεύτερη μας δίνει σε μεγαλύτερο μέτρο τη δυνατότητα να γνωρίσουμε το μυστήριο της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Να γιατί:
Η πρώτη εντολή μας λέει: “Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου”. Δεν λέει: “Θα αγαπήσεις τον Θεόν σου ως σεαυτόν”. Αυτό θα ήταν στοιχείο πανθεϊσμού. Η εντολή αυτή μας καλεί να αγαπούμε τον Θεό με όλο μας το είναι. Γι’αυτό ακριβώς μας καθιστά ικανούς να γνωρίσουμε ότι ο Θεός είναι Αγάπη, αλλά συγχρόνως καθιστά φανερή την “οντολογική απόσταση” μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Μας καθιστά ικανούς να μετάχουμε στην Θεία Ζωή (Ενέργεια), αλλά δεν αίρει τη διαφορά στη φύση (το ετερούσιο).
Η δεύτερη εντολή: “Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν” δεν τονίζει τόσο τον βαθμό ή το μέτρο της αγάπης, όσο συντελεί να προβληθεί το ομοούσιο του ανθρωπίνου γένους, η οντολογική κοινότητα όλης της ανθρώπινης υπάρξεώς μας. Και όταν πραγματοποιηθεί στη ζωή η εντολή αυτή, οδηγεί όλη την ανθρωπότητα να καταστεί ένας μόνον Άνθρωπος.
Η αγάπη μεταφέρει την ύπαρξη αυτού που αγαπά στο αγαπώμενο πρόσωπο, και έτσι αφομοιώνει τη ζωή του. Το πρόσωπο είναι, λοιπόν, διεισδυτό από την αγάπη. Η απόλυτη τελειότητα της αγάπης στους κόλπους της Αγίας Τριάδος μας αποκαλύπτει την τέλεια αμοιβαιότητα της αλληλοπεριχωρήσεως των τριών Προσώπων, σε σημείο ώστε να μην υπάρχει σε Αυτήν, παρά μόνο ένα θέλημα, μία μόνο ενέργεια, μία μόνο δύναμη.
Κατ’ εικόνα της Αγάπης αυτής, η τήρηση της δεύτερης εντολής, “Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν” αποκαθιστά το ομοούσιο του ανθρώπινου γένους, το οποίο διασπάσθηκε από την αμαρτία. Πραγματοποιημένη στην έσχατη τελειότητά της η εντολή αυτή αποδεικνεύει ότι ο Άνθρωπος είναι Ένας, κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος: μοναδικός στην ουσία του, πολλαπλό στις υποστάσεις του. Όταν κάθε ανθρώπινη υπόσταση, παραμένοντας στην πληρότητα της ομοουσίου ενότητας, γίνεται φορέας όλης της ανθρώπινης υπάρξεως, καθίσταται δυναμικά ίση προς όλη την ανθρωπότητα, κατ’ εικόνα του Χριστού, του τελείου Ανθρώπου, που περιλαμβάνει στον Εαυτό Του όλο τον Άνθρωπο.
Έτσι, στην οδό της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, στην οδό της Εκκλησίας, προβάλλει το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, όχι με τρόπο αφηρημένο ή ορθολογιστικό, αλλά σε αυτήν την ίδια την ύπαρξη. Δεν υπάρχει καμία άλλη οδός.
Ενώπιον αυτής της Αποκαλύψεως η Εκκλησία ψάλλει τον θαυμασμό της: “Ξένης ρήμασι, ξένοις δόγμασι, ξένοις διδάγμασι της Αγίας Τριάδος”.
Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ
Άσκηση και Θεωρία
εκδ.: Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας