Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΖΩΗ ΜΟΥ





ΠΡΟΛΟΓΟΣ



Με πολλή χαρά παρουσιάζουμε στο αναγνωστικό μας κοινό το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου π. Σωφρονίου «Η ζωή Του ζωή μου».
Για το συγγραφέα δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε, γιατί είναι ήδη γνωστός στη χώρα μας από το άλλο έργο του «Ο Γέροντας Σιλουανός», που τρέφει πνευματικά χιλιάδες ψυχές. Ερημίτης και ασκητής στο Άγιο Όρος, ιδρυτής, ηγούμενος και πνευματικός της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου στο Essex, φωτισμένος συγγραφέας και άξιος καθοδηγητής ψυχών ο π. Σωφρόνιος είναι μια γνήσια προφητική φωνή των καιρών μας, που δείχνει στον απολωλότα κόσμο μας την οδό του Κυρίου.
Αυτό το δρόμο της σωτηρίας, της αληθινής ζωής κοντά στο ζωοδότη Κύριο, δείχνει στον αναγνώστη και το παρόν έργο του. Πόνημα ευσεβείας και κατανύξεως, καρπός πνευματικός μιας γνήσιας χριστιανικής εμπειρίας, αποτελεί βέβαιο οδηγό για όσους προσβλέπουν με λαχτάρα στο νέο κόσμο του Θεού. Θεμελιωμένο στην ασκητική παράδοση το έργο αυτό του π. Σωφρονίου είναι συγχρόνως γραμμένο σε σύγχρονη, κατανοητή γλώσσα κι αποτελεί έτσι τη γέφυρα που ενώνει το «εφ’ άπαξ» της εν Χριστώ οικονομίας με την εποχή μας. Απευθύνεται στον άνθρωπο των καιρών μας, τον ατομιστή και λογοκράτη, για να τον κάνει πρόσωπο ολοκληρωμένο, μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, χριστοειδή στην ουσία και τις εκδηλώσεις του.
Η μετάφραση έγινε από την αγγλική έκδοση. Στο δεύτερο μέρος, με τις ευλογίες του Γέροντα, συμπληρώθηκε το κείμενο και με πολλές παραγράφους από τη γαλλική έκδοση. Τη μετάφραση φιλοτέχνησαν ο Μ. Πρωτοπρ. π. Δημήτριος Βακάρος, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και ο Πρωτοπρ. π. Σάββας Ψαρόπουλος (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ).
Ελπίζουμε πως το βιβλίο τούτο θα βρει απήχηση και στον τόπο μας, όπως βρήκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, και θα δώσει το έναυσμα για εντονότερη πνευματική ζωή και συντονότερη προσευχή στον αναγνώστη.
Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1982
Ο Εκδότης

[//8]


[//9]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος γεννήθηκε το 1896 από Ορθόδοξους γονείς στην Τσαρική Ρωσία. Από την παιδική του ηλικία έδειχνε μια σπάνια ικανότητα στην προσευχή και σαν νέος μπορούσε να απαντά σε θέματα θεολογικά από αιώνων συζητούμενα. Η αίσθηση εξορίας στον κόσμο αυτό μας δίνει την εντύπωση για μια αιωνιότητα που αγκαλιάζει το δικό μας τέλος. Η προσευχή κληροδοτεί την ιδέα της αιωνιότητας με το Θεό. Στην προσευχή η πραγματικότητα του ζώντος Θεού συνδυάζεται με την πραγματικότητα της επίγειας ζωής. Αν γνωρίζομε τί ο άνθρωπος σέβεται, γνωρίζομε το πιο σπουδαίο πράγμα γι’ αυτόν, δηλαδή αυτό που καθορίζει το χαρακτήρα του και τη συμπεριφορά του. Ο συγγραφέας του «Η ζωή Του ζωή μου» από νωρίς είχε καταληφθεί από επείγουσα επιθυμία να εισχωρήσει στην καρδιά της θείας αιωνιότητας από το φυσικό κόσμο με την θεωρία. Αυτή η έντονη επιθυμία, σαν φλόγα στην καρδιά, ακτινοβολούσε κατά τα μαθητικά του χρόνια στην Κρατική Σχολή Καλών Τεχνών στην Μόσχα. Αυτή ήταν η περίοδος κατά την οποία μια παράλληλη θεώρηση, ενδιαφέρον για το Βουδδισμό και γενικότερα για την Ινδική Φιλοσοφία και παιδεία άλλαξε την πορεία της εσωτερικής ζωής του. Ο ανατολικός μυστικισμός του φαινόταν τώρα βαθύτερος του Χριστιανισμού και η σύλληψη του υπερπροσωπικού Απολύτου πιο πειστική παρά του προσωπικού Θεού.
Η ανατολική μυστικιστική ιδέα του Όντος επικρατούσε δίνοντας το μεγαλείο του υπερφυσικού. Με την έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τη Ρωσσική [//10] Επανάσταση στη συνέχεια άρχισε να θεωρεί αυτή καθαυτή την ύπαρξη ως «αιτίαν γεννώσαν» τις ταλαιπωρίες και έτσι προσπάθησε με την περισυλλογή να απογυμνωθεί απ’ όλα τα ορατά ή πνευματικά είδωλα.
Το μελετητήριο του ήταν στον τελευταίο όροφο ενός ψηλού κτιρίου σ’ ένα ήσυχο τμήμα της Μόσχας. Εκεί μπορούσε να εργαστεί επί ώρες ακατάπαυστα, επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις, απεικονίζοντας το αντικείμενο του γαλήνια, μεταφέροντας το πρόσκαιρο μεγαλείο του, και συνάμα χρησιμοποιώντας τούτο σαν αφορμή έρευνας της αιωνιότητας. Βασανιζόταν από τα συγκρουόμενα ερωτήματα: Αν η ζωή δημιουργήθηκε από το αιώνιο Όν γιατί το σώμα του είχε ανάγκη της αναπνοής, τροφής, ύπνου κ.λ.π.; γιατί αντιδρά σε κάθε εναλλαγή της φυσικής ατμόσφαιρας; Σε μια προσπάθεια του να ξεφύγει τα στενά όρια της υπάρξεως του, άρχισε να ασκείται στη γιόγκα και έδωσε τον εαυτό του στη θεωρία, αλλά ποτέ δεν έχασε την αγάπη του για την ωραιότητα της φύσεως.
Η καθημερινή ζωή του ήταν γεμάτη από εξωτερικά γεγονότα. Το μόνο αναγκαίο ήταν να ανακαλύψει το νόημα της παρουσίας μας σ’ αυτόν τον πλανήτη, να επιστρέψει στο χρόνο προ της δημιουργίας και να βυθιστεί στην αρχική πηγή. Έδειχνα αδιαφορία στις κοινωνικές και πολιτικές υποθέσεις προφανώς κατεχόμενος από τη σκέψη, ότι αν ο άνθρωπος πεθάνει χωρίς την πιθανότητα επιστροφής στην σφαίρα του Απολύτου Όντος, τότε η ζωή δεν έχει καμιά έννοια. Κατά καιρούς η θεωρία μπορούσε να του φέρει ανάπαυση με μια



ψευδαίσθηση ατελεύτητης γαλήνης, πράγμα που απετέλεσε την πηγή του συγγραφέα.
Η τύρβη της μετεπαναστατικής περιόδου συνεχώς αύξανε τις δυσκολίες για τους καλλιτέχνες να εργαστούν στη Ρωσία, και το 1921 ο συγγραφέας άρχισε να ερευνά τρόπους μεταναστεύσεως στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη [//11] Γαλλία, σαν κέντρο του κόσμου των ζωγράφων. Τελικά κατόρθωσε να ταξιδέψει μέσω Ιταλίας, θαυμάζοντας τα αριστουργήματα της αναγεννήσεως. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Βερολίνο επιτέλους έφτασε στο Παρίσι και δόθηκε με την ψυχή και το σώμα του στην ζωγραφική. Η καριέρα του είχε μια ικανοποιητική αρχή. Τα έργα του έγιναν δεκτά στο Salon dAutomne και το Salon des Tuileries. Η Ελίτ του Salon dAutomne τον προσκάλεσε να λάβει μέρος στην έκθεση της. Η επιτυχία την οποία ανέμενε δεν είχε την ίδια έκβαση σε όλα τα επίπεδα. Η τέχνη άρχισε να χάνει το μεγαλείο της σαν μέσον απελευθερώσεως και αθανασίας του πνεύματος, ακόμα και η παραμένουσα φήμη ήταν μια γελοιογραφία της ουσιώδους αθανασίας. Το τελειότερο καλλιτέχνημα ήταν χωρίς αξία αν συγκρινόταν με το βάθος της αιωνιότητας.
Σιγά‐σιγά αντιλήφθηκε ότι η καθαρή διανόηση, ενέργεια καθαρά και μόνο του εγκεφάλου, δεν μπορούσε να προχωρήσει μακρύτερα από την έρευνα της πραγματικότητας. Τότε ξαφνικά θυμήθηκε την εντολή του Ιησού για την αγάπη προς το Θεό «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας». Αυτή η απροσδόκητη διάγνωση ήταν τόσο θαυμάσια και ουσιώδης, όπως προηγουμένως, όταν η ανατολική άποψη για ένα υπερατομικό Όν, τον είχε εξαπατήσει οδηγώντας στην απόρριψη του μηνύματος του Ευαγγελίου και αποτέλεσε κλήση σε συγκινήσεις.  Η προηγούμενη ήταν σαν κεραυνός στο σκοτάδι, όμως η  τωρινή  αποκάλυψη ήταν φωτεινή σαν λάμψη. Διανόηση χωρίς αγάπη δεν ήταν αρκετή. Πραγματική γνώση ήταν κατορθωτή μόνο με την κοινωνία του Όντος, πράγμα το οποίο σημαίνει αγάπη. Και έτσι ο Χριστός επικράτησε: Η διδασκαλία του ομιλούσε στη σκέψη του υπόκωφα και ποικιλότροπα, απαιτούσε άλλες διαστάσεις. Η προσευχή για τον Προσωπικό Θεό ήταν φυλαγμένη στην καρδιά του απευθυνόμενη πρώτα [//12] και κύρια στο Χριστό.
Έπρεπε ν’ αποφασίσει για ένα νέο τρόπο ζωής. Τότε εισάχτηκε στο πρόσφατα δημιουργημένο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Παρισιού, με την ελπίδα να διδαχτεί: πώς να προσεύχεται και την ορθή θέση μπροστά στο Θεό. Επιπλέον πώς να υπερνικήσει κανείς τα πάθη του και πώς να κατορθώσει τη Θεία αιωνιότητα. Αλλ’ η σύγχρονη Θεολογία δεν του έδωσε το κλειδί της βασιλείας των ουρανών. Εγκατέλειψε το Παρίσι και πήγε στο Άγιο Όρος όπου οι άνθρωποι αναζητούν ένωση με τον Θεό δια της προσευχής. Πατώντας το χώμα του Άγιου Όρους, φίλησε το έδαφος και παρακάλεσε το Θεό να τον δεχτεί και να τον ενισχύσει στη νέα ζωή. Κατόπιν έψαξε για έναν οδηγό (γέροντα), που θα τον βοηθούσε να απαλλαγεί από μια σειρά εμφανώς αλύτων προβλημάτων. Έρριξε τον εαυτό του στην προσευχή τόσο θερμά όπως προηγουμένως στη Γαλλία. Είχε αποκρυσταλλώσει στο νου του ότι αυτός πράγματι ζητούσε να γνωρίσει το Θεό και να είναι ολοκληρωτικά με αυτόν, έπρεπε ν’ αφιερώσει τον εαυτόν του σ’αυτόν, όπως προηγουμένως είχε κάμει στη ζωγραφική και ακόμα περισσότερο.


Η προσευχή του έγινε ένδυμα και αναπνοή ακόμα και όταν κοιμόταν. Απελπισία συνδυασμένη μ’ ένα αίσθημα αναστάσεως αισθανόταν στη ψυχή του. Απελπισία για τον κόσμο πάνω στη γη που απομακρύνθηκε από το Θεό και θανατωνόταν μέσα στην άγνοια. Κατά τις ώρες της προσευχής του για τον κόσμον οδηγείτο σε πάλη με το Θεό ως Δημιουργό αυτού του κόσμου. Η ταλάντευση του μεταξύ των δύο άκρων, της κολάσεως από τη μια μεριά και του Θείου Φωτός από την άλλη, χαρακτηρίζει ακριβώς το σημείο του τί συνέβαινε σ’ αυτόν. Αλλ’ ακόμη μια τετραετία έπρεπε να περάσει πριν συναντηθεί για πρώτη φορά με το γέροντα Σιλουανό τον οποίο γρήγορα αντιλήφθηκε σαν το πιο πολύτιμο δώρο της Θείας Πρόνοιας [//13] σ’ αυτόν. Ο ίδιος δεν τολμούσε να ονειρευτεί ένα τέτοιο θαύμα, αν και για πολύ πεινούσε και διψούσε για έναν τέτοιο σύμβουλο που θα  έδινε ισχυρό χέρι βοήθειας και θα ερμήνευε σ’ αυτόν τους νόμους της πνευματικής ζωής. Επί οκτώ περίπου χρόνια κάθησε κοντά στα πόδια του Γαμαλιήλ του μέχρι τον θάνατο του γέροντα και ύστερα ζήτησε την ευλογία του Ηγουμένου της Μονής και του Συμβουλίου ν’ αναχωρήση στην «Έρημο». Αμέσως κατόπιν οι φήμες (γιατί δεν έρχονταν ειδήσεις στην έρημο) για τον επισυμβάντα Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμο, ενίσχυσαν την προσευχή του για την ανθρωπότητα. Μπορούσε να περάσει τη νύχτα του μπρούμυτα στο έδαφος της σπηλιάς του, παρακαλώντας το Θεό να επέμβει σ’ αυτό το ανόητο λουτρό αίματος. Προσευχόταν για τους σκοτωμένους, για τους φονιάδες, για όλους γενικά. Προσευχόταν στο Θεό να μην επιτρέψει να νικήσει το κακό.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων του πολέμου η έρημος ήταν ιδιαίτερα σιωπηλή και απομακρυσμένη, καθώς η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα έλεγχε όλη την θαλάσσια συγκοινωνία γύρω από την αθωνική χερσόνησο. Αλλ’ η ολοκληρωτική απομόνωση του συγγραφέα πήρε τέλος όταν υποχρεώθηκε να γίνει εξομολόγος και πνευματικός πατέρας των αδελφών της Μονής του Αγίου Παύλου. Ο γέροντας Σιλουανός είχε προείπει ότι μια μέρα θα γινόταν εξομολόγος και τον εξόρκισε να μην αποφύγει αυτό το κρίσιμο είδος υπηρεσίας του ανθρώπου – υπηρεσίας κατά την οποία απαιτείται να δίνει κανείς τον εαυτό του στον ικέτη, να οικειοποιείται τον ικέτη, να μοιράζεται μαζί του τα βαθύτερα συναισθήματα του. Πριν από πολύ καιρό τον καλούσαν και σ’ άλλες Μονές και μοναχοί από μικρά ερημητήρια του Άθωνα, αναχωρητές και ερημίτες έρχονταν  σ’ αυτόν. Ήταν μια δύσκολη και άκρως υπεύθυνη αποστολή, αλλά την αισθανόταν σαν καθήκον και οφειλή για τη βοήθεια [//14] που έλαβε από τους κατά Θεό Πατέρες του, οι οποίοι με τόση αγάπη μοιράστηκαν μαζί του τη γνώση που έλαβαν από ψηλά. Δεν μπορούσε να κρύψει τη διδασκαλία τους στον εαυτό του. Έπρεπε να δίνει δωρεάν ό,τι έλαβε δωρεάν. Αλλά το να είναι κανείς πνευματικός οδηγός δεν είναι εύκολο έργο: απαιτεί τη μεταφορά της προσοχής και του σκοπού των άλλων στο σημείο που προορίζει κανείς τον εαυτό του, την έρευνα των καρδιών και των σκέψεων των άλλων με βλέμμα συμπάθειας και την ενασχόληση με τα προβλήματα του πλησίον αντί με τα δικά του.
Αφού πέρασε τέσσερα χρόνια σ’ έναν τόπο απομακρυσμένο, περιβαλλόμενο από όρη, κρημνούς και βράχους, με ελάχιστο νερό και σχεδόν χωρίς βλάστηση, ο συγγραφέας υπάκουσε στην εντολή της Μονής του Αγίου


Παύλου να μεταφερθεί σ’ ένα σπήλαιο της περιοχής της Μονής. Αυτό το νέο σπήλαιο είχε πολλά προσόντα για έναν αναχωρητή ιερέα. Υπήρχαν πολλοί ερημίτες στην έρημο που είχαν σκοπό να ασκηθούν ο ένας κοντά στον άλλον, αν και αποκρυμμένοι μεταξύ τους από όγκους βράχων και κρημνών. Εδώ παρά την τέλεια απομόνωση, υπήρχε παρεκκλήσιο περίπου δέκα επί επτά πόδια λαξευμένο σε βράχο. Αλλ’ ο χειμώνας ήταν περίοδος δοκιμασίας. Η πρώτη καταιγίδα πλημμύριζε τον πριν στεγνό σπήλαιο και ύστερα καθημερινά για έξι μήνες περίπου ήταν υποχρεωμένος να καθαρίζει και να πετά έξω γύρω στα εκατό δοχεία νερό. Τοποθέτησε ένα σιδερένιο έλασμα για να εμποδίσει το νερό  να καλύψει το κρεββάτι του. Μόνο το μικρό παρεκκλήσιο ήταν στεγνό. Εκεί προσευχόταν και φύλαγε τα βιβλία του. Γύρω τα πάντα ήταν υγρά. Ήταν αδύνατο ν’ ανάψει φωτιά και να ζεστάνει φαγητό. Τελικά τον τρίτο χειμώνα η επισφαλής υγεία του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το σπήλαιο που συνετέλεσε στο σπάνιο προνόμιο, δηλαδή να ζη κανείς μακριά από τον κόσμο.
[//15] Αυτήν ακριβώς την περίοδο σκέφτηκε να γράψει ένα βιβλίο για τον γέροντα Σιλουανό, να καταχωρήσει τις εντολές του που τόσο τον βοήθησαν να βρει το δρόμο του, τη μεγάλη πνευματική συνεισφορά του γέροντα στην καθοδήγηση του σε δρόμους πνευματικού αγώνα. Για να τελειώση αυτό το έργο έπρεπε να επιστρέψει στη Δύση, στη Γαλλία όπου αισθανόταν ανετότερα από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης. Ο σκοπός του αρχικά ήταν να μείνει για ένα χρόνο, αλλ’ ύστερα αντιλήφθηκε ότι θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο. Η εργασία κάτω από δύσκολες καταστάσεις έφερε σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του και μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση τον κατέστησαν ασθενικό, υποχρεωμένο να εγκαταλείψει τη σκέψη της επιστροφής στο έρημο σπήλαιο του Όρους Άθω.
Την αρχική έκδοση του βιβλίου του για το γέροντα Σιλουανό την εφιλοτέχνησε μόνος του. Μια έντυπη έκδοση ακολούθησε το 1952. Ύστερα άρχισαν οι μεταφράσεις. Πρώτα στην Αγγλική, μετά στη Γερμανική, Ελληνική, Γαλλική, Σερβική και συνέχεια σε άλλες γλώσσες. Η αντίδραση των ασκητών του Άγιου Όρους ήταν παρά πολύ ενδιαφέρουσα για τον συγγραφέα. Βεβαίωσαν ότι το βιβλίο ήταν μια αληθινή ακτινοβολία των αρχαίων παραδόσεων του Ανατολικού Μοναχισμού και αναγνώρισαν το Γέροντα σαν πνευματικό κληρονόμο των μεγάλων πατέρων της Αιγύπτου, Παλαιστίνης, Σινά και άλλων ιστορικών σχολών του ασκητισμού μέχρι των αρχών του Χριστιανισμού.
Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ήταν πεισμένος ότι η εντολή του Χριστού μέσω του Γέροντος Σιλουανού «έχετε κατά νου την κόλαση, και μην απελπίζεσθε» απευθυνόταν κύρια στο δικό μας αιώνα, το βυθισμένο στην απελπισία. (Δεν ήρθαν «οι χαλεποί καιροί» όταν «οι άνθρωποι θ’ αγαπούν μόνο τον εαυτό τους … θα είναι αγνώμονες … αμαρτωλοί, παραβαίνοντες τις υποσχέσεις τους, ψευδοκατήγοροι [//16] … περιφρονούντες τους καλούς … λάτρεις των απολαύσεων παρά εραστές του Θεού, έχοντες έναν τύπο θεοσέβειας αλλά πέραν τούτου αρνούμενοι τη δύναμη του Θεού … πάντοτε διδασκόμενοι και ποτέ ικανοί να φτάσουν στη γνώση της αλήθειας;» Β’ Τιμ. 2,2‐5). Πίστευε επίσης ότι, όπως ο Γέροντας είχε προσευχηθεί επί δεκαετίες με τέτοια ασυνήθιστη  αγάπη για το ανθρώπινο γένος, βιάζοντας το Θεό δια του Αγίου Πνεύματος να


βοηθήσει όλο το ανθρώπινο γένος να ‘ρθει στη γνώση του, έτσι κι οι άνθρωποι χρωστούσαν κατ’ επέκταση ν’ αγαπούν τον Γέροντα. Ο Ρώσος ποιητής Πούσκιν ισχυρίστηκε ότι κανένα μνημείο δεν ήταν αναγκαίο για να διατηρεί ζωντανή τη μνήμη του, γιατί οι συμπατριώτες του για πολύ θα τον θυμόνταν γιατί είχε υμνήσει την ελευθερία σε περίοδο αγριότητας, και το έλεος στους σκληρούς. Δεν είχε προσφέρει ο Γέροντας με την ταπείνωση του μια από τις ευγενέστερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα; Μας δίδαξε πώς να απομακρύνομε την  απελπισία, εξηγώντας τί υπάρχει πίσω απ’ αυτή την τρομερή πνευματική κατάσταση. Μας αποκάλυψε τον ζωντανό Θεό και την αγάπη του για τους γιούς του Αδάμ. Μας δίδαξε πώς να ερμηνεύομε το Ευαγγέλιο με τις αιώνιες αλήθειες και έκαμε για τους πολλούς το λόγο του Χριστού πραγματικότητα, μέρος της καθημερινής ζωής τους. Και πέρ’ απ’ όλα στερέωσε στις ψυχές μας μια σταθερή ελπίδα για μια ευλογημένη αιωνιότητα στο Θείο Φως.
Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος σ’ όλο αυτό το βιβλίο αντανακλά τη διδασκαλία του πνευματικού του πατέρα. Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει εξ ολοκλήρου κατανοητό κατά την πρώτη προσεκτική ανάγνωση, δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα με βάση μόνο τη λογική. Η μορφή πρέπει να θυσιάζεται στο περιεχόμενο όταν ο μεταφραστής βρίσκεται στη δύσκολη θέση μεταξύ δύο γλωσσών και σε ένα έργο σαν αυτό ο συγγραφέας ομιλεί συχνά μέσω σημειωτικού [//17] χάσματος· γιατί λίγοι από εμάς έχομε κλήση για μια ζωή όπως αυτή περιγράφεται στις σελίδες του βιβλίου. Αλλά συχνή μελέτη θα μας εξοικειώσει με τον αθωνικό ασκητικό τρόπο ζωής και τότε θα επωφεληθούμε να εφαρμόσουμε μερικά διδάγματα του καθένας στη δική του περίπτωση. Η χάρη, που είναι δώρο αγιότητος του Θεού, βασίζεται στην προσπάθεια του ανθρώπου γι’ αγιότητα.
Ο συγγραφέας πιστεύει ακράδαντα στην ικανότητα του ανθρώπου  να γίνει τέλειος και με δυνατές αλλά κομψές λέξεις δίνει το έναυσμα στη φωτιά μας. Διακηρύσσει σ’ όλους επανειλημμένα ότι η προσευχή είναι ο βεβαιότερος δρόμος για την αληθινή γνώση του Θεού. Ο Θεός γι’ αυτόν είναι παρών, αποκαλύπτει τον Εαυτό του σε κάθε πράγμα. Όλοι έχουμε ένα θείο σπινθήρα. Η ελευθερία  μας βρίσκεται σ’ ευθεία αναλογία με τη συναίσθηση μας. Μόνο το αιώνιο μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή μας. Η κατάρρευση μιας απόλυτης αξίας οδηγεί την κατάρρευση των σχετικών αξιών. Όταν ο Θεός καταρρεύσει, καταρρέουν και η τιμή, η τιμιότητα, η υπακοή κ.ο.κ. Μια καλλιέργεια, ένας πολιτισμός μπορεί να είναι ισχυρός σε σχέση με την εσωτερική ζωή των ανθρώπων. Η μόνη επανάσταση για την οποία πρέπει να σκεφτόμαστε σοβαρά είναι η προσωπική, η εσωτερική ηθική του καθενός.
Πιστός στο πνεύμα της εντολής του γέροντα του ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος πριν 20 περίπου χρόνια ίδρυσε μια μικρή αδελφότητα στο Essex, όπου αρχικά δεχόταν όλους εκείνους που ζητούσαν την πνευματική του βοήθεια. Τώρα όμως, οπωσδήποτε, η ηλικία και η φθείνουσα υγεία του τον ανάγκασαν να αναθέσει πολλή από την πρότερη δραστηριότητα του στους μοναχούς του, για να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη λειτουργία. Οι πολύωρες λειτουργίες του δίνουν έννοια και ουσία στην ημέρα. Ζει τη λειτουργία, όχι σαν ένα αφηρημένο τύπο,


αλλά με εμπιστοσύνη και αγάπη, [//18] με το πιο ισχυρό ανθρώπινο πάθος. Είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη με τη γνώση του Θεού. Συχνά δίνει την εντύπωση ανθρώπου που έρχεται σε επαφή με αγνώστου είδους υπάρξεις που βλέπει φως βαθειά στη σιωπή. Είναι καθαρός, σπλαχνικός και αυστηρός στις κρίσεις του, πράγμα που οδηγεί τον άλλο σε νέες ενδοσκοπήσεις. Έχει τους σκληρούς μα ευγενικούς οφθαλμούς ενός ασκητή. Γι’ αυτόν η δημιουργία είναι μια άλλη λέξη ελπίδας. Αν ένας άνθρωπος κατέχει μόνον αυτό το οποίο δίνει, τότε ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου είναι πράγματι ευλογημένος.

Rosemary Edmonds



[//19]

[//20]


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ


[//21] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

1.  Η γνώση του Θεού

Ω Συ ο Ών
Ω Θεέ Πατέρα, Παντοδύναμε Κύριε,
o οποίος μας δημιούργησες και μας έφερες στη ζωή,
Αξίωσε μας να Σε γνωρίσουμε τον μόνον αληθινό Θεό.
Το ανθρώπινο πνεύμα πεινά για γνώση, για γνώση πλήρη και ακέραιη. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την επιθυμία μας για τη γνώση και φυσικά η ύψιστη αναζήτηση είναι η γνώση του Πρωτογενούς Όντος, το οποίο ή ο οποίος πράγματι υπάρχει. Όλοι οι άνθρωποι των περασμένων γενεών ασχολήθηκαν με αυτή την Πρώτη Αρχή. Οι πατέρες και οι παππούδες μας τον λάτρευσαν κατά διάφορους τρόπους γιατί δεν γνώριζαν «αυτόν καθώς εστι» (Α’ Ιω. 3,2). Μερικοί (οπωσδήποτε αυτοί ήταν από τους σοφότερους) ανήγειραν θυσιαστήριο με την επιγραφή «Τω αγνώστω θεώ» (Πράξ. 17,23). Ακόμα και στις μέρες μας συνέχεια αντιλαμβανόμαστε πως ο λόγος καθεαυτός δεν μας οδηγεί πιο πέρα απ’ το κατώφλι προς το άγνωστο. Μόνον ο Θεός είναι η αιτία, το μέσον της εισόδου μας σ’ αυτή την ψηλότερη γνώση, αν Αυτός αποκαλύψει τον εαυτό του.
Το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού οδηγεί το νου σε έρευνα των αιώνων του παρελθόντος, σε στιγμές εμφανίσεως του Θεού στον άνθρωπο με τον ένα ή τον άλλο προφήτη. Εδώ δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι για μας και για όλον το χριστιανικό κόσμο σημειώθηκε το πιο σπουδαίο γεγονός στα χρονικά, δηλαδή η φανέρωση του [//22] Θεού στο Όρος Σινά όπου ο Μωϋσης έλαβε νέα γνώση για το Θείο Όν: «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ» (Έξ. 3,14) – ο Ιεχωβά. Απ’ αυτή τη στιγμή απέραντος ορίζοντας άνοιξε για το ανθρώπινο γένος κι η ιστορία έλαβε νέα τροπή. Μια πνευματική κατάσταση ενός λαού είναι αιτία ιστορικών γεγονότων και δεν είναι πολύ μεγάλης σπουδαιότητας το ορατό, αλλά το αόρατο, το πνευματικό. Αντιλήψεις και ιδέες για την ύπαρξη της ζωής γενικά αναζητούν έκφραση κι έτσι υποκινούν ιστορικά γεγονότα.
Ο Μωϋσής, ο οποίος κατείχε την μεγαλύτερη κατά το δυνατόν μόρφωση της Αιγύπτου, δεν αμφέβαλε ότι η αποκάλυψη, που τόσο θαυμάσια του ήλθε, ήλθε από Αυτόν ο Οποίος είχε δημιουργήσει το σύμπαν. Στο όνομα αυτού του Θεού του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ» έπεισε τον Ισραηλιτικό λαό να τον ακολουθήσει. Αφού περιβλήθηκε με τέτοια ασυνήθιστη δύναμη εκ των Άνω, ενήργησε πάρα πολλά θαύματα. Στο Μωϋσή ανήκει η αθάνατη δόξα που έφερε το ανθρώπινο γένος πιο κοντά στην αιώνια αλήθεια. Αφού πείστηκε από την αυθεντικότητα του οράματος, εξέδωκε τις εντολές του σαν εντολές του Υψίστου. Όλα πραγματοποιήθηκαν στο Όνομα και με το Όνομα του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ», ο οποίος αποκάλυψε τον εαυτό του. Δύναμη είναι αυτό το Όνομα και η δύναμη και η αγιότητα είναι  ενέργεια  που  προέρχεται  από  το Θεό.  Αυτό  το  Όνομα  ήταν  η


πρώτη είσοδος στην «ζώσαν» αιωνιότητα, η ανατολή της ημέρας της γνώσεως  του χωρίς αρχή Απολύτου σαν «ΕΓΩ ΕΙΜΙ».
Στο όνομα του Ιεχωβά, ο Μωϋσής εξήγαγε τους ακόμα πρωτόγονους Ισραηλίτες, από τη δουλεία τους στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της περιπλανήσεως τους στην έρημο όμως ανακάλυψε ότι ο λαός αυτός ήταν μακριά από του να είναι έτοιμος, παρά τα πάρα πολλά θαύματα στα οποία υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, και παρά [//23] την μοναδική‐θαυμαστή αποκάλυψη του Αιωνίου. Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό καθώς πλησίαζαν στα όρια της Γης της Επαγγελίας. Η δειλή καρδιά τους και η έλλειψη της πίστης τους ανάγκασε τον Κύριο να δηλώσει ότι κανείς απ’ αυτούς τους διαποτισμένους με το πνεύμα της Αιγύπτου δε θα δει την «καλήν γην» (Δευτ. 1,32. 35. 38). Θ’ άφηναν τα οστά τους στην έρημο. Ο Μωϋσής ενθάρρυνε και προετοίμασε τη νέα γενιά πιο ικανή στην αντίληψη του Θεού του αοράτου μεν αλλά αυτού που κρατά τα πάντα στο χέρι του.
Ο Μωϋσής ήταν προικισμένος με εξαιρετική ευφυΐα, αλλ’ εκτιμάται περισσότερο κυρίως γιατί αντιλήφθηκε ότι η δοσμένη σ’ αυτόν αποκάλυψη παρ’ όλο το μεγαλείο της και την αξία της, δεν ολοκληρώθηκε ακόμη. Αντιλήφθηκε  ότι αυτός, ο οποίος είχε αποκαλύψει τον εαυτό του ήταν «ο πρώτος και ο  έσχατος» (Ησ. 44,6) και δεν μπορούσε να υπάρξει κανείς και τίποτα πριν απ’ αυτόν και μετά απ’ αυτόν. Και έτσι έψαλλε: «Άκουε Ουρανέ και λαλήσω,  ακουέτω η Γη τα ρήματα μου» (Δευτ. 32,1). Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή του και αποκάλυψε τον εαυτόν του, όσο μπορούσε ο Μωϋσής, γιατί ο Μωϋσής δεν μπορούσε να κατανοήσει ολόκληρη την αποκάλυψη. «Εγώ παρελεύσομαι πρότερος σου … (και) ηνίκα δ’ αν παρέλθη μου η δόξα … (και) σκεπάσω τη χειρί μου επί σε … και αφελώ την χείρα και τότε όψη τα οπίσω μου, το δε πρόσωπον μου ουκ οφθήσεται σοι» (Εξ. 33, 19.22.23).
Το ότι η αποκάλυψη που δέχτηκε ο Μωϋσής δεν ήταν ολοκληρωμένη είναι φανερό και από την μαρτυρία του στο λαό «Κύριος ο Θεός εγερεί υμίν προφήτην εκ μέσου υμών … αυτού ακούετε». Επίσης: «Κύριος είπε προς [//24] με … προφήτην αναστήσω αυτοίς εκ των αδελφών αυτών ώσπερ σε και δώσω το ρήμα μου εν τω στόματι αυτού, και λαλήσει αυτοίς καθ’ ότι αν εντέλωμαι αυτώ» (Δευτ. 18,15.18). Κατά την Παλαιά Διαθήκη όλο το Ισραήλ περίμενε την έλευση του προφήτη για τον οποίον «ο Μωϋσής έγραψεν» (Ιωάν. 5,46). Ο προφήτης κατ’ εξοχήν «Ούτος ο Προφήτης» (Ιωάν. 1,21). Ο Ισραηλιτικός λαός περίμενε τον ερχομό του Μεσσία που «όταν έλθη εκείνος αναγγελεί υμίν πάντα» (Ιωάν. 4,25).
«Ελθέ και ζήσον εν ημίν, ίνα ίδωμεν σε» ήταν η συνεχής κραυγή του αρχαίου Ισραήλ. Από αυτό το όνομα «Εμμανουήλ» ερμηνευόταν «Ο Θεός μεθ’ ημών» (Ησ. 7,14 Ματθ. 1,23).
Έτσι για εμάς τους Χριστιανούς το κεντρικό σημείο του σύμπαντος και η ύψιστη έννοια της ιστορίας ολόκληρου του κόσμου είναι ο ερχομός του Ιησού Χριστού, ο οποίος δε θα διαψεύσει τα αρχέτυπα της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά θα τα επαληθεύσει, αποκαλύπτοντας σ’ εμάς το πραγματικό τους μεγαλείο και θα δώσει νέες διαστάσεις σε όλα τα πράγματα, αιώνιες και ατέλειωτες. Η νέα Διαθήκη του Χριστού αναγγέλλει την αρχή μιας νέας περιόδου στην  ιστορία  του


ανθρώπινου γένους. Τώρα η θεία σφαίρα ακτινοβολεί στο ανεξερεύνητο μεγαλείο της αγάπης και της ταπεινότητας του Θεού και πατρός μας, ενώ ο ερχομός του Χριστού θ’ αλλάξει τα πάντα, θα φέρει τη νέα αποκάλυψη που θα επηρεάσει τη μοίρα της όλης δημιουργίας, του κόσμου ολόκληρου.
Δόθηκε στο Μωϋσή η χάρη να γνωρίσει ότι το απόλυτο πρωτογενές Όν δεν είναι μια γενική οντότητα, κάποια απρόσωπη υπερπροσωπική κοσμική πορεία, αλλά εξ ολοκλήρου υπερβατικό «μη Όν». Αποδείχτηκε σ’ αυτόν, ότι αυτό το Όν είχε προσωπικό χαρακτήρα, ότι ήταν ζων και ζωοδότης Θεός. Ο Μωϋσής όμως οπωσδήποτε δεν έλαβε μια καθαρή όραση. Αυτός δεν είδε το Θεό [//25] όπως τον είδαν οι απόστολοι στο Όρος Θαβώρ· «Μωσής δε εισήλθεν εις τον γνόφον ού ήν ο Θεός» (Εξ. 20,21). Τούτο μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλλότροπα, αλλά το βάρος πέφτει στον άγνωστο χαρακτήρα του Θεού, αν και κατά ποια έννοια και με ποια σχέση του χαρακτήρα, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Ενδιαφερόταν ο Μωϋσής, παρά το αδύνατο της γνώσεως της ουσίας του Θείου Όντος; Σκέφτηκε ότι: Αν ο Θεός είναι πρόσωπο, τότε δεν μπορεί Αυτός να είναι αιώνια μόνος στον Εαυτό του, γιατί πώς μπορεί να υπάρχει αιώνια μεταφυσική μοναξιά; Ήταν έτοιμος ο Θεός να τους οδηγήσει, αλλά πού και για ποιό σκοπό; Τί είδους αθανασία προσέφερε; Όταν έφτασε ο λαός στα όρια της Γης της Επαγγελίας, ο Μωϋσής πέθανε.
Κι έτσι Αυτός εμφανίστηκε. Αυτός στον οποίο ο κόσμος χρωστούσε τη δημιουργία του· εκτός όμως από σπάνιες εξαιρέσεις, «ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω» (Ιωάν. 1,10). Το γεγονός ήταν ανυπολόγιστα πάνω απ’ την αντίληψη ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Ο πρώτος που τον αναγνώρισε ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και γι’ αυτό ειπώθηκε γι’ αυτόν ότι ήταν «ο μείζων εν γεννητοίς γυναικών» και το τέλος του νόμου και των προφητών (Ματθ. 11,9‐13).
Ο Μωϋσής, σαν άνθρωπος, είναι φανερό ότι χρειαζόταν ορισμένες αποδείξεις δυνάμεως και αυθεντίας που θα του παραχωρούνταν, αν ήθελε να εντυπωσιάσει τους Ισραηλίτες, οι οποίοι ακόμα είχαν ροπή προς την ειδωλολατρεία, και να τους αναγκάσει να δεχτούν τη διδασκαλία του. Αλλά είναι αδύνατο για εμάς τους χριστιανούς να διαβάσουμε τα πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης χωρίς να τρομάξουμε. Στο όνομα του Ιεχωβά όλη όσοι αντιστάθηκαν στον Μωϋσή υπέφεραν φοβερά αντίποινα, ακόμη πολλές φορές και θανατώθηκαν. Το όρος [//26] Σινά «κεκαυμένω πυρί» και ο λαός οδηγήθηκε δια
«γνόφου και σκότους και θυέλλης» εις «σάλπιγγος ήχον και φωνήν ρημάτων», πράγματα που δεν μπορούσαν να υποφέρουν (Εβρ. 12, 18‐20).
Το αντίθετο έγινε με το Χριστό. Ήρθε με άκρα πραότητα, φτωχότερος των φτωχών «μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι». Δεν είχε καμιά αυθεντία, ούτε στην πολιτεία, ούτε στη Συναγωγή, από αποκάλυψη εκ των άνω. Δεν πολέμησε τους αντιπάλους του. Και απομένει σ’ εμάς να τον αναγνωρίσουμε σαν παντοκράτορα ακριβώς γιατί «εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. 2,7), αφού υπέστη τελικά μαρτυρικό θάνατο.
Σαν Δημιουργός και αληθινός Κύριος όλων των όντων, δεν είχε ανάγκη ν’ ασκήσει βία, ή ανάγκη να χρησιμοποιήσει δύναμη για να τιμωρήσει τους αντιπάλους. Αυτός ήρθε «ίνα σώση τον κόσμον» (Ιωάν. 12,47), ν’ αποκαλύψει σ’


εμάς τον ένα Αληθινό Θεό. Αποκάλυψε σ’ εμάς το όνομα του Πατέρα. Έδωσε σ’ εμάς το λόγο που έλαβε ο ίδιος από τον Πατέρα. Αποκάλυψε σ’ εμάς το Θεό σαν Φως που διαλύει κάθε σκοτάδι (Α’ Ιωάν. 1,5). Γνώρισε σ’ εμάς το πιο σπάνιο μυστήριο απ’ όλα, ότι ο Θεός είναι μια υποστατική ύπαρξη, όχι όμως ένα πρόσωπο αλλά τρία σε ένα: Η Αγία Τριάδα. Έδωσε σ’ εμάς το βάπτισμα «εν πνεύματι αγίω και πυρί» (Ματθ. 3,11). Στο φως αυτής της γνώσεως μπορούμε να δούμε τώρα την οδό προς την αιώνια τελειότητα (Ματθ. 5,48).
Ο κόσμος συνεχίζει να σπαρταρά στον φαύλο κύκλο των υλικών προβλημάτων, οικονομικών, ταξικών, εθνικών και άλλων τέτοιων, γιατί  ο  κόσμος αρνείται ν’ ακολουθήσει το Χριστό. Δε θέλουμε να του μοιάσουμε σε όλα, να γίνομε αδέλφια του και μέσω αυτού αγαπημένοι γιοί του Πατέρα και εκλεκτό κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Κατά την προαιώνια πρόνοια του Θεού για [//27] τον άνθρωπο, προοριζόμαστε να γίνομε συμμέτοχοι της υπάρξεως του. Να γίνουμε σαν κι αυτόν καθ’ όλα. Αλλ’ είναι σημαντικό σ’ αυτό το σημείο του σχεδίου του Θεού να τονίσουμε ότι αποκλείεται και η ελάχιστη πιθανότητα εξαναγκασμού ή εκ των προτέρων προορισμού. Κι εμείς σαν Χριστιανοί ποτέ δεν πρέπει ν’ απαρνηθούμε το σκοπό μας, διαφορετικά κινδυνεύουμε να χάσουμε  την έμπνευση ν’ αρπάξουμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Η πείρα αποδείχνει σ’ όλους πολύ καθαρά ότι όταν οι Χριστιανοί αρχίσουν να ελαττώνουν τον ορίζοντα της αποκαλύψεως που δόθηκε σ’ εμάς από τον Ιησού Χριστό και το Άγιο Πνεύμα, σιγά‐σιγά παύουμε να ελκυόμαστε από το αποκαλυμμένο σ’ εμάς Φως. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ελπίδα σωτηρίας πρέπει να είμαστε θαρραλέοι. Ο Χριστός είπε: «Θαρσείτε. Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16,33). Αυτός νίκησε τον κόσμο, όχι τόσο σαν Θεός αλλά σαν άνθρωπος. Γιατί πράγματι, στ’ αλήθεια, έγινε άνθρωπος.
Η γνήσια χριστιανική ζωή βιώνεται «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάν. 4,23) κι έτσι εκδηλώνεται σε κάθε τόπο και χρόνο, καθώς οι θείες εντολές του Χριστού έχουν απόλυτο χαρακτήρα. Με άλλες λέξεις δεν υπάρχουν και δε μπορεί να υπάρχουν πουθενά στη γη περιστάσεις, οι οποίες να μπορούν να κάνουν την τήρηση των εντολών αδύνατη.
Στην αιώνια ουσία της η χριστιανική ζωή είναι θείο Πνεύμα και αλήθεια κι επομένως ξεπερνάει όλους τους εξωτερικούς τύπους. Αλλ’ ο άνθρωπος μπαίνει  σ’ αυτό τον κόσμο σαν tabula rasa (άγραφο χαρτί), για ν’ «αυξηθή και να κραταιωθή πνεύματι πληρούμενος σοφίας» (Λουκ. 2,40). Και έτσι εκδηλώνεται η ανάγκη κάποιου είδους οργανώσεως να υποτάξει και να συγκαταλέξει τον οργανωμένο βίο των ανθρώπων, που βρίσκονται μακριά της ηθικής, [//28] διανοητικής και κυρίως πνευματικής τελειότητας. Οι εν Χριστώ πατέρες μας και οι απόστολοι που μας δίδαξαν να τιμούμε τον αληθινό Θεό ήξεραν καλά ότι η ζωή εν Αγίω Πνεύματι ξεπερνά κάθε γήινο θεσμό· το ίδιο το Άγιον  Πνεύμα ακόμη κατασκευάζει για τον εαυτό του κατοικία, τόπο πραγματικό χρησιμοποιούμενο σαν δοχείο για την διατήρηση των χαρισμάτων του. Η κατοικία του Αγίου Πνεύματος είναι η Εκκλησία η οποία διαφύλαξε μέσα σε αγώνες και βία στο πέρασμα των αιώνων τον πολύτιμο θησαυρό της αλήθειας όπως αυτή αποκαλύφτηκε από το Θεό. (Δε χρειάζεται ν’ ασχοληθούμε σ’ αυτό το


σημείο με τους ζηλωτές που προσδίδουν αξία στην εξωτερική μορφή παρά στο περιεχόμενο). «Ο δε Κύριος το Πνεύμα εστιν· ου δε το Πνεύμα Κυρίου εκεί ελευθερία … δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν» (Β’ Κορ. 3,17.18). Η αποστολή της Εκκλησίας είναι να οδηγεί τους πιστούς στη φωτεινή σφαίρα του Θείου Όντος. Η Εκκλησία είναι το πνευματικό κέντρο του κόσμου μας που κατευθύνει την καθολική ιστορία του ανθρώπου. Εκείνοι που μέσα από μακρούς ασκητικούς αγώνες παρέμειναν  πιστοί στις εντολές του Ευαγγελίου αντιλήφθηκαν ότι η ελευθερία τους σαν γιοί του Θεού δεν ελέγχεται από παραδόσεις του παρελθόντος. Αυτοί στην πορεία τους μπορούν να περάσουν άνετα μέσα από τις παραδόσεις και τους νόμους. Έχουν σαν παράδειγμα το Χριστό που εφύλαξε τις εντολές του Πατέρα του χωρίς να παραβεί το Μωσαϊκό νόμο με όλο «το δυσβάστακτον φορτίον του» (Λουκ. 11,46).
Δια του Χριστού και κατά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ο Θεός έδωσε σ’ εμάς την πλήρη αποκάλυψη του εαυτού του. Η ύπαρξη του για μας  τώρα είναι η πρώτη πραγματικότητα, ασύγκριτα καθαρότερη απ’ όλα τα [//29] παρερχόμενα φαινόμενα του κόσμου. Αισθανόμαστε τη θεία παρουσία του και μέσα μας και έξω από μας, στο ύψιστο μεγαλείο του σύμπαντος, στο πρόσωπο του ανθρώπου και στην ακτινοβολούσα διάνοια του. Αυτός διανοίγει τα μάτια μας για να προσέξομε και θαυμάσομε τα δημιουργήματα του. Γεμίζει τις ψυχές μας με αγάπη για την ανθρωπότητα. Η απερίγραπτη πραότητα του αγγίζει και διέρχεται την καρδιά μας. Και στις ώρες που το άσβεστο φως του φωτίζει την καρδιά μας αντιλαμβανόμαστε ότι δε θα πεθάνουμε. Το γνωρίζουμε αυτό με γνώση που δεν μπορεί ν’ αποδειχθεί με τα συνηθισμένα μέσα, που όμως για μας δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, εφ’ όσον το Πνεύμα το ίδιο μαρτυρεί μέσα μας.

Η αποκάλυψη του Θεού, ως «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ» προϋποθέτει τον  προσωπικό χαρακτήρα του απόλυτου Θεού, που είναι ο πυρήνας της ζωής του. Για να εξηγήσουν αυτή την αποκάλυψη οι Πατέρες υιοθέτησαν τον φιλοσοφικό όρο υπόσταση, που πρώτιστα και κύρια μεταφέρει την πραγματικότητα και συνδυάζεται με το αντικείμενο, τον άνθρωπο ή το Θεό. Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε σαν συνώνυμο της ουσίας (substantia είναι η ακριβής λατινική ερμηνεία). Στην Β’ προς Κορινθίους Επιστολή (Β’ Κορ. 11,17) η υπόσταση δηλώνει απλή πραγματικότητα και μεταφράζεται στην αγγλική σαν εμπιστοσύνη ή βεβαιότητα. Στην προς Εβραίους επιστολή ο όρος περιγράφει το πρόσωπο του Πατέρα «Ός ών … χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού» (Εβρ. 1,3). Σε άλλες αναφορές στην ίδια επιστολή ο όρος ερμηνεύεται με το Substance «Νυν πίστις  εστί ελπιζομένων υπόστασις» και με το very being μοιράζονται το περιεχόμενο της Ελληνικής θεολογικής εκφράσεως Υπόσταση με την έννοια της προσωπικής διαστάσεως του Being. Στο παρόν κείμενο οι όροι υπόσταση και πρόσωπο (Persona) είναι ταυτόσημοι.

[//30] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)


2.  Το αίνιγμα του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ»

Το πρωτογενές Όν έγινε γνωστό σ’ εμάς με το ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ (Εξ. 3,13‐ 14). Οπωσδήποτε όμως ο Θέος ευδόκησε με μια ζωντανή συνάντηση με Αυτόν ν’ αξιολογηθούν σε κάποιο μέτρο οι διακηρύξεις του Θεού που αναφέρονται στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Αυτές οι προοδευτικές αποκαλύψεις των ουρανίων σφαιρών είναι υψίστου ενδιαφέροντος και σε σύγκριση μαζί τους κάθε άλλο συμβάν στην ιστορία του κόσμου γίνεται επουσιώδες. Όχι μόνον η κοσμική μας δραστηριότητα για το καθένα αλλά όλα όσα ο νους μπορεί ν’ αντιληφθεί για τον απέραντο κόσμο είναι μια προετοιμασία για ένα απερίγραπτο κόσμο είναι μια προετοιμασία για ένα απερίγραπτο θαύμα της εισόδου του πνεύματος στη ζωντανή αιωνιότητα σε στενή σχέση με την αγάπη.
Αιώνες πέρασαν προτού γίνει κατανοητό το αληθινό περιεχόμενο αυτού του εκπληκτικού «ΕΓΩ ΕΙΜΙ». Παρ’ όλη τη ζέση της πίστεως των, ούτε ο Μωϋσής ούτε οι προφήτες που ήσαν οι κληρονόμοι του μπόρεσαν να εκτιμήσουν πλήρως την ευλογία που δόθηκε σ’ αυτούς. Αντιλαμβάνονταν τον Θεό κυρίως από τα ιστορικά γεγονότα. Αν στρέφονταν προς αυτόν εν Πνεύματι, θα ερευνούσαν στο σκοτάδι. Όταν εμείς οι γιοί της Καινής Διαθήκης μελετούμε την  Παλαιά  Διαθήκη, παρατηρούμε ότι ο Θεός προσπάθησε να δώσει ν’ αντιληφθούν οι προγενέστεροι από μας ότι αυτό το ΕΓΩ ΕΙΜΙ είναι μια ύπαρξη αλλά συγχρόνως τρία πρόσωπα. Και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Θεός μιλούσε για τον εαυτό του χρησιμοποιούσε το «ημείς». «Και είπεν ο Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν» (Γεν. 1,26). «Και Κύριος ο [//31] Θεός είπεν, Ιδού ο άνθρωπος γέγονεν ως είς εξ ημών» (Γεν. 3,22). Ακόμα πιο εμφανής έγινε στον Αβραάμ· του εμφανίστηκαν τρεις άνθρωποι, αλλ’ απευθύνθηκε σ’ αυτούς σαν να ήταν ένα πρόσωπο (Γεν. 18,2).
Η απόκτηση της γνώσεως του Θεού είναι μια αργή πορεία και δεν πραγματοποιείται σ’ όλο της το πλάτος απ’ την αρχή. Γιατί ο Θεός είναι πάντοτε και σ’ όλες του τις εκδηλώσεις αναλλοίωτα ένας και αόρατος. Ο Χριστός χρησιμοποίησεν απλή γλώσσα κατανοητή και στον πιο αμαθή, αλλά όσα είπε ήταν πάνω από την αντίληψη και του πιο σοφού απ’ τους ακροατές του. «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμι» (Ιωάν. 8,58). «Εγώ και ο Πατήρ μου έν εσμέν» (Ιωάν. 14,23). «Και ερωτήσω εγώ τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν,  ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιωάν. 14,16). Έτσι παρουσιάζεται ένα τρίτο πρόσωπο, «το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού» (Ιωάν. 15,26).
Είδαμε ότι ο Χριστός σταδιακά άρχισε να ομιλεί για τον Πατέρα, και κατά το τέλος της επίγειας ζωής του μίλησε για το Άγιο Πνεύμα. Αρχικά οι μαθητές δεν εννόησαν γιατί μιλούσε, αλλά και αυτός καμιά προσπάθεια δεν έκανε να τους εξηγήσει για την εικόνα αυτού του Θείου Όντος. «Έτι πολλά έχω λέγειν  υμίν αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι» (Ιωάν. 16,12). Αντί γι’ αυτό υπέδειξε πώς μπορούν ν’ αποχτήσουν ακριβή γνώση «εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ … γνώσεσθε την αλήθειαν» (Ιωάν. 8,31.32). «Το Πνεύμα το Άγιον … διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν» (Ιωάν. 14,26). «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. 16,13). Και


ήρθε και αποκάλυψε σ’ εμάς [//32] σ’ εμάς την πληρότητα της θείας αγάπης,  αλλά το δώρο ήταν τεράστιο για την αντίληψή μας. Όμως δεν αποσύρεται αλλά περιμένει με υπομονή εμάς να τον αγαπήσομε, τον Χριστόν «την Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» (Α’ Κορ. 1,24) όπως αυτός μας αγάπησε.
«Τα ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, Πνεύμα εστι και ζωή εστι» (Ιωάν. 6,63). Αυτήν ακριβώς τη ζωή πρέπει να επιδιώκομε τώρα, ζωή που δίνεται εκ των άνω, με την προσοχή, που έρχεται κάτω σ’ εμάς μέσω της αγάπης, και με την επαρκή γνώση του πρωτογενούς Όντος.
Πώς μπορεί κανείς να περιγράψει την κατάσταση του πνεύματος στο  οποίο ο Θεός αποκαλύπτεται ωσάν «ΕΓΩ ΕΙΜΙ»; Το πλησίασμα του στην καρδιά κάποιου είναι τόσο ψηλαφητό ώστε η εν αυτώ χαρά είναι σαν φως. Είναι γλυκός και ευγενής, και μπορώ να μιλήσω σ’ αυτόν ιδιαίτερα, πρόσωπο προς πρόσωπο,  ν’ απευθυνθώ σ’ αυτόν: «Συ ο οποίος υπάρχεις» και συγχρόνως να αισθανθώ ότι αυτό το «ΕΓΩ ΕΙΜΙ» και το «Συ ο Οποίος είσαι» είναι το όλο Όν, η όλη ύπαρξη. Αυτός είναι αγέννητος, αυτοΰπαρξη, αυτάρχης, Αυτός είναι πρόσωπο κατ’ απόλυτη έννοια. Το συνειδός του διέρχεται ολόκληρη την ύπαρξη. «Ουδέν γαρ εστι κεκαλυμμένον ό ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ό ου γνωσθήσεται … ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται; Και έν εξ αυτών ου πεσείται επί της γης άνευ του πατρός υμών, υμών δε και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί» (Ματθ. 10,26.29.30). «Και ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς αυτού προς όν υμίν ο λόγος» (Εβρ. 4,13). Κάθε στιγμή της ζωής μας, κάθε παλμός της καρδιάς μας είναι στα χέρια του. Αυτός είναι η αλήθεια είναι «το φως … και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιωάν. 1,5), και δεν υπάρχει κανένας και τίποτα που να μπορεί να ξεφύγει από το άγρυπνο βλέμμα του.
[//33] ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ. Πράγματι αυτός είναι ο Υπάρχων. Αυτός μόνος ζει στ’ αλήθεια. Κάθετι που κάλεσε στη ζωή από την άβυσσο της ανυπαρξίας υπάρχει μόνο με τη θέληση του. Η προσωπική μου ζωή μέχρι την μικρότερη λεπτομέρεια της προέρχεται αποκλειστικά απ’ αυτόν. Γεμίζει τις ψυχές μας, προσδένοντας αυτές πιο σταθερά στον εαυτό του. Η ενσυνείδητη επαφή με  αυτόν χαρακτηρίζει τον άνθρωπο για πάντα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν απομακρύνεται από το Θεό της αγάπης, τον οποίο ήρθε να γνωρίσει. Αναγεννιέται το Πνεύμα του. Απ’ αυτό το σημείο, έχει τη ροπή να βλέπει παντού την καθορισμένη φυσική πορεία και ν’ αντιλαμβάνεται τα πάντα στο φως του προσώπου του Θεού. Η γνώση του προσωπικού Θεού δημιουργεί χωρίς  αμφιβολία ένα προσωπικό χαρακτήρα. Το όμοιο αναγνωρίζει το όμοιο. Υπάρχει ένα τέλος στην θανατηφόρα ανιαρότητα του απρόσωπου. Η γη, ολόκληρο το σύμπαν μαρτυρεί γι’ Αυτόν. (Ψαλμ. 69,34). «Υμνείτε αυτόν ο ουρανός και η γη, η θάλασσα και πάντα τα εν αυτή». Και να, αυτός ο ίδιος ζητά να είναι μαζύ μας, να δώσει σ’ εμάς την αφθονία της ζωής του (Ιωάν. 10,10). Και εμείς από την πλευρά μας, διψάμε γι’ αυτό το δώρο.
Η ψυχή τον γνωρίζει αλλά δεν μπορεί να τον περιλάβει και εκεί βρίσκεται ο πόνος της. Οι μέρες μας είναι γεμάτες από επιθυμία να μπουν στη Θεία  σφαίρα,  μέχρι  και  του  τελευταίου  ιστού  της  υπάρξεως  μας.  Η  προσευχή μας


πρέπει να είναι φλογερή. Και πολύπλευρη είναι η πείρα ότι μας δίνεται το ζητούμενο. Στις καρδιές μας υποκειμενικά φαίνεται ότι αυτή η πείρα δεν επιδέχεται καμιά αμφιβολία καθ’ όσον ελέγχεται από την αγάπη, της οποίας το άγγιγμα αισθανόμαστε. Αλλά παρά το γεγονός του εναγκαλισμού όλων απ’ την αγάπη, παρά το γεγονός του Φωτός, μέσα στο οποίο εμφανίζεται η αγάπη, δεν είναι [//34] μόνο σφάλμα αλλά και επικίνδυνο να βασιζόμαστε αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτό. Από την αγία Γραφή γνωρίζομεν ότι η υπέραγνη παρθένος Μαρία έτρεξε στην εξαδέλφη της Ελισάβετ ν’ ακούσει από τα χείλη της αν η αποκάλυψη που δέχτηκε ήταν αληθινή, ότι δηλαδή ο γιος τον οποίο θα έφερνε στον κόσμο θα ήταν τόσο μεγάλος ώστε να ονομασθεί Υιός του Θεού του Υψίστου και που η βασιλεία του δε θα είχε τέλος (Λουκ. 1,32.33). ο απόστολος Παύλος που αρπάχθηκε στον παράδεισο και άκουσε άρρητα ρήματα (Β’ Κορ. 12,4) μας δίνει άλλο παράδειγμα: «Ηυδόκησεν ο Θεός … αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν εμοί» (Γαλ. 1,16), όμως, δυό φορές ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ για να δει τον Πέτρο και τους άλλους «κατ’ ιδίαν δε τοις δοκούσι» και να θέσει υπ’ όψη τους το Ευαγγέλιο που κήρυττε «μήπως εις κενόν τρέχω ή έδραμον» (Γαλ. 2,12). Η ιστορία της Εκκλησίας μπορεί να μας δώσει πολλά τέτοια παραδείγματα, ώστε να διδαχθούμε να ρωτάμε αυτούς που έχουν μεγαλύτερη πείρα να κρίνουν αν η περίπτωσή μας δεν είναι απλώς φαντασία αλλά χάρη που προέρχεται εκ των άνω. Πρέπει να ψάχνουμε για μάρτυρες στους οποίους μπορούμε να βασιστούμε και οι οποίοι βρίσκονται μόνο στην Εκκλησία, που η ηλικία και η μακροχρόνια πείρα της είναι ασύγκριτα πλουσιότερη από την ατομική μας. Τέτοιοι στο παρελθόν ήταν οι απόστολοι που αποθησαύρησαν για μας τη γνώση του έλαβαν κατευθείαν από το Θεό στα Ευαγγέλια και τις Επιστολές. Ακολούθησε μια σειρά πατέρων, διδασκάλων και ασκητών, που μέσω των αιώνων μετέδιδαν το πνεύμα της ζωής και πολλές φορές κατέγραφαν τη μαρτυρία τους στα συγγράμματα τους. Πιστέυουμε ότι σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή είναι δυνατό να βρεθούν ζωντανοί μάρτυρες της γνώσεως του Θεού και μέχρι του τέλους του ανθρωπίνου γένους δε θα λείψουν. Μόνο μετά τη βεβαίωση [//35] από έγκυρη πηγή μπορούμε να βασισθούμε στην πείρα μας την προσωπική, και ακόμα και τότε όχι εξ ολοκλήρου. Το πνεύμα μας δεν πρέπει να είναι βραδύ στους παλμούς του σε σχέση με το Θεό. Και σε κάθε βήμα μας είναι αναγκαίο να θυμόμαστε ότι η μόνωση δια της αυτοεμπιστοσύνης είναι φορτωμένη με την πιθανότητα ν’ αμαρτήσουμε απέναντι στην Αλήθεια. Έτσι δεν πρέπει να παύσουμε να προσευχόμαστε θερμά στο Άγιο Πνεύμα να φυλάει τα βήματα μας από τα μονοπάτια του ψεύδους.
Από την εποχή των αποστόλων οι πιστοί ζουν στην προσευχή τους την μόνη πραγματικότητα του Ενός Θεού στα πρόσωπα του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η ανθρώπινη γλώσσα ποτέ δεν βρήκε ικανοποιητική λογική ορολογία για να εκφράσει την πνευματική εμπειρία και τη γνώση του Θεού όπως διακηρύσσεται από τον ίδιο τον Θεό. Όλες οι λέξεις τις οποίες η νέα γνώση και η νέα ζωή διαβίβασε από γενιά σε γενιά περιέχουν ως ένα σημείο, μια γνήσια θεώρηση του Θεού. Ας λάβομε σαν παράδειγμα δύο από τους τύπους του ορισμού της ενότητας. Στον ένα τονίζεται γενικότερα κάπως υπερβολικά η ενότητα της


υποστάσεως. Ο Θεός γίνεται αντιληπτός σαν μια απόλυτη αντικειμενικότητα σε τρία απόλυτα υποκείμενα. Μεταφέροντας την έμφαση από τον όρο υπόσταση στον όρο πρόσωπο –που είναι πλησιέστερος στην αποκάλυψη του ΕΓΩ ΕΙΜΙ– ο δεύτερος τύπος ερμηνεύει το ΕΓΩ ΕΙΜΙ σαν το Απόλυτο υποκείμενο θεωρούμενο στο καθαυτό Εγώ, Σεις, Εμείς. (Αυτή είναι η θεωρία που αναπτύσσει ο καθηγητής
S. Bulgakov στα κείμενα του). Ο πρώτος τύπος που έχει σκοπό να δηλώσει το πλήρωμα της Θεότητας σε κάθε υπόσταση κλίνει όπως ήταν επόμενο στο διαχωρισμό των τριών. Ο δεύτερος τύπος, στον οποίο η προσωπική αρχή είναι βασική, οδηγεί [//36] στη σύγχυση των προσώπων.
Η Εκκλησία αντιμετώπισε την ανεπάρκεια της γλώσσας, επιστράτευσε αρνητικούς τύπους, διδάσκοντας μας να θεωρούμε τα πρόσωπα της Τριάδος χωρίς να συγχέομε τα πρόσωπα ούτε να διαιρούμε την υπόσταση. Όπου όμως τίθεται το θέμα της ενσαρκώσεως του Λόγου ο τύπος περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με τις προσθήκες «αναλλοιώτως» (ο Θεός εν σαρκί) «αδιαιρέτως» (ένας ολοσχερώς … δια της εν τω προσώπω ενότητος) (Αθανασιανό σύμβολο). Έτσι ο νους που λειτουργεί ορθολογικά χειραγωγείται σταθερά χωρίς να μπορεί να κινηθεί προς την μια ή την άλλη πλευρά σαν ένα σώμα καρφωμένο σε  σταυρό.
Η θεωρία είναι υπόθεση όχι λεκτικών τύπων αλλά ζωντανής πείρας· στην καθαρή προσευχή ο Πατέρας, ο Υιός και το Πνεύμα φαίνονται στην συνυποστατική τους ενότητα.
Το Ευαγγέλιο λέει· «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού το μονογενή έδωκε, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3,16). Το Άγιο Πνεύμα μας εισάγει στο βασίλειο της Θείας αγάπης, και όχι μόνο ζούμε αυτή την αγάπη, αλλ’ αρχίζομε ν’  αντιλαμβανόμαστε ότι αν ο Θεός, ο πρώτος και ο Έσχατος, ήταν Μονοϋπόστατος (δηλαδή ένα πρόσωπο), δεν θα μπορούσε να είναι αγάπη. Ο Μωϋσής που ερμήνευσε την αποκάλυψη ΕΓΩ ΕΙΜΙ σαν έννοια μιας υποστάσεως έδωσε στο λαό το Νόμο. Όμως «η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιωάν. 1,17). Η Τριάδα είναι ο Θεός της αγάπης. «Η αγάπη του Πατρός η οποία σταυρώνει, η αγάπη του Υιού που σταυρώνεται, και η αγάπη του Αγίου Πνεύματος  η   οποία   ενίκησε».   (Μητροπολίτης  Μόσχας  Φιλάρετος).   Ο Ιησούς
«ειδώς ότι ελήλυθε» η ώρα αυτού «ίνα μεταβή εκ του κόσμου [//37] τούτου προς τον Πατέρα, αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω εις τέλος ηγάπησεν  αυτούς» (Ιωάν. 13,1). Αυτός είναι ο Θεός μας, και ουδείς όμοιος του. Ο άνθρωπος  ο οποίος με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος έχει λάβει πείρα της πνοής της αγάπης του γνωρίζει με όλη του την ύπαρξη ότι τέτοια αγάπη είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Τριαδικού Θεού που αποκαλύφθηκε σ’ εμάς κατά τον ακριβή τύπο του Απόλυτου Όντος. Ο Μονοϋπόστατος Θεός της Παλαιάς Διαθήκης και (αρκετά μετά την Καινή Διαθήκη) ο Θεός του Κορανίου δεν γνωρίζει την αγάπη.
Η αγάπη είναι για να ζει εντός και για τον αγαπώμενο του οποίου η ζωή γίνεται ζωή μας. Η αγάπη οδηγεί στην μοναδικότητα του Όντος. Έτσι και στην Αγία Τριάδα. «Ο Πατήρ ηγάπησε τον Υιόν» (Ιωάν. 3,35). Αυτός ζη εν τω Υιώ και  εν τω Αγίω Πνεύματι. Και ο Υιός «μένει εν τη αγάπη του Πατρός» (Ιωάν. 15,10)


και εν τω Αγίω Πνεύματι. Και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται αιώνια από τον Πατέρα και ζη εν Αυτώ και αναπαύεται εν τω Υιώ. Αυτή η αγάπη  κάνει  το σύνολο του Θείου Όντος μονάδα αιώνια. Κατά τον τύπο αυτής της ενότητας το ανθρώπινο γένος πρέπει να γίνει ένας άνθρωπος. («εγώ και ο Πατήρ μου έν εσμέν» (Ιωάν. 10,30)). «Ίνα πάντες έν ώσε καθώς συ πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσι» (Ιωάν. 17,21)1.
Η εντολή του Χριστού είναι η προέκταση της ουράνιας αγάπης στα γήινα όρια. Αναλογιζόμενος το περιεχόμενό της εξομοιώνει τη ζωή του ανθρώπινου γένους με τη ζωή του Τριαδικού Θεού. Η χαραυγή της κατανοήσεως αυτού του μυστηρίου έρχεται με την προσευχή για όλο [//38] τον κόσμο σαν ένα άνθρωπο. Σ’ αυτή την προσευχή ζει κανείς την συνυποστατικότητα του ανθρωπίνου γένους. Είναι αναγκαίο να προχωρούμε από αφηρημένες ιδέες σε υπαρκτές δηλαδή οντολογικές κατηγορίες.
Μέσα στη ζωή της Τριάδας, κάθε υπόσταση είναι φορέας της πληρότητας του Θείου Όντος. Και επομένως δυνάμει ίση με την Τριάδα σαν σύνολο. Για να πετύχουμε την πληρότητα του Θεού‐ανθρώπου πρέπει να γίνουμε δυνάμει ίσοι με την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αληθινή έννοια της δευτέρας εντολής που είναι πραγματικά «ομοία της πρώτης» (Ματθ. 22,39).
Αυτή η ακεραιότητα της αποκαλύψεως που δόθηκε σ’ εμάς είναι ανεξάντλητη. Ως δημιουργήματα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τελικά, πλήρως, το αδημιούργητο πρώτον Όν κατά τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός γνωρίζει  εαυτόν.  Ο  Άγιος  Παύλος  όμως  οπωσδήποτε  προσβλέπει  με  ελπίδα:
«βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι … άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς επεγνώσθην» (Α’ Κορ. 13,12).
Στην ιστορία του χριστιανικού κόσμου παρατηρούμε δύο θεολογικές τάσεις: Την πρώτη, που διήρκησε επί αιώνες, να συμβιβάζει τις αποκαλύψεις τις αναφερόμενες στον Τριαδικό Θεό, με τον δικό μας τρόπο σκέψεως. Την άλλη που μας καλεί σε μετάνοια, σε μια ριζική μεταμόρφωση όλης της υπάρξεως μας, με μια ζωή σύμφωνη με το Ευαγγέλιο. Η πρώτη είναι αξιέπαινη και ιστορικά αναγκαία,  αλλ’  αν  χωριστεί  από  τη  ζωή  είναι  καταδικασμένη  σε  αποτυχία.
«Είπεν ο Ιησούς … εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα, και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. 14,23). Αυτός είναι ο χριστιανικός τρόπος γι’ απόκτηση της τέλειας γνώσεως. Η εντός ημών κατοίκηση του Πατρός και του Υιού και αδιαιρέτως από




1 Αυτή η παραδοσιακή θεολογική σύλληψη παρουσιάζεται λεπτομερέστερα στο άρθρο μου: «Unité de lEglise à limage de la Sainte Trinité». (Messager de lExarchat, 1950, no 5: rue Rétel, ParisXV).

Επίσης στο βιβλίο: ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ, Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, Μετάφρασις εκ του ρωσικού και γαλλικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου, Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 1996, στο ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ η τέταρτη ενότητα: ΙV. Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.


αυτούς [//39] του Αγίου Πνεύματος, θα δώσει σ’ εμάς την αληθινή γνώση του Θεού.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (949‐1022 μ.Χ.) στον Ύμνο 17 καλεί τυφλό και άπιστο όποιον δεν δέχεται τη διδασκαλία της Εκκλησίας ότι ο αόρατος και αδιαφθορός Δημιουργός κατέβηκε στη γη, ένωσε στον εαυτό του τις δύο φύσεις (την θεία και την ανθρώπινη) διακηρύσσοντας ότι κανένας με την ιδική του πείρα δεν γνώρισε ή δεν έζησε αυτό το μυστήριο ή δεν το είδε καθαρά. Αλλά σ’ άλλους Ύμνους ο Άγιος Συμεών επαναλαμβάνει με μεγάλη πεποίθηση, ότι τέτοια πείρα του δόθηκε επανειλημμένα. Όταν το αδιάφθορο Θείο φως παραχωρείται σ’ έναν άνθρωπο, ο άνθρωπος αυτός γίνεται πραγματικά φως. Η ένωση των δύο –Θεού και ανθρώπου– συμπληρώνεται από τη θέληση του Δημιουργού και με την συναντίληψη και των δύο. Εάν αυτό το γεγονός ήταν παροδικό και χωρίς επίγνωση, τότε, λέει ο Άγιος Συμεών, η ένωση θα ήταν θνησιγενής και όχι ζωντανή. Και πώς θα μπορούσε η αιώνια Ζωή να εισέλθει στον άνθρωπο χωρίς να την αντιληφθεί; Πώς είναι δυνατόν, συνεχίζει, το Θείο Φως, να λάμψει στην καρδιά και στο νου του ανθρώπου σαν αστραπή στη νύχτα, ή σαν μεγάλος ήλιος και ο άνθρωπος να μην αισθανθεί ένα τέτοιο ύψιστο γεγονός; Όταν ενωθεί ο Θεός με το κατ’ εικόνα, δωρίζει τη γνώση του εαυτού του, όπως είναι. Και συγχρόνως το Άγιο Πνεύμα και ο Υιός γίνονται ομοίως γνωστοί, μαζί με τον Πατέρα. Και ο άνθρωπος τους γνωρίζει αυτούς τόσο, όσο του είναι δυνατό.
Για μας τους Χριστιανούς, ο Ιησούς Χριστός είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων θείων και ανθρωπίνων. «Εν αυτώ κατοικεί το πλήρωμα της Θεότητος» (Κολ. 2,9) και της ανθρωπότητος. Αυτός είναι το τελειότερο ιδανικά μας. Σ’ αυτόν βρίσκουμε την απάντηση σε όλα [//40] μας τα προβλήματα, που χωρίς αυτόν θα παρέμεναν άλυτα. Αυτός είναι στ’ αλήθεια ο μυστικός άξονας του σύμπαντος. Εάν ο Χριστός δεν ήταν ο νέος Υιός του Θεού, η σωτηρία με την υιοθεσία του ανθρώπου από το Θεό Πατέρα θα ήταν εξ ολοκλήρου ακατανόητη. Μόνον η παρουσία της Θεότητας από την αιωνιότητα –από το «εν αρχή» (Ιωάν. 1,1.14)– από την αρχή της Πατρότητας κάνει την Υιότητα δυνατή για μας, καθ’ ομοίωση του Μονογενούς του Πατέρα. Οι λόγοι του Κυρίου «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ειμή δι’ εμού» (Ιωάν. 14,6) έχουν απόλυτη σημασία. Μόνο με  το Χριστό μπορεί ο άνθρωπος να κάνει βήματα προς τη Θεία αιωνιότητα.

[//41] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

3.  Ο κίνδυνος στη Δημιουργία

Το να δημιουργήσει κάποιος κάτι νέο είναι πάντοτε σαν ένα τυχερό παιγνίδη, και η δημιουργία του ανθρώπου από το Θεό κατ’ εικόνα και ομοίωση αυτού ενείχε μέχρις ένα βαθμό κίνδυνο. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως ο Θεός κινδύνευε εισάγοντας ένα ασταθές στοιχείο ή συγκρουόμενο με την αιώνια ύπαρξη του, αλλά το γεγονός ότι έδωκε στον άνθρωπο θεϊκή ελευθερία, απέκλεισε κάθε μορφή προορισμού. Ο άνθρωπος έχει πλήρη ελευθερία να καθορίσει τη στάση του αρνητικά έναντι του Θεού, και ακόμα να συγκρουστεί μαζί   του.   Σαν   απέραντη   αγάπη,   ο   Ουράνιος   Πατέρας,   δεν   μπορεί   να


εγκαταλείψει τον άνθρωπο, που ο ίδιος δημιούργησε αιώνιο, για να γίνει μέτοχος της θείας του πληρότητας. Ο Θεός ζει μαζί μας την ανθώπινη τραγωδία μας. Κατανοούμε τον κίνδυνο, αναπνέοντας κατά κάποιο τρόπο στο μεγαλείο του, όταν μελετούμε τη ζωή του Χριστού στη γη.
Ύστερα από μακρά μελέτη της «Εσχάτης Κρίσεως» του Μιχαήλ Αγγέλου στην Καπέλλα Σιξτίνα, ανακάλυψα στην τοιχογραφία μιαν αναλογία σχετική με την δική μου αντίληψη για τη δημιουργία του κόσμου. Προσέξτε το Χριστό της εικόνας, τη χειρονομία την οποία κάνει. Ωσάν πρωταθλητής, εξακοντίζει στην άβυσσο όλους όσους τόλμησαν να τον πολεμήσουν. Ολόκληρη η απέραντη οροφή είναι γεμάτη από ανθρώπους και αγγέλους που τρέμουν από φόβο. Μέσα στην ολοφάνερη κοσμική τους διάσταση, όλα έχουν αποδοθεί έτσι λόγω  της δικής τους καταστάσεως και όχι λόγω της οργής του Χριστού. Αυτός βρίσκεται  στο κέντρο και η οργή του είναι τρομερή. [//42] Αυτός, βέβαια, δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο εγώ βλέπω το Χριστό. Ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν ευφυής, αλλά όχι ειδικός για λειτουργικά θέματα.
Ας ανακατασκευάσουμε τώρα τη νωπογραφία. Ο Χριστός φυσικά πρέπει να είναι στο κέντρο, αλλά διαφορετικός Χριστός, πιο σύμφωνος με τις αποκαλύψεις που είχαμε γι’ αυτόν: Ο Χριστός παντοκράτορας αλλά με τη  δύναμη της ταπεινής αγάπης. Δεν του αρμόζει η εκδικητική χειρονομία. Δημιουργώντας μας ως ελεύθερα όντα, περίμενε σαν πιθανή, ίσως  αναπόφευκτη, την τραγωδία της πτώσεως του ανθρώπου. Καλώντας μας από το σκότος της ανυπαρξίας στην ύπαρξη, η μοιραία του χειρονομία μας ανεβάζει στα απόκρυφα βασίλεια της κοσμικής ζωής. «Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» στέκεται πάντοτε κοντά μας. Μας αγαπά πνευματικά παρά την αναίσθητη συμπεριφορά μας. Μας καλεί, είναι πάντοτε έτοιμος να απαντήσει στην κραυγή μας για βοήθεια, και να οδηγήσει τα διστακτικά και αβέβαια βήματά μας μέσα απ’ όλα τα εμπόδια που βρίσκονται στο δρόμο μας. Μας σέβεται ως ίσους του. Το ύψιστο ιδανικό του είναι να μας δει στην αιωνιότητα, αληθινά ως ίσους του, φίλους του και αδελφούς του, και γυιούς του Πατέρα. Αγωνίζεται γι’ αυτόν, το επιθυμεί διακαώς. Αυτός είναι ο Χριστός μας, και ως άνθρωπος κάθισε στα δεξιά του Πατέρα.
Αρχικά ο Θεός δημιουργεί το Πνεύμα μας καθαρά δυνητικό. Το τί ακολουθεί δεν εξαρτάται απόλυτα απ’ αυτόν. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαφωνήσει μαζί του, ακόμα και να το αντισταθεί. Παρουσιάζεται μια  κατάσταση κατά την οποία εμείς οι ίδιοι καθορίζουμε το αιώνιο μέλλον μας – πάντοτε βέβαια σε σχέση με το Θεό. Χωρίς αυτόν δεν μπορούμε να υπάρχουμε. Και αν ζητάμε μια αγιασμένη αιωνιότητα –πράγμα το οποίο ουσιαστικά ανήκει μόνο σ’ αυτόν– κάθε μας πράξη, όλη η δημιουργική [//43] δραστηριότητα μας, βεβαιότατα πρέπει να εκπορεύεται, όχι χωρίς αυτόν, αλλά μαζί με αυτόν και δι’ αυτού.
Επειδή γεννηθήκαμε καθαρά δυνητικοί, το πνεύμα μας πρέπει συνέχεια να καθιστά την ύπαρξη μας υπόσταση. Έχομε ανάγκη να αναπτυσσόμεθα. Αυτή η ανάπτυξη συνδέεται με πόνους και βάσανα. Όμως όσο παράξενο και να φαίνεται,   τα   βάσανα   είναι   επιτακτικά   για   την   διατήρηση   της   ζωής   που


δημιουργήθηκε από το μηδέν. Εάν τα ζώα δεν αισθάνονταν πείνα δεν θα έκαναν καμιά προσπάθεια προς εύρεση τροφής αλλ’ απλώς θα παρέμεναν καταγής περιμένοντας τον θάνατο. Ομοίως οξεία ανησυχία αναγκάζει τον αρχέγονο άνθρωπο να ψάξει για τη διατροφή του. Ύστερα καθώς προχωρεί προς τη λογική γνώση, τα βάσανα αποκαλύπτουν στο νου του που μπορεί να αντιληφθεί συγχρόνως και τα δύο, πρώτο την ατέλεια του και δεύτερο την ατέλεια του κόσμου που τον περιβάλλει. Αυτό τον αναγκάζει να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα ενός νέου δημιουργικού τύπου προσπαθείας, για μια τελειότερη ζωή σ’ όλες τις εκδηλώσεις της. Αργότερα, θα φτάσει σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το Υπέρτατο Όν, το οποίο θα εμπνεύσει στην ψυχή του την αναζήτηση καλύτερης γνώσεως αυτού. Και μ’ αυτόν τον τρόπο φτάνει ο άνθρωπος στη σκέψη ότι αυτό το Πρωτογενές Όν, που η κατανόηση του τον ανάγκασε να σκεφθεί για πρώτη φορά, δεν αρνείται να συζητήσει μαζί του· στο φως αυτής της σχέσεως ο θάνατος φαίνεται σαν παραλογισμός, πιθανότητα που πρέπει να πολεμηθεί αμείλικτα. Και η ιστορία αποδείχνει ότι πολλοί από αυτούς που έκαμαν αυτό τον πόλεμο με αδιάπτωτη δραστηριότητα, και αν ακόμα βρίσκονταν εδώ στη γη, πνευματική βρίσκονταν στην αιώνια Βασιλεία του ζωντανού Θεού και πέρασαν από το θάνατο στην ατελείωτη ζωή στο Φως του [//44] Θείου Όντος.
Ας φαντασθούμε πάλι τη δραματική χειρονομία του «δικούς μας» Ιησού, να ρίχνει τον άνθρωπο, που δημιούργησε ο ίδιος, ελεύθερο, σαν ένα θαυμάσιο σπόρο στον κόσμο που ετοιμάστηκε γι’ αυτόν. Η κίνηση αυτή είναι του σπορέα που ρίχνει το σπόρο στη γη που οργώθηκε και ετοιμάστηκε.
Ο θεμέλιος λίθος της χριστιανικής θεολογίας μας είναι η αποκάλυψη: «Εν αρχή ήν ο Λόγος … και Θεός ήν ο Λόγος … πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν. Εν αυτώ ζωή ήν» (Ιωάν. 1,1.3.4). Αλλά η σύγχρονη επιστήμη ισχυρίζεται ότι «εν αρχή» ήταν το υδρογόνο, και από αυτό το άτομο, με εξελικτική πορεία που διήρκησε χιλιάδες χρόνια, αναπτύχθηκαν τα πάντα. Η επιστημονική αρχή –η αντικειμενικότητα του κόσμου με την αντικειμενική γνώση– είναι εφαρμόσιμη μόνον όπου οι νόμοι της φύσεως επικρατούν απολύτως. Δεν είναι ξεκαθαρισμένο γιατί και με ποια βάση πολλοί επιστήμονες απορρίπτουν την πιθανότητα άλλων τύπων όντων, ελευθέρων και απροσδιορίστων. Γνωρίζουμε ότι το Πρωτογενές Όν ευρίσκεται έξω από τους περιορισμούς της επιστήμης η οποία δεν μπορεί να μας πει τίποτε για το νόημα της υπάρξεως μας.
Τελικά και στις δύο σχολές σκέψεως που διαφέρουν τόσο ριζικά η μια από την άλλη, παρατηρούμε δυό αντίθετες ροπές στην ψυχή του ανθρώπου. Από το ένα μέρος αυτούς που άστοχα αποστρέφονται την ταλαιπωρία της ζωής στη γη και κατ’ επέκταση αποστρέφονται την ύπαρξη γενικά και αισθάνονται να βυθίζονται περίεργα σε μια ανάπαυση ανυπαρξίας που διαπερνά τα πάντα. Από το άλλο μέρος αυτούς που ακολουθούν το Χριστό και προσπαθούν να κυριαρχήσουν στις γήινες αδυναμίες τους να επιτύχουν τη θεία αιωνιότητα, επιστρατευόντας, στις [//45] προσπάθειές τους να εισέλθουν πιο βαθειά στα μυστικά του Άναρχου Όντος, μεθόδους που φαίνονται ανυπόφορα παράλογες.


«Εφ’ ώ ου θέλομεν εκδύσασθαι, αλλ’ επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν  υπό της ζωής» (Β’ Κορ. 5,4) – το αντίθετο της φιλοσοφίας και της ασκητικής θεωρίας της απεκδύσεως της υπάρξεως.
Εμείς οι χριστιανοί δεχόμαστε το εξαίσιο δώρο της ζωής με ευχαριστίες. Αφού κληθήκαμε από το Χριστό, αγωνιζόμαστε για όσο το δυνατό πληρέστερη γνώση της Αρχικής Πηγής ολόκληρης της υπάρξεως. Από  τη  γέννηση μας και στο εξής αναπτυσσόμαστε βαθμηδόν και γινόμαστε όντα. Ο Χριστός είναι για μας «η οδός και η αλήθεια και η ζωή …» (Ιωάν. 14,6). Μαζί του ο δρόμος μας είναι μια μεγάλη και περίπλοκος πνευματική καλλιέργεια· διασχίζουμε τα κοσμικά χάσματα, συχνά με πολλές ταλαιπωρίες αλλά όχι σπάνια σε μεταρσιώσεις, καθώς η αντίληψη αυξάνεται. Για λίγο η πορεία της αναπτύξεως είναι συνδεδεμένη με το φυσικό μας σώμα, αλλά σύντομα ελευθερωμένη από τις γήινες αλυσίδες, με την ψυχή και το πνεύμα μπορούμε να συνεχίσουμε  την άνοδο προς τον ουράνιο Πατέρα. Γνωρίζουμε ότι μας αγαπά και εξ αιτίας αυτής της αγάπης του αποκαλύπτει τον εαυτό του σε μας χωρίς όρια. Μπορεί ακόμα η αποκάλυψη να είναι μερική, αλλά γνωρίζουμε ότι σε αυτόν βρίσκεται η  αθανασία μας. Δι’ αυτού θα φτάσουμε στην αιώνια αλήθεια. Θα μας χαρίσει την απερίγραπτη χαρά της συμμετοχής μας στην πράξη της θείας δημιουργίας του κόσμου. Πεινάμε για την πλήρη ένωση μας με αυτόν. Αυτός είναι φως, ωραιότητα, σοφία, αγάπη. Δίνει το ευγενέστερο νόημα στη ζωή μας και την μακαριότητα της γνώσεως χωρίς όρια.
Το είδος της προσωπικής υπάρξεως που λαμβάνουμε με τη γέννησή μας – ύπαρξη δυνητική την οποία μερικώς [//46] ήδη σκεφθήκαμε– ποτέ δεν είναι δυνατό ν’ αναπτυχθεί από το άτομο του υδρογόνου οσεσδήποτε θαυμαστές και απρόβλεπτες «συμπτώσεις» συμβούν. Η οντολογική απόσταση είναι πάρα πολύ μεγάλη μεταξύ της καταστάσεως του ατόμου της ύλης και της καταστάσεως του όντος το οποίο πλέον είμαστε και για το οποίο είμαστε βέβαιοι ότι θα τελειοποιηθεί και θα συμπληρωθεί.
Είναι φυσικό ότι ως Χριστιανοί πρέπει να διερευνούμε υπό το πρίσμα του Ευαγγελίου την προσωπική μας σχέση με το Θεό. Όταν το Άγιο Πνεύμα κατοικήσει μέσα μας, μας οδηγεί να ζήσουμε την αγάπη που μας δόθηκε ως εντολή από το Χριστό· αισθανόμαστε μέχρι τα κατάβαθά μας ότι αυτή είναι η μόνη φυσική κατάσταση για το αθάνατο πνεύμα μας, και σ’ αυτή την κατάσταση αντιλαμβανόμαστε τη θεϊκή παγκοσμιότητα του Χριστού και των εντολών του. Αυτή είναι η αλήθεια, που δεν επιτρέπει καμιά αμφιβολία στο νου ή στην καρδιά. Είναι η σωτηρία που διδάσκεται από την Εκκλησία. (Ομιλώ τώρα όχι για το ηθικό αλλά για το οντολογικό περιεχόμενο του Ευαγγελίου). Αυτή η αγάπη είναι ουσιαστικά θεία ενέργεια, της οποίας η δύναμη ποτέ δε χάνεται, αλλά συνεχίζεται αιώνια σ’ όλη της την πληρότητα.
Όταν ανέλαβε τη δική μας φύση στην πεσμένη κατάσταση, ο Χριστός, ο Λόγος του Πατέρα την αποκατάστησε όπως ήταν πριν και όπως είναι παντοτινά στη δημιουργική θέληση του Πατέρα. Η ενσάρκωση του Μονογενούς Υιού είναι η εκδήλωση του θείου στη δική μας μορφή υπάρξεως. Τώρα αποκαλύφθηκε το μυστήριο του τρόπου της σωτηρίας.


Ώ Θεέ Πατέρα αιώνια ευλογητέ,
που εσχάτως μας κάλεσες στην αιώνια δόξα με το έργο του Ιησού Χριστού,
[//47] του αναμάρτητου Χριστού που έφερε τις αμαρτίες του κόσμου και θυσιάστηκε στο Σταυρό για να μπορέσουμε να ζήσουμε αιώνια, ο οποίος στην αδυναμία της ανθρώπινης σάρκας
διακήρυξε το καθ’ ομοίωση της δικής σου τελειότητας.
Σε παρακαλούμε, Πανάγιε Πατέρα γέμισε μας από ψηλά με τη δύναμη σου
ώστε να μπορέσουμε να ακολουθήσουμε τα βήματα σου.
Κάμε μας όμοιους στην καλοσύνη με τον Υιό σου σ’ αυτόν τον υπεροπτικό και άστατο αιώνα,
ώστε να μη βλασφημηθεί η οδός της δικής σου Αλήθειας εξ αιτίας της δικής μας αναλήθειας,
και να μη βεβηλωθεί από τους υιούς της απείθειας.

[//48] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

4.  Η τραγωδία του ανθρώπου

Η τραγωδία της εποχής μας βρίσκεται κυρίως στην άγνοια μας ή την αδυναμία μας να καταλάβουμε ότι υπάρχουν δύο βασίλεια, το πρόσκαιρο και το αιώνιο. Θα θέλαμε να χτίσουμε τη βασιλεία των Ουρανών στη γη απορρίπτοντας κάθε ιδέα για ανάσταση και αιωνιότητα. Η ανάσταση είναι ένας μύθος. Ο Θεός είναι νεκρός.
Ας επιστρέψουμε πίσω στη βιβλική αποκάλυψη, στη δημιουργία του Αδάμ και της Εύας, και στο πρόβλημα της προπατορικής αμαρτίας. «Ο Θεός φως εστι και σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α’ Ιωάν. 1,5). Η εντολή που δόθηκε στους πρωτόπλαστους στον παράδεισο, αποδεικνύει και συγχρόνως δηλώνει  ότι,  παρότι ο Αδάμ είχε απόλυτη ελευθερία εκλογής, η εκλογή του να φάει από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού θα είχε σαν αποτέλεσμα μια διακοπή σχέσεως με το Θεό, τη μοναδική πηγή της ζωής. Λαβαίνοντας γνώση  του κακού – με άλλα λόγια με την υπαρξιακή σχέση με το κακό, αφού γεύτηκε ο Αδάμ το κακό, αναπόφευκτα διέκοψε τη σχέση του με το Θεό, ο οποίος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να έχει σχέση με το κακό (Β’ Κορ. 6,14.15). Διακόπτοντας τη σχέση με το Θεό ο Αδάμ πεθαίνει. «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού» και έτσι απομακρυνθείτε από εμένα, περιφρονώντας την αγάπη μου, την εντολή μου, το θέλημα μου, «θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2,17). Ο ακριβής τρόπος κατά  τον οποίο «εδοκίμασεν» ο Αδάμ τον καρπό της γνώσεως του καλού και του κακού δεν είναι ουσιώδης. Η αμαρτία του ήταν η αμφιβολία του για το Θεό, η επιθυμία του να καθορίσει τη ζωή του ανεξάρτητα [//49] από το Θεό, ακόμα η απομάκρυνση από αυτόν κατά τον τύπο του Εωσφόρου. Αυτό ακριβώς είναι η ουσία του αμαρτήματος του Αδάμ. Ήταν μια κίνηση προς αυτοθεοποίηση. Ο Αδάμ μπορούσε να επιθυμεί φυσικά την θεοποίηση, άλλωστε είχε δημιουργηθεί κατ’ εικόνα Θεού, αλλά αμάρτησε στον τρόπο θεοποιήσεως, γιατί αυτή δεν έγινε δια μέσου της ενώσεώς του με το Θεό αλλά με ρήξη. Το ερπετό εξαπάτησε την Εύα, τη σύζυγο που ο Θεός είχε δημιουργήσει για τον Αδάμ, ισχυριζόμενο ότι ο Θεός


έθετε αυτή την απαγόρευση που τους περιόριζε την ελευθερία τους να αναζητήσουν γνώση Θείας πληρότητας, την οποία ο Θεός δεν επιθυμούσε γι’ αυτούς που «θα ήταν ως θεοί γινώσκοντες το καλόν και το κακόν» (Γεν. 3,5).
Συνάντησα την ιδέα της τραγωδίας όχι στη ζωή αλλά στη φιλολογία. Οι σπόροι της τραγωδίας –το διαπίστωσα στη νεαρή μου ηλικία– σπέρνονται όταν ο άνθρωπος συναρπάζεται από κάποιο ιδανικό. Για να πετύχει αυτό το ιδανικό, ο άνθρωπος είναι έτοιμος να διακινδυνεύσει κάθε θυσία, κάθε ταλαιπωρία, ακόμα κι αυτή τη ζωή του. Συμβαίνει όμως, όταν πετύχει το αντικείμενο των προσπαθειών του, ν’ αποδεικνύεται ότι αυτό είναι μια ανόητη χίμαιρα. Η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που είχε κατά νου. Αυτή η λυπηρή ανακάλυψη οδηγεί σε βαθειά απαγοήτευση, σ’ ένα τραυματισμένο πνεύμα, ένα τερατώδη θάνατο.
Πολλοί άνθρωποι έχουν διαφορετικά ιδανικά. Υπάρχει το ιδανικό της δυνάμεως, όπως συνέβη με τον Μπόρις Γκοντούνωφ. Στην επιδίωξη του σκοπού του δεν δίστασε ούτε μπροστά στην αιματοχυσία. Κατόπιν όμως ανακάλυψε ότι δεν απέκτησε αυτό που ανέμενε· «έφτασα στο ύψος της δυνάμεως, αλλά η ψυχή μου δεν γνωρίζει ευτυχία». Αν και τα σχετικά με το πνεύμα απαιτούν ευγενέστερη έρευνα, ο ιδιοφυής στο βασίλειο της επιστήμης [//50] και της τέχνης αργά ή γρήγορα ανακαλύπτει την ανικανότητα του να πραγματοποιήσει τα αρχικά του οράματα. Και πάλι η λογική κατάληξη είναι ο θάνατος.
Η μοίρα του κόσμου με συγκλόνισε βαθειά. Η ανθρώπινη ζωή σε οποιοδήποτε στάδιο ήταν αναπόφευκτα συνδεδεμένη με ταλαιπωρίες. Ακόμα και η αγάπη ήταν γεμάτη αντιθέσεις και πικρές κρίσεις. Η σφραγίδα της καταστροφής ήταν παντού.
Ήμουνα ακόμα νέος όταν η τραγωδία των ιστορικών γεγονότων ξεπέρασε κάθε τι που είχα μελετήσει στα βιβλία. (Αναφέρομαι στο ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου που σύντομα ακολουθήθηκε από την επανάσταση στη Ρωσία). Οι νεανικές μου ελπίδες και τα όνειρα μου κατέρρευσαν. Αλλά συγχρόνως μια νέα θεώρηση του κόσμου και της σημασίας του εμφανίστηκε μπροστά μου. Κοντά στην καταστροφή σιγά‐σιγά σχεδίασα την αναγέννηση μου. Είδα ότι δεν υπήρχε τραγωδία στο Θεό. Η τραγωδία ήταν μόνο στο βίο των ανθρώπων, που το βλέμμα τους δεν ξεπέρασε ποτέ τα γήινα όρια. Ο Χριστός ο ίδιος αναμφίβολα δεν απετύπωσε την τραγωδία. Ούτε όλες οι ταλαιπωρίες του στον κόσμο ήταν τραγικής φύσεως. Και ο χριστιανός ο οποίος δέχτηκε το δώρο της αγάπης του Χριστού, παρ’ όλο που γνωρίζει ότι ακόμα δεν είναι ολοκληρωμένος, ξεφεύγει τον εφιάλτη του θανάτου που καταστρέφει τα πάντα. Η αγάπη του Χριστού, σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του εδώ μεταξύ μας, ήταν μια φοβερή ταλαιπωρία. «Ώ γενεά άπιστος και διεστραμμένη», εκραύγασε,
«έως πότε ανέξομαι υμών» (Ματθ. 17,17). Έκλαψε για τον Λάζαρο και τις  αδελφές του (Ιωάν. 11,35). Πικράθηκε για τη σκληρότητα των Ιουδαίων που σκότωσαν τους προφήτες (Ματθ. 23,38) και «ο ιδρώς αυτού εγένετο [//51] ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,44). Ζούσε την τραγωδία όλου του ανθρώπινου γένους αλλά αυτός ο ίδιος δεν ήταν τραγωδία. Τούτο είναι φανερό από τους λόγους του, τους οποίους είπε πιθανόν λίγο νωρίτερα, πριν από


τη  λυτρωτική  θυσία  του  για  όλη  την  ανθρωπότητα,  στον  κήπο  των  Ελαιών:
«Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. 14,27). Και λίγο αργότερα: «Ουκ ειμί μόνος ότι ο Πατήρ μου μετ’ εμού εστι. Ταύτα λελάκηκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχητε. Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16,32.33). Το ίδιο και με το χριστιανό. Παρ’ όλο το βαθύ πόνο του, τα δάκρυα του, τις προσευχές του για τον κόσμο, δε φτάνει ποτέ σε καταστροφική απελπισία. Κάτοχος ο άνθρωπος της πνοής του Αγίου Πνεύματος, είναι πεπεισμένος για την αναπόφευκτη νίκη του Φωτός. Η αγάπη του Χριστού ακόμα και στον ισχυρότερο πόνο, (τον οποίο θα μπορούσα να καλέσω «κόλαση της αγάπης»), επειδή είναι αιώνια, είναι απαλλαγμένη από κάθε πάθος. Έως ότου επιτύχουμε την υπέρτατη ελευθερία από τα γήινα πάθη, η ταλαιπωρία και η θλίψη μπορούν να καταβάλλουν το σώμα, αλλά μόνο το σώμα θα πεθάνει. «Μη φοβηθήτε από των αποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. 10,28).
Μπορούμε να πούμε ότι η ανθρωπότητα σαν σύνολο δεν έφτασε ακόμα  στο μέτρο του Χριστιανισμού και συνεχίζει μέχρι σήμερα να σύρεται σε μια σχεδόν κτηνώδη ύπαρξη. Στην άρνηση να δεχθεί το Χριστό ως αιώνιο άνθρωπο και, το σπουδαιότερο, ως αληθινό Θεό και σωτήρα, οιανδήποτε μορφή και αν λάβει αυτή η άρνηση, ή οιανδήποτε και αν είναι η πρόφαση, η ανθρωπότητα χάνει το φως της αιώνιας ζωής. «Πάτερ, ούς δέδωκας μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ήν δέδωκας μοι, ότι ηγάπησας με [//52] προ καταβολής κόσμου» (Ιωάν. 17,24). Εκεί στη βασιλεία του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να κατοικεί ο νους μας. Πρέπει να διψάμε και να πεινάμε την είσοδο μας σ’ αυτή την εξαίσια Βασιλεία. Τότε θα υπερνικήσουμε μέσα μας την αμαρτία της αρνήσεως της αγάπης του Πατέρα, όπως αυτή μας αποκαλύφτηκε από τον Υιό (Ιωάν. 8,24). Όταν διαλέξουμε το Χριστό, θα μεταφερθούμε πέρα από χρόνο και τόπο, πέρα απ’ αυτό το γεγονός, που ονομάζουμε «τραγωδία».
Τη στιγμή κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα μας βραβεύει με τη γνώση του υποστατικού τύπου προσευχής, τότε μπορούμε ν’ αρχίσουμε να σπάζουμε τα δεσμά που μας εμπόδιζαν. Βγαίνοντας από το κελί της φυλακής του ατομισμού και μπαίνοντας στην ευρύτητα της ζωής της καθ’ ομοίωσιν του Χριστού, γινόμαστε μέτοχοι της φύσεως της προσωπικότητας σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Ας σταματήσουμε για λίγο να εξετάσουμε τη διαφορά μεταξύ δυο θεολογικών ιδεών: του ατόμου και του προσώπου (persona). Όλοι αναγνωρίζουν ότι το «εγώ» είναι το όπλο στη μάχη για την ύπαρξη του ατόμου που αρνείται την κλήση του Χριστού  για  το  άνοιγμα  της  καρδιάς  σε  μια  παγκόσμια  καθολική  αγάπη. Το
«πρόσωπο» (persona) αντίθετα είναι ακατάληπτο χωρίς την αγάπη και του Θείου Όντος και του ανθρωπίνου που αγκαλιάζει τα πάντα. Κατ’ επέκταση και πέρα από κάθε ασκητική προσπάθεια, μπορούμε να ατενίσομε την αγάπη που δίδαξε  ο Χριστός και μπορούμε ακόμα να κατανοήσομε όλο τον κόσμο μέσα από τα δικά μας παθήματα και τις αναζητήσεις. Γινόμαστε σαν ένα ραδιόφωνο παγκόσμιας λήψεως και μπορούμε να προσδιορίσουμε με το «τραγικό σημείο» τον εαυτό μας, όχι μόνο στη ζωή των ανθρώπων ατομικά, αλλά στη ζωή του κόσμου και να προσευχόμαστε για τον κόσμο όπως για τον ίδιο τον εαυτό μας. Στο είδος αυτό


[//53] της προσευχής το πνεύμα βλέπει το βάθος του κακού, το καταθλιπτικό αποτέλεσμα της γέυσεως «του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού». Αλλά δεν είναι μόνο το κακό που μπορούμε να δούμε· ερχόμαστε επίσης σε επαφή και με το Απόλυτο καλό, το Θεό, ο οποίος μεταμορφώνει την προσευχή μας σε μια όραση του ακτίστου φωτός. Η ψυχή τότε ξεχνά τον κόσμο για τον οποίο προσευχόταν και παύει να αισθάνεται το σώμα. Η προσευχή της θείας αγάπης γίνεται αυτή καθ’ αυτή η ύπαρξη μας, το σώμα μας.
Η ψυχή μπορεί να επιστρέψει σ’ αυτόν τον κόσμο. Αλλά το Πνεύμα που γεύτηκε την ανάσταση και πλησίασε υπαρκτικά την αιωνιότητα, ακόμα περισσότερο πείθεται ότι η τραγωδία και ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας και ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας παρά μέσω του Χριστού.

[//54] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

5.  Θεωρία

Ποιά είναι η ουσία της χριστιανικής θεωρίας; Πώς παρουσιάζεται και πού οδηγεί; Ποιός ή τί θεωρείται και κατά ποιόν τρόπο;
Όπως διδαχθήκαμε, η αληθινή θεωρία αρχίζει τη στιγμή που αρχίζομε να γνωρίζουμε την αμαρτία μέσα μας. Η Παλαιά Διαθήκη αντιλαμβάνεται την αμαρτία ως παράβαση των ηθικών και θρησκευτικών διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου. Η Κ. Διαθήκη μετέφερε την ιδέα της αμαρτίας μέσα στον άνθρωπο. Το να αντιληφθούμε την αμαρτία μέσα μας είναι μια πνευματική πράξη, αδύνατη χωρίς τη θεία χάρη, χωρίς όμως να μας πλησιάζει στο Θείο Φως. Το πρωταρχικό γεγονός της προσεγγίσεως αυτού του μυστηριακού Φωτός είναι ότι βλέπομε πού βρισκόμαστε «πνευματικά» σ’ αυτή τη δεδομένη στιγμή. Οι πρώτες εκδηλώσεις του ακτίστου φωτός δεν μας επιτρέπουν να λάβουμε πείρα αυτού σαν φωτός. Λάμπει κατά μυστικό τρόπο και φωτίζει τον εσωτερικό μας κόσμο για να αποκαλύψει ένα θέαμα που είναι υπερπλήρες χαράς στη φυσική μας κατάσταση του πεσμένου όντος. Έχομε ένα αίσθημα ότι φλεγόμαστε. Αυτή είναι η αρχή της πραγματικής θεωρίας, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τη θεωρία στη διανόηση και τη φιλοσοφία. Γινόμαστε πολύ ευαίσθητοι στην αμαρτία, επειδή μας χωρίζει από την οντολογική πηγή της υπάρξεως μας. Το πνεύμα μας είναι αιώνιο αλλά τώρα βλέπομε τον εαυτό μας φυλακισμένο στο θάνατο. Με το θάνατο που μας περιμένει, άλλα χίλια χρόνια ζωής θα μας φαίνονταν σαν απατηλή λάμψη.
[//55] Η αμαρτία δεν είναι παράβαση των ηθικών μέτρων της ανθρωπίνης κοινωνίας ή οποιασδήποτε άλλης νομικής διατάξεως. Η αμαρτία μας αποκόπτει από το Θεό της αγάπης, ο οποίος μας αποκαλύφθηκε σαν φως, αφού «σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α’ Ιωάν. 1,5). Το να δει κάποιος τη θλιβερή κατάσταση του είναι ουράνιο δώρο και μάλιστα από τα μεγαλύτερα. Σημαίνει ότι έχομε πλέον εισχωρήσει στη θεία σφαίρα και έχομε πλέον αρχίσει τη θεωρία – υπαρκτικά όχι φιλοσοφικά– του ανθρώπου, όπως ήταν στο σχέδιο του Θεού προ της δημιουργίας του κόσμου.
Ο τρόμος του να δει κάποιος τον εαυτό του στην κατάσταση που βρίσκεται είναι «πυρ αναλίσκον». Όσο πιο σωστά η φωτιά εκτελεί την εργασία του καθαρμού,    τόσο    περισσότερο    αγωνιούμε    με    πόνο    πνευματικό.    Ακόμη


ανερμήνευτα, το αόρατο φως μας δίνει την αίσθηση της θείας παρουσίας μέσα μας, μιας παράξενης απόκρυφης παρουσίας που μας έλκει προς αυτή. Μας οδηγεί σε μια κατάσταση θεωρίας που γνωρίζομε ότι είναι γνήσια, γιατί η καρδιά μας αρχίζει να χτυπά μέρα και νύχτα προσευχόμενη. Δε χρειάζεται να επαναλαμβάνεται συνεχώς το γεγονός ότι η θεία ενέργεια έχει διπλή κίνηση. Η μια, που φαίνεται σε μας σαν πρώτη, μας βυθίζει στο σκοτάδι και τον πόνο. Η άλλη μας ανεβάζει στις έξοχες σφαίρες του θείου κόσμου. Οι διαστάσεις της εσωτερικής μας υπάρξεως ανυψώνονται και επεκτείνονται. Αλλά όταν η προς τα κάτω κίνηση υπερισχύει βγαίνει από μέσα μας απότομη κραυγή: «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ. 10,31).
Ας αρχίσουμε με την κατάσταση κατά την οποία δεν αντιλαμβανόμαστε τί συμβαίνει. Κάθε τι είναι νέο. Μόνον αργότερα και σιγά‐σιγά αντιλαμβανόμαστε το δώρο που μας δόθηκε από το Θεό. Ο Χριστός είπε στον [//56] Πέτρο: «ό εγώ ποιώ, συ ουκ οίδας άρτι, γνώση δε μετά ταύτα» (Ιωάν. 13,7). Η καρδιά εντυπωσιασμένη από τον αποκαλυφθέντα σ’ αυτή κόσμο, που δεν τον γνώριζε πρωτύτερα, προσελκύεται προς αυτόν αλλά και στέκεται φοβισμένη. Πώς μπορούμε να περιγράψουμε το φόβο απώλειας του Θεού, ο οποίος τόσο απροσδόκητα εισήλθε στη ζωή μας και την πλούτησε; Φόβος μας καταλαμβάνει στη σκέψη της επιστροφής μας στο σκοτεινό λάκκο στον οποίο είμασταν πριν  μας επισκεφθεί ο Θεός και διεγείρει μέσα μας την επιθυμία να καθαρίσομε τον εαυτό μας απ’ όλα όσα εμποδίζουν το Πνεύμα του Θεού να κατοικήσει μέσα μας αιωνίως. Αυτός ο φόβος είναι τόσο ισχυρός, ώστε φέρει πλήρη μετάνοια.
Η μετάνοια δεν έρχεται αμέσως στον σαρκικό άνθρωπο, κανείς δε από εμάς δεν είναι ικανός μόνος του να υπολογίσει τις διαστάσεις των αμαρτημάτων που μας εξαλείφθηκαν από το Χριστό μόνο και το Άγιο Πνεύμα. Ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος είναι ένα γεγονός υψίστης σημασίας. Ο πεσμένος άνθρωπος συναντά τον Πανάγιο Θεό. Η ύπαρξη της ιδέας της αμαρτίας είναι δυνατή εκεί όπου ο Θεός υπολογίζεται ως απόλυτη Υπόσταση. Το ίδιο κι η μετάνοια για την αμαρτία είναι δυνατή και σωστή μόνον όπου υπάρχει προσωπική σχέση με το Θεό. Η συνάντηση με τον προσωπικό Θεό, είναι το γεγονός που την κάνει αντιληπτή. Ο αμαρτωλός άνθρωπος αμέσως αποκτά την πείρα της και συγχρόνως αισθάνεται φόβο και μεταρσίωση. Είναι μια εκ των άνω αναγέννηση. Ένα μοναδικό άνθος που αναπτύσσεται μέσα μας. Η υπόσταση‐πρόσωπο. Όπως η Βασιλεία των Ουρανών έτσι και το πρόσωπο «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως» (Λουκ. 17,20). Η στιγμή, που η πορεία του ανθρωπίνου πνεύματος εισέρχεται στο κράτος της θείας αιωνιότητας διαφέρει για καθένα από μας.
[//57] Η ψυχή έρχεται πρώτα σε γνώση του εαυτού της και κατόπιν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεό. Και το γεγονός ότι η τέτοια προσευχή είναι δώρο του προσευχόμενου μέσα μας Θεού δείχνει ότι το πρόσωπο γεννιέται εκ  των Άνω και έτσι δεν υπόκειται στους νόμους της φύσεως. Το πρόσωπο ξεπερνά τα γήινα όρια και κινείται σε άλλες σφαίρες. Αυτό δεν μπορεί να ερμηνευθεί. Είναι ένα και μοναδικό.
Η Απόλυτη Ύπαρξη είναι υποστατική και ο άνθρωπος σαν εικόνα του Απολύτου,   είναι   υποστατικός.   Πνεύμα   ο   Θεός,   πνεύμα   και   ο   άνθρωπος‐


υπόσταση. Όμως το πνεύμα δεν είναι ασύνδετο, αφηρημένο, αλλά δόθηκε σε συγκεκριμένη σχέση με το σώμα, ακριβώς όπως ο Θείος Λόγος έλαβε ανθρώπινη σάρκα, και στο εξής απόδειξε ότι ο Θεός δεν είναι καρπός της ανθρώπινης φαντασίας, γεννημένος από άγνοια και φόβο αγνώστων φαινομένων, αλλά υπαρκτή πραγματικότητα. Το Θείο Πνεύμα εγκολπώνεται όλη την ύπαρξη. Ο άνθρωπος σαν υπόσταση είναι μια αρχή που ενοποιεί την πολλαπλότητα του κοσμικού όντος, ικανός να περιλάβει την πληρότητα της θείας και ανθρωπίνης ζωής.
Το πρόσωπο δεν καθορίζει τον εαυτό του σαν αντίθεση. Είναι μια κατάσταση αγάπης. Η αγάπη είναι το πλέον βαθύ περιεχόμενο της υπάρξεώς του, η ευγενέστερη έκφραση της ουσίας του. Σ’ αυτή την αγάπη βρίσκεται το καθ’ ομοίωση του Θεού, ο οποίος είναι αγάπη. Καθ’ αυτό το πρόσωπο είναι μια τελειότητα που υπερβαίνει κάθε άλλη κοσμική αξία. Χαρούμενος για την ελευθερία που ανακάλυψε, ο άνθρωπος θεωρεί το Θείο κόσμο.
Η επιστημονική και φιλοσοφική γνώση μπορεί να διατυπωθεί με ορισμούς αλλά το πρόσωπο είναι πιο πάνω από κάθε ορισμό, και κατά συνέπεια άγνωστο [//58] εξωτερικά· μόνο το ίδιο μπορεί ν’ αποκαλύψει τον εαυτό του. Αφού ο Θεός είναι κρυμμένος, έτσι και ο άνθρωπος έχει μυστικά βάθη· αυτός δεν είναι ούτε ο πρώτος αίτιος της υπάρξεως ούτε το τέλος. Ο Θεός, κι όχι ο άνθρωπος, είναι το Άλφα και το Ωμέγα. Η θεοειδής ποιότητα του ανθρώπου έγκειται στον τρόπο της υπάρξεως του. Το καθ’ ομοίωση της υπάρξεως είναι το καθ’ ομοίωση για το οποίο μιλούν αι Γραφές.
Ώ Αγία Τριάδα, Πατέρα, Υιέ και Πνεύμα,
Ύψιστε Θεέ, Βασιλιά και Δημιουργέ όλης της αιωνιότητας Ο οποίος μας τίμησες με τη Θεία σου εικόνα,
Ο οποίος έθεσες μέσα στην ορατή φύση μας Το καθ’ ομοίωση της αόρατης Υπάρξεως σου,
Κάνε μας ικανούς να βρούμε έλεος και χάρη μπροστά σου και να σε δοξάσουμε στην αθάνατη μέρα της Βασιλείας σου μαζί με όλους τους αγίους σου ανά τους αιώνες.
Όταν το πνεύμα μας θεωρεί στον εαυτό μας το «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού, αναπαύεται με το ατέλειωτο μεγαλείο του ανθρώπου και αρκετοί από μας, σχεδόν οι περισσότεροι, καταλαμβάνονται από τρόμο μπροστά στην αυθάδεια μας.
Στο Θείο Όν η Υπόσταση αποτελεί την πιο εσωτερική αρχή του Όντος. Ομοίως στο ανθρώπινο όν η υπόσταση είναι το πιο ουσιαστικό στοιχείο. Πρόσωπο είναι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος, εν τω αφθάρτω … του πνεύματος … ό εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές» (Α’ Πέτρου 3,4) – αυτό είναι ο πιο πολύτιμος πυρήνας ολόκληρης της ανθρωπίνης υπάρξεως, προικισμένος με την [//59] ικανότητα της αυτογνωσίας και του αυτοπροορισμού, την κατοχή δημιουργικής ενέργειας και τη δυνατότητα της γνώσεως όχι μόνο του κόσμου της δημιουργίας αλλά και του Θείου κόσμου. Προικισμένος με αγάπη, ο άνθρωπος αισθάνεται συνδεδεμένος με τον αγαπημένο του Θεό. Με αυτό το σύνδεσμο γνωρίζει το Θεό, και έτσι αγάπη και γνώση γίνονται μια ενέργεια.


Ο Θεός αποκαλύπτεται κυρίως δια της καρδίας σαν αγάπη και φως. Σ’ αυτό το φως ο άνθρωπος βλέπει τις ευαγγελικές εντολές σαν αντανάκλαση στη γη της ουράνιας αιωνιότητας, και τη δόξα του Χριστού ως μονογενούς Υιού του Πατέρα, όμοια με τη δόξα που είδαν οι μαθητές στο όρος Θαβώρ.
Η προσωπική αποκάλυψη καθιστά τη γενική αποκάλυψη της Κ. Διαθήκης πνευματικά οικειότερη. Αυτή η προσωπική αποκάλυψη μπορεί να δοθεί αιφνιδιαστικά, αλλά και ο άνθρωπος που τη λαμβάνει μπορεί να την αφομοιώσει σιγά‐σιγά ύστερα από μακροχρόνιο ασκητικό αγώνα. Από την πρώτη στιγμή το ζωντανό περιεχόμενο της αποκαλύψεως είναι φανερό και η ψυχή δεν αισθάνεται καμιά ώθηση να ερμηνεύσει με λογικές διεργασίες τη χάρη που δέχθηκε. Πάντα όμως η ψυχή ποθεί μια βαθύτερη γνώση.
Η θεία φύση αυτού του προσωπικού οράματος είναι εκπληκτικά αυθεντική, αν και δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις (και κάθε περιγραφή με λόγια μπορεί να αποτύχει). Όμως η γνώση την οποία προσφέρει έχει έναν ιδιότυπο αντικειμενικό χαρακτήρα, τον οποίο επανειλημμένα παρατηρούμε ανά τους αιώνες στους βίους πολλών ατόμων, ταυτόσημο σε μεγάλο βαθμό τόσο  στην πείρα τους όσο και στον αυτοπροορισμό τους. «Ου γαρ εισιν δύο ή τρεις συνηγμένοι» (Ματθ. 18,20), εκεί έχομε αντικειμενικότητα. «Ουδέ γαρ όνομα εστιν έτερον υπό τον [//60] ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ώ δει σωθήναι ημάς» (Πράξ. 4,12), ομολόγησε ο Πέτρος μπροστά στο Σανχεντρίν (Ιουδαϊκό Συνέδριο). Ο Ιωάννης λέγει: «Ό ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής» (Α’ Ιωάν. 1,3). Και ο Παύλος λέγει ότι «άρτι γινώσκομεν εκ μέρους» (Α’ Κορ.  13,12), προσθέτει όμως ότι «εί τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρελάβετε ανάθεμα έστω» και αν ακόμα αυτός είναι «άγγελος εξ ουρανού» (Γαλ. 1,8.9).
Ως αγάπη η υπόσταση απαιτεί άλλη υπόσταση. Αυτό το βλέπομε στην αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος. Το ίδιο και στην περίπτωση του ανθρώπου. Όταν δημιούργησε τον Αδάμ, ο Θεός είπε: «Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον» (Γέν. 2,18). Αλλά μπορεί το δημιούργημα να συναντήσει το Δημιουργό; Όταν το ανθρώπινο πρόσωπο στέκεται μπροστά σε αυτόν, ο οποίος αυτοαποκαλείται ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ (Εξ. 3,14), το πνεύμα του, ολόκληρη η ύπαρξή του όχι μόνο τον δοξάζει, αλλά υποφέρει για την μικρότητά της, την άγνοιά της, τα σφάλματά της. Υποφέρει για τον κλήρο του ανθρώπου από τη στιγμή της πνευματικής γεννήσεως του. Γνωρίζοντας ότι η πορεία της μεταμορφώσεως ολόκληρης της γήϊνης υπάρξεως μας απέχει από του να είναι πλήρης, το πνεύμα υποφέρει.
Η χριστιανική πίστη είναι αποτέλεσμα της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα μας, και η ψύχη το γνωρίζει αυτό. Το Άγιο Πνεύμα πείθει την ψυχή ότι δε θα πεθάνει και ο θάνατος δε θα κυριαρχήσει πάνω σ’ αυτή. Αλλά το σώμα ως υλικό όργανο της ψυχής υπόκειται στη φθορά.
Μόνο η αμαρτία μπορεί να καταπνίξει μέσα μας τη θεία πνοή. Ο Θεός, ο οποίος είναι άγιος, δεν μπορεί να κατοικήσει στο σκοτάδι της αμαρτίας. Όταν ψάχνομε [//61] να δικαιολογήσομε μια αμαρτωλή πράξη, παραβαίνουμε έτσι εμπράκτως τη διαθήκη που μας ενώνει με το Θεό. Ο Θεός δεν μας αναγκάζει  αλλ’ ούτε καταπιέζεται. Αποτραβιέται και μας εγκαταλείπει στερημένους της


φωτεινής του παρουσίας. Βέβαια ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες της αμαρτίας, δηλαδή το χωρισμό του από το Θεό, με τη μετάνοια. Με τη μετάνοια και την κατά συνέπεια αυξανόμενη χάρη μέσα μας, η πραγματικότητα του θείου κόσμου υπερισχύει του ορατού κόσμου, και οδηγούμαστε στη θεωρία της ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ.
Ώ Πατέρα, Υιέ και Πνεύμα
Τριαδική Θεότητα, μια Ύπαρξη σε τρία Πρόσωπα Απροσπέλαστο Φως, πολύ κρυμμένο μυστήριο.
Ανύψωσε το πνεύμα μας στη θεωρία των αμέτρητων κρίσεων σου, για να σε υπηρετήσουμε εν πνεύματι και αληθεία
μέχρι την τελευταία μας αναπνοή.
Σε παρακαλούμε, άκουσε μας και ελέησε μας.

[//62] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

6.  Η προσευχή του Πνεύματος

Ώ Άγιο Πνεύμα, παντοδύναμε Θεέ
φιλάνθρωπε Παράκλητε και παντοδύναμε Υπερασπιστή, Δοτήρα της σοφίας και φως της αποκαλύψεως,
που με την κάθοδο σου έφερες στα πέρατα του κόσμου τη μοναδική αληθινή γνώση του Θεού.
Έλα μέσα μας, παρότι σε λυπούμε διαρκώς. Φώτισε μας και αγίασε μας
Και με τη Θεία σου παρηγοριά
Θεράπευσε και δόσε παρηγοριά στις καρδιές μας.
Ατυχίες στη ζωή, ασθένεια ή θάνατος αγαπητού προσώπου οδηγούν τον κόσμο συχνά στην προσευχή. Όμως αν βελτιωθούν οι καταστάσεις όχι μόνο ο παλμός της προσευχής ελαττώνεται αλλά και η προσευχή αυτή καθαυτή μας φαίνεται χωρίς σκοπό. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο είδος προσευχής, η προσευχή του πνεύματος, συνδεδεμένη με την αιωνιότητα. Εδώ καμιά εξωτερική ευτυχία δεν μπορεί να θεραπεύσει τους πόνους της ψυχής, που υποφέρει στην αποτυχία της κατά την αναζήτηση της αιωνιότητας. Τότε η προσευχή γίνεται φυσιολογική κατάσταση της ψυχής και η χάρη του Αγίου Πνεύματος την επισκέπτεται ξαφνικά, ανεξερεύνητα, για να της προσφέρει μια πρόγευση της αιωνιότητας. Γι’ αυτή την επίσκεψη ζητιέται εκ των προτέρων ακεραιότητα και πίστη. Έχω μπροστά μου ένα αξιοσημείωτο στοιχείο, ένα γράμμα κάποιου που διετέλεσε ραββίνος.
[//63] «Γιατί εγώ, που τελευταία διατέλεσα ραββίνος, γράφει, έγινα χριστιανός; Η ερώτηση μου φαίνεται παράξενη. Έγινα χριστιανός κατόπιν σχεδίου, με σκοπό, και ύστερα από υπολογισμό; Όχι, η χάρη του Θεού με έκαμε χριστιανό. Η μεταστροφή μου είναι για μένα μυστήριο, μπρος στο οποίο κλίνω το κεφάλι μου με σεβασμό. Ήταν το Άγιο Πνεύμα και μόνο που με μεταμόρφωσε. Όταν δέχθηκα το Χριστό, οι διατάξεις του Δευτερονομίου έπαψαν να με οδηγούν στο Θεό … αισθάνομαι τον εαυτό μου συνέχεια να γεμίζει όλο και περισσότερο  με θεία αγάπη. Ξαφνικά, απροσδόκητα, ανεξάρτητα από κάθε προσπάθεια μου,


ένα φως έλαμψε σε μένα, φως το οποίο πριν από χρόνια, όταν ήμουν αφοσιωμένος Ιουδαίος, ήταν μια μακρινή αναλαμπή. Ξαφνικά είδα μέσα μου τον μόνο Άγιο, το Μυστήριο των μυστηρίων, την καθαρότητα πέρα από κάθε καθαρότητα … Όσο αφορά τη θρησκευτική ηθική είναι σε πολλά η ίδια στον Ιουδαϊσμό όπως και στον Χριστιανισμό. Οι εντολές που αφορούν την ηθική εκφράζονται σε ιδανικούς τύπους. Στην πράξη όμως διαφέρουν ζωτικά. Η χριστιανική ηθική όμως δίνεται εκ των άνω, από το Άγιο Πνεύμα το οποίο κατέβηκε σε μας μόνο μετά την ανάσταση του Χριστού. Είναι το ίδιο Πνεύμα το οποίο οι ευσεβείς Ιουδαίοι επιζητούν, το αισθάνονται, το βλέπουν αλλά μόνον από μακριά. Όμως ο αληθινός χριστιανός ζει εν Αγίω Πνεύματι με την πίστη στον Ιησού Χριστό. Το Άγιο Πνεύμα αιχμαλωτίζει ακόμα και το σώμα μας με την γλυκύτατη αγάπη του, ελευθερώνοντάς το από τη δουλεία των παθών, έως ότου το ίδιο το σώμα επιζητήσει την ανάλυσή του στο Πνεύμα. Και έτσι δεν ήμουν εγώ που έγινα από τον εαυτό μου χριστιανός, αλλά ο Θεός έστειλε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος του και έγινα ό,τι έγινα … Το Πνεύμα αναπαύεται μέσα στον  αληθινό χριστιανό και τον περιβάλλει από παντού. Και τούτο συμβαίνει [//64] με την πίστη στο Χριστό. Αυτή είναι η πορεία. Η πίστη προσελκύει το Άγιο Πνεύμα, ενώ το Άγιο Πνεύμα ενισχύει την πίστη, φροντίζει για σένα, σε ενισχύει, ενθαρρύνει τη διακαή επιθυμία σου για τη βασιλεία του Θεού … Σ’ αυτούς οι οποίοι δεν γεύθηκαν ακόμα την αληθινή χάρη οι λόγοι μου θα φανούν ακατανόητοι. Η πορεία της αληθινής μεταστροφής δεν μπορεί να ερμηνευτεί ή να περιγραφεί. Είναι κάτι που το μάτι δεν μπορεί να δει και το αυτί να ακούσει. Γεμάτος από χριστιανικά συναισθήματα, ακούω την ψυχή μου να συνομιλεί μαζί μου λέγοντας μου για την εν Χριστώ αναγέννηση μου. Αλλά μιλάει τη γλώσσα της σιωπής, την οποία δεν βρίσκω λόγους να ερμηνεύσω. Γνωρίζω όμως πως η ψυχή μου ψάλλει ένα νέο ύμνο, ένα γλυκύ ύμνο για την αγάπη που με λύτρωσε από την δύναμη του παρελθόντος. Και ο ύμνος αυτός με μεταμόρφωσε και γέννησε μέσα μου μια νέα επιθυμία, νέους διακαείς πόθους. Τώρα βρίσκομαι, λοιπόν, στην αγάπη του Χριστού και γνωρίζετε ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται στην αγάπη του Χριστού δεν επιθυμεί να φιλοσοφεί. Ζητά ένα και μόνο: να αγαπά αιωνίως. Θέλετε να με καταλάβετε; Θέλετε να λάβετε πείρα της χάριτος του Χριστού; Τότε ζητήστε αυτή τη χάρη από το Θεό που μπορεί να σας την  δώσει. Κι αν αυτό σας φαίνεται αδύνατο, αφού δεν μπορείτε να το πιστέψετε, σας συμβουλεύω να βάλετε την καρδιά σας στην πίστη και θα μπορέσετε να πιστέψετε. Δια της πίστεως θα φθάσετε στην πίστη. Επιμένετε να  επιζητάτε πίστη και θα σας δοθεί. Όταν ήμουν Ιουδαίος και εγώ επίσης είχα Θεό και το γνώριζα. Αλλά ο Θεός άλλαζε στάση ανάλογα με τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Με το Χριστό όμως, με το Άγιο Μεσσία και Υιό του Θεού, οδηγήθηκα στη σφαίρα της απόλυτης και σταθερής θείας αγάπης. Τούτο γίνεται αντιληπτό μόνο αν κι εσείς ζείτε πλέον στη χάρη. Ο χριστιανισμός είναι από [//65] τους πλουσιότερους θησαυρούς που μπορεί να ικανοποιήσει όλους και κάθε ψυχή.
Στο Χριστό βρίσκεται η αλήθεια για την οποία μαρτυρεί το Άγιο Πνεύμα και όλοι όσοι πιστεύουν ακολουθούν την μαρτυρία του».


Παρέθεσα αυτή τη θριαμβευτική κραυγή μιας ψυχής που βρήκε το Χριστό‐ Θεό, γιατί, αν και πολλοί έχουν όμοιες εμπειρίες, λίγοι βρίσκουν λέξεις να εκφράσουν το ανέκφραστο.
Το Άγιο Πνεύμα έρχεται, όταν είμαστε δεκτικοί. Δεν βιάζει. Μας πλησιάζει με τόση διάκριση, που πιθανόν να μην το αντιληφθούμε. Εάν θέλαμε να γνωρίσομε το Άγιο Πνεύμα, θα ‘πρεπε να εξετάσομε τον εαυτό μας κάτω από το φως των διδαγμάτων του Ευαγγελίου, να ερευνήσομε μήπως υπάρχει  καμιά άλλη παρουσία, που μπορεί να εμποδίσει την είσοδο του Αγίου Πνεύματος στις ψυχές μας. Δεν πρέπει να αναμένομε το Θεό να εισέλθει βίαια στις ψυχές μας χωρίς τη συγκατάθεσή μας. Ο Θεός σέβεται και δεν ασκεί πίεση πάνω στον άνθρωπο. Είναι καταπληκτικό πόσο ο Θεός ταπεινώνεται μπροστά μας. Μας αγαπά με μια τρυφερή αγάπη, όχι υπεροπτικά, όχι χωρίς τη συγκατάθεσή μας. Όταν του ανοίγουμε τις καρδιές μας, κυριαρχεί μέσα μας η πεποίθηση, ότι αυτός είναι πράγματι ο Πατέρας μας. Τότε η ψυχή λατρεύει με αγάπη.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης προχωρεί ακόμη περισσότερο λέγοντας ότι η προσευχή είναι ο ίδιος ο Θεός που ενεργεί μέσα μας. «Συ ο Ίδιος προσεύχου εντός μου» ήταν η συνεχής αίτηση του Φιλαρέτου, Μητροπολίτου Μόσχας τον περασμένο αιώνα. Επίσης έχομε και τη μαρτυρία του Απ. Παύλου που λέγει: «Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον· αββά ο Πατήρ» (Γαλ. 4,6).
[//66] Φλεγόμενοι από την όραση της υψηλής μας κλήσεως αγωνιζόμαστε προς επιτυχία του σκοπού μας, του διακαούς πόθου μας για τη θεία αγάπη, να έλθει να κατοικήσει μέσα μας παντοτεινά. Χωρίς αυτή την αρχική μεταρσίωση στην πίστη, χωρίς τη διαρκή προσέγγιση προς τον αγαπώντα Θεό, ο οποίος συνέχεια μας εμπνέει, δεν μπορούμε παρά να υποκύψουμε στη μαζική πίεση του σύγχρονου κόσμου που δε γνωρίζει τη προσευχή.
Η πίστη που δίνει ζωή συνίσταται σε μια χωρίς έρευνα πίστη στο  Χριστό  ως Θεό. Μόνο όταν δεχόμαστε το Χριστό ως τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, η πλήρης πνευματική πείρα, όπως περιγράφηκε από τους αποστόλους και τους πατέρες, γίνεται κατορθωτή. Ο Χριστός τώρα γίνεται ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο θα οικοδομήσομε ολόκληρη τη ζωή μας, και την προσωρινή και την αιώνια. Η φύση των δώρων που μας χαρίζει μια τέτοια πίστη φανερώνει τη σπουδαιότητα της αξίας τους, τη θεία τους προέλευση.
Ο Κύριος είπε: «συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ  σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. 6,6). Η αληθινή προσευχή ενεργεί στα εσώτερα βάθη της ψυχής, που συνήθως κρύβουμε από  τους οφθαλμούς των έξω. Αν τώρα εγώ αποτολμώ να θίξω θέματα ιερά για καθένα μας, πιέζομαι να το κάνω από την τραγική ατμόσφαιρα της εντάσεως που επικρατεί σ’ όλο τον κόσμο και ειδικότερα από την επίγνωση μου ότι όλοι ανήκομε στο Χριστό. Ας διαμοιράσομε λοιπόν μεταξύ μας σαν αδελφοί, ό,τι μας δόθηκε να γνωρίσωμε με δωρεά εκ των Άνω. (Θα σας παρακαλούσα να προσευχηθείτε, καθώς διαβάζετε, καθώς και εγώ προσεύχομαι στο Θεό να μου εμπνεύσει λόγους ευάρεστους σ’ αυτόν).


[//67] Ο Χριστός μας παρέδωσε το λόγο που έλαβε από τον Πατέρα (Ιωάν. 17,14). Παρομοίωσε τον εαυτό του με βράχο πάνω στον οποίο θα θραύονται όλοι όσοι επιπίπτουν σ’ αυτόν και θα συντρίψει εκείνους στους οποίους θα επιπέσει (Ματθ. 21,44). Τί συμβαίνει τότε; Είμαστε εμείς που έχομε επιπέσει σ’ αυτόν τον τεράστιο και θαυμαστό λίθο ή ο λίθος επέπεσε σ’ εμάς; Δεν γνωρίζομε. Αυτό όμως που συμβαίνει σίγουρα είναι ότι βρισκόμαστε σ’ ένα κόσμο πραγματικοτήτων, των οποίων την ύπαρξη δεν υποπτευόμαστε καν προτύτερα. Τον παλιό καιρό, όταν η ζωή για τους πολλούς κυλούσε στους ευρείς διαύλους μιας σταθερής παραδόσεως, ο λόγος του Χριστού εμφανιζόταν αδιατάρακτος. Αλλά τώρα όταν όλη η γη είναι γεμάτη απάτη, οι άνθρωποι σε απελπισία, όταν  οι συνειδήσεις διαμαρτύρονται υβριστικά, όταν η βία φοβερίζει να εξαφανίσει κάθε ζωή, πρέπει να προσπαθήσουμε ν’ ακουστεί η φωνή μας. Στον παρόντα κίνδυνο ευγενικές λέξεις που δεν οδηγούν πουθενά δεν φθάνουν. Είναι ζωτική ανάγκη όλοι σήμερα να στερεώσουμε την πίστη στην αιώνια νίκη του Χριστού, ώστε και εμείς οι ίδιοι να μπορέσουμε να γίνομε πνευματικά ανίκητοι. Τούτο κατά πολύ εξαρτάται από εμάς – να θυμηθούμε για παράδειγμα ότι αναγεννηθήκαμε εκ των Άνω στην κολυμβήθρα του βαπτίσματος, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτοί που έχουν βαπτιστεί «εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Λουκ. 3,16) διακρίνουν στην προσευχή τους ότι κάθε στιγμή της ζωής μας καταχωρείται στη θεία αιωνιότητα. Σε κάθε χρόνο και τόπο χειραγωγούμαστε από το αόρατο χέρι του ουράνιου Πατέρα μας.
Είναι συνηθισμένο στους χριστιανούς, να γνωρίζουν καλά την παρουσία της άφθαρτης ουράνιας δόξας και το ζοφερό σύννεφο θανάτου που πλανιέται πάνω από τον κόσμο. Αν και η αίσθηση του θανάτου ταράσσει τη ψυχή, [//68] αυτή δεν μπορεί να εξαφανίσει τη φλόγα της πίστεως. Η προσευχή παλλόμενη μέσα μας μάς φέρει στο σύνορο μεταξύ δυο κόσμων, του παρόντα και του ερχόμενου (Εβρ. 13,14). Αυτός ο οδυνηρός διαχωρισμός μας οδηγεί σε μια πιο θερμή ικεσία. Αισθανόμαστε την ασθένεια μας –τη θανατηφόρα δύναμη της αμαρτίας– να ενεργεί μέσα μας και αναζητούμε γιατρό. Τότε αυτός που είπε «ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» προσθέτοντας ότι:
«ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού αλλ’ οι κακώς έχοντες» (Ματθ. 9,12.13) θ’ απαντήσει πραγματικά στην αναζήτηση μας. Αυτός θεραπεύει τις ψυχές μας  από κάθε ασθένεια δίνοντας νέα δραστηριότητα και φωτίζοντας τες με ανέσπερο φως. Από τα αρχαία χρόνια η πείρα της ζωής της Εκκλησίας έχει αποδείξει χωρίς αμφιβολία ότι για την προσευχή –δηλαδή για το Θεό– καμιά ασθένεια του πνεύματος δεν είναι αθεράπευτη. Μπορεί να έχομε γεννηθεί μέσα στις πιο ακατάλληλες καταστάσεις, να αναπτυχθήκαμε μέσα σε άγνοια, σκληρότητα, ακόμα και μέσα σε εγκληματικό περιβάλλον και να παρασυρθήκαμε από το παράδειγμα του. Μπορεί να υποφέρουμε κάθε είδους στερήσεις, απώλειες, τραύματα. Μπορεί να είμαστε παραμορφωμένοι από τη γέννηση μας και να γνωρίζουμε την περιφρόνηση, το τραύμα, την αποστροφή. Όλα αυτά, στον πρόσκαιρο τούτο κόσμο, δυστυχώς μπορούν να θέσουν τη σφραγίδα τους στον άνθρωπο, και να τον κατέχουν ακόμα. Όμως τη στιγμή της επιστροφής μας στο Θεό,   όταν   αποφασίσουμε   να   ακολουθήσουμε   τις   εντολές   του,   μια πορεία


θεραπείας αρχίζει από τη βάση. Και δεν θεραπευόμαστε μόνο από τα τραύματά μας, τα πάθη μας αλλά ακόμα αλλάζει και η εξωτερική μας εμφάνιση. Αυτό συνέβηκε πολλές φορές στο Άγιο Όρος. Έφτασαν άνθρωποι ταλαιπωρημένοι και σε αξιολύπητη κατάσταση εξαιτίας πολυχρόνιας [//69] διεφθαρμένης ζωής· ύστερα όμως από σύντομο χρονικά διάστημα βαθειάς μετάνοιας η όψη τους γινόταν ευχάριστη, η φωνή τους άλλαζε, κινούνταν διαφορετικά και το πνεύμα έλαμπε μέσα τους. Αν κανένας από τους αναγνώστες μου υποφέρει από ψυχολογικά τραύματα εξαιτίας της αποτυχημένης του ζωής, ας γνωρίζει ότι μπορεί να αποκτήσει έξοχη ελευθερία πνεύματος και ν’ αλλάξει ριζικά όλη τη ζωή του, αν στραφεί προς το Θεό κάθε μέρα με μια προσωπική προσευχή όπως αυτή.

[//70]
Προσευχή κατά τη χαραυγή


ς σ’ αυτή τη ζωή,
ραγίδα του Αγίου Πνεύματος, ν μόνο αληθινό Θεό,

εέ.

α το λάβετε»

















μου. Σένα.

πει να πορευθώ.


ους δρόμους, σένα.
θερά στο αγαθό.










υ. ου




ά και μεγάλα.
ν φαυλότητα μου και κράζω: λαζονίας μου.












[//74] Το να προσεύχεται κάποιος έτσι κάθε πρωΐ δεν είναι εύκολο. Αλλά εάν προσευχόμαστε με όλη την καρδιά μας και με μεγάλη προσοχή, η μέρα μας σφραγίζεται με την προσευχή και κάθε γεγονός παίρνει διαφορετικό χαρακτήρα. Η ευλογία που ζητήσαμε από τον ύψιστο Θεό, θα φέρει μιαν αγάπη, ειρήνη στις ψυχές μας, η οποία θα ενεργήσει και θαυμαστά στον τρόπο κατά τον οποίον αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε τον κόσμο. Ο άνθρωπος της προσευχής βλέπει με διαφορετικό φως το περιβάλλον του. Η φροντίδα επιταχύνεται και η πραγματική αξία της ζωής εκτιμάται. Με τον καιρό η προσευχή θα εισέλθει στη φύση μας, μέχρις ότου σιγά‐σιγά ένας νέος άνθρωπος γεννηθεί από το Θεό. Η αγάπη για το Θεό που αληθινά στέλνει την ευλογία του σ’ εμάς, ελευθερώνει την ψυχή από εξωτερικές πιέσεις. Αναγκαίο είναι να διατηρήσουμε αυτό το σύνδεσμο αγάπης με το Θεό. Δεν θα νιαστούμε τί θα σκεφθεί ο κόσμος ή πώς θα μας μεταχειρισθεί. Θα παύσουμε να φοβόμαστε ότι θα χάσουμε την εύνοια του. Θα αγαπάμε τους συνανθρώπους μας χωρίς ν’ αναρωτιόμαστε αν αυτοί μας αγαπούν. Ο Χριστός μας έδωσε την εντολή να αγαπάμε τους άλλους, αλλά η αγάπη των άλλων για μας δεν πρέπει ν’ αποτελεί προϋπόθεση για τη σωτηρία μας. Στην πραγματικότητα μπορεί να μη γίνουμε αρεστοί στους άλλους εξαιτίας της ανεξαρτησίας του πνεύματος μας. Είναι σημαντικό για τις μέρες μας να μπορούμε να μην επηρεαζόμαστε από εκείνους με τους οποίους σχετιζόμαστε, γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε να χάσουμε και πίστη και προσευχή. Ο κόσμος ας μας κρίνει [//75] σαν αναξίους προσοχής, εμπιστοσύνης και σεβασμού. Αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο, αν είμαστε αρεστοί στον Κύριο. Και το αντίθετο, δεν θα μας ωφελήσει σε τίποτα, αν δηλαδή όλος ο κόσμος μας εκτιμά και μας επαινεί, αλλά ο Κύριος μας εγκαταλείψει. Αυτό αποτελεί μέρος της ελευθερίας του Χριστού στους λόγους του «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. 8,32). Η μόνη μας φροντίδα πρέπει να είναι να ζούμε την οδό του Κυρίου, να γίνουμε μαθητές του και να πάψουμε να είμαστε υπηρέτες της αμαρτίας. «Πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος εστι της αμαρτίας. Ο δε δούλος ου μένει εν τη οικία εις τον αιώνα. Ο υιός μένει εις τον αιώνα. Εάν ουν ο υιός υμάς ελευθερώση όντως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιωάν. 8,34‐36). Το αποτέλεσμα της προσευχής είναι να μας καταστήσει υιούς Θεού· ως υιοί θα κατοικήσουμε αιώνια στο σπίτι του πατέρα μας. «Πάτερ υμών ο εν τοις ουρανοίς …».
Η πραγματική προσευχή βέβαια δεν έρχεται αμέσως. Δεν είναι εύκολη υπόθεση να διατηρούμε την έμπνευση ενώ είμαστε περικυκλωμένοι από τα παγωμένα νερά του κόσμου, ο οποίος δεν προσεύχεται. Ο Χριστός έρριξε τη θεία


φλόγα στη γη, και προσευχόμαστε σ’ αυτόν να φλογίσει τις ψυχές μας να μην υπερνικηθούμε από το κοσμικό ψύχος και να μην επισκιάσει κανένα μαύρο σύννεφο αυτήν την λαμπρή φλόγα.
Απ’ όλα τα πλησιάσματα προς το Θεό το καλύτερο είναι η προσευχή, που σε τελευταία ανάλυση είναι το μόνο μέσον. Στην πράξη της προσευχής η ανθρώπινη διάνοια βρίσκει την ευγενέστερη έκφρασή της. Η πνευματική κατάσταση του επιστήμονα που ερευνά, του καλλιτέχνη που δημιουργεί έργα τέχνης, του διανοητή που φιλοσοφεί, ακόμα και του επαγγελματία θεολόγου που προβάλλει τις θεωρίες του, όλ’ αυτά δεν μπορούν να συγκριθούν [//76] με τα πνευματικά βιώματα ενός ανθρώπου της προσευχής που έρχεται πρόσωπο με Πρόσωπο με τον ζωντανό Θεό. Κάθε άνθρωπος και κάθε είδους πνευματική δραστηριότητα παρουσιάζει λιγότερη δύναμη από την προσευχή. Μπορούμε να εργαστούμε δέκα ή δώδεκα ώρες συνέχεια, αλλά λίγες στιγμές προσευχής είναι εξαντλητικές.
Η προσευχή γεμίζει τα πάντα. Είναι δυνατό όσοι από μας έχουν φυσική έλλειψη χαρίσματος ν’ αποκτήσουν με την προσευχή υπερφυσικά χαρίσματα. Όπου παρατηρούμε μια φυσική έλλειψη γνώσεως, πρέπει να θυμόμαστε καλά  ότι η προσευχή, ανεξάρτητα από την φυσική ικανότητα του ανθρώπου, μπορεί να φέρει έναν υψηλότερο τύπο γνώσεως. Είναι η περιοχή της ακτινοβολούσας συναισθήσεως, του ισχυρού επιχειρήματος, όπου η προσευχή είναι η  είσοδος στην ταχεία θεωρία της θείας αλήθειας.
Μια ροπή που εκδηλώθηκε μεταξύ των επιστημόνων του παρόντος αιώνος είναι να διακηρύσσουν την τέλεια γνώση του φυσικού κόσμου. «Το σύνολον όλων όσων έχουν γίνει ήδη γνωστά, τονίζει την χωρίς όρια ικανότητα του ανθρωπίνου νου και φανερώνει ότι κάθε φυσικό φαινόμενο είναι δυνατόν να γνωσθεί», δήλωσε Ρώσος επιστήμονας το 1958.
Εμείς οι Χριστιανοί ζητάμε επίσης την τέλεια γνώση του όντος στη βαθύτερη και ευρύτερη έννοια. Ο κόσμος της ύλης δεν προσανατολίζεται ακόμα προς την πληρότητα του όντος. Χωρίς να μειώσομε τη σπουδαιότητα της πειραματικής επιστήμης, ουσιώδους αναγκαιότητας ίσως στον αγώνα για την ύπαρξη, δεν μπορούμε όμως να δούμε πέρα από τα όρια της. Μια φορά άκουσα την πιο κάτω ιστορία ενός καθηγητή της αστρονομίας που μιλούσε με ενθουσιασμό για τα νεφελώματα σ’ ένα πλανητάριο και τα θεωρούσε σα θαύματα. Παρατηρώντας έναν απλό [//77] ιερέα που συνόδευε μια ομάδα μαθητών τον ρώτησε:
-         Τί λένε οι Γραφές σας για το κοσμικό διάστημα και τις μυριάδες των αστέρων;
Αντί να του δώσει αμέσως απάντηση ο ιερέας αντερώτησε:
-        Πέστε μου, κύριε καθηγητά, νομίζετε ότι η επιστήμη είναι δυνατόν ν’ ανακαλύψει πιο δυνατά τηλεσκόπια για να δει ακόμα πιο βαθιά στο στερέωμα;
-       Βέβαια η πρόοδος είναι δυνατή και η επιστήμη πάντοτε θα παρέχει τα απαραίτητα μέσα για την έρευνα του διαστήματος, απάντησε ο αστρονόμος.
-      Υπάρχει τότε η ελπίδα ότι μια μέρα θα έχετε τηλεσκόπια να σας δείξουν όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια;


-            Αυτό είναι αδύνατο, γιατί ο κόσμος είναι απέραντος, απάντησε ο επιστήμονας.
-     Ώστε υπάρχει όριο στην επιστήμη;
-     Μάλιστα, με αυτή την έννοια ναι.
-     Λοιπόν, κύριε καθηγητά, είπε ο ιερέας, εκεί που η επιστήμη σας σταματά, αρχίζει η δική μας, και αυτό είναι εκείνο που λένε οι Γραφές μας.

[//78] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

7.  Η μακαριότητα της γνώσεως της οδού

«Μακάριοι εσμεν, Ισραήλ, ότι τα αρεστά τω Θεώ ημίν γνωστά εστιν. Θαρσείτε, λαός μου, μνημόσυνον Ισραήλ» (Βαρούχ 4,4.5). Και αν υπολογίσομε πόσο περισσότερο είμαστε εμείς οι χριστιανοί προικισμένοι από τον Κύριο απ’ ότι οι προφήτες και οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης, θα υψώναμε κι εμείς φωνή ευχαριστίας και θριάμβου λέγοντας: «Ευλογημένοι είμαστε και αγιασμένοι, οι χριστιανοί, γιατί τόσο επιθύμησε ο Θεός να είναι ενωμένος μαζί μας, ώστε η ζωή του να γίνει δική μας».
Ο ίδιος ο Κύριος το ομολόγησε αυτό, όταν είπε στους μαθητές του: «Υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί ότι βλέπουσι, και τα ώτα υμών ότι ακούουσιν. Αμήν γαρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά βλέπετε, και ουκ είδαν και ακούσαι ά ακούετε, και ουκ ήκουσαν» (Ματθ. 13,16.17). Και ο  απόστολος Πέτρος λέγει το εξής για τους προφήτες: «οίς απεκαλύφθη ότι ουχ εαυτοίς, υμίν δε διηκόνουν αυτά, ά νυν ανηγγέλη υμίν δια των ευαγγελισαμένων υμάς εν Πνεύματι Αγίω αποσταλέντι εξ ουρανού» και προσθέτει «εις ά επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι» (Α’ Πέτρ. 1,12).
Ο απόστολος Παύλος επίσης στην προς Εφεσίους επιστολή του έγραψε ότι η γνώση είναι το μυστήριο του Χριστού «ό ετέραις γενεαίς ουκ εγνωρίσθη τοις υιοίς των ανθρώπων ως νυν απεκαλύφθη τοις αγίοις αποστόλοις αυτού και προφήταις εν πνεύματι» (Εφεσ. 3,5) και συνέχισε λέγοντας ότι σ’ αυτόν δόθηκε η χάρη «εν τοις έθνεσι ευαγγελίσασθαι τον ανεξιχνίαστον πλούτον του Χριστού και φωτίσαι πάντας τίς η οικονομία του μυστηρίου [//79] του αποκεκρυμμένου  από των αιώνων εν τω Θεώ» (Εφεσ. 3,8‐9).
Τόσο μεγάλο και βαθύτατο είναι το μυστήριο ακόμα και «ταις αρχαίς και ταις εξουσίαις εν τοις επουρανίοις δια της εκκλησίας η πολυποίκιλος σοφία του Θεού κατά πρόθεσιν των αιώνων ήν εποίησεν εν τω Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, εν ώ έχομεν την παρρησίαν και προσαγωγήν εν πεποιθήσει δια της πίστεως αυτού» (Εφεσ. 3,10‐12).
Στις μέρες μας ο μη χριστιανικός μυστικισμός προσελκύει πολλούς που απελπίστηκαν από την παλαιότητα και κενότητα του σύγχρονου κόσμου. Αγνοούν την αληθινή ουσία του Χριστιανισμού. Ο Χριστιανισμός κληροδοτεί ταλαιπωρίες αλλά με τις ταλαιπωρίες εισερχόμαστε στα μυστήρια του Όντος. Ο καθένας κατανοεί με τον πόνο τις έννοιες του ανθρωπισμού και της ελευθερίας του. Σε καιρούς απελπισίας οι χριστιανοί θυμούνται ότι «πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ. 8,22) και το πνεύμα του αντιλαμβάνεται  ότι  η  ίδια  ζωή  ρέει  μέσα  από  όλους  μας.  Κατ’  επέκταση  η


συνείδηση μας μάς εξοικειώνει με τα εκατομμύρια των συνανθρώπων μας, που βρίσκονται διασκορπισμένοι σ’ όλη τη γη. Μια εκτίμηση της γνώσεως του ανθρώπινου πόνου γεννά εντατική προσευχή, η οποία μεταφέρει τα πάντα στο βασίλειο του πνεύματος.
Κάποτε διάβασα στην εφημερίδα ότι ένας μηχανικός δοκίμαζε τη μηχανή ενός αεριωθούμενου αεροπλάνου και από απροσεξία εισήλθε στο κύμα του αέρα, το οποίο τον σήκωσε ψηλά από τη γη. Βλέποντας το γεγονός ο βοηθός  του έσβησε αμέσως τη μηχανή. Ο μηχανικός έπεσε κάτω και σκοτώθηκε. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο της προσευχής: αφού αρπαγεί και ανυψωθεί σ’ άλλες σφαίρες επιστρέφει στη γη «νεκρός» για τα πράγματα [//80] του κόσμου. Μια νέα ζωή γεμάτη φως αυτοπαρουσιάζεται σ’ αυτόν, και το νηπιακό παρελθόν, στο οποίο βρίσκονται οι περισσότεροι, παύει πια να έχει γι’ αυτόν ενδιαφέρον ή να τον προσελκύει. Αν δεχθούμε ως ποιότητα ζωής όχι το σύνολο των ευχάριστων ψυχοφυσικών αισθήσεων, αλλά το βαθμό της γνώσεως των πραγματικοτήτων του σύμπαντος και πάνω απ’ όλα της πρώτης και τελευταίας αλήθειας, θα αντιληφθούμε τί κρύβεται πίσω από τα λόγια του Κυρίου προς τους μαθητές του λίγο πριν από τον σταυρικό του θάνατο: «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». Η ουσία της ειρήνης του Χριστού βρίσκεται στην τέλεια γνώση του Πατέρα. Το ίδιο ισχύει και για μας: Αν γνωρίζομε την αιώνια αλήθεια, όλες οι ταλαιπωρίες αυτής της ζωής θ’ απομακρυνθούν στην περιφέρεια της υπάρξεως μας, ενώ το φως της ζωής που εκπορεύεται από τον Πατέρα θα βασιλέψει μέσα μας.
Καμιά επιτυχία ή προσωρινή ευτυχία δεν μπορεί να φέρει την πραγματική ειρήνη, αν αγνοούμε συνεχώς την αλήθεια. Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με αρκετό πνευματικό θάρρος για να βγούνε από τον συνηθισμένο δρόμο που ακολουθεί η αγέλη. Το θάρρος γεννιέται από τη σταθερή πίστη στο Χριστό‐Θεό.
«Αύτη εστιν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» (Α’ Ιωάν. 5,4).
Αυτοί που δεν έχουν πείρα προσευχής βρίσκουν δύσκολο να πιστέψουν πως η προσευχή ευρύνει τους ορίζοντες του πνεύματος. Μερικές φορές η προσευχή καταστρέφει την καρδιά σαν φωτιά, και όταν η καρδιά φλογισθεί, τότε πέφτει πάνω της μ’ αναπάντεχο τρόπο η δροσιά της θείας παρηγοριάς. Όταν αισθανόμαστε την αδυναμία μας και το πνεύμα μας απελπίζεται, τότε εμφανίζεται κατά κάποιο άγνωστο τρόπο ένα θαυμάσιο φως, που προβάλλει μια ζωή ατέλειωτη. Όταν το σκοτάδι μέσα μας είναι τόσο πυκνό ώστε να παραλύσουμε από τρόμο, [//81] τότε το ίδιο φως μετατρέπει τη σκοτεινή νύχτα σε λαμπρή ημέρα. Όταν εμείς καταδικάζουμε τον εαυτό μας σε  αιώνια  κόλαση όπως το αξίζει και βρισκόμαστε στην αγωνία της πτώσεως μέσα στο σκοτεινό λάκκο, ξαφνικά μια δύναμη εκ των άνω ανυψώνει το πνεύμα μας στα ύψη. Όταν τέλος μας συνθλίβει το συναίσθημα της μηδαμινότητάς μας, το άκτιστο φως μας μεταμορφώνει και μας φέρνει σαν γιούς στο σπίτι του Πατέρα.
Πώς ερμηνεύονται αυτές οι αντίθετες καταστάσεις; Πώς η αυτοκαταδίκη μας μάς δικαιώνει μπροστά στο Θεό; Αυτό γίνεται γιατί υπάρχει αλήθεια σ’ αυτή την αυτοκαταδίκη, κι έτσι το Πνεύμα της Αλήθειας βρίσκει τόπο για την κατοίκησή του μέσα μας.


Ακόμα και μακρυνή επαφή με το Θείο μας απελευθερώνει την ψυχή απ’ όλα τα πάθη, καθώς κι απ’ το φθόνο, αυτό το αχρείο ξέσπασμα της υπερηφάνειας. Ο άνθρωπος που συνεχίζει να έχει ταπεινή γνώμη για τον εαυτό του, θα λάβει μεγαλύτερη γνώση των μυστηρίων του μέλλοντος κόσμου. Θα λυτρωθεί από την δύναμη του θανάτου. Ενωμένος δια της προσευχής με τον Χριστό, γνωρίζει ότι στην αιωνιότητα ολόκληρο το περιεχόμενο του Όντος θα ανήκει σ’ αυτόν με την συνεχή κατοίκηση σ’ αυτόν του Αγίου Πνεύματος – της Τριάδας θα ήταν αληθέστερο να πούμε. Ο Πατέρας, ο Υιός, και το Άγιο Πνεύμα θα κατοικήσουν μέσα του. Κι αυτό θα ‘χει σαν αποτέλεσμα κάθε καλή λέξη ή πράξη από οποιαδήποτε πηγή να γίνει μέρος της αιώνιας θείας ζωής του. Έστι οι λόγοι του αγίου Παύλου «ως μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ. 6,10) βρίσκουν εφαρμογή. Αν κάποιος άλλος κάνει έργα προς δόξα Θεού, που φέραν σ’ αυτόν παροδική αλλά και αιώνια φήμη, ο άνθρωπος της προσευχής δεν αισθάνεται γι’ αυτόν φθόνο αλλά χαρά για την κοινή σωτηρία μας. Η δόξα του αδελφού μου είναι [//82] και δική μου δόξα. Τι ευλογία να βλέπεις τους συνανθρώπους σου να λάμπουν από Άγιο Πνεύμα. Κι  αυτό ακόμα  το γεγονός δεν είναι παρά μια αμυδρή ανταύγεια της ευτυχίας μας στη μέλλουσα βασιλεία, όπου στην αφθονία της αγάπης, που δεν θα λιγοστεύει ποτέ, το πνεύμα του ανθρώπου θα αγκαλιάζει την πληρότητα του Θεανθρώπου Όντος.
Ας μη λησμονούμε όμως ότι αυτή η υπεραφθονία της αγάπης περνά από τα βάθη της κολάσεως. Δεν πρέπει να φοβόμαστε αυτή την κάθοδο, αφού χωρίς αυτήν η πληρότητα της γνώσεως είναι ακατόρθωτη.
Μερικές φορές οι δοκιμασίες και οι δυσκολίες που μας συμβαίνουν μας βάζουν στη θέση ενός ταξιδιώτη που ξαφνικά βρίσκει τον εαυτό του στο χείλος της αβύσσου, από το οποίο είναι αδύνατο να επιστρέψει. Η άβυσσος είναι το σκότος της άγνοιας και ο φόβος της αιχμαλωσίας από το θάνατο. Μόνο η ενέργεια της αγιασμένης απελπισίας θα μας κάνει ικανούς να τα υπερπηδήσουμε. Αφού πεισθούμε από κάποια μυστηριώδη δύναμη, ριχνόμαστε στο άγνωστο επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου. Και τι συμβαίνει; Αντί να σπάσουμε το κεφάλι μας στους βράχους, αισθανόμαστε ένα αόρατο χέρι να μας οδηγεί ευγενικά και να σωζόμαστε. Το να ριχτούμε στο άγνωστο σημαίνει εμπιστοσύνη στο Θεό. Απελπισμένοι από τους ισχυρούς της γης, αρχίζουμε να ερευνούμε για μια νέα ζωή, στην οποία η πρώτη θέση δίνεται στο Χριστό.
Η διάβαση της αβύσσου του άγνωστου μπορεί επίσης να παρομοιαστεί με ένα ταλαντευόμενο καλώδιο που απλώνεται από τα δύο άκρα. Τα χέρια του Σταυρωμένου Χριστού συνδέουν τα άκρα του στην άβυσσο. Η ψυχή, για  την οποία έχει οριστεί το τρομερό προνόμιο να ταξιδέψει κατά μήκος αυτού του καλωδίου, δεν βρίσκει λέξεις να περιγράψει, όπως ακριβώς αυτοί που διάβηκαν [//83] πέρα από τον τάφο δεν μπορούν να μας πουν την πείρα τους για τη νέα κατάσταση.
Η πνευματική κατάσταση που μόλις περιγράφηκε οδηγεί στη θεωρία του Σταυρωμένου Χριστού. Με απλωμένα τα χέρια του ζητά να συγκεντρώσει όλους σε ένα, να συνδέσει και τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του κόσμου. Το σώμα του κρεμασμένο στο Σταυρό σχηματίζει μια θαυμάσια γέφυρα μεταξύ γης και


ουρανού. Ενώνοντας στον εαυτό του Θεό και άνθρωπο μας καλεί ν’ ακολουθήσουμε τα βήματα του. Δεν είναι εύκολο ν’ απεικονίσει κανείς τί συναντά το πνευματικό μάτι αυτές τις στιγμές. Ακριβώς όπως ένα σώμα βαρύ, που ελέγχεται από τη γήϊνη βαρύτητα, οι μηχανικοί του διαστήματος το βάζουν σε κίνηση με απίθανη ταχύτητα στην επιφάνεια της γης, έτσι και το πνεύμα μας στην προσευχή, κατά την άνοδο του στο Θεό, υπερνικά πάθη που μας κρατούν κάτω, και δεν μας επιτρέπουν να κινηθούμε στη φωτεινή σφαίρα του θείου και  να θεωρήσουμε το μεγαλείο το μέχρι τώρα άγνωστο. Στα βάθη της συνειδήσεως μας αντιλαμβανόμαστε την άναρχη Αλήθεια και το Πνεύμα μαρτυρεί την αθανασία μας. Έτσι ο πρώτος τρόμος από τη θέα του σκότους και του θανάτου αλλάζει σε μια θέα φωτός και ζωής που δεν καταστρέφεται.
Το άγγιγμα της θείας αγάπης στην καρδιά αποτελεί την πρώτη μας επαφή με την ουράνια πλευρά της αβύσσου. Αφού σωθήκαμε από τη δύναμη του θανάτου, το πνεύμα μας δεν τρέμει πια στη θέα του θανάτου. Όμως η αγάπη που έχει εισχωρήσει στην ψυχή δεν είναι ελεύθερη από ένα φόβο άλλου είδους. Φοβάται μήπως κατά κάποιο τρόπο πληγώσει ένα συνάνθρωπο και ίσως περισσότερο μήπως δυσαρεστήσει το Άγιο Πνεύμα με ένα παλμό της καρδιάς ή σκέψη ή λέξη. Μόνο με αφθονότερη χάρη, που εκδηλώνεται με την αγάπη στους εχθρούς, το πνεύμα [//84] εξοικειώνεται με το Θεό. Ακόμα και με μια τέτοια  αγάπη μπορούμε να έχουμε προβλήματα με τους ανθρώπους, αφού η παρουσία αυτής καθ’ αυτής της θείας ενέργειας μέσα μας κατά παράξενο τρόπο προκαλεί συμπάθεια και σ’ αυτούς ακόμα που δεν αγαπούν το Θεό. Δεν υπάρχει βαθύτερη και πιο τραγική σύγκρουση από τη σύγκρουση του κόσμου μας και του Χριστού.
Αυτοί που δεν έχουν αναγεννηθεί εκ των άνω δεν μπορούν ποτέ να εννοήσουν τους αναγεννημένους. Αυτοί δε διακρίνουν τίποτε το εξαιρετικό στους χριστιανούς, οι οποίοι συχνά τους φαίνονται καχεκτικοί και υποκριτές. Η αναγεννημένη ψυχή είναι πιο ευαίσθητη σ’ όλα τα πνευματικά φαινόμενα, τραυματίζεται απ’ όλα όσα αντιτίθενται στη θεία αγάπη, δηλαδή συκοφαντία, βία, φόνο, κ.λ.π. Μαζί μ’ αυτό μια υπομονετική στάση σε κάθε δοκιμασία κάνει την αναγεννημένη ψυχή να κατανοεί την «άνωθεν σοφίαν». Σ’ ένα απόκρυφο σημείο μέσα σ’ αυτή, η ψυχή βρίσκει «πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4,14). Η προσευχή είναι όπως ένα ισχυρό χέρι που ανυψώνει στο βασίλειο του Θεού, σε κάθε τόπο και χρόνο, στην τύρβη του πλήθους στην ευχάριστη ώρα ανάπαυσης, σε περιόδους μοναξιάς.
Αρχικά ο αγώνας για την προσευχή φαίνεται πάνω απ’ τις δυνάμεις μας, αλλά, αν επιμείνουμε, η ψυχή θα μπορέσει με το πέρασμα του χρόνου να περιλάβει μέσα της συγχρόνως χαρά και λύπη, απελπισία και ελπίδα. Δεν εναλλάσονται πια η έπαρση και η κατάθλιψη, αφού όλες οι καταστάσεις αποτελούν ένα σύνολο. Με τη γνώση του Θεού η ψυχή έχει αποκτήσει μια βαθειά ειρήνη.
Άγνωστοι οι δρόμοι του Κυρίου. Ο άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να τους ανακαλύψει. Ο Θεός με την εμφάνιση του μας αποκάλυψε το μοναδικό δρόμο για την αιώνια λύτρωση. Μας έδωσε παράδειγμα σε όλα. Μας δίδαξε [//85] πώς ενεργεί το Άγιο Πνεύμα μέσα μας. Μας γέμισε με ανέσπερο φως, μακριά από το


οποίο δεν υπάρχει αληθινή γνώση πουθενά, ούτε σωτηρία για κανένα. Από  αυτόν μάθαμε για τις χωρίς όρια δυνατότητες γι’ αυτούς που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με την εικόνα του.
Άναρχε Θεέ και Πατέρα,
που είσαι ευλογητός πριν από τους αιώνες, που μας αποκάλυψες το μυστήριο σου,
το δρόμο για τη σωτηρία μας.
Ανανέωσε τη φύση μας
με το Λόγο σου που κατοικεί μέσα μας και κάνε μας ναό
του Αγίου σου Πνεύματος,
για να φρουρούμαστε από τη δύναμη σου και να σε δοξάζουμε όπως πρέπει
τώρα και πάντοτε.

[//86] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

8.  Ο αγώνας στην προσευχή

Ώ Πνεύμα Άγιο, αιώνιε Βασιλιά που δίνεις την αιώνια ζωή, επίβλεψε με το αμέτρητο έλεος σου στις αδυναμίες της φύσεως μας.
Φώτισε μας και αγίασε μας· το φως της γνώσεως σου
ας λάμψει στις σκοτισμένες καρδιές μας, και στα πήλινα σκεύη της φύσεως μας φανέρωσε την ακατανίκητη δύναμη σου.
Η προσευχή είναι μια ατέλειωτη δημιουργία, υπέρτατη τέχνη. Επανειλημμένα λαβαίνομε πείρα μιας ενσυνείδητης κινήσεως προς τα πάνω, προς το Θεό, που σαν επακόλουθο έχει την κάποια απομάκρυνση μας από το  φως του. Πότε‐πότε αισθανόμαστε την ανικανότητα του νου μας να υψωθεί σ’ αυτόν. Υπάρχουν στιγμές που αισθανόμαστε τον εαυτό μας σε κατάσταση παραφροσύνης. «Μου έδωσες Κύριε την εντολή της αγάπης, αλλά δεν υπάρχει μέσα μου δύναμη γι’ αγάπη. Έλα και κάνε πραγματικότητα σ’ εμένα όλα συ μου παρήγγειλες, γιατί η εντολή σου είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Ο νους μου είναι τόσο ανίσχυρος να σε αντιληφθεί. Το πνεύμα μου δεν μπορεί να δει μέσα στα μυστήρια της βουλήσεως σου. Οι μέρες μου περνούν σ’ ένα ατέλειωτο αγώνα. Βασανίζομαι από το φόβο μήπως σε χάσω εξαιτίας των εσωτερικών κακών σκέψεων μου».
Μερικές φορές η προσευχή φαίνεται να χαλαρώνει και τότε κραυγάζουμε:
«Τάχυνον επ’ εμέ ο Θεός». Αλλ’ [//87] εάν δεν απομακρυνθούμε από το κράσπεδο του ιματίου του, η βοήθεια θα έλθει. Είναι ζωτικό να ζούμε «εν τη προσευχή» για να μπορέσουμε να αντιδράσουμε με σθένος στην καταστρεπτική επίδραση του έξω κόσμου.


Η προσευχή δεν μπορεί ν’ αποτύχει να αναζωογονήσει τη θεία πνοή, που ο Θεός ενεφύσησε στον Αδάμ, με τη δύναμη της οποίας ο Αδάμ έγινε «ψυχή ζώσα» (Γεν. 2,7). Τότε το αναγεννημένο πνεύμα μας θα θαυμάσει το ύψιστο μυστήριο του Όντος και οι καρδιές μας θα ηχήσουν τον ψαλμικό ύμνο των θαυμαστών έργων του Κυρίου. Θα κατανοήσουμε την έννοια των λόγων του Κυρίου: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιωάν. 10, 10).
Αλλά αυτή η ζωή είναι γεμάτη παράδοξα, όπως και όλη η διδασκαλία του Ευαγγελίου. «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη» (Λουκ. 12,49). Αν δεν περάσουμε μέσα απ’ αυτή τη φωτιά και δεν κατακαύσει τα πάθη που έχουμε ένεκα της πτώσεως της φύσεως μας, δε θα δούμε τη φωτιά να μεταμορφώνεται σε φως. Γιατί δεν έρχεται το φως πρώτο αλλά η φωτιά. Στην κατάσταση της πτώσεως, η φωτιά προηγείται από το φως. Ας δοξάσουμε επομένως το Θεό γι’ αυτό, την καταστρεπτική φωτιά. Δεν γνωρίζομε εξ ολοκλήρου αλλά μόνον «εκ μέρους» (Α’ Κορ. 13,9) ότι δηλαδή δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας τους θνητούς να γίνομε «υιοί αναπαύσεως» (Λουκ. 20,36) να βασιλέψουμε με το Χριστό. Όμως όσο οδυνηρή και αν είναι αυτή η αναδημιουργία, όσο απελπιστική και σπαρακτική η πορεία και γεμάτη αγωνία, είναι πράγματι ευλογημένη. Η πολυμάθεια απαιτεί μακρά εργασία, αλλά η προσευχή είναι σε πολλαπλάσιο βαθμό δυσκολότερη να γίνει κτήμα μας.
Όταν τα Ευαγγέλια και οι Επιστολές γίνουν για μας πραγματικότητα, βλέπομε πόσο αφελείς ήταν οι μέχρι [//88] τώρα θέσεις μας για το Θεό και για την
«εν αυτώ» ζωή μας. Τόσο πολύ η πραγματικότητα υπερέχει από τη γνώση του ανθρώπου. «Οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α’ Κορ. 2,9). Ακόμα και ένας ψίθυρος του Θείου είναι δόξα, πέρα από κάθε σύγκριση, σε σχέση με κάθε περιεχόμενο της μακρά από το Θεό ζωής.
Στενός είναι ο δρόμος και γεμάτος αγκάθια και θλίψεις. Θα έχουμε πολλούς αναστεναγμούς στο δρόμο. Ο βασικός φόβος ο οποίος είναι «αρχή σοφίας» (Ψαλμ. 111,20) θα κυριέψει τις καρδιές μας, θα ανατρέψει ολόκληρο το είναι μας εξωτερικεύοντας το, για να συγκεντρώσει την προσοχή σ’ αυτά που συμβαίνουν μέσα μας. Ανίκανοι ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό στεκόμαστε για λίγο τρομαγμένοι. «Προάγων ο Ιησούς τους μαθητάς … αυτοί εθαμβούντο και ακολουθούντες εφοβούντο» (Μάρκ. 10,32).
Κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει τις θλίψεις αν θέλει να γεννηθεί σε μια νέα ζωή εν Θεώ, εάν θέλουμε να μεταμορφώσουμε το φυσικό μας σώμα σε πνευματικό σώμα. Όπως είπε ο Άγιος Παύλος: «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α’ Κορ. 15,44). Μόνο η δύναμη της προσευχής υπερνικά την αντίσταση της ύλης και ελευθερώνει το πνεύμα από αυτό τον περιορισμένο και αδρανή κόσμο σε ανοικτούς χώρους που λάμπουν στο φως.
Το πνεύμα παραπλανάται από τις δοκιμασίες, οι οποίες επισυμβαίνουν στον αγώνα μας για προσευχή. Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς την  αιτία και το είδος τους. Μέχρις ότου μπούμε «εις το αγιαστήριο του Θεού» (Ψαλμ. 72,17), πολλές φορές θα δειλιάσουμε, επειδή δεν είμαστε βέβαιοι ότι τα έργα μας είναι αρεστά στον [//89] πανάγιο Θεό. Αφού δεν είμαστε απαλλαγμένοι από την


αμαρτία, μπορούμε μόνο να σκεφτόμαστε ότι τα δικά μας σφάλματα είναι εκείνα που προκαλούν τις καταιγίδες που μαίνονται γύρω μας. Ο απόστολος Πέτρος υπενθύμισε στους πρώτους χριστιανούς, που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση, ότι «πνεύμα δόξης» (Α’ Πέτρ. 4,14) επεκάθισε σ’ αυτούς. Ένα πράγμα όμως είναι πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι θα έλθει ώρα που όλες οι δοκιμασίες και οι ταραχές θα εξαφανιστούν στο παρελθόν. Τότε θα δούμε ότι οι πιο οδυνηρές περίοδοι της ζωής μας ήταν οι πιο καρποφόρες και θα μας συνοδεύουν πέρα από τα όρια αυτού του κόσμου και θα γίνουν θεμέλια της βασιλείας «μη σαλευόμενα» (Εβρ. 12,28).
Ο παντοδύναμος Θεός μας κάλεσε από την ανυπαρξία. Εκ φύσεως είμαστε άδειοι, παρ’ όλα αυτά όμως περιμένομε από το Θεό να μας σέβεται και να μας υπολογίζει. Ξαφνικά ο Παντοδύναμος αποκαλύπτει τον εαυτό του με άπειρη ταπεινότητα. Το όραμα υπερχειλίζει ολόκληρη την ύπαρξη μας και από ένστικτο υποκλινόμαστε με λατρεία. Ακόμα και αυτό δεν φαίνεται αρκετό, αλλά οπωσδήποτε όσο περισσότερο προσπαθούμε να ταπεινώνουμε τον εαυτό μας μπροστά του, ακόμα υστερούμε μπροστά στην ταπείνωση του.
Η προσευχή σ’ αυτόν το Θεό της αγάπης και της ταπεινώσεως υψώνεται από τα βάθη της υπάρξεως μας. Όταν η καρδιά μας γεμίσει με αγάπη για το Θεό, είμαστε εξ ολοκλήρου ενημερωμένοι ότι βρισκόμαστε κοντά του, αν και γνωρίζομε πολύ καλά ότι είμαστε «σποδός» (Γεν. 3,19). Όμως στο ορατό σχήμα της φύσεως μας ο αθάνατος Θεός περιέγραψε την εικόνα της αόρατης υπάρξεως του, και έτσι αντιλαμβανόμαστε την αιωνιότητα. Με την προσευχή εισερχόμαστε στη Θεία ζωή, και ο Θεός προσευχόμενος μέσα μας είναι η αδημιούργητη ζωή, η οποία [//90] μας διαπερνά.
Δημιουργώντας μας κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση ο Θεός μας τοποθέτησε μπροστά του, όχι σαν ένα δημιούργημα του εξ ολοκλήρου υποκείμενο σ’ αυτόν, αλλά σαν γεγονός ακόμα και γι’ αυτόν, ως ελεύθερα όντα, και γι’ αυτό οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και Θεού βασίζονται στην αρχή της ελευθερίας. Όταν επωφελούμαστε από αυτή τη δυνατότητα της ελευθερίας και αμαρτάνομε, παραμερίζομε το Θεό. Αυτή η ελευθερία, να απομακρυνθούμε από το Θεό είναι η αρνητική, η τραγική πλευρά της ελεύθερης θελήσεως μας, αλλά είναι απαραίτητη για ν’ αποφασίσουμε να κρατηθούμε σε μια ζωή πραγματικά θεία και όχι προορισμένη εκ των προτέρων.
Είμαστε μπροστά σε επιλογές διαμετρικά αντίθετες. Να αρνηθούμε το Θεό
–πράγμα που αποτελεί την ουσία της αμαρτίας– ή να γίνουμε γιοί του Θεού. Εξαιτίας του γεγονότος ότι δημιουργηθήκαμε κατά την εικόνα του Θεού, φυσικά αποζητάμε τη θεία τελειότητα, που βρίσκεται στον Πατέρα μας. Και όταν ακολουθούμε το Θεό, δεν υποτασσόμαστε σε ξένες δυνάμεις, απλώς υπακούομε στον παλμό της καρδιάς να εξομοιωθούμε με τη δική του τελειότητα. «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστιν» (Ματθ. 5,48).
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το όνομα σου.


Μου έδωσες να αισθανθώ την αγιότητα σου και είμαι πρόθυμος να αγιασθώ δια σου.
Ελθέτω η βασιλεία σου
Μακάρι η ένδοξη ζωή σου να εισχωρήσει μέσα μου και να γίνει κτήμα μου.
Γενηθήτω το θέλημα σου
Πάνω στη γη, πάνω στη δημιουργηθείσα ύπαρξη [//91] μου, όπως γινόταν στον ουρανό, δια σου προαιωνίως.
Τον άρτον υμών τον επιούσιον
Το αληθινό ψωμί που κατεβαίνει από τους ουρανούς και δίνει ζωή στον κόσμο
(Ιωάν. 6,32.33).
Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών,
ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών
Με το Άγιο Πνεύμα σου δώρησε μου να συγχωρώ τους άλλους, ώστε τίποτα να μην μπορεί να με εμποδίσει από την δωρεά της συγγνώμης σου.
Μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν
Γνωρίζεις τη διαστροφή μου, ότι είμαι πάντοτε έτοιμος να αμαρτήσω. Στείλε τον άγγελο σου να εμποδίσει τους εχθρούς που με προκαλούν να αμαρτήσω (Αριθμ. 22,22).
Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού
Λύτρωσε με από τη δύναμη του θανατηφόρου εχθρού, που είναι εχθρός στον άνθρωπο και στο Θεό.
Αρχικά προσευχόμαστε για τον εαυτό μας. Αλλά όταν ο Θεός με το Άγιο Πνεύμα μας δώσει σύνεση, η προσευχή μας παίρνει κοσμικές διαστάσεις. Τότε, όταν λέμε «Πάτερ ημών» αναφερόμαστε σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και συνηγορούμε για πλήρη δωρεά σ’ όλους, σαν να επρόκειτο μόνο για μας. Ας αγιασθεί το όνομα σου μεταξύ όλων των ανθρώπων. Ας έλθει η βασιλεία σου για όλους τους ανθρώπους και η θεία σου ζωή ας γίνει ζωή τους. Ας γίνει το θέλημα σου. Μόνο ως θέλημα σου ενώνει όλους στην αγάπη σου. «Ρύσαι ημάς από του πονηρού» από τον «ανθρωποκτόνον» (Ιωάν. 8,44) που μας δείχνει απροκάλυπτα εχθρότητα και θάνατο. (Σύμφωνα με τη χριστιανική μας ερμηνεία το κακό όπως και το καλό υπάρχει μόνο όπου υπάρχει μορφή προσωπικής υπάρξεως. [//92] Χωρίς αυτή την προσωπική μορφή δεν θα μπορούσε να υπάρχει κακό, παρά μόνο η καθορισμένη φυσική πορεία).
Το πρόβλημα του κακού στον κόσμο γενικά, και στο ανθρώπινο γένος ειδικότερα, θέτει το θέμα της συμμετοχής του Θεού στην ιστορική ζωή του ανθρώπινου γένους. Πολλοί χάνουν την πίστη τους επειδή νομίζουν ότι, αν ο Θεός υπήρχε, το κακό δεν θα ήταν σε τόση έξαρση ούτε θα υπήρχε τόση έξαρση του πόνου χωρίς λόγο. Ξεχνούν ότι ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, που είναι η βασική αρχή της κατ’ εικόνα δημιουργίας του. Γιατί αν επέμβει ο Δημιουργός, όταν ο άνθρωπος κλίνει προς το κακό, τούτο θα ισοδυναμούσε με το να τον εμποδίσει από τη δυνατότητα του αυτοπροσδιορισμού και να τον καταστρέψει εξ ολοκλήρου. Αλλά ο Θεός μπορεί να σώζει άτομα και έθνη, όταν αυτά βαδίζουν στο δρόμο του.


Ο Χριστός είπε: «ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν» (Ματθ. 10,34) και «διαμερισμόν» (Λουκ. 12,51). Ο Χριστός μας έδωσε την εντολή του πολέμου στο χώρο του πνεύματος και το όπλο μας είναι: «η μάχαιρα του Πνεύματος, ήτις είναι ο λόγος του Θεού» (Εφ. 6,17). Ο αγώνας μας διεξάγεται με άκρως άνισες προϋποθέσεις. Είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα. Δεν τολμούμε να πολεμήσουμε ούτε με φωτιά ούτε με μαχαίρι. Το μόνο όπλο μας είναι η αγάπη, ακόμα και για τους εχθρούς. Ο μοναδικός πόλεμος στον οποίο εμπλεκόμαστε είναι πράγματι ιερός πόλεμος. Πολεμάμε με τον τελευταίο και μοναδικό εχθρό της ανθρωπότητας, το θάνατο (Α’ Κορ. 15,26). Η μάχη είναι μάχη για την ανάσταση του σύμπαντος.
Ο Κύριος δικαίωσε και αγίασε τους προπάτορες του. Όμοια καθένας μας, αν ακολουθήσουμε το Χριστό, μπορούμε να δικαιώσουμε τον εαυτό μας κατά την προσωπική [//93] μας ύπαρξη, αφού ανιστορήσουμε τη θεία εικόνα μέσα μας με γενική μετάνοια, και μ’ αυτή τη συμπεριφορά μπορούμε να βοηθήσουμε να δικαιωθούν και οι προπάτορες μας. Φέρομε μέσα μας την κληρονομιά των αμαρτιών των προγόνων μας και με την αρχή της οντολογικής ενότητας του ανθρωπίνου γένους θεραπεία δική μας σημαίνει και θεραπεία και αυτών. Είμαστε τόσο συνδεδεμένοι εσωτερικά ώστε ο άνθρωπος δεν σώζει μόνο τον εαυτό του.
Ανακάλυψα ότι οι μοναχοί του Άγιου Όρους το αντιλαμβάνονται τούτο καλά. Ο μοναχός είναι άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στο Θεό, που πιστεύει ότι αν θέλομε να είναι πάντοτε μαζί μας και μέσα μας ο Θεός πρέπει να δίνουμε όλο το είναι μας εξ ολοκλήρου και όχι μερικώς. Ο μοναζός αρνείται το γάμο και την τεκνογονία για να μελετά και να φυλάσσει τις εντολές του Κυρίου όσο δυνατό πληρέστερα. Αν ένας μοναχός δεν επιτύχει τον αληθινό σκοπό του, δηλαδή να ζει στη γη αλλά με το πνεύμα του να βρίσκεται ενωμένος με το Χριστό, η μοναχική ζωή του δεν είναι σύμφωνη με αυτό που πρέπει. Με άλλα λόγια αυτός ούτε βοηθά στην διαιώνιση του ανθρωπίνου γένους, ούτε προοδεύει κατά κυριολεξία στην αθανασία δια μέσου της αναστάσεως. Ένας τέτοιος μοναχός ξεπέφτει από το ιστορικό σχέδιο του Θεού με την άρνησή του ν’ αναλάβει θετική ιστορική (δεν εννοούμε πολιτική) δράση, ούτε μεταφέρει την ύπαρξη στο πνευματικό μεταϊστορικό πεδίο. Χωρίς κάποια νίκη στο οικουμενικό πεδίο του πνευματικού αγώνα δεν βοηθά τους συνανθρώπους του να επιτύχουν το Θείο σχέδιο. Ο μοναχός μπορεί βέβαια να μην πραγματοποιήσει τη χριστιανική τελειότητα, αγωνίζεται όμως και βοηθά όλο τον κόσμο.
[//94] Ώ Αγία Τριάδα, Πατέρα, Υιέ και Πνεύμα ο μόνος αληθινός Θεός,
αείζωος και παντοδύναμος,
o μόνος που δίνει δύναμη στον ταραγμένο και ανορθώνει τον ασθενή.
Ώ συ, χωρίς τον οποίο οι ισχυροί θα έχαναν τη δύναμη τους, οι σταθεροί θα γίνονταν ασθενικοί
οι χορτασμένοι σαν πεινασμένοι και οι νέοι θα λύγιζαν.


Άκουσε μας στη θλίψη μας και ανόρθωσε μας
να σε υπηρετήσουμε άξια.
Σε παρακαλούμε, γίνε ταχύς στο να μας ακούσεις και να μας ελεήσεις.
Όταν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος δίνεται σ’ ένα άνθρωπο «να καταστή … εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. 4,13), ένα τέτοιο γεγονός αντανακλά αποφασιστικά όχι μόνο στη μοίρα της ανθρωπότητας, αλλά η επίδρασή του φτάνει πέρα από τα όρια της ιστορίας και φωτίζει ολόκληρη τη ζωή του κόσμου, γιατί ο κόσμος πλάστηκε για τον άνθρωπο.
Όταν απομακρυνόμαστε από το δρόμο που υποδείχτηκε από το Χριστό, δηλαδή από τη θέωση του ανθρώπου με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ολόκληρος ο σκοπός της παρουσίας του ανθρώπου  πάνω στη γη εξαφανίζεται.

[//95] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

9.  Περί μετανοίας και πνευματικού πολέμου

Το σύνολο της επίγειας ζωής μας, από τη γέννηση μέχρι την τελευταία αναπνοή μας, τελικά θα μοιάσει με μια περιεκτική πράξη. Το περιεχόμενο και η ποιότητα της θα φανεί σαν μια λάμψη. Φανταστείτε ένα ποτήρι από το καθαρότερο κρύσταλλο γεμάτο νερό. Μια ματιά είναι αρκετή να μας πει αν το νερό είναι καθαρό ή όχι. Το ίδιο θα συμβεί και μ’ εμάς, όταν θα πάμε σε άλλη σφαίρα. Η πιο ταχύτερη αντίδραση της καρδιάς μας ή του νου μας αφήνει το στίγμα της στο σύνολο της ζωής μας. Υποθέστε ότι μόνο μια φορά καθ’ όλη τη διάρκεια της υπάρξεως μου, είχα ενός λεπτού αμαρτωλή ροπή, π.χ. για φόνο. Μέχρις ότου αποβάλω την ιδέα από την καρδιά μου με μια  πράξη  μετάνοιας αυτή θα μένει μαζύ μου σαν μια μαύρη κηλίδα, χωρίς να μπορεί να κρυφτεί·
«ουδέν δε συγκεκαλυμμένον εστιν ό ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ό ου γνωσθήσεται» (Λουκ. 12,2). Συχνά αναπαυόμαστε με την ιδέα ότι κανένας δεν είδε τί πράξαμε ή κανείς δε γνωρίζει τί σκεφθήκαμε. Αν δούμε όμως αυτή τη ζωή σαν προετοιμασία για την αιωνιότητα, αν προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από τα μελανά στίγματα που έχομε μέσα μας, η εικόνα αλλάζει.
«Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστί και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α’ Ιωάν. 1,8‐ 9). Όταν μετανοούμε κατηγορώντας αποκλειστικά τον εαυτό μας μπροστά σε Θεό και ανθρώπους, καθαριζόμαστε εσωτερικά. Το νερό στο ποτήρι [//96] καθαρίζεται, αφού περάσει από πνευματικό φίλτρο, τη μετάνοια. Έτσι, όταν εξομολογούμαι, κατηγορώ τον εαυτό μου για κάθε κακό, γιατί δεν υπάρχει αμαρτία σ’ όλο τον κόσμο για την οποία δεν είμαι ένοχος έστω και για δευτερόλεπτο. Ποιός μπορεί να είναι εντελώς βέβαιος ότι είναι εξ ολοκλήρου ελεύθερος από τη δύναμη των λογισμών των παθών; Και αν για μια μόνο στιγμή κρατήθηκα από μια κακή σκέψη, ποιός εγγυάται ότι αυτή η στιγμή δεν θα μεταβληθεί σε αιωνιότητα; Επομένως όσο μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας,


πρέπει να εξομολογηθούμε εξ ολοκλήρου τις αμαρτίες μας για να μη τις φέρομε μαζί μας ύστερα από το θάνατο μας.
Κατά πρόσωπο αντίσταση δεν είναι πάντοτε ο επιτυχής τρόπος για να υπερνικήσουμε τους αμαρτωλούς ή απλώς μάταιους λογισμούς. Συχνά ο πιο καλός δρόμος για μας είναι να διατηρούμε το νου «κατά την ευδοκίαν του θελήματος του Πατρός» (Εφεσ. 1,5). Το να καθοδηγήσουμε τη ζωή μας όπως πρέπει, είναι βασικό. Να γνωρίζουμε ότι πριν την δημιουργία του κόσμου προοριζόμαστε για την τελειότητα. Το να μειώνουμε το προσωπικό σχέδιο του Θεού για μας δεν είναι μόνο σφάλμα, αποτελεί αμαρτία. Επειδή δεν διαβλέπουμε σ’ εμάς και ακόμα λιγότερο στους συνανθρώπους μας καμιά διαρκή αρετή, συμπεριφερόμαστε μεταξύ μας σαν άγρια θηρία της ζούγκλας. Ώ τι παράδοξο πλάσμα που ‘ναι ο άνθρωπος! Το να τον παρατηρεί κανείς προκαλεί αγαλλίαση και θαυμασμό, αλλά και κατάπληξη για την άγρια σκληρότητα του. Η ψυχή αγωνίζεται να προσευχηθεί για τον κόσμο, αλλά όμως η προσευχή ποτέ δεν θα επιτύχει σε όλη την έκταση το σκοπό της αφού τίποτα και κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τον άνθρωπο από την ελευθερία του να υποχωρήσει στο κακό, να διαλέξει το σκοτάδι από το φως (Ιωάν. 3,19).
[//97] Η αληθινή προσευχή που ανεβαίνει προς το Θεό ποτέ δε χάνεται. Μερικές φορές μπορούμε να λησμονήσουμε γιατί προσευχόμαστε, αλλά ο Θεός διατηρεί την προσευχή μας παντοτινά. Την ημέρα της Κρίσεως ό,τι αγαθό έχομε κάνει κατά τη διάρκεια της ζωής μας θα είναι πλησίον μας για να μας δοξάσει. Και αντίθετα, το κακό, για το οποίο δεν εξομολογηθήκαμε, θα μας καταδικάσει και θα μας ρίξει στο σκότος το εξώτερον. Η μετάνοια μπορεί να ανατρέψει τα αποτελέσματα της αμαρτίας. Με τη δύναμη της Θείας Χάριτος η ζωή μπορεί να διορθωθεί σ’ όλο της το πλήρωμα, όχι βέβαια μονόπλευρα με την επέμβαση του Θεού αλλά πάντοτε και μόνο με τη συγκατάθεση μας. Ο Θεός δεν κάνει τίποτα στον άνθρωπο χωρίς τη συνεργασία του ίδιου του ανθρώπου.
Την επέμβαση του Θεού στην προσωπική μας ζωή την ονομάζουμε πρόνοια. Αυτή η πρόνοια δεν είναι σαν την ειδωλολατρική τύχη· πράγματι στις κρίσιμες στιγμές εμείς παίρνουμε την απόφαση, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όταν αντιμετωπίζουμε πολλές πιθανότητες κατά την εκλογή μας, αυτή θα εξαρτηθεί από τον τελικό σκοπό που έχομε υπ’ όψη μας δηλαδή τη Βασιλεία του Πατρός. Αλλά πολλές φορές επηρεαζόμαστε από άλλους πιο παροδικούς υπολογισμούς και παρεκκλίνομε από τον αληθινό δρόμο του Θεού σε ψεύτικα μονοπάτια – που δεν οδηγούν στο ελπιζόμενο. Βέβαια, ό,τι και να διαλέξουμε ο πόνος είναι αναπόφευκτος. Όταν όμως ακολουθήσουμε τον δρόμο του Θεού, η θυσία μας θα μοιάσει με την θυσία του Χριστού. «Πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ’ εμού· πλην μη το θέλημα μου, αλλά το σον γινέσθω» (Λουκ. 22,43).
Όταν δοθεί στον άνθρωπο να γνωρίζει την αξία της προσευχής, που τόσο υπερέχει συγκρινόμενη με κάθε άλλη δραστηριότητα στους τομείς της επιστήμης, τέχνης, [//98] ιατρικής ή άλλων κοινωνικών ή πολιτικών εργασιών, δεν του είναι δύσκολο να θυσιάσει την υλική ευτυχία, χάρη στην αγαλλίαση της συνομιλίας με το Θεό. Αποτελεί μεγάλο προνόμιο για τον άνθρωπο να κατοικεί ο


νους του στην αιωνιότητα, κάτι που είναι πάνω και πέρα από τα πιο θαυμαστά επιτεύγματα της επιστήμης, της φιλοσοφίας, των τεχνών κ.λ.π. Αρχικά ο αγώνας να πετύχει κανείς αυτό το προνόμιο φαίνεται ασύμμετρα δύσκολος, αν και σε πολλές περιπτώσεις που γνωρίζω η επιδίωξη της ελευθερίας για προσευχή έγινε αναγκαία.
Η προσευχή μας εφοδιάζει με μια πείρα πνευματικής ελευθερίας που αγνοούν πολλοί άνθρωποι. Το πρώτο σημείο απελευθερώσεως είναι μια αποτροπή στο να θέσει κανείς τη βούληση του στη διάθεση των άλλων. Το δεύτερο, μια εσωτερική απελευθέρωση από τα δεσμά των άλλων στον εαυτό του. Η κυριότητα πάνω στην επιθυμία μας να εξουσιάζουμε τους άλλους είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στάδιο, που αμέσως ακολουθείται από την τάση να λυπόμαστε όταν μειώνουμε τον αδελφό μας. Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατά την εικόνα του Θεού, ο οποίος είναι ταπεινός αλλά συγχρόνως και ελεύθερος. Επομένως είναι κανονικό και φυσικό ότι θα γίνει «καθ’ ομοίωσιν» του Δημιουργού του και θα παραιτηθεί από την άσκηση ελέγχου πάνω στους άλλους, ενώ ο ίδιος είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος με τη δύναμη της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα του. Εκείνοι που κατέχονται από δυνατή επιθυμία για να αποκτήσουν δύναμη, αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού μέσα τους. Το φως της αληθινής ζωής τους εγκαταλείπει αφήνοντας ένα τρομερό κενό, μια απελπιστική ανία. Η ζωή χάνει κάθε νόημα. Όταν το Άγιο Πνεύμα με την ευγενική παρουσία του στις ψυχές μας μάς κάνει ικανούς να κυριαρχήσουμε στα πάθη μας, σκεφτόμαστε ότι το να περιφρονούμε τους άλλους [//99] είναι αντίθετο με το πνεύμα της αγάπης. Και αν δεν είμαι σπλαχνικός, οτιδήποτε άλλο, ακόμα και χαρίσματα προφητείας, κατανοήσεως όλων των μυστηρίων ή θαυματουργίας, τίποτα δεν με ωφελεί (Α’ Κορ. 13,1‐3).
Η πνευματική ελευθερία είναι η ύψιστη χάρη. Χωρίς αυτή δεν υπάρχει σωτηρία. Σωτηρία που μας αποκαλύφτηκε σαν θέωση του ανθρώπου, σαν εξομοίωση του ανθρώπου με τη θεία μορφή του Όντος.
Είναι σημαντικό ότι ο άνθρωπος με τη δική του ελεύθερη θέληση καθορίζει τον εαυτό του σ’ όλη την αιωνιότητα. Ο μόνος αληθινός οδηγός στον αγώνα της εκπληρώσεως αυτής της ανεκλάλητης υψηλής κλήσεως είναι οι εντολές του Χριστού. Όλη η κτίση στενάζει, γιατί υποτάχθηκε στη ματαιότητα και περιμένει τη λύτρωση που θα ‘ρθει με την διακήρυξη «της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,19‐23). Είναι λυπηρό να βλέπει κανείς ότι σπάνια γίνεται αντιληπτό σε τί αναφέρεται η γνήσια, θεϊκή, βασιλική ελευθερία «των υιών του Θεού».
Η εντατική προσευχή μπορεί να μεταφέρει νου και καρδιά με την έντονη τους επιθυμία στην αιωνιότητα, ώστε το παρελθόν να χάνεται στη λησμονιά, και να μη μένει σκέψη για κανένα γήϊνο μέλλον· ολόκληρη η εσωτερική προσοχή συγκεντρώνεται στο ενδιαφέρον του μοναδικού, δηλαδή πώς θα γίνουμε άξιοι  του Θεού. Είναι γεγονός ότι όσο ισχυρότερη είναι η επιθυμία μας για την αναζήτηση του ατελεύτητου, τόσο αργότερα φαίνεται ότι προχωρούμε. Η πολύ ισχυρή αντίθεση μεταξύ της δικής μας μηδαμινότητας και του απερίγραπτου μεγαλείου του Θεού τον οποίο αναζητούμε, καθιστά αδύνατο να κρίνουμε με κάθε  βεβαιότητα  αν προοδεύουμε    οπισθοχωρούμε.  Σ’  αυτή  τη  θεώρηση της


αγιότητας και της ταπεινότητας του Θεού, η πνευματική κατανόηση του ανθρώπου αναπτύσσεται γρηγορότερα από την ικανότητά του να εναρμονίσει [//100] τη συμπεριφορά του με το λόγο του Θεού. Από αυτό το λόγο προέρχεται η εντύπωση, ότι η απόσταση μεταξύ αυτού και του Θεού συνέχεια αυξάνεται. Η αναλογία δεν είναι ακριβής, αλλά αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό σε κάθε γνήσιο καλλιτέχνη ή επιστήμονα. Η σύλληψη απέχει πολύ από την ικανότητα για την πραγμάτωση. Είναι φυσικό για ένα καλλιτέχνη να αισθάνεται ότι το αντικείμενο του ξεφεύγει συνέχεια από τα χέρια του. Και αν συμβαίνει αυτό στο χώρο της τέχνης, ακόμα περισσότερο συμβαίνει στο χώρο όπου αναζητείται η γνώση της άναρχης και ακατάληπτης θειότητας. Κάθε καλλιτέχνης γνωρίζει το βάσανο της προσπάθειας να υλοποιήσει το αισθητικό του όραμα. Η ψυχή του ανθρώπου της προσευχής συχνά δοκιμάζεται πιο οδυνηρά. Η αδυναμία που τον κυριεύει όταν βλέπει τον εαυτό του να αρπάζεται από τα βασικά πάθη,  τον οδηγεί ακόμα βαθύτερα στον πυρήνα της υπάρξεως του. Αυτή η εσωτερική αυτοσυγκέντρωση μπορεί να πάρει τη μορφή μιας συστολής, όπου ψυχή, νους  και σώμα αλληλοσυστέλλονται σαν μια πολύ σφικτή γροθιά. Η προσευχή  γίνεται μια κραυγή χωρίς λέξεις, και αναλογιζόμενος ο άνθρωπος την απόσταση που τον χωρίζει από το Θεό πέφτει σε οξύτατη λύπη. Το να βλέπει κανείς τον εαυτό του στον μαύρο λάκκο της αμαρτίας, αποκομμένο από τον Άγιο των Αγίων, είναι απελπιστική πράγματι κατάσταση.
Η προσευχή συχνά βγαίνει χωρίς λέξεις. Αν υπάρχουν λέξεις, αυτές βγαίνουν αργά, σε μακρές παύσεις μεταξύ τους. Ο ανθρώπινος λόγος μας είναι εικόνα του Λόγου ο οποίος ήταν «εν αρχή». Όταν οι λέξεις ακτινοβολούν συνετή γνώση, έχουν χωρίς αμφιβολία μεταφυσικές ρίζες, και ειδικότερα όταν περιλαμβάνεται σ’ αυτές γνώση Θεού. Σ’ αυτή τη σχέση οι Πατέρες της Εκκλησίας, σε μια προσπάθεια να εκφράσουν τα ανέκφραστα σε σχήματα [//101] και μορφές μέσα στα όρια της εγκόσμιας πείρας μας, διατύπωσαν ένα συγκεκριμένο παραλληλισμό ανάμεσα στη σχέση του Θεού Πατέρα και του Θεού Λόγου και στην αμοιβαία σχέση του νου μας με το λόγο μας. Διέκριναν μεταξύ του εσωτερικού έμφυτου λόγου του νου μας –ο έμφυτος λόγος (ενδιάθετος λόγος)
, και της προφερόμενης λέξεως, της εκφράσεως – ο έναρθρος λόγος. Το πρώτο δηλώνει μια ορισμένη αναλογία σχετικά με το Θεό Λόγο «τον όντα εις τους κόλπους του Πατρός» (Ιωάν. 1,18) και το δεύτερο δηλώνει αναλογία με την ενσάρκωση. Και αν κατά την αιώνια ύπαρξη του ο Θεός Λόγος είναι ομοούσιος και ίσος με τον Πατέρα και βασιλεύει μαζί του, κατά την ενσάρκωση του ως Υιός του ανθρώπου μπορούσε να πει: «Ο Πατήρ μου μείζων μου εστι» (Ιωάν. 14,28). Έτσι ο ανθρώπινος λόγος έκαμε κραυγαλέες παρομοιώσεις σχετικά με τη θεία πραγματικότητα, η γνώση της οποίας δόθηκε με οράματα και αποκαλύψεις  στους προφήτες, αποστόλους και πατέρες. Όμως η όραση που γινόταν κήρυγμα φαινόταν πιο μειωμένη στον ακροατή παρά στον προφήτη τον ίδιο, αφού  οι λέξεις που περιέγραφαν την όραση δεν μείωναν την αξία της οράσεως για τους προφήτες. Έτσι ακριβώς και για τον Πατέρα η ενσάρκωση δεν μείωσε τον Υιό.
Στο πέρασμα των αιώνων οι δάσκαλοι της Εκκλησίας ερεύνησαν τρόπους και έννοιες για να μεταδώσουν στον κόσμο τη γνώση που αφορούσε τη Θεία


Ύπαρξη. Στις προσπάθειές τους βασανίζονταν συνέχεια μεταξύ της απροθυμίας να εγκαταλείψουν την απερίγραπτη θεωρία του μοναδικού και ουσιώδους μυστηρίου, και της αγάπης που τους ανάγκαζε να κάνουν τους αδελφούς τους μετόχους του μυστηρίου. Ο Θεός ανάγκασε και αναγκάζει πράγματι τους αγίους του να μιλούν για τα εξ ύψους δώρα. Βλέπομε πόσο επηρέασε αυτό τον απόστολο Παύλο [//102] που λέει: «Εάν γαρ ευαγγελίζωμαι, ουκ έστι μοι καύχημα· ανάγκη γαρ μοι επίκειται· ουαί δε μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι· ει γαρ εκών τούτο πράσσω μισθόν έχω» –διάχυση της χάριτος– «ει δε άκων  οικονομίαν πεπίστευμαι» (Α’ Κορ. 9,16‐17). Αυτό έγινε και με πολλούς ασκητές στην χριστιανική ιστορία ανά τους αιώνες. Σημειώνομε το ίδιο χαρακτηριστικό και στο γέροντα Σιλουανό, που γράφει: «Η ψυχή μου υπεραγαπά το Θεό και πώς μπορώ να κρύψω αυτή τη φλόγα που θερμαίνει την ψυχή μου; Πώς μπορώ να κρύψω τα ελέη του Θεού στα οποία αναπαύεται η ψυχή μου; Πώς μπορώ να κρατήσω την ειρήνη μου, όταν η ψυχή μου είναι αιχμάλωτη του Θεού; Πώς μπορώ να  σιωπήσω, όταν το πνεύμα μου λειώνει μέρα και νύχτα από αγάπη σ’ αυτόν;».
Αδύνατη η σιωπή αλλά αδύνατη και η ομιλία. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί αδυνατούν οι λέξεις να εκφράσουν το γεγονός, αλλά και γιατί το Θείο Πνεύμα αναγκάζει το νου σε βαθειά σιωπή μεταφέροντάς τον σε άλλο κόσμο. Πάλι ο μακαριστός Γέροντας Σιλουανός λέει: « Ο Κύριος μας έδωσε το Άγιο Πνεύμα και διδαχτήκαμε τον ύμνο του Κυρίου και έτσι λησμονάμε τη γη για την γλυκύτητα της αγάπης του Θεού …».
«Ελεήμων ο Κύριος! Και ο νους σιωπά».

[//103] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

10.  Από το σκοτάδι στο φως

«Εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον» (Ιωάν. 16,21). Προ Χριστού κανένας δεν χαιρέτησε ποτέ με τόση ευφροσύνη την εμφάνιση ενός ανθρώπου όπως αυτός, ο οποίος δημιούργησε τον άνθρωπο. Ο Δημιουργός του σύμπαντος χάρηκε περισσότερο για τον άνθρωπο παρά για τον ένδοξο χορό των ουράνιων  σωμάτων. Ο άνθρωπος είναι πιο πολύτιμος από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο πλήρης και τέλειος άνθρωπος είναι θαυμαστός, όσο πιο θαυμαστός είναι ο Θεός. Είναι αθάνατος και πάνω από τον κόσμον. Είναι κάτι περισσότερο από μικρόκοσμος. Είναι μικροθεός. Επειδή ο αιώνιος Λόγος του Πατέρα έγινε σάρκα «εν ομοιώματι ανθρώπου» (Φιλιπ. 2,7), γι’ αυτό και με το δώρο της αγάπης του, ο άνθρωπος με τη σειρά του μπορεί να γίνει όπως ο Θεός, μέχρι ταυτότητας.
Μεταξύ Θεού και ανθρώπου υπάρχει και πρέπει να υπάρχει ισοτιμία,  παρά το γεγονός ότι αυτοί είναι ανισότιμοι. Αν απορρίψουμε την ιδέα της ισοτιμίας, θα ήταν εξ ολοκλήρου αδύνατον να ερμηνεύσουμε κάθε τύπο  γνώσεως σαν αληθινό, δηλαδή σαν ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα του Πρωτογενούς Όντος. Αν ο άνθρωπος με τη φύση του πνεύματος του δεν είναι
«κατ’ εικόνα Θεού», τότε ούτε ο Θεός μπορούσε να γίνει άνθρωπος. Στην ύψιστη μακαριότητα του ο παντέλειος Θεός, η απέραντη αγαθότητα, επεθύμησε να κληροδοτήσει αυτή τη μακαριότητα «εκτός» εαυτού, και έτσι δημιούργησε ένα


κόσμο λογικών όντων. Ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο των λογικών όντων για ένα μέρος της μακαριότητας του, γιατί κάθε στοιχείο περιορισμού θα δήλωνε ανομοιότητα [//104] και θα ανέτρεπε την αιώνια ένωση με το Θεό στον ύψιστο χώρο.
Το αξίωμα ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ισόθεος εξ ολοκλήρου και όχι μέχρις ενός βαθμού πηγάζει από τη χριστιανική ανθρωπολογία. Ωσάν εικόνα και ομοίωση του Απολύτου, ο άνθρωπος γνωρίζει ότι κατά το πνεύμα του υπερέχει από κάθε φυσικό όν. Στην προσευχή διαβλέπομε μέσα μας θεία αιωνιότητα που δεν πραγματοποιήθηκε ακόμα, αλλά είναι γνωστή εκ των προτέρων. Η τελειότητα του «κατ’ εικόνα» δεν ανατρέπει την οντολογική απόσταση μεταξύ Θεού Δημιουργού και ανθρώπου δημιουργηθέντος.
Η τραγωδία της δημιουργίας ήλθε με την πτώση και συνεχίζει με τη διαρκή αστάθεια μας. Ρέπουμε στο κακό, το αποφεύγουμε και το πολεμούμε. Παρά το διακαή πόθο μας για το απόλυτο αγαθό, για το Θεό, εν τούτοις τον παραμερίζομε και αντιστεκόμαστε σ’ αυτόν.
Ο Χριστός που συνέδεσε Θεό και άνθρωπο αδιαίρετα στον εαυτό του είναι  η εντελώς μοναδική λύση σ’ αυτή την φανερή αδιάλυτη σύγκρουση. Αυτός είναι πράγματι «ο Σωτήρ του κόσμου» (Ιωάν. 4,42). Αυτός είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, θείων και ανθρώπινων. Και είναι ο μοναδικός δρόμος για τον Πατέρα. Είναι ο ήλιος που φωτίζει τα σύμπαντα. Μόνο στο φως του μπορεί να διακριθεί η οδός.
Φυσικά ελκυόμαστε από τον Υπέρτατο, αλλά το προσκύνημά μας πρέπει  ν’ αρχίσει από μια κάθοδο στο λάκκο της κολάσεως. Ο απόστολος Παύλος είπε για το Χριστό: «το δε ανέβη τί εστιν ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τα κατώτερα μέρη της γης; Ο καταβάς αυτός εστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των  ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφ. 4,9‐10). Και αυτή είναι η οδός για μας μετά την πτώση. Ενσυνείδητα κατερχόμαστε στην κόλαση, [//105] μέχρι τη στιγμή κατά την οποία το κατ’ εικόνα του ανθρώπου του αιωνίου αποκαλύπτεται σ’ εμάς. Και τότε αντιλαμβανόμαστε καλά τη ζοφερή νύχτα στην οποία βρισκόμαστε. Μας κυριεύει η λύπη. Η αγωνία του πνεύματος μας είναι τόσο ισχυρή, ώστε κανένας ψυχικός πόνος δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό το ατέλειωτο βάσανο. Με το ελάχιστο υπόλοιπο της δυνάμεως μας προσευχόμαστε και ζητούμε βοήθεια από ψηλά. Αφού ταπεινωθούμε από την αμαρτία, βλέπομε τον εαυτό μας αποχωρισμένο από το Θεό και από τα βάθη μας κραυγάζομε: «Ο θάνατος χτύπησε. Έλα και ολοκλήρωσε με. Έλα και διώξε κάθε τι που με μολύνει. Έλα και μόρφωσε σ’ εμένα κάθε τι που είναι αρεστό μπροστά σου. Κρατιέμαι αιχμάλωτος στο σκοτάδι. Δεν έχω τη δύναμη να σταθώ μπροστά σου».
Με το σκοτάδι και όλα όσα μολύνουν εννοούμε την υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια είναι η ρίζα κάθε αμαρτίας. Ο Χριστός άρχισε το κήρυγμα του στη γη με μια κλήση για μετάνοια, μια ριζική αλλαγή στο πλησίασμα μας στη ζωή. Η συνήθης κατάσταση μας μεταβάλλεται ριζικά. Αυξάνεται η ταπείνωση, μειώνεται η υπερηφάνεια. Ο Θεός εκδηλώνεται σ’ εμάς με άκρα ταπείνωση. Αυτή είναι η αρχή της μετάνοιας που δεν έχει τέλος στη γη, γιατί ένα τέλος θα σήμανε τέλεια θέωση ίση με το Χριστό‐Θεό.


Είναι γεγονός ότι η περίλυπη προσευχή γίνεται περιεκτική. Δεν υπολείπεται τίποτα ούτε στο νου ούτε στην καρδιά. Ο θάνατος καταπίνει όλη τη δημιουργία και πρώτα και κύρια εμάς. Και, να, εδώ εμφανίζεται εκείνο το οποίο
«οφθαλμός ουκ είδεν, και ούς ουκ ήκουσεν, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβε» (Α’ Κορ. 2,9), μια ακτίνα του άκτιστου Ήλιου που διαπερνά το βάθος του σκοταδιού μας.
Αυτό το Θείο Φως, κρυμμένο, μυστήριο στη φύση [//106] του, δίνει νέα ζωή στην ψυχή. Άυλο και αόρατο, μερικές φορές ορατό, τραβά στον εαυτό του το πνεύμα του ανθρώπου και η γη με τις σειρήνες της λησμονιούνται. Πράο, αλλά ισχυρότερο από κάθε τι άλλο, παρηγορεί την ψυχή· λειώνει η καρδιά, ο νους ανορθώνεται. Είναι ζωή διαποτισμένη με αγάπη. Αμφιβολία και φόβος διώχνονται. Ο θάνατος φεύγει στη θέα του.
Ώ Άγιο Πνεύμα, μυστηριακό Φως,
Ώ Φως ανεξερεύνητο, Φως πέρα από κάθε όνομα. Έλα και σκήνωσε σ’ εμάς.
Λύτρωσε μας απ’ το σκοτάδι και την άγνοια και γέμισε μας
με τα νάματα της γνώσεως σου.
Αυτό το φως είναι το φως της θεότητας. Ανέκφραστα απαλό ώστε δεν αισθανόμαστε το πλησίασμα του. Μπορεί να ρθει τις νυχτερινές ώρες ή το καταμεσήμερο μιας φωτεινής ημέρας. Όπως και το κοινό φως, μοιάζει με πνοή αγάπης. Φέρνει ειρήνη. Φέρνει πείρα αναστάσεως· το πνεύμα του ανθρώπου μπαίνει στο βασίλειο όπου δεν υπάρχει θάνατος. Ο χρόνος είναι σταθερός. Ο κόσμος που βαδίζει στο θάνατο, έρχεται στη ζωή.
Ώ Κύριε Ιησού Χριστέ, αιώνιο φως,
που ανέλαμψες από τον Πατέρα πριν από κάθε κτίση, διάνοιξε τα μάτια των καρδιών μας
και δώσε μας να σε δούμε, Δημιουργέ και Θεέ μας.
Δώρησε μας να κατανοήσωμε τον Ευαγγελικό λόγο του Χριστού, σαν άδυτο φως, σαν δημιουργική θεία δύναμη, σαν νέο βήμα στη δημιουργία, όχι πια με τον τύπο της [//107] εντολής «Γενηθήτω …» αλλά με συνομιλία με ένα λογικό όν. «Βουληθείς απεκύησεν υμάς λόγω αληθείας» (Ιακ. 1,18).
Δεν υπάρχει βία στο λόγο του Χριστού. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να  τον απορρίψει, αν και όλος ο κόσμος θα κριθεί «δι’ αυτού». εκείνος που τον δέχεται, γνωρίζει από πού προήλθε, γνωρίζει αν διατυπώθηκε από άνθρωπο, ή αν κατήλθε αληθινά «εκ του Πατρός των φώτων» (Ιακ. 1,17 και Ιωάν. 7,17).
Ο Χριστός είναι το φως του κόσμου. Αυτός απεκάλυψε τον Ουράνιο  Πατέρα σ’ εμάς και μας έδειξε τί είναι ο άνθρωπος. Χωρίς αυτόν θα είχαμε λίγη γνώση για το Θεό ή τον άνθρωπο. Ο Χριστός είναι η αιώνια αλήθεια (Ιωάν. 14,16) που υπερβαίνει κάθε «επιστημονική αλήθεια», η οποία αυτή καθ’ εαυτή είναι παροδική. Είναι αδύνατο με άλλο τρόπο να γνωρίζομε την Αλήθεια που είναι ο Χριστός εκτός από ακρόαση των λόγων του· «εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστε και γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον εμόν τηρήση


θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα … εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα  και  μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. 8,31.32.51 και 14,23). Θα κατοικήσει μέσα μας όχι για λίγο, αλλά αιώνια.
Έτσι εκείνοι που κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο απορρίπτουν το Χριστό δεν γνωρίζουν τί και ποιόν απορρίπτουν. Ο Χριστός είναι Σοφία προαιώνια,  Σοφία κρυμμένη που άρχοντες και αρχόμενοι του κόσμου τούτου δεν  γνωρίζουν,
«αλλά λαλούμεν σοφίαν Θεού εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην» (Α’ Κορ. 2,7). Πριν να έρθει ο Κύριος, ο κόσμος όλος, όλοι οι λαοί της γης, βάδιζαν στο σκοτάδι, μη γνωρίζοντας το δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία [//108] του Θεού και Πατέρα μας. Τώρα τα μυστήρια αποκαλύφθηκαν σ’ εμάς. Δόθηκε σ’ εμάς γνώση βέβαιη, υψίστης σημασίας για το σκοπό του ερχομού μας στον κόσμο. Ο Χριστός κήρυξε την αγάπη του Πατέρα για μας και στον εαυτό του μας αποκάλυψε τον Πατέρα. Αλλά τον σταυρώσαμε και ενώ κρεμόταν στο Σταυρό τον χλευάσαμε και μέχρι σήμερα συνεχίζομε να τον χλευάζουμε.

[//109] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

11.  Η πείρα της αιωνιότητας με την προσευχή

Ώ! Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του ζώντος Θεού, Σε παρακαλούμε και σε ικετεύομε,
Μη μας απομακρύνεις από το πρόσωπο σου, Μην οργισθείς για την ασέβεια μας.
Φανερώσου σ’ εμάς, Φως του κόσμου,
Αποκάλυψε μας
το μυστήριο της οδού της δια σου σωτηρίας, για να γινόμαστε
γιοί και θυγατέρες του Φωτός σου.
Προσήλωσε το νου σου στο Θεό και θα ‘ρθει η στιγμή κατά την οποία θα αισθανθείς το άγγιγμα του Αιωνίου Πνεύματος στην καρδιά σου. Αυτό το θαυμάσιο πλησίασμα του πανάγιου Θεού, υψώνει το πνεύμα στις σφαίρες του άκτιστου Όντος και ο νους λαβαίνει πείρα όλων όσα υπάρχουν εκεί. Η αγάπη ξεχειλίζει σαν ποταμός φωτός σε όλη την κτίση. Η φυσική καρδιά αισθάνεται αυτή την αγάπη σαν πνευματική, μεταφυσική.
Για να μπορέσουμε «ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν» (Α’ Κορ. 2,12) εκ των άνω, ο Θεός αποσύρεται για λίγο ύστερα από την επίσκεψη του σ’ εμάς. Αισθανόμαστε παράξενα, όταν ο Θεός μας εγκαταλείπει. Στη νεαρή μου ηλικία ήμουν ζωγράφος και η φυσική ικανότητά μου δεν με εγκατέλειπε. Μπορεί να είμαι κατάκοπος για να ζωγραφίσω, μπορεί να λείπει η έμπνευση, αλλά γνωρίζω ότι το χάρισμα υπάρχει σαν ένα αδιάσπαστο μέρος του εαυτού μου. Όμως είναι διαφορετικά με το Θεό. Όταν ο Θεός μας εγκαταλείπει υπάρχει ένα κενό [//110] μέσα μας και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν θα επιστρέψει εκ νέου. Ο Θεός εξαφανίζεται. Εμείς εγκαταλειπόμαστε άδειοι και νεκροί. Όταν μας επισκέπτεται αισθανόμαστε κάτι που υπερβαίνει κάθε φαντασία. Και ξαφνικά επιστρέφω στην παλιά μου κατάσταση, η οποία πριν από την επίσκεψή του μου


φαινόταν φυσική και ικανοποιητική. Τώρα με τρομάζει. Μεταφέρθηκα στο παλάτι του Μεγάλου Βασιλιά μόνο για να εξορισθώ πάλι; Όταν ήμουν εκεί γνώριζα ότι ήμουν στο σπίτι του Πατέρα μου, τώρα όμως στέκομαι έξω λυπημένος.
Αυτές οι εναλλασσόμενες καταστάσεις με διδάσκουν πώς να διακρίνω μεταξύ των φυσικών χαρισμάτων και αυτών τα οποία έρχονται σαν καθαρή χάρη από ψηλά. Η προσευχή προκάλεσε την πρώτη επίσκεψη. Πάλι με την προσευχή και πάντοτε με πιο επίμονη προσευχή ελπίζω στην επιστροφή του. Και πράγματι επιστρέφει. Συχνά όταν επιστρέφει, αλλάζει συνήθως το χαρακτήρα της παρουσίας του, αλλά και έτσι συνέχεια πλουτίζομαι με περισσότερες γνώσεις για τη βασιλεία του Πνεύματος. Τώρα υπάρχει πόνος αλλά υπάρχει και χαρά. Αναπτύσσομαι. Διδάσκομαι να συμπεριφέρομαι κάτω από τη νέα κυριαρχία του.
Όλες οι πνευματικές ασκήσεις και τα παλαίσματα για προσευχή είναι πάρα πολύ σκληρά. Το πνεύμα μας βρίσκεται σε συνεχή ροή. Κατά καιρούς η καρδιά μας αισθάνεται πολύ ξερή και σκληρή. Αλλά ο χρόνος, όταν χάνουμε το ζήλο, γίνεται συντομότερος.
Κατά την προσευχή αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού, η οποία, αν και δεν πετυχαίνουμε την πλήρη πείρα αυτού που αναζητούμε, βεβαιώνει την πίστη μας. Πλησιάζομε προς το τέλος της μακράς έρευνάς μας να ανακαλύψομε το βάθος του Όντος – μια έρευνα που κατά το παρελθόν μας ενέπλεκε από μια πνευματική περιπέτεια [//111] σε άλλη. Τώρα οδηγούμαστε προς το τέρμα που μας υποδείχνει ο Χριστός, όχι πλανώμενοι αλλά εμπνεόμενοι από το μεγαλείο του γεγονότος που έχομε μπροστά μας. Ο Δημιουργός μας γνωρίζει καλλίτερα απ’ ότι εμείς τίς δυνατότητες της ανθρώπινης φύσεως. Και αφού η αποκάλυψη δείχνει ότι εκλεχτήκαμε για το Χριστό «προ καταβολής κόσμου» (Εφεσ. 1,4) – πράγμα που ο Ιωάννης, ο Πέτρος, ο Παύλος και οι άλλοι απόστολοι και οι Πατέρες γνώριζαν– πώς μπορούμε να φοβηθούμε μπροστά στην μοναδικής  αξίας κλήση, όταν κάθε άλλος σκοπός πέφτει σε αφάνεια; Ο Θεός καλεί καθένα από μας στη χαρά του αλλά η εκλογή –αποδοχή άρνηση– εξαρτάται από μας.
«Πολλοί γαρ εισι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» (Ματθ. 22,14). Βέβαια δεν είμαστε πιο θαρραλέοι από τους μαθητές που φοβούνταν καθώς έρχονταν στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Χριστό, ο οποίος θα «παρεδίδετο τοις αρχιερεύσι και τοις γραμματεύσι» (Ματθ. 10,32.33) και θα καταδικαζόταν σε επαίσχυντο θάνατο.
Ώ! Κύριε Ιησού Χριστέ, το Φως το εκ του Πατρός, η εικόνα του προσώπου του,
o τέλειος τύπος της ουσίας και της φύσεως του.
Διάνοιξε τις καρδιές μας και στήριξε μας το νου για να σε γνωρίσομε.
Ο μονογενής και αγαπημένος Υιός του Πατέρα,
Να, με φόβο και πίστη στεκόμαστε μπροστά σου
και αναφέρομε την απελπισία μας


στο βάθος του ελέους σου.
Με τη δύναμη του Πνεύματος σου,
κάνε μας ικανούς να ακολουθούμε τα ίχνη σου.
[//112] Είναι παράξενο το φαινόμενο ότι σε γεγονότα καθαρά γήινης φύσεως ο λόγος ενός απλού θεατή λαμβάνεται σαν βάση και μάλιστα από επιφανείς ιστορικούς. Αλλ’ όταν το γεγονός ανήκει σ’ άλλα πεδία, η μαρτυρία εκατοντάδων μαρτύρων αποτυγχάνει στην προσπάθεια της να βρει τη δέουσα ανταπόκριση. Γιατί αυτό; Πιστεύω, όχι τόσο γιατί η μαρτυρία είνναι ψεύτικη και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά γιατί οι περισσότεροι από μας είμαστε ικανοποιημένοι με τα πράγματα της σάρκας και ελάχιστα επιθυμούμε υψηλή γνώση. Αλλά «σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ού δύνανται· ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί» (Α’ Κορ. 15,50).
Η αιώνια ζωή δηλώθηκε σ’ εμάς αιώνια ζωή «ήτις ήν απ’ αρχής, ήν ακηκόαμεν, ήν εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ήν εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» (Α’ Ιωάν. 1,1). Όμως αν και βρισκόμαστε στον εικοστό αιώνα από την ιστορία της Κ. Διαθήκης, ο κόσμος συνολικά συνεχίζει να ζει σαν να βρίσκεται στους χρόνους της Π. Διαθήκης, χωρίς ούτε την ασαφή αναμονή του ερχομού του Μεσσία. Χειρότερα δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε ούτε και με το Μωσαϊκό Νόμο. Παντού υπάρχει πόνος. Ο αέρας αντηχεί από τους στεναγμούς των καταπιεσμένων. Εκατομμύρια εκατομμυρίων δυστυχισμένων ανθρώπων αγωνίζονται μήπως μπορούσαν, έστω και για λίγο, να ξεφύγουν τον τρόμο του θανάτου. Κάθε μέρα πληροφορούμαστε για λιμούς, βία, σφαγές. Ο εφιάλτης δεν έχει τέλος. Μερικοί όμως αγωνίζονται να βρουν την έξοδο απ’ το σκοτάδι της πνευματικής τους άγνοιας. Διψούν για την αλήθεια. Αλλ’ όταν αυτή η Αλήθεια, παρ’ όλη την μακρά αναζήτηση της από τους ανθρώπους, παρ’ όλη τη μεγάλη τους λαχτάρα εμφανίζεται με όλη τη Θεία της τελειότητα, –αν και «το μεν πνεύμα πρόθυμον … η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. 26,41)–, αυτοί κλείνουν την [//113] καρδιά τους στη δύναμη της αθανασίας. Κατηγορώντας αυτόν, ο οποίος είπε «Εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιωάν. 14,6), ταυτίζονται με τους διώκτες του, και όπως είπε ο Τερτυλιανός, «ο καλύτερος τρόπος να γίνεις ευχάριστος στους διώκτες της αλήθειας, είναι να τη διαλύσεις και να τη διαφθείρεις» (Απολογητικός 46).
Είναι τρομερό να σκέπτεται κανείς ότι ο κόσμος προτιμά κάθετι άλλο στον κόσμο παρά την αιώνια δόξα, την οποία ο συναιώνιος με τον Πατέρα Υιός μας προσέφερε με τον εαυτό του. Είναι η ολιγοψυχία μας, που μας εμποδίζει να πιστεύουμε στην υψηλή κλήση του; Είναι η φύση μας, που διαφθείρεται καθημερινά, μπροστά στα μάτια μας, που όμως στην πραγματικότητα είναι  ικανή να αντιληφθεί μια τέτοια ύψιστη και άγια αιωνιότητα; Ναι, αυτός που μας δημιούργησε μαρτυρεί γι’ αυτό. Πήρε τη μορφή του όντος που αυτός δημιούργησε, ώστε ως άνθρωπος να διακηρύξει στην σάρκα μας την τελειότητα του Πατέρα στην οποία και εμείς επίσης κληθήκαμε.
«Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16,33). Εάν νίκησε τον κόσμο, αυτό σημαίνει ότι σαν άνθρωπος έγινε υπερκόσμιος. Και καθένας που πιστεύει  σ’ αυτόν υπερνικώντας «τον νόμον της αμαρτίας τον όντα εν τοις μέλεσιν ημών» (Ρωμ. 7,23) γίνεται υπερκόσμιος, όπως αυτός.


«Πάτερ, τα ρήματα ά δέδωκας μοι … την δόξαν ήν δέδωκας μοι, δέδωκα αυτοίς. Πάτερ, ούς δέδωκας μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσε μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν, ήν δέδωκας μοι, προ καταβολής κόσμου» (Ιωάν. 17,5.8.24).
Για να θεωρήσομε την δόξα πρέπει οπωσδήποτε να είμαστε στη δόξα, αλλιώς δεν μπορούμε να τη δούμε. Για να αντιληφθούμε και αμυδρά ακόμη «τις εστιν ούτος» (Ματθ. 21,10) πρέπει να γίνομε σαν αυτόν εφαρμόζοντας [//114] το λόγο του.
Όποιος δεν τον ακολούθησε με πίστη, όποιος δεν τον αγάπησε και κατά συνέπεια δεν ακολούθησε τις εντολές του, δεν μπορεί να εκφέρει κρίση, εφόσον δεν είναι σε θέση να σχηματίσει γνώμη γι’ αυτόν. Για να εκτιμήσει κάποιος το έργο ενός επιστήμονα ή ζωγράφου, πρέπει κατά κάποιο βαθμό να έχει ασκηθεί στο πεδίο της επιστήμης και της τέχνης. Έτσι και στη σφαίρα του πνεύματος. Μόνον όταν η ζωή μας είναι βασισμένη στην πέτρα των λόγων του Χριστού, μπορούμε να πάρουμε απάντηση στο ερώτημα (Ματθ. 21,10) «τίς εστιν ούτος». Ο Χριστός είπε: «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ώ εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. 11,27).
Αφού ήρθαμε από το μηδέν στη ζωή, οδηγούμαστε από το Δημιουργό μας στην πληρότητα της Θείας ζωής. Ο Θεός τόσο αγάπησε τον άνθρωπο,  ώστε έδωσε τον εαυτό του στον άνθρωπο χωρίς καμιά επιφύλαξη. Και κατά τον ίδιο τρόπο, έτσι και ο άνθρωπος, όταν θεωρεί εξ ολοκλήρου με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, είναι ανώτερος απ’ όλο τον κόσμο.
Ώ! Παντοδύναμε Θεέ και Πατέρα μας, Πηγή του χρόνου και της αιωνιότητας, που με τη δύναμη σου
βάζεις τέρμα στην επίγεια ζωή μας και με τον μονογενή σου Υιό
μας δώρησες με την ανάσταση
την αθανασία και την ασάλευτη βασιλεία.
Σου ζητούμε
να μας δεχθείς και να μας στηρίξεις με το Άγιο Πνεύμα σου.
[//115] Ο άνθρωπος στ’ αλήθεια είναι ένα αίνιγμα. Η τραγωδία του αιώνα μας και (ειδικότερα ίσως) η ολοκληρωτική απομάκρυνση μας από την Εκκλησία και το Χριστό μας αναγκάζει να πλησιάσουμε το πρόβλημα με τόλμη. Ο απόστολος Παύλος έγραψε στους Κορινθίους: «Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου … αλλά λαλούμεν σοφίαν Θεού εν μυστηρίω, την αποκεκρυμμένην, ήν προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών … ημίν δε ο Θεός απεκάλυψεν δια του Πνεύματος του Θεού … ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν» (Α’ Κορ. 2,6 και εξής). Αυτή είναι η φυσική χριστιανική αντίληψη, χωρίς την οποία δεν μπορούμε «αξίως περιπατήσαι της κλήσεως ής εκλήθημεν» (Εφ. 4,1). Μπορεί όμως κάποιος να ισχυριστεί ότι μια τέτοια τόλμη οδηγεί σε υπερηφάνεια. Για να αντιδράσομε σε μια τέτοια ροπή


επάρσεως πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Χριστού: «Και συ Καπερναούμ, η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση» (Ματθ. 11,23).
Για μια πολύ καλύτερη εικόνα του χριστιανικού ταξιδιού ας υιοθετήσουμε την μέθοδο των Πατέρων της Εκκλησίας και να δείξουμε την αναλογία.
Όταν βλέπουμε ένα αιωνόβιο δένδρο, που τα κλαδιά του φτάνουν στον ουρανό, γνωρίζομε ότι οι ρίζες του βαθειά στη γη πρέπει να είναι αρκετά ισχυρές, για να συγκρατήσουν ολόκληρο το δένδρο. Αν οι ρίζες του δεν κατέβαιναν  βαθειά σε μέρη υγρά της γης –ίσως τόσο βαθειά όσο και το ύψος του δένδρου–, και αν δεν ήσαν τόσο ισχυρές και με πολλές διακλαδώσεις όπως το ορατό τμήμα του δένδρου, δεν θα μπορούσαν να το θρέψουν. Δεν θα μπορούσαν να το συγκρατήσουν και στον ελαφρότερο αέρα το δένδρο θα έπεφτε. Κάτι παρόμοιο μπορούμε [//116] να δούμε και στην πνευματική ζωή του ανθρώπου. Αν αναγνωρίσουμε το μεγαλείο της κλήσεως του Χριστού –δηλαδή την εκλογή μας προ καταβολής κόσμου εν αυτώ «ίναι την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4,5)–, θα αισθανόμαστε ταπεινοί και όχι υπερήφανοι. Αυτή η ταπείνωση, η  «κένωσις» είναι για μας ουσιαστική, αν θέλουμε να διατηρήσουμε ένα γνήσιο χριστιανικό φρόνημα. Η ταπείνωση εκφράζεται με την συνεχή γνώση της μηδαμινότητάς μας, σαν ριζική και περιεκτική αυτοκατάκριση. Και όσο βαθύτερα γνωρίζει κανείς τον εαυτό του και αυτοκατακρίνεται, τόσο ψηλότερα τον τοποθετεί  ο Θεός.
«Έως άρτι η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν  αυτήν … ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» (Ματθ. 11,12.15).

[//117] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

12.  Λειτουργική προσευχή

Η βαθειά προσευχή έρχεται σιγά‐σιγά. Η ψυχή και το σώμα την υιοθετούν με βραδύτητα. Είναι ιδιαίτερα βασικό στον ιερέα που τελεί την Θεία Λειτουργία να μεταβάλει όλη τη ζωή του σε προσευχή, αν θέλει να ζήσει το μεγάλο μυστήριο στην πληρότητά του. Γεμίζοντας τον εαυτό του φόβο και πλησιάζοντας με σεβασμό, με τη δύναμη του αξιώματός του ο ιερέας ανεβαίνει στην επικράτεια του Θείου. Αρχίζει τη λειτουργία με την επίκληση του φοβερού ονόματος της Αγίας Τριάδας και συνεχίζει με το πνεύμα του, που βρίσκεται εκείνη την ώρα μεταξύ του Δημιουργού και όλων των δημιουργημάτων. Θυμάται το Μυστικό Δείπνο, την προσευχή του Χριστού στη Γεθσημανή, τη δίκη του Χριστού μπροστά στον Πιλάτο, το Σταυρό και την τριήμερη ταφή, την Ανάσταση και την Ανάληψη, την καθέδρα στα δεξιά του Πατέρα, –ως Υιού του Ανθρώπου πια– και τέλος την Δεύτερη Έλευση. Ο κληρικός επίσης θυμάται τη δημιουργία του ανθρώπου, την πτώση του με τις τραγικές συνέπειες, και την ενσάρκωση του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Ισχυρές δυνάμεις της κοσμικής ζωής έρχονται στη μνήμη του. Θυμάται τις ανάγκες και τους πόνους του ανθρώπινου γένους. Κατά την προσφορά αυτής της θυσίας της αγάπης, που απαιτεί πλήρη παράδοση του εαυτού του, ο κληρικός ανοίγει διάπλατα την καρδιά του και αγκαλιάζει το πλήθος των ψυχών και των αιώνων. Έτσι σ’ αυτή την απολυτρωτική θυσία για τον κόσμο παίρνει μέρος μαζί με τον ίδιο το Χριστό. Κατά τη θεία μετάληψη ζητά


όχι μόνο να δεχθεί το σώμα και το άιμα του Χριστού, αλλά [//118] και να κατανοήσει τη Θεία του ζωή και ακόμα να δοθεί σ’ αυτόν η χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Μια διανοητική σύλληψη του νοήματος του μυστηρίου δεν είναι αρκετή. Ο κληρικός ολόκληρος –με την καρδιά, την ψυχή και το σώμα– πρέπει να συμμετέχει σ’ αυτή την οδυνηρή για τον κόσμο προσευχή. Και όσο περισσότερο πονά, τόσο περισσότερο διαχύνεται η θεραπευτική δύναμη του Άγιου Πνεύματος στον κόσμο, με την προσευχή του.
Ουσιαστικά δεν υπάρχει άλλη Ευχαριστία απ’ αυτή που τέλεσε ο ίδιος ο Κύριος. Με τη χάρη του η μοναδική αυτή Ευχαριστία επαναλαμβάνεται αιώνια. Αόρατα, συνέχεια μερίζεται και διαμοιράζεται εκτεινόμενη διαχρονικά ως τα έσχατα της γης. Η άνω καθέδρα δέχεται τη συνεχή ροή και συνάγει όλους τους ανθρώπους με το άγιο μυστήριο της κοινωνίας σε ενότητα κατά την εικόνα της αγίας Τριάδας.
Ο Κύριος προσευχόμενος είπε: «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματι σου ούς δέδωκας μοι, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς … Ου περί τούτων (των μαθητών) δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων δια του λόγου αυτών εις εμέ, ίνα πάντες έν ώσι, καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν … και εγώ την δόξαν ήν δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμέν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν, και ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας» (Ιωάν. 17,11.20‐23).
Κατά την αρχαία θεολογική παράδοση της ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας το ανθρώπινο γένος είναι ένα όν αλλά σε πολλές υποστάσεις (πολυϋπόστατο), όπως ακριβώς ο Θεός είναι ένα Όν σε τρία πρόσωπα.
Η Λειτουργία είναι στην αιώνια πραγματικότητά [//119] της το Πάσχα του Κυρίου, το πάντοτε παρόν σ’ εμάς. Πριν έρθει ο Χριστός, το εβραϊκό  Πάσχα θύμιζε το ιστορικό γεγονός της διαβάσεως της Ερυθράς Θάλασσας, όταν τα παιδιά των Εβραίων διασώθηκαν από τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Αλλά το δικό μας Πάσχα είναι ο Χριστός, που έδωσε σ’ εμάς την εντολή της αναμνήσεως του ονόματος του. «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. 22,19). Έτσι ο Χριστός, το πραγματικό κέντρο του σύμπαντος (όχι σαν κάποιο  ιστορικό γεγονός), είναι το κέντρο της προσοχής μας. Αυτό μεταβάλλει ριζικά τον χαρακτήρα  της  πασχαλινής  γιορτής.  Ολόκληρη  η  Ευχαριστία  αποτελεί  μια
«ανάμνησιν» και κατανοείται όχι μόνο με τη συνηθισμένη έννοια σαν μια κατά νου ενθύμηση, αλλά σαν μια υπαρξιακή είσοδος στον κόσμο του Χριστού, μέσα στις θείες του και ανθρώπινες διαστάσεις. Το Πάσχα μας, και συνεπώς η δική μας Ευχαριστία, είναι μια μετάβαση από τα γήινα στα ουράνια, από το θάνατο της αμαρτίας στην άγια αιωνιότητα του Πατέρα.
Παίρνοντας μέρος όσο το δυνατόν πληρέστερα στη λειτουργική πράξη, διδασκόμαστε σιγά‐σιγά οι πιστοί να συμμετέχουμε στην προσευχή του Χριστού στη Γεθσημανή. Αυτή είναι η πορεία. Όταν κατεχόμαστε από λύπη, πόνο,  πένθος, η καρδιά μας μεταφέρεται σε παγκόσμιες διαστάσεις και αισθανόμαστε πόνο όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά για όλη την ανθρωπότητα, σε σημείο που


με την προσωπική μας πείρα μπορούμε να ζήσουμε την τραγική μοίρα, τον τρόμο και την απελπισία καθενός από τους ανθρώπους. Θυμόμαστε το πλήθος αυτών που πέθαναν και αυτών που πεθαίνουν. Μπορεί η θλίψη μέχρις ένα σημείο να ξεπερνά την αντοχή μας. Τότε, όταν ο νους και το σώμα δεν μπορούν να συμβαδίσουν με το πνεύμα, το πνεύμα μόνο συνεχίζει ν’ ακολουθεί το Χριστό  στη σταύρωση [//120], τον τάφο, μέσα στο βάθος της αγωνίας του εξαιτίας της αγάπης του για το ανθρώπινο γένος.
Αυτή η ευγενική επιστήμη του πνεύματος δεν απαιτεί λίγα χρόνια ακαδημαϊκής εκπαιδεύσεως, απαιτεί ολόκληρη την ύπαρξή μας. Δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτήν την μάθηση, αφού ποτέ δεν μπορούμε ν’ αποκτήσουμε την πληρότητα της αγάπης του Χριστού. Με τον μακρό ασκητικό αγώνα σιγά‐σιγά μπαίνουμε στην αιώνια σημασία και τον ειδικό χαρακτήρα των παθών του. Αντιλαμβανόμαστε ότι κατά πολύ υπερέχουν από κάθε τι γήινο όχι μόνο σε ποιότητα, αλλά και σε πνευματική δύναμη. Δεν συγκρινόμαστε με το Χριστό, αλλά όλοι οι χριστιανοί πρέπει να ζητάμε την πληρότητα της γνώσεως του. Κι όταν γίνουν αντιληπτά από εμάς τα λυτρωτικά Του πάθη, η αιώνια δόξα Του θα λάμψει σ’ εμάς. Δι’ Αυτού γινόμαστε παιδιά του Πατέρα. Τώρα γνωρίζομε ότι κανένας δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά μόνον μέσω αυτού (Ιωάν. 14,6).
Τέτοια δόξα δεν θα μας δοθεί αυτόματα, με τις αξιομισθίες του Χριστού, όπως πιστεύουν πολλοί. Αν και όλες μας οι προσπάθειες είναι μηδέν συγκρινόμενες με την εξ ύψους δωρεά –που πάντοτε αποτελεί δωρεά– πρέπει να κοπιάσουμε για να τη λάβουμε και να την εκτιμήσουμε όσο πρέπει. Η γνώση του Χριστού και της θείας και ανθρωπίνης παγκοσμιότητας του είναι «πολύτιμος μαργαρίτης» (Ματθ. 13,46). «Αύτη δε εστιν η αιώνιος ζωή … ίνα γινώσκωσι … τον μόνον αληθινόν Θεόν … και τον Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. 17,3), «την αγαθήν μερίδα ήτις ουκ αφαιρεθήσεται» (Λουκ. 10,42) από μας με το θάνατο.
Αναφερόμενος στο γεγονός, ότι οι πιστοί θα είναι ριζωμένοι και σταθερά εδραιωμένοι στην αληθινή γνώση των πραγμάτων που αποκαλύφθηκαν από το Θεό, ο απόστολος [//121] Παύλος σε μια θερμή προσευχή του λέει: «Κάμπτω τα γόνατα μου προς τον Πατέρα … ίνα δώη υμίν κατά τον πλούτον της δόξης  αυτού
… ίνα εξισχύσητε καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις τί το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος» της Θείας Πρόνοιας για μας «προ καταβολής κόσμου … προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν δια Ιησού Χριστού εις αυτόν» (Εφεσ. 3 και 1).
Το ίδιο Πνεύμα, που ενέπνευσε στον Παύλο μια τέτοια προσευχή, κινείται μέχρι σήμερα στις καρδιές των κληρικών και λαϊκών και τους εμπνέει να προσευχηθούν, ώστε κάθε άνθρωπος να γνωρίζει με όλη του την ύπαρξη ότι ο Θεός είναι ο Πατέρας μας, ότι κάθε ψυχή μπορεί να δει το φως του άκτιστου Θείου Όντος που διακηρύχτηκε στον κόσμο.
Η πληρότητα της γνώσεως του Ύψιστου Θεού δεν εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της γης. Η Εκκλησία διατήρησε αυτή τη γνώση και αυτό το πνεύμα, πράγματα που αποτελούν το πιο ουσιαστικό περιεχόμενο της ιερής Παραδόσεως, και τα μεταδίδει από γενιά σε γενιά. Ο ίδιος Μυστικός Δείπνος επαναλαμβάνεται κάθε μέρα. Η ίδια προσευχή προσφέρεται στο Θεό από τους ιερείς.


Στην Ανατολική Εκκλησία προτού να μεταλάβουν οι πιστοί  των μυστηρίων του σώματος και του αίματος του Χριστού προσεύχονται έστι:
«Του δείπνου σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε». Σήμερα, τώρα: μιλούν για τη θεία αιωνιότητα, στην οποία δεν υπάρχει τέλος, ούτε μέλλον, αλλά μόνον ΤΩΡΑ. Αυτή είναι προσευχή που  γίνεται δεκτή μέσα στο Θείο σχέδιο.
Κύριε Ιησού Χριστέ, αιώνιε βασιλιά, Ο μόνος αληθινός αρχιερέας,
που πρόσφερες τον εαυτό σου στο Θεό Πατέρα πάνω στο σταυρό
[//122] σαν αντίλυτρο για τις αμαρτίες του κόσμου, κατ’ αυτή την ανεξερεύνητη πράξη της διακονίας δώσε μας το άμωμο σώμα σου σαν ιερή τροφή
και το τιμιότατο αίμα σου σαν ποτό ζωοποιό για να γίνουμε μέτοχοι της θείας φύσεως,
λυτρωμένοι από τη φθορά της κοσμικής ακολασίας. Σε ικετεύομε, άκουσε μας και ελέησε μας.

[//123] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

13.  Η Προσευχή της Γεθσημανής

Η προσευχή του Χριστού στον Κήπο της Γεθσημανής είναι η ευγενέστερη απ’ όλες τις προσευχές εξαιτίας της επενέργειας και της δυνάμεως της να λυτρώνει από τις αμαρτίες του κόσμου. Προσφέρθηκε στο Θεό και Πατέρα με πνεύμα θείας αγάπης και συνεχίζει να λάμπει με άσβεστο φως, προσελκύοντας πάντοτε ψυχές που διατήρησαν το κατ’ εικόνα Θεού. Ο Χριστός περιέλαβε σ’  αυτή την προσευχή ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, από τον πρώτο Αδάμ μέχρι τον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί από γυναίκα (Ιωάν. 1,19 και Α’ Ιωάν. 2,2). Μας λείπει η υπαρξιακή γνώση τέτοιας αγάπης και έτσι το παντοτινό μεγαλείο της κρύβεται από μας. Ένδοξη στην αιωνιότητα η αγάπη του Χριστού, ενώ στα γήινα επίπεδα εκδηλώνεται με μεγάλο πόνο. Κανένας δεν γνώρισε τόσο πόνο όπως τον αισθάνθηκε ο Χριστός. Κατέβηκε στην κόλαση, στην πιο οδυνηρή κόλαση, την κόλαση της αγάπης. Αυτή είναι μια σφαίρα υπάρξεως που γίνεται κατανοητή μόνο με πνευματική αγάπη. Το πόσο όμως μπορούμε να διεισδύσομε στο μυστήριο εξαρτάται από το μέτρο της αγάπης που μας δωρήθηκε και από την άνωθεν γνώση. Είναι βασικό να έχομε πείρα, έστω και μια φορά, της ουράνιας φωτιάς που ο Χριστός έφερε μαζί του. Είναι βασικό να γνωρίζομε με όλο μας το είναι, έστω και για λίγο, τί είναι το καθ’ ομοίωση Χριστού.
«Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο, εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,44). Αυτοί που αγνοούν μια τέτοια αγάπη και αυτοί που δεν επιθυμούν να τη γνωρίσουν [//124], ας μην εκφράσουν γνώμη για το Χριστό. Κανένας μην τολμήσει στην ανοησία  του να ταπεινώσει την εμφάνιση του Χριστού ανάμεσά μας, του μόνου αθάνατου βασιλιά, και τελικά καταντροπιασμένος να ανακράξει «τοις όρεσι και ταις πέτραις· πέσατε εφ’ ημάς και κρύψατε ημάς από του προσώπου του καθημένου επί του θρόνου» (Αποκ. 6,16).


Αν και η έμφαση του πόνου δεν βρίσκεται στο φυσικό πόνο του σταυρωμένου Χριστού, όμως και ο φυσικός πόνος κάνει την αγωνία καθολικότερη από κάθε άποψη. Γνωρίζομε από την πείρα ότι η ψυχή μπορεί να τραυματιστεί πιο τρομερά παρά το σώμα. Και αν αυτό συμβαίνει με την ψυχή στη γήινη διάσταση της, τί πρέπει να συμβεί με την ψυχή σαν πνεύμα που ζητά την αιωνιότητα;
Για να γνωρίσουμε μόνο «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α’ Κορ. 13,12) το δρόμο που πέρασε ο ίδιος ο Χριστός, για να μετασχηματίσουμε την γήινη φύση μας σε προσευχή που να αντικατοπτρίζει αμυδρά τουλάχιστον την προσευχή στη Γεθσημανή κατά την πιο τραγική νύχτα της ιστορίας της ανθρωπότητας, πρέπει να δεχθούμε θλίψη. Η δυστυχία ανοίγει την καρδιά στους πόνους όλου του κόσμου. Ο τελευταίος σταθμός αυτής της μεγάλης επιστήμης της παγκόσμιας αγάπης έρχεται όταν φτάνουμε στο κατώφλι μιας άλλης ζωής, όταν πεθαίνουμε. Πολλοί –ιδίως στις μέρες μας– είναι λίγο‐πολύ αναίσθητοι τις τελευταίες ώρες και πεθαίνουν χωρίς προσευχή. Θα ήταν καλό όμως ο χριστιανός να πέθαινε σε κατάσταση προσευχής, έχοντας υπόψη του ότι έφθασε στην τελική κρίση. Συχνά πεθαίνουμε λίγο‐λίγο και χάρη σ’ αυτή τη σταδιακή πείρα γινόμαστε όλο και πιο ικανοί ν’ αντιληφθούμε την τραγωδία της ανθρώπινης ιστορίας και να κατανοήσουμε το μυστήριο της Γεσθημανής και ίσως ακόμα και του Γολγοθά.
[//125] Στο πρόσωπο του πρώτου Αδάμ όλο το ανθρώπινο γένος υπέφερε μια φοβερή καταστροφή, μιαν αλλοτρίωση που είναι η ρίζα όλων των αλλοτριώσεων. Το σώμα τραυματίστηκε, ο σκελετός τσακίστηκε, η όψη –το κατ’ εικόνα Θεού– καταστράφηκε. Οι διαδοχικές γενιές πρόσθεσαν πολλά άλλα τραύματα και τσάκισμα οστών στα τραύματα του πρώτου δημιουργημένου ανθρώπου. Ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα ασθενεί. Ο Ησαΐας το περιγράφει θαυμάσια: «από ποδών έως κεφαλής ούτε τραύμα ούτε μώλωψ, ούτε πληγή φλεγμαίνουσα, ουκ έστιν μάλαγμα επιθείναι ούτε έλαιον ούτε καταδέσμους» (Ησ. 1,6). Η ελαφρότερη επαφή αποτελεί βάσανο. Όταν οι άνθρωποι είναι ασθενείς, σκέφτονται ότι οι άλλοι θέλουν να τους βοηθήσουν και ευχάριστα αφήνονται στα χέρια των γιατρών. Όμως όταν φτάνομε στην πνευματική ασθένεια, είμαστε μνησίκακοι και αποδίδομε τον πόνο μας σε εξωτερική επίδραση. Έτσι και με το Χριστό. Αυτός, ο μόνος αληθινός γιατρός, ενδιαφέρεται για τις πληγές των αμαρτιών μας που προξενούν τον πιο οξύ πόνο σ’ όλο το ανθρώπινο γένος. Δεν υπάρχει τρομερότερο από το Χριστό, την Αλήθεια. Όλος ο κόσμος τον φοβάται. Δεν είναι αληθινό το γεγονός, ότι, αν θα δεχόμασταν πράγματι το Χριστό σαν Απόλυτη Αλήθεια –με την εσωτερική επιθυμία του ανθρώπου για να γνωρίσει την αλήθεια–, δεν θα μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε να τον ακολουθήσουμε; Ένα ζωώδες ένστικτο της σάρκας όμως γρήγορα μας συμβουλεύει ότι το να ακολουθήσομε το Χριστό απαιτεί προθυμία να σταυρωθούμε για την αγάπη του. Πού και πώς θα βρούμε δύναμη για ένα τέτοιο ηρωϊσμό; Είναι αδύνατο να απεικονίσουμε τον πόνο του Χριστού. Τελικά κανένας δεν μπορεί να τον εννοήσει. Ακριβώς όπως τα παιδιά δεν μπορούν να κατανοήσουν τις θυσίες των γονέων τους και των δασκάλων τους για την ανατροφή τους και την μετάδοση [//126] σ’ αυτά της με δυσκολία αποκτηθείσης


πείρας της ζωής, το ίδιο κι ο άνθρωπος γενικά δεν αντιλαμβάνεται το Χριστό – ακόμα κι οι σπάνιες εξαιρέσεις κι αυτές λίγο τον αντιλαμβάνονται. Έτσι ο λόγος του Χριστού που καλεί σε ριζική αλλαγή ολόκληρης της ζωής μας, μάς φαίνεται σαν σκληρό τραύμα. Όταν ο Χριστός είδε την απελπισία μας, υπέφερε περισσότερο από τον καθένα μας. Και έφερε το σταυρό του όλο το χρόνο της διακονίας του πάνω στη γη. Ο Γολγοθάς ήταν απλά η τελευταία πράξη, το αποκορύφωμα, όπως και ήταν, του συνόλου: η ψυχική απελπισία ενός ντροπιασμένου θανάτου, το άγριο εκδικητικό γέλιο αυτών που κατηγόρησε, ο φυσικός πόνος του σταυρού, η λύπη του πνεύματος του γιατί οι άνθρωποι έδιωξαν την επαγγελία της αγάπης του Πατέρα. Κατακρίθηκε απ’ όλες τις πλευρές: από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξαιτίας της απαιτήσεως της για υπακοή και τάξη, από την Εκκλησία της Π. Διαθήκης που στηρίχτηκε στο Μωσαϊκό Νόμο που δόθηκε στο όρος Σινά, από το πλήθος που ευεργετήθηκε από τα χέρια του.  Οι μαθητές διασκορπίστηκαν. Ο Χριστός έμεινε μόνος, καταδικασμένος εξαιτίας αυτών που κατοικούσαν στο σκοτάδι της αβύσσου.
Ο Χριστός αποτελεί θαύμα που υπερβαίνει κάθε αντίληψη. Αυτός είναι η κατά πάντα τέλεια αποκάλυψη του Θεού. Αυτός όμως επίσης είναι η τέλεια εκδήλωση του ανθρώπου.
Ο καθένας μας θα φτάσει κάποια στιγμή στα όρια χρόνου και  αιωνιότητας. Φθάνοντας σ’ αυτό το πνευματικό ορόσημο, θα καθορίσουμε το μέλλον μας στον κόσμο και ή θα αποφασίσουμε να είμαστε με το Χριστό ή θα αποχωριστούμε απ’ αυτόν. Αφού γίνει όμως η εκλογή –μαζί ή χωρίς το Χριστό–  με την ελεύθερη βούλησή μας για όλη την αιωνιότητα, ο χρόνος πια δεν λειτουργεί.
[//127] Μέχρι τη στιγμή της αποφάσεως όμως, ενώ θα βρισκόμαστε ακόμα στη ζωή, συχνά θαδ αμφιταλαντευόμαστε για τον αυτοπροορισμό μας, αν πρέπει να τηρήσουμε τις εντολές ή να υποκύψουμε στα πάθη μας. Σιγά‐σιγά, καθώς αγωνιζόμαστε, το μυστήριο του Χριστού θα μας αποκαλυφθεί, αν βέβαια αφιερωθούμε εξ ολοκλήρου στην υπακοή των εντολών του. Θα ‘ρθει η  στιγμή που καρδιά και νους θα διαποτιστούν από τη θέα της ατέλειωτης αγιότητας και ταπεινότητας του Θεού‐Χριστού, ώστε ολόκληρη η ύπαρξή μας να γεμίσει αγάπη για το Θεό. Αφού κυριαρχηθούμε από την αποστροφή για το κακό που έχομε μέσα μας, θα πεινάμε και θα διψάμε το καθ’ ομοίωση Θεού με άγια ταπεινότητα· σ’ αυτή την αναμονή βρίσκεται ο σπόρος της αγιότητας. Η συνεχώς αυξανόμενη αγάπη για το Χριστό οδηγεί φυσικά στην εμπειρία της ομοιώσεως προς αυτόν και ένα ακατάληπτο πανόραμα θα απλωθεί μπροστά στα μάτια μας. Οι θλίψεις του κόσμου θα μας πικραίνουν σοβαρά. Θα λησμονήσουμε το σώμα μας και το πνεύμα μας και κατά το δυνατό θα ζούμε την προσευχή του Χριστού στη Γεθσημανή. Αυτή είναι η αρχή της γνώσεως του Χριστού, μπροστά στην εξοχότητα της οποίας ο απόστολος Παύλος θεωρούσε όλα τα  υπόλοιπα σκύβαλα. Για να κερδίσει κανείς το Χριστό και να κατορθώσει να περάσει στην ανάσταση των νεκρών, πρέπει να είναι έτοιμος να περιφρονήσει όλα τα υπόλοιπα. Ο απόστολος Παύλος μίλησε έτσι όχι γιατί «είχεν κερδίσει ήδη» αλλά


γιατί «εδίωκεν επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. 3,7‐14).
Έτσι, επομένως, αν ο μέγας απόστολος Παύλος δεν «είχεν ήδη κερδίσει», ούτε και εμείς μπορούμε να έχουμε το θράσος να τοποθετηθούμε στο ίδιο επίπεδο με το Χριστό. Όμως πρέπει να υπάρχει κάποιος παραλληλισμός. Είναι σημαντικό για όλους μας να φέρουμε τουλάχιστον [//128] μια μερική ομοιότητα, αν θέλουμε να λεγόμαστε χριστιανοί. Αλλ’ ο απόστολος Παύλος κατείχε κάπως τελειότερη ομοιότητα και γι’ αυτό παρακαλούσε τους Κορινθίους «μιμηταί μου γίνεσθε» (Α’ Κορ. 4,16). Κατά συνέπεια πρέπει να διώξουμε το φόβο και την ολιγοψυχία και πνευματικά ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό για να μπορέσουμε να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή, με αληθινή γνώση του Ουράνιου Πατέρα και του Χριστού, τον οποίον αυτός ο Πατέρας απέστειλε στον κόσμο (Ιωάν. 17,3).
Μπορεί να υποστηριχθεί με κάποια βεβαιότητα ότι σχεδόν πουθενά δεν κηρύσσεται γνήσιος Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός τόσο πολύ υπερέχει από τη συνηθισμένη αντίληψη, ώστε η προσευχόμενη καρδιά δεν αποτολμά να κηρύξει ευαγγελικό λόγο. Ο κόσμος αναζητά την αλήθεια. Αγαπά τον Χριστό. Αλλά – κυρίως στις μέρες μας– προσπαθεί να τον μειώσει στις δικές του διαστάσεις, πράγμα που μειώνει το Ευαγγέλιο, σε σημείο να παρουσιάζεται σαν ηθικό  δόγμα. Ο Χριστός διακήρυξε: «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Μαρκ. 13,31. Λουκ. 21,33).
Η επίτευξη της γνώσης της Αλήθειας απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ότι απαιτεί οποιαδήποτε άλλη επιστημονική μόρφωση. Ούτε η μελέτη μεγάλου πλήθους βιβλίων, ούτε η εξοικείωση με την ιστορία του Χριστιανισμού, ούτε η μελέτη διαφόρων θεολογικών συστημάτων μπορεί να μας φέρει στο σκοπό, εκτός αν εμείς συνεχώς και με όλες τις δυνάμεις μας υπακούσομε στις εντολές του Χριστού.
Όταν, όμως προείπαμε, μας χαρισθεί μια σκιά, έστω, ομοιότητας με την προσευχή στη Γεθσημανή, τότε ο άνθρωπος ξεπερνά τα όρια της ατομικότητάς του και μπαίνει σ’ ένα νέο τύπο υπάρξεως – προσωπικής υπάρξεως καθ’ ομοίωση Χριστού. Παίρνοντας μέρος στις θλίψεις [//129] της Θείας αγάπης του, μπορούμε  κι εμείς ν’ αποκτήσουμε πνευματικά λίγη πείρα του θανάτου του και της δυνάμεως της αναστάσεως του. «Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού» (με βαθειά προσευχή για όλο τον κόσμο και ζητώντας σωτηρία για όλους), «και της αναστάσεως του εσόμεθα» (Ρωμ. 6,5). Όταν μας δοθεί από ψηλά να περάσουμε στη σφαίρα του Όντος, θα φθάσουμε «εις τα τέλη των αιώνων» (Α’ Κορ. 10,11) και θα μπούμε στο φως της Θείας αιωνιότητας.
Κάθε άνθρωπος στον οποίο ο Θεός κληροδότησε το σπάνιο και φοβερό προνόμιο να γνωρίσει για λίγα λεπτά την αγωνία του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανής, θα «σκοντάψει», αργά και οδυνηρά, σε μια πειστική γνώση της αναστάσεως της ψυχής του και σε μια αντίληψη της βεβαίας και αληθινής νίκης του Χριστού. Θα γνωρίζει «ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6,9). Και το πνεύμα του μέσα του θα ψιθυρίζει: Ο Κύριος μου και ο Θεός μου τώρα, Χριστέ, με τη δωρεά της


αγάπης σου, που είναι ανώτερη από κάθε γνώση, έχω περάσει κι εγώ από το θάνατο στη ζωή …
Τώρα – Υπάρχω.
[//130]



[//131]

[//132]


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


[//133] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

1.  Η προσευχή του Ιησού

Ανάμεσα στους πολλούς τύπους προσευχής συνηθισμένη είναι στις μέρες μας η επίκληση του ονόματος του Ιησού, η οποία έχει προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον, και πολλά που έχουν γραφεί πάνω στο θέμα αυτό αξίζουν σοβαρής προσοχής. Επίσης έχουν παρουσιαστεί αρκετές παράλογες απόψεις και κατά συνέπεια χρειάζεται πια ν’ αφιερώσουμε ένα ξεχωριστό τμήμα στη μελέτη αυτής της πνευματικής ασκήσεως. Αποφάσισα να συντάξω μια σύντομη έρευνα για να προειδοποιήσω αυτούς που την εφαρμόζουν με ζήλο για τον κίνδυνο να περιπλανηθούν σε δρόμους που δεν καθορίστηκαν από την παράδοση των Πατέρων και για να καθορίσω τις θεολογικές και ασκητικές βάσεις αυτής της μεγάλης καλλιέργειας του πνεύματος. Η θεωρία της προσευχής του Ιησού μπορεί να εκτεθεί σε λίγες σελίδες, αλλά η πρακτική της εφαρμογή έχει τέτοια  δυσκολία, ώστε από τους πολύ αρχαίους χρόνους οι πατέρες και δάσκαλοι συνέχεια ειδοποιούσαν τους εραστές αυτού του τρόπου ένωσης με το Θεό να είναι επιφυλακτικοί και να πλησιάζουν με φόβο, ψάχνοντας για έναν οδηγό πλέον έμπειρο σ’ αυτό το ασκητικό κατόρθωμα. Ο σκοπός μου εδώ δεν είναι να εξετάσω όλες τις απόψεις για μια τόσο άκρως περίπλοκη υπόθεση, αλλά το έργο μου εδώ είναι περιορισμένο: να παρουσιάσω μερικές διδασκαλίες που έλαβα στο Άγιο Όρος, αρχικά στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα και ύστερα στην
«έρημο». Σ’ αυτό το έργο δεν θα είναι αναμφίβολα δυνατό ν’ αποφύγω επαναλήψεις αυτών που ήδη έχουν γραφτεί από άλλους συγγραφείς. Κατά τη γνώμη μου τέτοιες επαναλήψεις [//134] μπορούν να μην είναι άχρηστες, αλλά αντίθετα, μπορούν ακόμα να είναι απαραίτητες· γιατί; Τοποθετημένες σ’ ένα διαφορετικό κείμενο είναι ικανές να ρίξουν πάνω σ’ αυτό το θέμα ένα καινούριο και συμπληρωματικό φως.
Τις τελευταίες ώρες της ζωής του ανάμεσα μας ο Κύριος είπε: «Έως άρτι ουκ ητήσατε ουδέν εν τω ονόματι μου· αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών ή πεπληρωμένη … αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα αν αιτήσητε τον πατέρα εν τω ονόματι μου, δώσει υμίν» (Ιωάν. 16,24.23).
Αυτές οι λέξεις του Χριστού αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της προσευχής στο όνομα του.
Και δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι οι μαθητές ακολούθησαν αυτή την εντολή, πράγμα το οποίο γίνεται πιο φανερό δεδομένου ότι αυτοί  είχαν πλέον γνωρίσει τη δύναμη του ονόματος του. Κι αυτό γίνεται πιο βέβαιο ότι είχαν αποκτήσει γνώση της δύναμης του ονόματος του, όταν «σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους», στάλθηκαν να φέρουν την ειρήνη στους ανθρώπους, να  θεραπεύσουν αρρώστους, ν’ ανακοινώσουν τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού.
«Υπέστρεψαν δε οι εβδομήκοντα μετά χαράς λέγοντες· Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται  ημίν  εν  τω  ονόματι  σου»  (Λουκ.  10,17).  Σε  μια  άλλη περίπτωση
«αποκριθείς  δε  ο  Ιωάννης  είπεν·  επιστάτα,  είδομεν  τινα  επί  τω  ονόματι  σου


εκβάλλοντα δαιμόνια» (Λουκ. 9,49). Έτσι η ιστορία της προσευχής στο όνομα του Ιησού αρχίζει από τους αποστολικούς χρόνους με τους αποστόλους, οι οποίοι υπάκουσαν στην εντολή του Χριστού.
Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τις ακριβείς λέξεις που χρησιμοποιούσαν, όταν αυτοί προσεύχονταν στο όνομα του· παρ’ αυτά όλα όμως πραγματοποιούσαν εκπληκτικά θαύματα, διώχνοντας πονηρά πνεύματα, θεραπεύοντας ασθενείς, χωρίς τη βοήθεια γιατρών οι οποίοι [//135] δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν – πράγματα τα οποία βεβαιώνονται επανειλημμένα στα κείμενα της Καινής Διαθήκης.
Αλλά τί σημαίνει το όνομα του Θεού; Για να προσευχηθούμε «εν τω ονόματι του» είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε το μεγαλείο της ευχής, τα χαρακτηριστικά της, τη φύση της; Μάλιστα, όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και ουσιαστικό προκειμένου «η χαρά μας να είναι ολοκληρωμένη».
Για να εναρμονίσουμε τα ανεξάντλητα βάθη της ζωής με το θέλημα του Χριστού, χρειάζεται όλη η δύναμη μας και μια ανυποχώρητη προσπάθεια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Το περιεχόμενο ή η έννοια του ονόματος του Θεού παραχωρείται σε μας σιγά‐σιγά. Η προσωρινή επίκληση του ονόματος του  μπορεί να χαροποιήσει την ψυχή, και τούτο είναι πολύτιμο. Αλλά δεν πρέπει να σταματήσουμε στη μέση του δρόμου. Η επίγεια ζωή μας είναι σύντομη. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε κάθε ώρα της για την πρόοδό μας στη γνώση του Θεού. Και όταν μέσα μας, στην καρδιά μας, η μακαριότητα συνδιάζεται με το φως της γνώσεως, τότε, και μόνο τότε, πράγματι πλησιάζομε την τελειότητα.
Βρήκα σκέψεις σαν τις παραπάνω στο Άγιο Όρος. Και φυσικά θέλησα να μάθω από τους πατέρες πώς αντιλαμβάνονταν αυτοί αυτή την άποψη της ασκητικής ζωής. Έφτασα στον Άθωνα το έτος 1925. Λίγα χρόνια προτύτερα είχαν ξεσηκωθεί σοβαρές διαφορές που αφορούσαν τη φύση του Θείου Ονόματος του Ιησού, όμοιες μ’ εκείνες του 14ου αιώνα τις σχετικές με τη φύση του Φωτός που οι τρεις μαθητές είδαν στο ψηλό όρος Θαβώρ. Αυτές οι διχογνωμίες  είχαν  κάτι κοινό με τις θύραθεν διαφορές νομιναλιστών και πραγματιστών, ιδεαλιστών και ορθολογιστών. Κάποτε η διένεξη σταματά, για να ξαναφουντώσει [//136] αργότερα με άλλη μορφή. Διακρίνουμε την παρουσία δύο φυσικά διαφοροποιημένων θέσεων. Δηλαδή από τη μια μεριά οι προφήτες και οι ποιητές και από την άλλη οι διανοούμενοι και οι τεχνοκράτες. Δεν σκοπεύω να σταματήσω στην εξωτερική εξέταση των γεγονότων, γιατί προτιμώ να συγκεντρώσω την προσοχή μου πάνω στην ουσία του προβλήματος, για να συλλάβω την αθάνατη γνώση που προέρχεται εκ των άνω και από την οποία κρίθηκαν άξιοι ασκητές, εραστές του πνευματικού έργου. Δεν θα ερευνήσουμε στους Πατέρες και στους Προφήτες με σχολαστικό θεολογικό τρόπο, αλλά θα σταθούμε μόνο στις κατηγορίες που αναστάτωσαν τους ασκητές, τους εραστές της πνευματικής προσευχής, του Άθω κατά την εποχή μου. Από θεολογική πλευρά το θέμα είναι τόσο πλατύ ώστε δεν μπορεί να γίνει λόγος για συστηματική έρευνα εδώ. Ας εξετάσουμε όμως με πολλή ακρίβεια την ουσία της υποθέσεως, ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε την άφθαρτη γνώση που παρέχεται εκ των άνω.


Η προσωπική ζωή μας είναι στενά συνδεδεμένη με τις αντιλήψεις μας σχετικά με τον κόσμο, εμάς τους ίδιους και με τον Θεό. Και η προσευχή μας, ιδιαίτερα στον ύψιστο βαθμό της δυνάμεως της, ζητά όσο το δυνατό περισσότερη γνώση της αληθινής φύσεως του Όντος. «Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τί εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι» (Α’ Ιωάν. 3,2). Καθ’ όμοιο τρόπο γνωρίζουμε ότι μόνος ο νους μας δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τα αυταπόδεικτα, δεν μπορεί να επιτύχει τη ζητούμενη γνώση: Ο Θεός πρέπει να αποκαλύψει τον εαυτό του στον άνθρωπο. Ακριβώς όπως ο Θεός αποκαλύπτεται σιγά‐σιγά στη ζωή καθενός, έτσι και στην ιστορία της ανθρωπότητας, όπως αποδεικνύεται στη Βίβλο, ο Θεός αποκαλύπτεται κατά διάφορους [//137] τρόπους (Εβρ. 1,1).
Η πρώτη αναφορά στην επίκληση του ονόματος του Θεού δεν είναι σαφής.
«Και τω Σηθ εγένετο υιός, επωνόμασεν δε το όνομα αυτού Ενώς· ούτος ήλπισεν επικαλείσθαι το όνομα Κυρίου του Θεού» (Γεν. 4,26).
Ύστερα ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό του στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ όλο και περισσότερο. «Εγώ Κύριος· ώφθην προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Θεός ών αυτών, και το όνομα μου Κύριος ουκ εδήλωσα αυτοίς» (Εξ. 6,3). Ο Θεός προσδιόρισε τον εαυτό του ως Θεό του Αβραάμ, ύστερα ως Θεό των Αβραάμ και Ισαάκ και αργότερα ως Θεό των Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. Στον Μωϋσή αποκαλύφθηκε σαν προσωπικός υποστατικός Θεός: «Εγώ ειμί ο Ών» (Εξ. 3,14). Κατόπιν ο Θεός προσθέτει στην αποκάλυψη του για τον εαυτό του: «Και κατέβη Κύριος εν νεφέλη και παρέστη αυτώ εκεί· και εκάλεσε τω ονόματι Κυρίου και παρήλθε Κύριος προ προσώπου αυτού και εκάλεσε· Κύριος ο Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός, και δικαιοσύνην διατηρών και έλεος εις χιλιάδας αφαιρών ανομίας και αδικίας και αμαρτίας, και ου καθαριεί τον ένοχον, επάγων ανομίας πατέρων επί τέκνα και επί τέκνα τέκνων επί τρίτην και τετάρτην γενεάν» (Εξ. 34,5‐7). Έτσι ο Θεός, αρχικά αποκαλύφθηκε στον Μωϋσή ως ο μοναδικός Ών με άγνωστες ακόμα ιδιότητες. Η επόμενη αποκάλυψη περιείχε ιδιότητες αυτού του «εγώ ειμι ο Ών» δηλαδή Θεός οικτίρμονας κα ελεήμονας … που συγχωρεί αλλά και τιμωρεί. Αλλά κι αυτό ήταν επίσης ασαφές και ο Μωϋσής αναγνώριζε ότι η αποκάλυψη που του δόθηκε δεν ήταν πλήρης.
Ούτε οι προφήτες πέτυχαν να λάβουν το πλήρωμα της γνώσεως. Από τα λόγια όμως του Ησαΐα: «Ούτως λέγει ο Θεός ο βασιλεύς του Ισραήλ ο ρυσάμενος αυτόν, [//138] Θεός σαβαώθ· εγώ πρώτος και εγώ μετά ταύτα· πλην εμου ουκ έστι Θεός» (Ησ. 44,6), αντιλαμβανόμαστε ότι ο πνευματικός Ισραήλ αναφερόταν σ’ ένα άναρχο Όν, σ’ αυτόν ο οποίος ήταν: «από γενεών αρχής» (Ησ. 41,4). Αυτός ο Θεός «ο πρώτος και ο έσχατος» αποκάλυψε τον εαυτό του σαν απόλυτο, αλλά προσωπικό και ζώντα. Όχι κάποια αφηρημένη διαπροσωπική «μονάς» και τα παρόμοια. Έτσι φαίνεται ότι το πνεύμα των προφητών του Ισραήλ έτεινε προς το άναρχο Όν, προς εκείνο που από την αρχή υπάρχει. Είναι αυτή συγκεκριμμένα η διάθεση που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, εικόνα του Απόλυτου. Δεν σταματά σε καμιά κατάσταση ή ενδιάμεση ύπαρξη, όποια κι αν είναι.


Από την ιστορία της Βίβλου γίνεται αντιληπτό ότι κάθε νέα αποκάλυψη γινόταν δεκτή σαν μια φανέρωση του Θεού, σαν μια άμεση προσωπική ενέργεια του. Κατά συνέπεια τα διάφορα ονόματα δήλωναν την παρουσία του Θεού. Το όνομα λειτουργούσε κατά διπλό τρόπο, δηλαδή συμβάλλοντας κατά πρώτο λόγο στη γνώση του ζωντανού Θεού και κατά δεύτερο στη γνώση αυτού. Απ’ αυτό προέρχεται κι ο φόβος του «ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» (Εξ. 20,7). Σαν αποκάλυψη του Θείου χαρακτηρίζει τον πλούτο του, σαν γνώση όμως του Θεού γενικότερα αποβαίνει βαθύτερη και πλουσιότερη. Παρά το γεγονός όμως, ότι οι Ισραηλίτες είχαν την πεποίθηση, ότι πρώτο αυτοί ήταν ο εκλεκτός λαός, δεύτερο ότι ο Ύψιστος Θεός αποκαλύφθηκε σ’ αυτούς, μέχρι την έλευση του Χριστού οι προφήτες δεν έπαψαν ποτέ να αναστενάζουν βαριά και η συνεχής προσευχή τους ήταν να εμφανιστεί ο Θεός στη γη και να φέρει την αληθινή και τέλεια γνώση για τον εαυτό του, την οποία το ανθρώπινο γένος  ήταν φυσικό να λαχταρά επίμονα.
Ο Θεός αποκαλύφτηκε ως πρόνοια, ελευθερωτής, [//139] σωτήρας και άλλα πολλά παρόμοια, όμως παρέμεινε ακόμα «κεκαλυμμένος», και έτσι ήταν πράγματι στη διάνοια του λαού. Ο Ιακώβ στην τραγική  στιγμή  της ζωής του, όταν άφηνε τον Λάβαν για να επιστρέψει στη γη των πατέρων του, όπου ζούσε ακόμα ο αδελφός του Ησαύ και τον οποίο φοβόταν, τη νύχτα μόνος έξω από την κατασκήνωση πάλαιψε με το Θεό (Γεν. 32,24). Τα χρόνια με το Λάβαν δεν ήταν εύκολα. Ο Ιακώβ ήταν απελπισμένος και φοβισμένος με τη σκέψη της συναντήσεως του με τον Ησαύ. Ζήτησε την ευλογία του Θεού, αν και ήταν έτοιμος να διαφωνήσει με το Θεό, να τον κατηγορήσει (Γεν. 32,25).
Οι ίδιοι αγώνες λαβαίνουν χώρα και στη ζωή των προφητών Ηλιού και Ιωνά. Ο Ηλίας προσευχόταν: «ικανούσθω νυν, λάβε δη την ψυχή του απ’ εμού, Κύριε, ότι ου κρείσσων εγώ ειμί υπέρ τους πατέρας μου … Ζηλών εζήλωσα τω Κυρίω παντοκράτορι, ότι εγκατέλειπον σε οι υιοί Ισραήλ· τα θυσιαστήρια σου κατέσκαψαν, και τους προφήτας σου απέκτειναν εν ρομφαία, και υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος, και ζητούσι την ψυχήν μου του λαβείν αυτήν» (Α’ Βασ. 19,4.10). Και ο Ιωνάς κραύγαζε: Κύριε, συ με διέταξες με τόση επιμονή να κηρύξω στους Νινευΐτες και να αναγγείλω την καταστροφή της πόλεως τους εξαιτίας των αμαρτιών τους· το ‘ξερα όμως ότι δεν θα το έκανες αυτό, γιατί «συ εί, ελεήμων  και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και μετανοών επί ταις κακίαις». «και νυν» –ατιμάστηκα, αφού η προφητεία μου δεν επαληθεύτηκε– «δέομαι σου, λάβε την ψυχήν μου απ’ εμού, ότι καλόν το αποθανείν με ή ζην με» (Ιωνά 4,2,3. Εξ. 34,6). Ακόμα πιο εντυπωσιακός είναι ο θρήνος του Ιώβ· «απόλοιτο η ημέρα εν ή εγεννήθην και η νυξ, εν ή είπαν, ιδού άρσεν … εκλάβοι δε αυτήν σκότος και σκια θανάτου … καταραθείη η ημέρα και απενέγκαιτο αυτήν [//140] σκότος … η νυξ εκείνη είη οδύνη, και μη έλθοι επ’ αυτήν ευφροσύνη μηδέ χαρμονή· αλλά καταράσαιτο αυτήν ο καταρώμενος την ημέρα εκείνην … εις φωτισμόν μη έλθοι και μη ίδοι εωσφόρον ανατέλλοντα, ότι ου συνέκλεισε πύλας γαστρός μητρός μου· απήλλαξε γαρ αν πόνον από οφθαλμών μου. Διατί γαρ εν κοιλία ουκ ετελεύτησα, εκ γαστρός δε εξήλθον και ουκ απωλόμην ευθύς; Ίνα τί δε συνήντησαν μοι γόνατα; Ίνα τι δε μαστούς εθήλασα; Νυν αν κοιμηθείς ησύχασα,


(εις την απέραντον ησυχίαν της ανυπαρξίας) … εκεί ασεβείς ανεπαύσαντο κατάκοποι … μικρός και μέγας εκεί εστι (εις την μηδαμινότητα των) … και θεράπων δεδοικώς τον Κύριον αυτού. Ίνα τι γαρ δέδοται τοις εν πικρία φως; Ζωή δε ταις εν οδύναις ψυχαίς; Οί ιμείρονται του θανάτου και ου τυγχάνουσιν, περιχαρείς δε εγένοντο ανορύσσοντες ώσπερ θησαυρούς, εάν κατατύχωσι. Ίνα τι δέδοται ανθρώπω το φως, ού η οδός (προς γνώσιν του Θεού) εστί κεκρυμμένη, και όν ο Θεός περιέφραξεν» (Ιώβ κεφ. 3).
Η μοίρα μας έχει κάτι το κοινό με όλους αυτούς τους προφήτες. Ο Ισραήλ πολέμησε με το Θεό· και ποιος από μας δεν πολεμά; Μέχρι την σημερινή μέρα ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται σε σύγκρουση μαζί του. Όλο το ανθρώπινο γένος τον κατηγορεί για τις κακοπάθειες του. Η ζωή δεν είναι απλή υπόθεση. Όμως το να ζει κάποιος χωρίς τέτοια γνώση είναι τρομερά πληκτικό.
Δώρο τυχαίο, δώρο γελοίο Ζωή, γιατί μου δόθηκες;
Από ποια παράξενη μοίρα στο θάνατο καταδικάστηκες; Ποιος με τη δύναμη του
Από το μηδέν με δημιούργησε;
Ποιος με πάθη την ψυχή μου γέμισε
και με την αμφιβολία διασάλευσε το πνεύμα μου;
[//141] Να, αυτό από το βάθος του πόνου του φωνάζει ο ποιητής, εκφράζει σύντομα τις ίδιες με τον Ιώβ ιδέες. Το να μείνει πάντα συντριμμένος στα σκοτάδια της άγνοιας, αυτό εξευτελίζει τον άνθρωπο και προκαλεί μια πνικτική αγωνία. Το πνεύμα μας ψάχνει να έρθει σε άμεσο διάλογο με το Θεό, μ’ εκείνον,
«ο οποίος … από το μηδέν με δημιούργησε», ο οποίος με τράβηξε από τη βαθιά ησυχία της ανυπαρξίας, για να με ρίξει σ’ αυτή την παράλογη και φρικτή ιλαροτραγωδία. Θέλουμε να ξέρουμε ποιος έκανε λάθος: Εμείς οι ίδιοι ή αυτός, ο Δημιουργός μας; Μας φαίνεται ότι ήρθαμε σ’ αυτό τον κόσμο χωρίς να το θέλουμε, ίσως ακόμα χωρίς τη συγκατάθεση μας. Ο άνθρωπος κυριολεκτικά πεινά για ένα απ’ ευθείας διάλογο με το Θεό που μας κάλεσε από την ηρεμία της ανυπαρξίας σ’ αυτή την χωρίς έννοια τραγική κωμωδία. Το κυρίως ενδιαφέρον σημείο για τον καθένα μας είναι να βρούμε πού υπάρχει το σφάλμα, μέσα μας ή σ’ αυτόν, το Δημιουργό; Μου φαίνεται ότι ήρθαμε στον κόσμο αυτό χωρίς τη θέληση μας, και πιθανόν χωρίς τη συγκατάθεση μας. Θυμάται κανένας από μας να ρωτήθηκε αν ήθελε να γεννηθεί και να ‘ρθει σ’ αυτή τη ζωή, ή να μας αποκαλύφθηκε από πρωτύτερα τί περίπου θα ήταν η ζωή; Ήταν ελεύθερο σ’ εμάς ν’ αρνηθούμε το δώρο της ζωής; Είμαστε έτοιμοι αμέσως να «δώσωμεν αφροσύνην τω Θεώ» (Ιώβ 1,22).
Και να μια άλλη φωνή που λέγει: «εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής»  (Ιωάν. 8,12)· «εάν τις διψά ερχέσθω προς με και πινέτω, ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιωάν. 7,37‐38). Δεν θα ‘πρεπε να δεχτούμε με πίστη το κάλεσμα αυτό του Χριστού και να   παλέψουμε   αποφασιστικά   για   να   κερδίσουμε   τη   βασιλεία    [//142]   της


αναλλοίωτης αγάπης του Πατέρα; Ν’ ακολουθήσουμε την οδό που ο ίδιος ο Χριστός μας έδειξε; Δεδομένου ότι δεν έχουμε την δύναμη να δημιουργήσουμε εκ του μηδενός, έπεται ότι η έννοια της αιωνιότητας δεν έχει την αρχή της σε μας. Αν αυτή η αρχή δεν υπήρχε ανεξάρτητα από μας, η παρουσία της μέσα μας σαν εμπειρίας θα ήταν αδύνατη οντολογικά. Εξετάζοντας προσεκτικά την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, διαπιστώνουμε ότι σε κάθε πραγματική ανάγκη ανταποκρίνεται στην κοσμική ζωή μια πιθανότητα να την ικανοποιήσει. Στην ιστορία της επιστημονικής και τεχνικής εξέλιξης πολλές ιδέες, που έμοιαζαν άλλοτε πολύ τολμηρές και ουτοπικές, έγιναν τώρα συνηθισμένες και καθημερινές, πραγματικές. Γιατί λοιπόν θα έπρεπε να αμφιβάλω ότι η επιθυμία της αθανασίας και η αιώνια ένωση με τον Δημιουργό μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί;
Αν δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως η αιώνια ζωή, τότε για ποιο σκοπό φυτεύτηκε μέσα μας η λαχτάρα για την επίτευξη της; Ποια η έννοια της παρουσίας μας στον κόσμο; Είναι μόνο να λησμονήσουμε τα πάντα στο τέλος; Πότε θα τελειώσει αυτό το μισητό θέαμα; Περιπαιζόμαστε;
Ακόμα, δεν είναι δυνατό να βρεθεί άξια απάντηση στην κλήση του  Χριστού για αναζήτηση της βασιλείας της αγάπης κατά τον τρόπο που αυτός ο ίδιος υπέδειξε; Εάν είμαστε ανίκανοι να δημιουργήσουμε οτιδήποτε «εκ του μηδενός», τότε η κεντρική ιδέα της αιωνιότητας δεν είναι δυνατόν να πιαστεί στη συνείδηση μας. Στον υλικό κόσμο πολλές θεωρίες που κάποτε θεωρούνταν άκρως τολμηρές αποδείχτηκαν χρήσιμες για μας. Γιατί λοιπόν να μην επιτρέψουμε στον εαυτό μας την πεποίθηση, ότι η ιδέα μιας ευλογημένης αθανασίας και αιώνιας ενότητας με το Δημιουργό και Πατέρα μας είναι δυνατή;
[//143] Πόσο ριζική είναι η αλλαγή όταν συμβεί ν’ αποφασίσουμε να δεχτούμε την κλήση του Χριστού! Κάθε λεπτό της ζωής μας γίνεται ανεκτίμητο. Πόνος και χαρά συνδέονται τότε κατά ένα θαυμαστό τρόπο σ’ αυτή τη νέα ασκητική προσπάθεια.
Η κλίμακα για τους ουρανούς τοποθετείται μπροστά μας.
«Ου κληθήσεται έτι το όνομα σου Ιακώβ, αλλά Ισραήλ έσται το όνομα σου, ότι ενίσχυσας μετά του Θεού και μετ’ ανθρώπων δυνατός έση». (Αλλά μη ρωτάς για τ’ όνομά μου, γιατί είναι ένα θαυμαστό όνομα και ακόμα δεν είσαι έτοιμος να το κατανοήσεις. Παρ’ όλα αυτά να είσαι ευλογημένος. Γεν. 32,28.29).
«Ανέτειλεν δε αυτώ ο ήλιος, ηνίκα παρήλθεν το είδος του Θεού»  (Γεν. 32,31). Ο δρόμος για την τέλεια γνώση δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί. Αλλά μια πρόγευση είχε δοθεί, για να μπορεί ν’ αναπτυχθεί στη συνείδηση των προφητών, οι οποίοι θα εκφωνούσαν αρκετά φλογερά κηρύγματα σχετικά με τον προαιώνιο Λόγο του Πατέρα, που ασφαλώς θα ερχόταν – το αληθινό φως, στο οποίο δεν υπάρχει σκοτεινό σημείο, και το οποίο θα φώτιζε όλους μας.
Η πάλη με το Θεό είναι μια επικίνδυνη περιπέτεια· μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή, αλλά μπορεί επίσης να μας κάνει ικανούς «ίνα αποθώμεθα τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού» (Κολ. 3,9), και να νικήσουμε δια της ταπεινοφροσύνης. Πώς; Δια της υπακοής· «είπεν δε Ιακώβ· ο Θεός του πατρός μου Αβραάμ και ο Θεός του πατρός μου Ισαάκ  … εξελού με εκ χειρός του


αδελφού μου Ησαύ, ότι φοβούμαι εγώ αυτόν, μήποτε ελθών πατάξη με και μητέρα επί τέκνοις» (Γεν. 27,41 πρβλ. Γεν. 32,10.12). «Αναβλέψας δε Ιακώβ είδεν και ιδού Ησαύ ο αδελφός αυτού ερχόμενος και τετρακόσιοι [//144] άνδρες μετ’ αυτού … αυτός δε προήλθεν έμπροσθεν αυτών και προσεκύνησεν επί την γην επτάκις έως του εγγίσαι τω αδελφώ αυτού· και προσέδραμεν Ησαύ εις συνάντησιν αυτώ και περιλαβών αυτόν προσέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν και έκλαυσαν αμφότεροι» (Γεν. 33,1.3‐4). Ο Ησαύ που  μισούσε τον Ιακώβ υποτάχθηκε. Ο Ιακώβ του είχε αρπάξει με δόλο την ευλογία του πατέρα τους Ισαάκ, που του ανήκε σαν πρωτότοκος που ήταν. Δια του Ιακώβ‐ Ισραήλ μας δόθηκε μια μορφή ταπεινής εξομολόγησης.
Και γεννιέται τώρα η ερώτηση: Η πνευματική κρίση που γνωρίζει ο κόσμος σήμερα δεν μπορεί να είναι ένα προανάκρουσμα για μια τεράστια αναγέννηση; Γιατί αυτό που γίνεται στις ψυχές των λίγων, μπορεί να συμβεί σ’ ένα πλήθος ψυχών, μπορεί να μεταβληθεί σε μια πανίσχυρη πλημμύρα.
Η τωρινή κατάστασή μας –στην ιστορία, στο τμήμα της που ανήκει σ’ εμάς– μπορεί και πρέπει να είναι μια περίοδος αφομοιώσεως του όντος σ’ όλες του τις διαστάσεις.
Στο φως αυτής της ελπίδας ο μεγαλύτερος πόνος μας αποτελεί ένα αποκαλυπτόμενο μεγαλειώδες σκηνικό.
«Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα, και νυξ νυκτί αναγγέλει γνώσιν»  (Ψαλμ. 19,2), αν βέβαια αυτές δαπανούνται σε προσευχή η οποία φτάνει «στα όρια του σύμπαντος». «Απ’ άκρου του ουρανού η έξοδος αυτού, και το κατάντημα αυτού έως άκρου του ουρανού» (Ψαλμ. 19,6). Η προσευχή μας θερμαίνει και μας χαροποιεί. Αποτελεί το κανάλι με το οποίο δεχόμαστε την άνωθεν αποκάλυψη.
«Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος».
Η πρόοδος της αποκαλύψεως για το Θεό, όπως αυτή [//145] παρατίθεται στις Άγιες Γραφές, παραλληλίζεται μέχρις ένα σημαντικό σημείο με την προσωπική μας πρόοδο. Αναπτυσσόμαστε στη γνώση, όπως ακριβώς οι προπάτορες και οι πατέρες μας. Ξεκινάμε με τη σύλληψη της ιδέας ενός ανώτερου Όντος. Βήμα προς βήμα, όλο και περισσότερες από τις ιδιότητες του γίνονται γνωστές στο ανθρώπινο πνεύμα, μέχρις ότου η αποκάλυψη  φθάσει στην τρομερή δύναμη του ΕΓΩ ΕΙΜΙ του όρους Σινά, και η αντίληψη του ανθρώπου, αν και ατελής ακόμα, προσωρεί πιο βαθιά και από αυτή του Μωϋσή (πρβλ. Γεν. 22,14). Ο πλατύς χείμαρρος ρέει μέσα στους αιώνες φέρνοντας νέα γνώση για το Θείο.
Αυτός ο οποίος είναι πάνω από κάθε όνομα ως προς την ουσία του, αποκαλύπτει τον εαυτό του με πλήθος ονόματα στα λογικά όντα, που δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα του: Φως, ζωή, σοφία, κάλλος, αγαθότης, αλήθεια, άγιος, αιώνιος, πάνσοφος, παντοδύναμος, δίκαιος, ευλογητός, σωτήρ, λυτρωτής και πολλά άλλα. Με καθένα από αυτά ο Θεός, ο Ένας και αόρατος, έρχεται πιο κοντά μας. Παράλληλα όμως κανένα από τα ονόματά του δεν μας επιτρέπει να τον γνωρίσουμε «ως ούτός εστι», αλλά συνεχίζει να αποκαλύπτει τον εαυτό του με τα ονόματα.


Πριν από είκοσι αιώνες η σάρκωση του Λόγου του Πατέρα έδωσε χειροπιαστό τον τύπο της ιδέας για το Θεό ως σωτήρα· «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ματθ. 4,16). Εδώ και είκοσι αιώνες ήρθε αυτός που περίμεναν οι λαοί, ο Λόγος του Πατρός. Υπερκοσμικός κατά την ουσία του, ο δημιουργός της φύσεως μας «μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος» (Φιλ. 2,7).
Ο άναρχος, ο Λόγος του Πατρός, «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάν. 1,14). Ο αιώνιος φανερώθηκε μέσα στο χρόνο. Και να, ένα καινούριο όνομα μας αποκαλύφθηκε: [//146] Ιησούς‐σωτήρ ή Θεός‐σωτήρας. Ένα μεγάλο φως φώτισε την ζωή του κόσμου. Μια καινούρια εποχή άρχισε. Αν η ιστορία από τον Αδάμ έως τον Μωϋσή ήταν άγια, ήταν επίσης άγια μετά τη φανέρωση του Θεού στο Σινά και είναι ακόμα πιο πολύ μετά τον ερχομό του Χριστού.
Ήδη πριν από τον ερχομό του υπήρχε η ιδέα ενός Θεού σωτήρος, αλλά είχε διαφορετικό περιεχόμενο, άλλες διαστάσεις. Είχε ένα χαρακτήρα ασύγκριτα λιγότερο συγκεκριμένο· «ο λαός ο καθήμενος εν χώρα και σκια θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθ. 4,16). Μια νέα περίοδος ανέτειλε.
Αρχικά, το νεό όνομα, Ιησούς‐σωτήρας (Θεός Σωτήρας) μας αποκαλύπτει την έννοια ή το σκοπό της ενσάρκωσης του Θεού: «δια την σωτηρίαν ημών». Η ανάληψη από το Θεό της μορφής της υπάρξεως μας αποδείχνει ότι υπάρχει δυνατότητα σ’ εμάς να γίνουμε παιδιά του Θεού. Η κατάσταση μας ως παιδιών δείχνει ότι μπορούμε να γίνουμε συμμέτοχοι στην μορφή του Θείου Όντος. «Εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2,9). Μετά την ανάσταση ο  Χριστός κάθησε  «εκ δεξιών του Πατρός»  σαν  γιός   ανθρώπου  πια·
«την δόξαν ήν δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμέν,  εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν, και ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ούς δέδωκας μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ήν δέδωκας μοι, ότι ηγάπησας με προ καταβολής κόσμου … εγνώρισα αυτοίς το όνομα σου και γνωρίσω, ίνα η αγάπη ήν ηγάπησας με εν αυτοίς ή, καγώ εν αυτοίς» (Ιωάν. 17,22‐26).
Ο νους μας γαληνεύει με θαυμασμό μπροστά σ’ αυτό [//147] το μυστήριο. Ο αιώνιος και αόρατος Δημιουργός έχει αναλάβει στον εαυτό του την ορατή και ασταθή μορφή του δημιουργήματος. Το Πνεύμα, πέρα από κάθε νοητική δυνατότητα, έγινε σάρκα και μας έδωσε την δυνατότητα να τον ψηλαφήσουμε με τα χέρια μας, να τον δούμε με τα σωματικά μας μάτια. Ο απαθής παράδωσε τον εαυτό του στο πάθος. Η ζωή που δεν έχει αρχή συνδέθηκε με το θάνατο.
Η διάνοια που εμμένει στις φιλοσοφικές κατηγορίες δεν μπορεί να δεχθεί το ευαγγελικό κήρυγμα. Γι’ αυτήν είναι τρέλα. Το Απόλυτο των φιλοσόφων δεν πήρε την άδεια από τους δημιουργούς του να ταπεινωθεί μέχρι σημείου να πάρει μορφή δούλου (Φιλ. 2,7). Το Απόλυτο που κατανοήθηκε απ’ αυτούς δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτ’ άλλο από την ανυπαρξία στην καταλέξη αρνητική  έννοια του όρου. Πριν από τον ερχομό του Χριστού υπήρχαν πολλά πνεύματα που καλλιέργησαν παραπλανητικές θεωρίες σχετικά μ’ ένα τέτοιο αφηρημένο Απόλυτο.


Αν στην εποχή μας εκδηλώνονται τέτοιες τάσεις, αυτό δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει. Αλλά δυστυχώς πολλοί είναι εκείνοι που πέφτουν θύματα αυτής της πνευματικής πλάνης. Δεν έδωσαν προσοχή στα λόγια του Παύλου: «γέγραπται γαρ· απολώ την σοφίαν των σοφών, και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω. Πού σοφός; Πού γραμματεύς; Πού συζητητής του αιώνος τούτου; Ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου; Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω  ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. Επειδή και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν· ότι [//148] το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστί και το ασθενές του Θεού ισχυρότερον των ανθρώπων εστί» (Α’ Κορ. 1,19‐25).
Δεν μπορούμε ν’ αντιληφθούμε πώς όλα όσα αυτά μπορούν να συμβούν, όπως επίσης δεν μπορούμε να καθορίσουμε πώς αυτός που δημιούργησε τη φύση μας μπορεί να την συμπεριλάβει στην υπόσταση του. Αυτός δεν προσέλαβε μια νέα, άλλη ανθρώπινη υπόσταση. Συνέχισε να βρίσκεται στην αιώνια υπόσταση του, συνδέοντας την Θεία με την ανθρώπινη φύση. Η τελειότητα του Πατέρα εμφανίστηκε σ’ εμάς με σάρκα. Το συμβιβαστό Θεού και ανθρώπου φανερώθηκε με μια φαινομενική σύγκρουση.
Με το Χριστό γνωρίζουμε την Αγία Τριάδα: Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Κάτω από το Όνομα ΕΓΩ ΕΙΜΙ, ο Μωϋσής αντιλαμβανόταν ένα μόνο Πρόσωπο. Αυτός έβλεπε το Λόγο και το Πνεύμα σαν ενέργειες του ενός Όντος. Σ’ εμάς δόθηκε να γνωρίσουμε ότι ο Λόγος και το Πνεύμα είναι υποστάσεις ισάξιες με τον Πατέρα. Ο Θεός είναι απλός στην ουσία του αλλά τριπλός στις υποστάσεις. Το όνομα ΕΓΩ ΕΙΜΙ (ο ΩΝ), δυνάμει της μοναδικότητας του Θεού, εφαρμόζεται όμοια και στην Τριάδα σαν σύνολο, αλλά και σε κάθε μια Υπόσταση χωριστά. Όπως και πολλά άλλα ονόματα και αυτό επίσης μπορούμε και πρέπει να το εκλάβουμε διπλά, σαν όνομα κοινό όλης της Τριάδας και σαν ιδιαίτερο όνομα κάθε Προσώπου. Ακριβώς όπως το όνομα «Κύριος» αρμόζει και στα τρία πρόσωπα και συγχρόνως μπορεί ν’ αποδοθεί σαν προσωπικό όνομα σε καθένα από τα τρία Πρόσωπα, έτσι το όνομα ΙΗΣΟΥΣ μπορεί να ερμηνευτεί σαν Θεός Σωτήρας. Αλλά χρησιμοποιούμε τούτο το όνομα σαν αποκλειστικά κατάλληλο για το Χριστό, το δεύτερο πρόσωπο της αγίας Τριάδος. Στην αρχαιότητα η γνώση που αφορούσε το Θείο μεταδόθηκε στον ανθρώπινο νου μέσω [//149] ονομάτων που αποκάλυπταν κυρίως τις ιδιότητες του Θεού, τα γνωρίσματά του: τη δύναμή του, την πανταχού παρουσία του, την πανσοφία του, τη θεία πρόνοιά του, τη  δόξα του κλπ. Αλλά στο Μωϋσή το όνομα του «Εγώ ειμί» δόθηκε σαν το όνομα του ίδιου του Θεού.
Με την ενσάρκωση του Λόγου του Πατρός ερχόμαστε σε επαφή με το Θεό σε τέτοιο σημείο, ώστε ν’ αποκλείουμε κάθε περαιτέρω αποκάλυψη. Έζησε ανάμεσα μας, σε καταστάσεις που προσδιόριζε η πτώση μας. Μίλησε μαζί μας στη γλώσσα μας. Το μόνο πράγμα που έχουμε ανάγκη είναι να προσπαθήσουμε να ζήσουμε σύμφωνα με τις εντολές, ώστε να κατανοήσουμε αυτό το δώρο στις


αληθινές του διαστάσεις … Ταπεινώθηκε τόσο πολύ και τον αγγίξαμε με τα χέρια. Έζησε ως άνθρωπος στον ορατό κόσμο. Μας φανέρωσε πέρα για πέρα τον αόρατο Πατέρα του. Μας αποκάλυψε κάθε τι που αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο. Αποκάλυψε σ’ εμάς όλα όσα αναφέρονται στις σχέσεις Θεού και ανθρώπου. Έφερε τη σωτηρία με ένα εξαιρετικά συγκεκριμένο τρόπο. Άρχισε το κήρυγμα του με την κλήση: «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 4,17). Σ’ αυτούς τους λόγους του διακρίνουμε μια συνέχεια του διαλόγου του με τον Αδάμ στον Παράδεισο (Γεν. 3,8‐19).
Μεγάλο είναι το όνομα ΕΓΩ ΕΙΜΙ (ο ΩΝ). Μεγάλο είναι το όνομα της  Αγίας Τριάδος. Μεγάλο επίσης είναι το όνομα του Ιησού, του οποίου το περιεχόμενο είναι ανεξάντλητο. Ανήκει σ’ αυτόν στον οποίο όλη η δημιουργία χρωστά την ύπαρξή της «Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν. Εν αυτώ ζωή ήν, και η ζωή ήν το φως των ανθρώπων» (Ιωάν. 1,3‐4). Αυτός υπήρχε αρχικά, δηλαδή αυτός ήταν η αρχή ολόκληρου του σύμπαντος.
«Απείρως μέγα το όνομα του [//150] Υιού του Θεού το συντηρούν όλον τον κόσμον» (Ερμά, Ποιμήν, παραβολές 9,14). Μέσα στην Τριάδα αυτός στρέφεται προς τον Πατέρα, στην πράξη όμως της δημιουργίας ο ίδιος ο Λόγος στρέφεται προς τον άνθρωπο που πλάστηκε για να γίνει όμοιός του.
Το όνομα Ιησούς ως κύριο όνομά του συνδέεται οντολογικά μαζί του.
Για μας αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτόν· αποτελεί το κανάλι με το οποίο η Θεία Δύναμη έρχεται σ’ εμάς, πηγάζει από τον Πανάγιο, είναι αγία και αγιαζόμαστε και εμείς όταν την επικαλούμαστε. Με αυτό το όνομα και μέσα από αυτό το όνομα η προσευχή μας αποκτά μια συγκεκριμένη αντικειμενική μορφή ή μεγαλείο. Μας συνδέει με το Θεό κατά την προσευχή, όταν επικαλούμαστε αυτό το όνομα, ο Θεός είναι παρών, όπως σ’ ένα δοχείο γεμάτο άρωμα η γλυκύτητα της οσμής. Με αυτή την οσμή γίνεται κατανοητή η παρουσία του Θεού στον κόσμο. Σαν πνευματική οντότητα εκπορεύεται από την ουσία του Θείου και είναι θεία από τη φύση της. Σαν ενέργεια του Θεού το όνομα ξεπερνά τις κοσμικές ενέργειες. Προερχόμενη από την αιώνια θεία σφαίρα, η ενέργεια αυτή δεν αποτελεί ανακάλυψη του ανθρώπινου νου, αν και ο άνθρωπος σχεδίασε τις λέξεις της. Αποτελεί ανεκτίμητο δώρο για μας από ψηλά, δωρεά υπερκόσμια στην υπερφυσική της δόξα.
Όταν προσευχόμαστε, γνωρίζοντας όλα αυτά, η προσευχή μας γίνεται φοβερή και συγχρόνως μια θριαμβευτική πράξη. Στην Παλαιά Διαθήκη  γράφτηκε να μην αναφέρουμε το όνομα του Θεού επιπόλαια.
Τώρα που όλα τα θεία ονόματα μας αποκαλύφθηκαν με την βαθύτερη έννοια τους –πράγμα αδύνατο πριν έρθει ο Χριστός–, θα έπρεπε να τρέμουμε, όταν προφέρουμε τούτο το άγιο όνομα, όπως πολλοί ασκητές ανάμεσα [//151] στους οποίους είχα την ευκαιρία να ζήσω. Μια σωστή επίκληση αυτού του ονόματος γεμίζει ολόκληρη την ύπαρξη με την παρουσία του Θεού. Μεταφέρει το νου σ’ άλλα βασίλεια. Δίνει εξαιρετική δύναμη και ζωή. Το Θείο φως για το οποίο δεν είναι εύκολο να μιλήσουμε έρχεται με την επίκληση αυτού του ονόματος.


Γνωρίζουμε ότι όχι μόνον το όνομα του «Ιησού», αλλά και όλα τα άλλα ονόματα που αποκαλύφθηκαν σ’ εμάς από το Θεό, είναι στενά συνδεδεμένα με αυτόν. Διδαχτήκαμε να αποκτούμε πείρα αυτού, χάρη στον μονογενή Υιό, ο οποίος πρόσταξε να ζητάμε όλα τα πράγματα από τον Πατέρα, δια του ονόματος του. Γνωρίζουμε ότι όλες οι αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας  μας κατακλείονται με την επίκληση των θείων ονομάτων και πρώτα απ’ όλα της Τριάδας, του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Το σύνολο της θείας λατρείας μας βασίζεται στην επίκληση των ονομάτων του Θεού. Δεν αποδίδομε μαγική δύναμη στις λέξεις αυτές, αλλά όταν εκφέρονται σαν μια αληθινή εξομολόγηση πίστεως, και με φόβο, σεβασμό και αγάπη προς το Θεό, τότε πράγματι έχουμε το Θεό συνδεδεμένο στενά με τα ονόματά του.
Γενιές κληρικών έχουν διατηρήσει αυτή τη γνώση της δυνάμεως του Θείου ονόματος. Έχουν τελέσει τα θεία μυστήρια με μια ζωντανή και βαθιά αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Σ’ αυτούς έχει αποκαλυφθεί το μυστήριο της θείας λειτουργίας. «Ότι αυτός είπε και εγεννήθησαν» (Ψαλμός 148,5· βλ. και Γεν. 1,3), ψέλνει ο ψαλμωδός. Έτσι και στη Λειτουργία. Το όνομα του Θεού αναφέρεται πάνω στα υλικά στοιχεία και μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού.
Αποκλείοντας τον οντολογικό χαρακτήρα των θείων ονομάτων, μαζί με την έλλειψη πείρας στην προσευχή και στα θεία Μυστήρια, αδειάζει η ζωή πολλών. Γι’ αυτούς [//152] η προσευχή και τα ιερά μυστήρια αυτά καθ’ εαυτά χάνουν την αιώνια τους πραγματικότητα. Η θεία λειτουργία καταντά απλά ένας τόπος ψυχολογικής ή πνευματικής «αναμνήσεως». Πολλοί μάλιστα προχωρούν ακόμα περισσότερο, σκεπτόμενοι ότι η προσευχή είναι σπατάλη χρόνου – και ειδικότερα όταν η προσευχή για εκπλήρωση υλικών αναγκών δεν εισακουστεί. Όμως το βασικότερο θαύμα, το οποίο πρέπει να ζητηθεί στην προσευχή, είναι η ένωση της υπάρξεως μας καθ’ ολοκληρία με το Θεό –«η αγαθή μερίς ήτις ουκ αφαιρεθήσεται» (Λουκ. 10,42) από μας– ούτε και με το θάνατο. Η προσευχή μας πρέπει να συγκεντρώνεται στην ανάσταση μας με το Θεό, πράγμα που αποτελεί τον πιο ψηλό σκοπό της υπάρξεως μας στον κόσμο. Η αγάπη για τον Χριστό,  όταν γεμίσει τον άνθρωπο, ενεργεί ριζικά στην αλλαγή μας. Σαν Χριστός Θεάνθρωπος που ένωσε στον εαυτό του Θεό και άνθρωπο· χάρη σ’ αυτόν έχουμε την είσοδο μας προς τον Πατέρα.
Θα μπορούσαμε να επιθυμήσουμε κάτι μεγαλύτερο;
Αυτοί που αγαπούν το Χριστό και το όνομα του ευφραίνονται στην ανάγνωση των Ευαγγελίων και της Αγίας Γραφής. Τα Θεία ονόματα, το περιεχόμενό τους, και το φως που εκπορεύεται από αυτά φέρνουν το πνεύμα του ανθρώπου κοντά τους, και τίποτα άλλο δεν τους προσελκύει. Το σύνολο της Γραφής, από την αρχή ως το τέλος αποτελεί μια πλήρη μαρτυρία του Θεού με το όνομά του. Ακούστε την θριαμβευτική διακήρυξη του Πέτρου: «Ουδέ γαρ όνομα εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ώ δει σωθήναι ημάς» (Πραξ. 4,12).
Προηγουμένως είχε ομολογήσει: «αργύριον και χρυσίον ουχ υπάρχει μοι· ό δε έχω τούτο σοι δίδωμι: εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου έγειρε και περιπάτει» (Πραξ. 3,6).


[//153] Σε άλλη περίπτωση οι απόστολοι «ήραν φωνήν προς τον Θεόνν και είπον· Δέσποτα, συ ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς (Πράξ. 4,24) … και δος τοις δούλοις σου μετά παρρησίας πάσης λαλείν τον λόγον σου. Εν τω την χείρα σου εκτείνειν σε εις ίασιν και σημεία και τέρατα γίνεσθαι δια του ονόματος του αγίου παιδός σου Ιησού»  (Πράξ. 4,29.30). Και πληροφορούμαστε ότι, όταν προσευχήθηκαν, «εσαλεύθη ο τόπος εν ώ ήσαν συνηγμένοι και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ελάλουν τον λόγον του Θεού μετά παρρησίας» (Πράξ. 4,31) … «χάρις τε μεγάλη ήν επί πάντας αυτούς» (Πράξ. 4,33).
Κατά την ουσία του ο Θεός υπερέχει των πάντων και κατά συνέπεια βρίσκεται πέρα από κάθε όνομα και κάθε έννοια, αλλά όταν αποκαλύπτεται, μας δίνει μια ζωντανή εμπειρία της παρουσίας του και αυτή εκδηλώνεται με  ονόματα. Έτσι λοιπόν από την αρχή μέχρι το τέλος η Αγία Γραφή μαρτυρεί περί του Θεού με ονόματα. Το πνεύμα μας ευφραίνεται, όταν συναντά τα Θεία λόγια, και η ψυχή μας ευλογεί το Θεό που μας έδωσε αυτό το ανεκτίμητο δώρο.
Το ανθρώπινο πνεύμα προοδεύει βαθμηδόν στη σφαίρα της γνώσεως του Θεού. Τα χρόνια περνούν προτού το μεγαλειώδες πανόραμα του Όντος ανοιχτεί μπροστά μας, και μελετούμε τον δημιουργημένο κόσμο και εκτιμούμε «την πνοήν της ζωής ήν ο Θεός ενεφύσησεν εις το πρόσωπον του ανθρώπου» (πρβλ. Γεν. 2,7). Ο άνθρωπος γίνεται η συνδετική αρχή μεταξύ του Θεού και της υπόλοιπης δημιουργίας, αφού σ’ αυτό το κτίσμα ενώθηκε το Άκτιστο. Η ουσία  του Θείου Όντος δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο. Αλλά η θεία ζωή μεταδίδεται σ’ αυτόν με τη Θεία ενέργεια. Η πράξη της θεώσεως του ανθρώπου ενεργείται με την άκτιστη χάρη. Η αποκάλυψη στο όρος [//154] Θαβώρ δίνει μια ζωντανή στιγμή της Θείας φύσεως και ενέργειας. Εκτός από την φωτεινή νεφέλη που τους κάλυψε, οι μαθητές άκουσαν την φωνή του Πατέρα: «Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός» (Ματθ. 17,5). Το φως και η φωνή –και τα δυό ανερμήνευτα– ήταν
«Θεία». Είναι ουσιαστικό όλοι μας να μπορέσουμε να μάθουμε να διακρίνουμε  τις ενέργειες από την καταγωγή τους. Ανικανότητα σ’ αυτό δυσκολεύει την πνευματική πρόοδο.
Δεν υπάρχει τίποτα το αυτόματο ή «μαγικό» στην προσευχή του Ιησού. Αν δεν κοπιάζομε να φυλάμε τις εντολές του, μάταια επικαλούμαστε το όνομά του. Αυτός ο ίδιος διακήρυξε: «πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη τη ημέρα· Κύριε, Κύριε, ου τω σώ ονόματι προεφητεύσαμεν και τω σώ ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν και τω σώ ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; Και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς· αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ματθ. 7,22.23). Είναι σημαντικό για μας να μοιάσουμε στο Μωϋσή που στάθηκε αμετακίνητος και υπομονετικός στις δυσκολίες, σαν να έβλεπε τον αόρατο Θεό (Εβρ. 11,27), και να τον επικαλούμαστε με την πεποίθηση του οντολογικού συνδέσμου που ενώνει το όνομα με τον ονομαζόμενο, με το πρόσωπο του Χριστού. Η αγάπη μας γι’ αυτόν θα μεγαλώνει και θα τελειοποιείται, στο μέτρο που θα μεγαλώνει και θα εμβαθύνει μέσα μας η σχετική γνώση της ζωής του αγαπημένου    Θεού.    Όταν    στο    ανθρώπινο    επίπεδο    αγαπούμε    κάποιον,


αναφέρουμε με ευχαρίστηση το όνομα του και το επαναλαμβάνουμε χωρίς κούραση. Αυτό είναι ακόμα ασύγκριτα πιο αληθινό με το όνομα του Κυρίου.
Οι πατέρες μας, φυσικά, γνώριζαν την «οντολογική» σχέση μεταξύ του ονόματος και του ονομαζομένου – μεταξύ του ονόματος και του προσώπου του Χριστού. Δεν είναι αρκετό να απαγγέλουμε τον ήχο της ανθρωπίνης [//155]  λέξεως που διαφέρει σε κάθε γλώσσα. Το σημαντικό είναι ν’ αγαπάμε αυτόν που επικαλούμαστε.
Για ν’ ακριβολογήσουμε πρέπει το ίδιο ν’ αντιληφθούμε το περιεχόμενο της ζωής του αγαπημένου Θεού. Όταν αγαπάμε κάποιον, ευχαριστιόμαστε να προφέρουμε το όνομα του αγαπημένου και ποτέ δεν κουραζόμαστε να το επαναλαμβάνουμε. Όταν αγαπάμε, κατά τον ανθρώπινο τρόπο, η αγάπη μας αναπτύσσεται, γιατί διακρίνουμε όλο και περισσότερο τη χάρη στο πρόσωπο του αγαπώμενου. Η μορφή του γίνεται ολοένα και πολυτιμότερη και η ευτυχία μάς κάνει να παρατηρούμε συνέχεια νέα χαρακτηριστικά σ’ αυτόν. Έτσι και με το όνομα του Ιησού Χριστού. Σιγά‐σιγά το ενδιαφέρον μας αιχμαλωτίζεται, ανακαλύπτουμε νέες απόψεις γι’ αυτόν μέσα από το όνομα του, και διαποτίζεται η ύπαρξη μας με την πραγματικότητα, δηλαδή τη γνώση που περιλαμβάνεται  στο όνομά του. Και αυτή η γνώση είναι σημαντική για την αιώνια ζωή, όπως είπε ο ίδιος: «Αύτη δε εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και όν απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. 17,3).
Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον ημάς και τον κόσμον σου.
Το όνομα «Ιησούς» δόθηκε δι’ αποκαλύψεως εκ των άνω. Προέρχεται από τη θεία, αιώνια σφαίρα και δεν είναι με κανένα τρόπο δημιούργημα της ανθρώπινης διάνοιας, αν και εκφράζεται με λέξη δημιουργημένη. Η αποκάλυψη είναι μια πράξη, μια ενέργεια της θεότητας· σαν τέτοια ανήκει σ’ άλλο επίπεδο και υπερέχει από τις κοσμικές ενέργειες. Στην υπερκόσμια δόξα του το όνομα
«Ιησούς» είναι μετακοσμικό. Όταν προφέρουμε το όνομα του Ιησού, ζητώντας  του να έρθει σ’ επικοινωνία μ’ εμάς, εκείνος που πληρεί τα πάντα ακούει τα  λόγια μας και ερχόμαστε σε ζωντανή επικοινωνία μαζί του. Σαν [//156] αιώνιος Λόγος του Πατρός «μένει εν αυτώ» σε μια αόρατη ενότητα, κι έτσι ο Θεός Πατέρας δια του Υιού του έρχεται σε σχέση μ’ εμάς. Ο Χριστός είναι μονογενής Υιός και συναΐδιος του Πατρός και γι’ αυτό μπορεί να πει: «ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιωάν. 4,6). Το όνομα «Ιησούς» σημαίνει «Θεός Σωτήρ»· μ’ αυτή την έννοια μπορεί ν’ αποδοθεί σ’ ολόκληρη την Αγία Τριάδα,  αλλά επίσης σε κάθε μια από τις Υποστάσεις χωριστά. Αλλά στην προσευχή μας χρησιμοποιούμε το όνομα «Ιησούς» αποκλειστικά σαν όνομα του Θεού‐ Ανθρώπου, του ενανθρωπήσαντος Θεού· επίσης προς αυτόν στρέφεται  η προσοχή και το πνεύμα μας, «ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος (Κολ. 2,9). Σ’ αυτόν βρίσκεται όχι μόνο ο Θεός αλλά και όλο το ανθρώπινο γένος. Προσευχόμενοι δια του ονόματος του Ιησού‐Χριστού, τοποθετούμεθα μπροστά στην απόλυτη πληρότητα του αδημιούργητου πρωτογενούς Όντος και του δημιουργημένου όντος. Για να μπορέσουμε να εισχωρήσουμε στον κόσμο αυτής της πληρότητας του Όντος, πρέπει να τον δεχθούμε μέσα μας με τέτοιο τρόπο, ώστε η ζωή του να γίνει και


δική μας – κι αυτό με την επίκληση του ονόματός του σύμφωνα με τις εντολές του.
Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν, ο «δε κολλώμενος τω Κυρίω έν πνεύμα εστί» (Α’ Κορ. 6,17). Αν έκανα μακρά αναφορά στη δογματική σημασία της επικλήσεως του ονόματος του Ιησού, είναι γιατί κατά τις τελευταίες δεκαετίες συνάντησα πολλές φορές εσφαλμένες αντιλήψεις όσον αφορά το θέμα της πρακτικής της προσευχής αυτής. Είναι κυρίως απαράδεκτο να προσπαθούμε να συσχετίσουμε αυτή την προσευχή, με το γιόγκα, το βουδδισμό ή ακόμη με το «διαλογισμό» κλπ.
[//157] Αυτό που ξεχωρίζει ριζικά το Χριστιανισμό από τις άλλες μορφές πνευματικότητας, είναι το ότι στη βάση της δικής μας ζωής βρίσκεται η αποκάλυψη του προσωπικού Θεού: Εγώ ειμί.
Όλες οι άλλες οδοί παραπλανούν το ανθρώπινο πνεύμα από προσωπικές σχέσεις με το Θεό, και τον οδηγούν στον τομέα ενός αφηρημένου απροσωπικού Απόλυτου και προς μια απροσωπικοποιημένη άσκηση.
Μια θεωρητική ενατένιση φαίνεται ν’ απογυμνώνει το πνεύμα μας από κάθε είδωλο· μπορεί ακόμα να μας δώσει μια αίσθηση ηρεμίας και ειρήνης και να μας βγάλει έξω από τον τόπο και το χρόνο· μ’ όλα αυτά όμως ξεγελά τη συνείδηση και δεν την οδηγεί αληθινά ενώπιον του προσωπικού Θεού. Σ’ αυτή τη θεωρητική ενατένιση δεν μπορούμε να μιλήσουμε καθαρά για προσευχή, δηλ. συνάντηση πρόσωπο με Πρόσωπο. Μια τέτοια θεωρία μπορεί να καταλήξει στο να αρέσκειται, εκείνος που κάνει ζήλο αυτή την προσευχή, στις ψυχικές καταστάσεις στις οποίες παραδίδεται, και το χειρότερο του γίνεται ξένη κι η ιδέα ακόμα του Θεού του ζώντος, του προσωπικού Απόλυτου. Αρκετά  πρόσφατες είναι οι εντατικές απόπειρες να πετύχουν σ’ ένα σύντομο διάστημα την «κοσμική συνείδηση» και ακόμα ν’ αποκτήσουν εμπειρία μιας ολοκληρωτικής εισόδου  μέσα στο υπερπροσωπικό Απόλυτο. Στην πραγματικότητα μια τέτοια άσκηση αποστρέφεται τον μόνο αληθινό Θεό, αυτόν που πραγματικά υπάρχει.
Η διδασκαλία του Ευαγγελίου δεν μιλά μόνο για τον προσωπικό Θεό, αλλά και για την προσωπική αθανασία αυτών που είναι σωσμένοι (Ιωάν. 16,33). Γνωρίζουμε όμως ότι αυτή η νίκη δεν υπήρξε εύκολη. Ξανά ο Χριστός μας προειδοποιεί: «εισέλθετε δια της στενής πύλης· ότι πλατεία η πύλη  και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την [//158] απώλειαν, και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής· ότι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν. Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύματι προβάτων, έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες» (Ματθ. 7,13‐15).
Τι είναι η απώλεια; Είναι η εγκατάλειψη από τους ανθρώπους του Θεού  του ζώντος, που αποκαλύφθηκε σ’ εμάς· είναι το να κατευθύνονται οι άνθρωποι αποφασιστικά προς το «μηδέν», από το οποίο εκλήθησαν στην ζωή με την υπόσχεση να λάβουν μέρος στην αιώνια μακαριότητα του Πατρός εξ υιοθεσίας δια του Υιού, με την εγκατοίκηση σ’ αυτούς της Αγίας Τριάδος.
Για να πιστέψουμε τα λόγια του Χριστού, πρέπει ή να γίνουμε απλοί σαν παιδιά: «αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη


εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 18,3). Ή να ‘χουμε την μεγάλη τόλμη του Παύλου, που λέγει: «ημείς μωροί δια Χριστόν, υμείς δε φρόνιμοι εν Χριστώ ημείς ασθενείς, υμείς ισχυροί· υμείς ένδοξοι, ημείς δε άτιμοι. Άχρι της  άρτι ώρας και πεινώμεν και διψώμεν και γυμνητεύομεν και κολαφιζόμεθα και αστατούμεν και κοπιώμεν εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσί· λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα» (Α’ Κορ. 4,10‐13) και κυρίως «θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ός εστιν Ιησούς Χριστός» (Α’  Κορ. 3,11)· «παρακαλώ ούν υμάς, μιμηταί μου γίνεσθε» (Α’ Κορ. 4,16).
Στη χριστιανική εμπειρία αποκτούμε μια γνώση του κόσμου δια της προσευχής, που είναι όμοια με την προσευχή του Κυρίου στη Γεθσημανή, και όχι μέσα σ’ ένα ενθουσιασμό φιλοσοφικού τύπου προς την υπερβατικότητα· «και είπεν αυτοίς ότι ούτω γέγραπται και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, [//159] και κηρυχθήναι επί τω  ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ· υμείς δε εστε μάρτυρες τούτων. Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς· υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ού ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24,46‐49).

[//160] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

2.  Η προσευχή του Ιησού: Μέθοδος

Αυτό το κεφάλαιο θα τ’ αφιερώσω στη συντομότερη κατά το δυνατό έκθεση των πιο ουσιαστιών και πιο βασικών απόψεων για την προσευχή του Ιησού, αυτή τη μεγαλύτερη επιμόρφωση της καρδιάς που γνώρισα στο  Άγιο Όρος.
Εδώ και πολλά χρόνια συνεχώς οι μοναχοί επαναλαμβάνουν την ευχή με τα χείλη τους, χωρίς να χρησιμοποιούν τεχνητά μέσα στη σύνδεση νου και καρδιάς. Η προσοχή τους είναι συγκεντρωμένη στην αρμονική σχέση της ζωής τους με τις εντολές του Χριστού. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση ο νους ενώνεται με την καρδιά με τη θεία ενέργεια, όταν ο μοναχός συνεχίζει το ασκητικό κατόρθωμα της υπακοής και της εγκράτειας, και ακόμα όταν ο νους, η καρδιά και κυρίως το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν σε ικανοποιητικό βαθμό από την κυριαρχία της αμαρτίας πάνω τους, όταν το σώμα γίνει άξιο να είναι «ναός του Αγίου Πνεύματος». Όμως και οι παλαιοί και οι νέοι διδάσκαλοι επιτρέπουν πότε‐πότε την προσφυγή σε τεχνική μέθοδο, για να κατεβάσουν το νου μέσα στην καρδιά. Για να το κατορθώσει αυτό ο μοναχός, αφού καθίσει κατάλληλα, απαγγέλλει την ευχή με το κεφάλι σκυμμένο στο στήθος του, εισπνέει στις λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ (Υιέ του Θεού)» και εκπνέει στις λέξεις «ελέησόν με (τον αμαρτωλόν)». Κατά την αναπνοή η προσοχή αρχικά ακολουθεί την κίνηση του αναπνεόμενου αέρα μέχρι το επάνω μέρος του στήθους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η συγκέντρωση κατορθώνεται [//161] σύντομα, χωρίς περιπλανήσεις, και ο νους βρίσκεται κοντά στη καρδιά ή ακόμα εισέρχεται σ’ αυτήν. Αυτή η μέθοδος σιγά‐σιγά κάνει το νου ικανό να δει όχι την  φυσική καρδιά αλλά τι συμβαίνει σ’ αυτήν, δηλαδή τα συναισθήματα που γεννιούνται


και τις πνευματικές παραστάσεις που πλησιάζουν απ’ έξω. Με αυτή την πείρα ο μοναχός αποκτά την ικανότητα να αισθάνεται την καρδιά του και να συνεχίζει να κρατά την προσοχή του συγκεντρωμένη στην καρδιά χωρίς στη συνέχεια να καταφύγει σε οποιαδήποτε ψυχοσωματική τεχνική.
Αυτή η πορεία μπορεί να βοηθήσει τον αρχάριο ν’ αντιληφθεί που πρέπει να βρίσκεται ο τόπος, όπου πρέπει να είναι συγκεντρωμένη η προσοχή του κατά την διάρκεια της προσευχής και κατά κανόνα ολόκληρο τον υπόλοιπο καιρό. Όμως η αληθινή προσευχή δεν κατορθώνεται έτσι. Η αληθινή προσευχή έρχεται αποκλειστικά με την πίστη και την μετάνοια, οι οποίες δεχόμαστε ότι είναι η μοναδική και πραγματική βάση της. Η πείρα έχει αποδείξει ότι ο κίνδυνος της ψυχοτεχνικής βρίσκεται στο γεγονός ότι αρκετοί αποδίδουν μεγάλη σπουδαιότητα στη μέθοδο καθ’ αυτή. Για ν’ αποφύγει μια τέτοια παραμόρφωση ο αρχάριος πρέπει να ακολουθήσει άλλη άσκηση, η οποία αν και είναι σημαντικά βραδύτερη, είναι ασύγκριτα καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη, την  προσήλωση της προσοχής στο όνομα του Χριστού και στις λέξεις της ευχής. Όταν η συντριβή για την αμαρτία φτάνει σ’ ένα συγκεκριμένο βαθμό, ο νους φυσικά τείνει να ενωθεί με την καρδιά.
Ο πλήρης τύπος της ευχής του Ιησού έχει έτσι: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ  του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν» και αυτός είναι ο καθορισμένος τύπος που προτείνεται για τους αρχαρίους. Στο πρώτο μισό της ευχής ομολογούμε το Χριστό‐Θεό που σαρκώθηκε για τη σωτηρία [//162] μας. Στο δεύτερο μισό βεβαιώνουμε την πεσμένη κατάσταση μας, την αμαρτωλότητα μας, τη σωτηρία μας. Ο συνδυασμός της δογματικής εξομολογήσεως και της μετάνοιας κάνει το περιεχόμενο της προσευχής πιο πλήρες.
Είναι δυνατό να θέσουμε σαν αρχή μια συγκεκριμένη τάξη στην  προσευχή. Πρώτα στο λεκτικό της. Λέμε την ευχή με τα χείλη, ενώ συγχρόνως προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στο όνομα και στις λέξεις. Ύστερα δεν κινούμε πια τα χείλη, αλλά προφέρουμε το όνομα του Ιησού Χριστού, και το υπόλοιπο της ευχής αναφέρεται νοερά.
Στο τρίτο στάδιο, νους και καρδιά συνδυάζονται και ενεργούν μαζί. Η προσοχή του νου συγκεντρώνεται στην καρδιά και η ευχή λέγεται εκεί, δηλαδή η καρδιακή προσευχή.
Τέταρτον, η προσευχή γίνεται αυθόρμητη. Αυτό συμβαίνει όταν η ευχή σταθεροποιείται στην καρδιά και χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια της θελήσεως συνεχίζει εκεί, όπου και ο νους βρίσκεται συγκεντρωμένος. Τελικά η προσευχή, γεμάτη ευλογία, αρχίζει να ενεργεί σαν απαλή φλόγα μέσα μας, σαν να εμπνέεται από ψηλά, ευχαριστώντας την καρδιά με ένα συναίσθημα θείας αγάπης, και ευφραίνοντας τον νου σε πνευματική θεώρηση. Τούτο το τελευταίο στάδιο μερικές φορές συνοδεύεται από μια όραση φωτός.
Μια βαθμιαία άνοδος στην προσευχή είναι πιο αξιόπιστη. Ο αρχάριος που θα ήθελε να περάσει στον αγώνα παρακινείται να ξεκινήσει με το πρώτο βήμα, την προφορική προσευχή, μέχρις ότου σώμα, γλώσσα, νους και καρδιά γίνουν ένα. Ο χρόνος που απαιτείται γι’ αυτό είναι ποικίλος. Όσο σοβαρότερη είναι η μετάνοια,  τόσο  συντομότερος  είναι  ο  χρόνος.  Η  άσκηση  της  «νοεράς»  [//163]


προσευχής μπορεί για λίγο να συνδέεται με την ησυχαστική μέθοδο· με άλλα λόγια μπορεί να πάρει τον τύπο μιας ρυθμικής ή άρρυθμης αρθρώσεως της ευχής, όπως περιγράφτηκε πιο πάνω, δηλαδή εισπνέοντας κατά το πρώτο μισό της και εκπνέοντας κατά το δεύτερο. Τούτο μπορεί να είναι αληθινά βοηθητικό, φτάνει να μην παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι κάθε επίκληση του ονόματος του Χριστού πρέπει απαραίτητα να συνδέεται στενά με μια αίσθηση της παρουσίας του ίδιου του Χριστού. Το όνομα δεν πρέπει να αποσπάται από το πρόσωπο του Θεού, εκτός αν η ευχή καταντήσει μια τεχνική άσκηση και πολύ αντίθετη με την εντολή: «Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω».
Όταν η προσευχή του νου είναι προσηλωμένη στην καρδιά, είναι δυνατόν να ελέγχουμε τι συμβαίνει στην καρδιά και ο αγώνας ενάντια στα πάθη παίρνει ένα λογικό χαρακτήρα. Ο εχθρός γίνεται αντιληπτός και μπορεί να διωχθεί με τη δύναμη του ονόματος του Χριστού. Με αυτό το ασκητικό κατόρθωμα η καρδιά γίνεται πολύ ευαίσθητη, τόσο οξυδερκής, ώστε μερικές φορές όταν προσεύχεται για κάποιον, η καρδιά μπορεί να πει σχεδόν αμέσως την κατάσταση του προσώπου για το οποίο προσευχόμαστε. Έτσι πραγματοποιείται η μετάβαση από την νοερή προσευχή στην προσευχή του νου και της καρδιάς, πράγμα που μπορεί να ακολουθηθεί από τη δωρεά της προσευχής που πηγάζει από την ίδια.
Προσπαθούμε να στεκόμαστε μπροστά στο Θεό με όλη μας την ύπαρξη. Επίκληση του ονόματος του Θεού Σωτήρος, που βγαίνει με φόβο Θεού, μαζί με μια συνεχή προσπάθεια για μια ζωή σύμφωνη με τις εντολές του σιγά‐σιγά οδηγεί στην ευλογημένη ένωση αυτών που είχαν χωριστεί με την πτώση των δικών μας δυνάμεων. Δεν πρέπει ποτέ να βιαζόμαστε στον ασκητικό μας αγώνα. Είναι ουσιαστικό [//164] να διώχνουμε κάθε σκέψη επιτυχίας του μεγαλύτερου στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Ο Θεός δεν μας βιάζει, αλλά ούτε εμείς μπορούμε να τον αναγκάσουμε σε οτιδήποτε. Αποτελέσματα που κατορθώνονται με τεχνητά μέσα δεν διαρκούν για πολύ, και το σπουδαιότερο, δεν συνενώνουν το πνεύμα μας με το πνεύμα του ζωντανού Θεού.
Στην ατμόσφαιρα του παρόντος κόσμου η προσευχή απαιτεί  υπεράνθρωπο θάρρος. Το σύνολο των φυσικών ενεργειών βρίσκεται σε αντίθεση. Το να συνεχίζει κανείς να προσεύχεται χωρίς ταραχή αποδείχνει νίκη σε κάθε επίπεδο της ζωής. Ο δρόμος είναι μακρύς και γεμάτος αγκάθια, αλλά έρχεται στιγμή που μια ουράνια ακτίνα διαπερνά το μαύρο σκοτάδι, για να δημιουργήσει ένα άνοιγμα, μέσα από το οποίο μπορούμε να ατενίζουμε την πηγή του αιωνίου Θείου Φωτός. Η ευχή του Ιησού παίρνει μετακοσμική διάσταση.
«Γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν· η γαρ σωματική γυμνασία προς ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμος εστιν, επαγγελίας έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης. Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος· εις τούτο γαρ και κοπιώμεν και ονειδιζόμεθα, ότι ηλπίκαμεν επί  Θεώ ζώντι, ός εστι σωτήρ πάντων ανθρώπων, μάλιστα πιστών. Παράγγελλε ταύτα  και δίδασκε» (Α’ Τιμ. 4,7‐11). Όταν ακολουθούμε αυτή την εντολή του  Αποστόλου, θα μας αποκαλυφθεί η οδός, η πιο σίγουρη για να βρούμε εκείνον που ψάχνουμε. Ας μην αφήσουμε τον εαυτό μας να εξαπατηθεί από ψεύτικα μέσα που επιτρέπουν να φτάσουμε σε μια υποθετική θέωση.


Πιστεύουμε ότι ο Θεός ήρθε στη γη, μας αποκάλυψε το μυστήριο της αμαρτίας και μας έδωσε τη χάρη της εξομολογήσεως· γι’ αυτό ας προσευχηθούμε: Κύριε, Ιησού‐Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν, [//165] με την ελπίδα της συγνώμης και συμφιλίωσης δια του ονόματος του.
Μέχρι το τέλος της ζωής μας ας μην εγκαταλείψουμε τις λέξεις «ελέησον με τον αμαρτωλόν». Η πλήρης νίκη πάνω στην αμαρτία δεν είναι δυνατή, παρά μόνο αν ο Θεός έρθει και κατοικήσει μέσα μας· αυτό είναι καθαρά η θέωση μας, χάρη στην οποία θα μπορούμε να τον θαυμάσουμε «ως αυτός εστί».
Η πλήρης χριστιανική τελειότητα δεν είναι κατορθωτή πάνω στη γη. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο μονογενής υιός ο ών εις τον κόλπον του πατρός εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν. 1,18). Αλλά δηλώνει απ’ την άλλη μεριά, ότι στην αιώνια ζωή η θέωση μας θα γίνει τέλεια, γιατί «οψόμεθα αυτόν καθώς εστί» (Α’ Ιωάν. 3,2). «Και πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ’ αυτώ αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστί» (Α’ Ιωάν. 3,3.4). είναι χρήσιμο να εισχωρήσουμε στο περιεχόμενο αυτής της επιστολής και να γίνει δραστήρια και σωστική η επίκληση του ονόματος του Ιησού, για να περάσουμε από το θάνατο στη ζωή (Α’ Ιωάν. 3,14) και να ενδυθούμε «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24,49).
Ανάμεσα στα ασκητικά συγγράμματα των αγίων πατέρων, η Κλίμακα του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος είναι ένα από τα πιο αξιόλογα. Οι δόκιμοι μοναχοί την   διαβάζουν  ήδη,  αλλά   χρησιμοποιείται   ακόμα  σαν   διορθωτική   για τους
«τέλειους». (Είναι προφανώς περιττό να πούμε ότι σ’ αυτό τον κόσμο η τελειότητα δεν είναι ποτέ τέλεια).
Μπορούμε να κάνουμε μια ανάλογη παρατήρηση και για την προσευχή του Ιησού. Αυτή λέγεται σαν προσευχή κατά τη διάρκεια διάφορων ασχολιών απλών ανθρώπων ή θρησκευομένων, απ’ αυτή έχουν αντικατασταθεί οι λειτουργικές διακονίες και αυτή λένε «νοερά» οι μοναχοί [//166] που βρίσκονται στην εκκλησία κατά τη λειτουργία· αυτή είναι η κυριότερη δραστηριότητα των μοναχών μέσα στα κελλιά τους και των ερημιτών ησυχαστών.
Η πρακτική αυτή της προσευχής είναι συνδεδεμένη στενά με τη θεολογία του θείου Ονόματος. Έχει βαθιές θεολογικές ρίζες, άλλωστε όλη η ασκητική ορθόδοξη ζωή, συμβαδίζει αρμονικά με την πρόοδο της δογματικής συνείδησης. Σε μερικούς τύπους της γίνεται πραγματικά μια φωτιά, «πυρ καταναλίσκον» τα πάθη (Εβρ. 12,29). Σ’ αυτήν υπάρχει μια θεία δύναμη που αποκαλύπτει αυτούς που είναι νεκροί από την αμαρτία, που φωτίζει με το φως της την διάνοια και την κάνει ικανή να δει τις δυνάμεις που επενεργούν στον «κόσμο» και που μας δίνει τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε αυτό που συμβαίνει στο εσωτερικό της καρδιάς μας και της διάνοιας μας: «Ζων γαρ ο λόγος του Θεού και εναργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διικνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (Εβρ. 4,12).
Όταν αυτή η προσευχή γίνεται με έλεος και σεβασμό, κάνει τον άνθρωπο να συναντήσει πολλές εχθρικές ενέργειες κρυμμένες στο  σύμπαν. Προσφερόμενη σε μια κατάσταση βαθιάς μετάνοιας εισχωρεί σε μια περιοχή που


βρίσκεται πέρα από τα ανθρώπινα όρια· «γέγραπται γαρ· απολώ την σοφίαν των σοφών, και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω» (Α’ Κορ. 1,19). Όταν γίνεται εντατικά, απαιτεί ή μια μεγάλη πείρα ή έναν ειδικό. Όλοι, χωρίς εξαίρεση, πρέπει να τη χρησιμοποιούν με μια άγρυπνη σύνεση, με πνεύμα συντριβής, με φόβο Θεού και υπομονή για κάθε τι που μας συμβαίνει. Τότε γίνεται δύναμη  που ενώνει το πνεύμα μας με το πνεύμα του Θεού και η οποία, αφού μας κάνει να περάσουμε από άβυσσους και σκοτάδια κρυμμένα μέσα μας, μας κάνει να νιώσουμε τη [//167] ζωντανή παρουσία της αιωνιότητας μέσα μας.
Αυτή η προσευχή είναι ένα μεγάλο δώρο του ουρανού στον άνθρωπο και στην ανθρωπότητα.
Μέχρι ποιού σημείου πρέπει να εμμένουμε, αν όχι να ασκούμαστε, στην προσευχή, θα το δείξει ή ίδια η εμπειρία.
Θα αρκεστώ στο να κάνω ένα παραλληλισμό με τη ζωή του κόσμου μας και να δώσω μερικά παραδείγματα από την επικαιρότητα πολύ γνωστά σε όλους. Οι αθλητές που γυμνάζονται για αγώνες κατά το διάστημα μιας μακράς περιόδου επαναλαμβάνουν την ίδια άσκηση, για να εκτελέσουν κατά τους αγώνες όλες τις κινήσεις που αφομοίωσαν με γρηγοράδα, σιγουριά και  μηχανικά. Από την ποσότητα των ασκήσεων εξαρτάται το αποτέλεσμα του αγώνα.
Θα αναφέρω ακόμα ένα γεγονός που το πληροφορήθηκα από κάποιον γνωστό σ’ αυτούς τους οποίους αναφέρεται. Σε μια πόλη της Ευρώπης, δυο αδέλφια παντρεύτηκαν τον ίδιο καιρό με δυο νέες κοπέλες. Η μια ήταν γιατρός, πολύ έξυπνη, η άλλη ήταν πιο όμορφη, πιο ζωντανή, έξυπνη αλλά όχι πολύ πνευματώδης. Όταν πλησίαζε ο καιρός του τοκετού για τις δυο κοπέλες, αποφάσισαν ν’ αποκτήσουν μια πρώτη εμπειρία ακολουθώντας τη μέθοδο που κυκλοφόρησε πρόσφατα, του «ανώδυνου τοκετού». Η πρώτη, αυτή που ήταν γιατρός, κατάλαβε γρήγορα όλους τους μηχανισμούς αυτής της μεθόδου  και μετά από δυο τρεις συναντήσεις μιας ειδικής γυμναστικής εγκατέλειψε τις ασκήσεις, πεπεισμένη ότι τα είχε όλα μάθει και τη δεδομένη στιγμή θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις της. Η άλλη δεν γνώριζε πολλά για την ανατομική σύνθεση του σώματός της, αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να μελετήσει την θεωρητική πλευρά αυτής της μεθόδου. Άρχισε λοιπόν να επαναλαμβάνει με ζήλο το [//168] σύνολο των καθορισμένων ασκήσεων τόσο καλά, που όταν ήρθε η ώρα του τοκετού, είχε αρκετά εξοικειωθεί μ’ αυτές. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Την ώρα του τοκετού η πρώτη ξέχασε όλες τις θεωρίες με την εμφάνιση των πρώτων πόνων και γέννησε με μεγάλη δυσκολία, «εν λύπαις τέξη τέκνα» (Γεν. 3,16). Η άλλη, αντίθετα, γέννησε χωρίς πόνους και σχεδόν χωρίς δυσκολίες.
Έτσι γίνεται και μ’ εμάς. Για τον εκπαιδευμένο σύγχρονο άνθρωπο, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει το «μηχανισμό» της νοεράς προσευχής. Του αρκεί να προσευχηθεί δυο ή τρεις βδομάδες με κάποια επιμονή, να διαβάσει μερικά βιβλία και να είναι ήδη ικανός να προσθέσει τη δική του προσευχή στον αριθμό εκείνων που προσεύχονταν ήδη. Αλλά την ώρα του θανάτου, όταν όλη μας η ύπαρξη θα υποστεί μια ξαφνική αλλοίωση και το μυαλό μας θα χάσει τη διαύγεια του και η


καρδιά μας θα αισθανθεί είτε βίαιους πόνους είτε μια μεγάλη κατάπτωση, όλες  οι θεωρητικές γνώσεις μας θα χαθούν κι η προσευχή κινδυνεύει να χαθεί.
Είναι απαραίτητο να προσευχόμαστε χρόνια. Πρέπει να διαβάζουμε λίγο και μόνο ό,τι βρίσκεται κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε σχέση με την προσευχή και που με το περιεχόμενο του ενδυναμώνει την έλξη για την προσευχή της συγνώμης και συμβάλλει στο να κρατηθεί το πνεύμα στραμμένο στο εσωτερικό. Μετά από πολλά χρόνια η προσευχή θα γίνει ένα αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξης μας, της φυσικής μας αντίδρασης σε κάθε φαινόμενο στον πνευματικό τομέα: είτε αυτό είναι το φως ή το σκοτάδι, είτε η εμφάνιση αγίων αγγέλων ή διαμονικών δυνάμεων, είτε η χαρά ή ο πόνος – με ένα λόγο τα πάντα και σε κάθε περίσταση.
Με μια τέτοια προσευχή, η γέννηση μας σε ένα ανώτερο κόσμο θα μπορεί πραγματικά να γίνει χωρίς πόνους. [//169] Το κείμενο της Καινής Διαθήκης είναι σύντομο, κι όμως μας αποκαλύπτει τα έσχατα βάθη του άναρχου Όντος· η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί μακρές επεξηγήσεις. Η τελειότητα που μας φανερώθηκε δια του Χριστού δεν είναι κατορθωτή στα όρια της επίγειας ζωής μας. Ο αριθμός των δοκιμασιών, που περνά ο ασκητής αυτής της προσευχής, είναι απερίγραπτος. Κατά παράξενο τρόπο, η πρακτική της προσευχής αυτής οδηγεί το πνεύμα του ανθρώπου να συναντήσει τις «δυνάμεις» που είναι κρυμμένες μέσα στον «κόσμο». Η προσευχή δια του  ονόματος  του Ιησού προκαλεί σε μάχη εναντίον του αυτές τις κοσμικές  δυνάμεις,  που μπορούμε ν’ αποκαλύψουμε «ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. 6,12). Όταν αρθεί ο άνθρωπος στις σφαίρες που βρίσκονται πέρα από τα όρια της ανθρώπινης σοφίας, αυτή η προσευχή απαιτεί μέσα σ’ αυτές τις υπέρτατες μορφές ένα «άγγελο και πιστό φύλακα».
Στην ουσία της η πρακτική της προσευχής του Ιησού ξεφεύγει από κάθε μορφή κι εξωτερικό κανόνα, αλλά εξαιτίας της ανικανότητας μας να μείνουμε για πολύ προσευχόμενοι με ένα «καθαρό πνεύμα», οι πιστοί χρησιμοποιούν ένα κομποσχοίνι για να έχουν κάποια συνοχή και υπακοή. Στο Άγιο Όρος, τα κομποσχοίνια που χρησιμοποιούνται πιο συχνά έχουν εκατό κόμβους χωρισμένους σε τέσσερις ομάδες των εικοσιπέντε. Ο αριθμός των προσευχών και γονυκλισιών για τη μέρα και τη νύχτα είναι καθορισμένο, ανάλογα με τις δυνάμεις καθενός και τις πραγματικές δυνάμεις που προσφέρονται από τον τρόπο ζωής του.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής ισχυρίζεται [//170] ότι στον ερχόμενο κόσμο η θέωση μας θα είναι ολοκληρωμένη, γιατί «οψόμεθα αυτόν καθώς εστι» και «πας ο έχων την ελπίδα ταύτην απ’ αυτώ αγνίζει εαυτόν καθώς εκείνος αγνός εστι» … «πας ο αμαρτάνων ουχ εώρακεν αυτόν ουδέ έγνωκεν αυτόν» (Α’ Ιωάν. 3,2.3.6).
Για να πετύχουμε άφεση των αμαρτιών στο όνομα του Χριστού, όπως και την επαγγελία του Πατέρα, πρέπει να αγωνισθούμε να μένουμε στο όνομα του,
«έως ού ενδυσώμεθα δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24,49).


Συμβουλεύοντας μας να μην παρασυρόμαστε σε τεχνικές ασκήσεις, όπως του υπερβατικού διαλογισμού, επαναλαμβάνουμε το αρχαιότερο μήνυμα της Εκκλησίας, όπως τούτο εκφράζεται από τον απόστολο Παύλο: «Γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν· η γαρ σωματική γυμνασία προς ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμος, επαγγελίας έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης. Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος· εις τούτο γαρ και κοπιώμεν και ονειδιζόμεθα, ότι ηλπίκαμεν επί Θεώ ζώντι, ός εστι σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α’ Τιμ. 4,7‐10).
Ο δρόμος που χάραξαν οι Πατέρες ζητά σταθερή πίστη και μακρά υπομονή, ενώ οι σύγχρονοι μας θέλουν να αρπάζουν κάθε πνευματικό δώρο, ακόμα και αυτή την απ’ ευθείας θεωρία του απόλυτου Θεού με βία και γρήγορα· ακόμα παραλληλίζουν την προσευχή στο όνομα του Ιησού με την γιόγκα ή τον υπερβατικό διαλογισμό και τα παρόμοια. Πρέπει να τονίσω τον κίνδυνο τέτοιων σφαλμάτων, τον κίνδυνο του υπολογισμού της ευχής σαν ένα από τα απλούστερα και ευκολότερα «τεχνικά» μέσα που οδηγούν στην άμεση ένωση με το Θεό. Είναι μεγάλη ανάγκη να σύρουμε μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην προσευχή του Ιησού και κάθε άλλη ασκητική θεωρία. Γελιέται εκείνος που προσπαθεί να γυμναστεί [//171] πνευματικά σ’ όλα, όσα είναι πρόσκαιρα και συγγενή, με σκοπό να περάσει κάποιο αόρατο κατώφλι, να καταλάβει την αιώνια καταγωγή του, την ταυτότητα του με την πηγή από την οποία προέρχονται τα πάντα, με σκοπό να επιστρέψει και να βυθιστεί σ’ αυτόν, δηλαδή στο ανώδυνο και υπερπροσωπικό Απόλυτο. Τέτοιες ασκήσεις έδωσαν την ικανότητα σε πολλούς να ανυψώνονται στην υπερφυσική θεωρία του όντος, να λάβουν πείρα ενός συγκεκριμένου μυστικού φόβου, να γνωρίσουν την κατάσταση της σιωπής του νου, όταν ο νους φεύγει πέρα από τα όρια του χρόνου και του χώρου.
Σε τέτοιες καταστάσεις ο άνθρωπος μπορεί μεν να αισθάνεται τη γαλήνη παρασυρμένος από τα συνεχώς εναλλασόμενα φαινόμενα του ορατού κόσμου, μπορεί ακόμα να έχει μια συγκεκριμένη πείρα της αιωνιότητας. Αλλά ο Θεός της Αλήθειας, ο ζωντανός Θεός, δεν είναι καθόλου αυτό. Είναι η ωραιότητα του ανθρώπου αυτού καθ’ εαυτού, που δημιουργήθηκε για να μοιάσει στο Θεό. Αυτή θεωρείται και διακρίνεται σαν Θείο, ενώ ο άνθρωπος ο ίδιος συνεχίζει να βρίσκεται μέσα στα όρια της δημιουργημένης φύσεως του. Πρόκειται για μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση. Η τραγωδία της υποθέσεως βρίσκεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος παθαίνει μια οφθαλμαπάτη που τον εξαπατά, στην λαχτάρα του για την αιώνια ζωή, παίρνοντας την σαν γνήσια όραση. Αυτός ο απρόσωπος ασκητικός τύπος οδηγεί τελικά σε μια διεκδίκηση θείας αρχής σ’ αυτή καθ’ εαυτή την φύση του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος οδηγείται στην ιδέα της αυτοθεώσεώς του δηλαδή στην αιτία της αρχικής πτώσεως. Ο άνθρωπος που τυφλώθηκε από το φανταστικό μεγαλείο αυτού που βλέπει, έχει στην πραγματικότητα ακολουθήσει το μονοπάτι της αυτοκαταστροφής. Έχει απορρίψει   την  αποκάλυψη  ενός  προσωπικού  Θεού.   Βρίσκει   [//172]  την  αρχή
«Πρόσωπον‐Υπόσταση» σαν περιοριστική, ανάξια του Απόλυτου. Προσπαθεί ν’ απογυμνωθεί από τέτοιους περιορισμούς και να επιστρέψει στην κατάσταση που


φαντάζεται ότι του ανήκει πριν ακόμα έρθει σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτή η κίνηση προς τα βάθη της υπάρξεως μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά πορεία προς την ανυπαρξία, απ’ όπου κληθήκαμε με τη θέληση του Δημιουργού. Ο αληθινός Δημιουργός μας αποκάλυψε τον εαυτό του σαν ένα προσωπικό Απόλυτο. Το σύνολο της χριστιανικής μας ζωής βασίζεται στη γνώση του Θεού, του πρώτου και του τελευταίου, του οποίου το όνομα είναι ΕΓΩ ΕΙΜΙ (Ο ΩΝ). Η προσευχή μας πρέπει να είναι πάντοτε προσωπική, πρόσωπο προς Πρόσωπο. Μας δημιούργησε για να ενωθούμε στη Θεία του Ύπαρξη, χωρίς να καταστραφεί ο προσωπικός μας χαρακτήρας. Είναι ο τύπος της αθανασίας που μας υποσχέθηκε ο Χριστός. Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: «ου θέλομεν εκδύσασθαι, αλλ’ επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής» (Β’ Κορ. 5,4). Γι’ αυτό μας δημιούργησε ο Θεός και μας έδωσε «τον αρραβώνα του Πνεύματος» (Β’ Κορ. 5,5).
Η προσωπική αθανασία κατορθώνεται με την νίκη πάνω στον κόσμο, πράγμα που αποτελεί δυναμικό έργο. Ο Κύριος είπε: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16,33) και γνωρίζουμε ότι η νίκη δεν ήταν εύκολη. «Προσέχετε από των ψευδοπροφητών … εισέλθετε δια της στενής πύλης· ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. Τί στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. 7,13‐15). Πού βρίσκεται λοιπόν η απώλεια; Στο γεγονός ότι ο κόσμος απομακρύνεται από τον ζωντανό Θεό.
[//173] Για να πιστέψει κάποιος στο Χριστό, πρέπει ή να έχει την απλότητα ενός παιδιού –«εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 18,3)– ή αλλιώς, όπως ο Παύλος, να είναι μωρός για το Χριστό «ημείς μωροί δια Χριστόν … ημείς ασθενείς … βλασφημούμενοι … ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Α’ Κορ. 4,10.13).
Όμως «θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ός εστιν Ιησούς Χριστός» (Α’ Κορ. 3,11). «Παρακαλώ ούν υμάς μιμηταί μου γίνεσθε» (Α’ Κορ. 4,16). Στην χριστιανική εμπειρία η κοσμική συναίσθηση έρχεται με την προσευχή, όπως η προσευχή του Χριστού στην Γεθσημανή όχι σαν αποτέλεσμα ενός αφηρημένου φιλοσοφικού διαλογισμού.
Όταν ο αληθινός Θεός –ο όντως Ών– αποκαλύπτει τον εαυτό του σε μια θέα του άκτιστου Φωτός, ο άνθρωπος φυσικά χάνει κάθε επιθυμία να βυθιστεί μέσα στο διαπροσωπικό Απόλυτο. Γνώση που είναι ποτισμένη με ζώη (η  αντίθετη της αφηρημένης γνώσεως) με κανένα τρόπο δεν μπορεί να περιοριστεί στην διάνοια. Πρέπει να υπάρχει μια πραγματική ένωση με την ενέργεια του Όντος. Αυτό κατορθώνεται με την αγάπη. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου … και εν όλη τη διανοία σου» (Ματθ. 22,37). Η εντολή μας προσκαλεί να αγαπάμε. Επομένως η αγάπη δεν είναι κάτι που μας δίνεται, αλλά που πρέπει ν’ αποκτάται με μια προσπάθεια της ελεύθερης βουλήσεως μας. Η εντολή απευθύνεται πρώτα στην καρδιά που είναι πνευματικό κέντρο καθενός.  Ο νους είναι μόνο μια από τις ενέργειες του ανθρώπινου Εγώ. Η αγάπη αρχίζει


από την καρδιά, και η διάνοια αντιμετωπίζει ένα νέο εσωτερικό γεγονός και βλέπει το Όν στο φως της θείας αγάπης.
[//174] Δεν υπάρχει πιο δύσκολο ασκητικό κατόρθωμα, πιο οδυνηρό, από την προσπάθεια να πλησιάσει κάποιος το Θεό, ο οποίος «αγάπη εστί» (Α’ Ιωάν. 4,8.16). Η εσωτερική μας κατάσταση ποικίλει. Τώρα είμαστε θορυβημένοι γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε τί συμβαίνει γύρω μας, ενώ έχουμε λάβει μια νέα ακτίνα γνώσεως. Το όνομα του Ιησού μας μιλάει για την τέλεια εκδήλωση της αγάπης του Πατέρα για μας (Ιωάν. 3,16). Αντίστοιχα σαν εικόνα Χριστού γίνεται πιο ιερή σ’ εμάς και ο λόγος του διαποτίζεται από μια δημιουργική ενέργεια, ώστε μια θαυμάσια γαλήνη ξεχειλίζει την ψυχή ενώ μια φωτεινή αύρα περιτυλίγει την καρδιά και      το                κεφάλι.   Η               προσοχή          μας    μένει   σταθερή.    Μερικές   φορές παραμένουμε σ’ αυτή την κατάσταση σαν να ήταν φυσική κατάσταση για μας, χωρίς ν’ αντιληφθούμε ότι αυτή είναι ένα χάρισμα από ψηλά. Γιατί κύρια σκεφτόμαστε γι’ αυτή την ενότητα νου και καρδιάς μόνο όταν αυτή διακόπτεται. Στον άνθρωπο Ιησού Χριστό «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2,9). Σ’ αυτόν δεν υπάρχει μόνον ο Θεός αλλά και όλη η ανθρώπινη                φύση.      Όταν        αναφέρουμε    το      όνομα  του Ιησού Χριστού, τοποθετούμαστε μπροστά στο πλήρωμα τόσο του Θείου Όντος όσο και του κτίσματος. Επιθυμούμε να κάνουμε τη ζωή του ζωή μας και να λάβουμε το Χριστό να κατοικήσει μέσα μας. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η έννοια της θεώσεως. Αλλά ο Αδάμ επιθυμώντας φυσικά την θέωση, στο κρίσιμο σημείο έκανε  μιαν  εσφαλμένη  στροφή,  που  οδήγησε  στην  πλάνη.  Η  πνευματική του
όραση στράφηκε με ανεπάρκεια προς την Αλήθεια.
Η ζωή μας μπορεί να γίνει άγια απ’ όλες τις απόψεις μόνον όταν η  αληθινή γνώση, σε μεταφυσική βάση, συνοδεύεται με την τέλεια αγάπη για το Θεό και τον συνάνθρωπο. Όταν πιστέψουμε σταθερά ότι είμαστε δημιουργήματα [//175] του Θεού, του άναρχου Όντος, θα γίνει φανερό ότι δεν υπάρχει δυνατότητα θεώσεως για μας έξω από την Τριάδα. Εάν αναγνωρίσουμε ότι οντολογικά όλη η ανθρώπινη φύση είναι ένα, τότε χάρη σ’ αυτή την ενότητα της φύσεως, θα στραφούμε να αγαπήσουμε τον πλησίον μας σαν τμήμα της υπάρξεως μας.
Ο πιο τρομερός εχθρός μας είναι η υπερηφάνεια. Η δύναμη της είναι τεράστια. Η υπερηφάνεια υπονομεύει κάθε φιλοδοξία μας, καταστρέφει κάθε προσπάθεια μας. Πολλοί από μας πέφτουμε στις παγίδες της. Ο υπερήφανος θέλει να κυριαρχεί, να επιβάλλει τη θέληση του στους άλλους, κι έτσι παρουσιάζεται η σύγκρουση ανάμεσα στα αδέλφια. Η πυραμίδα της ανισότητας είναι αντίθετη με την αποκάλυψη που αφορά την Αγία Τριάδα, στην οποία δεν υπάρχει ούτε μεγαλύτερος ούτε μικρότερος, αλλά καθένα πρόσωπο κατέχει την πληρότητα του Θείου Όντος.
Η Βασιλεία του Χριστού βασίζεται στην αρχή ότι όποιος θέλει να είναι πρώτος πρέπει να ‘ναι υπηρέτης όλων (Μαρκ. 9,35). Ο άνθρωπος που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υπερυψωθεί (από το Θεό) και, αντίθετα, όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί. Στον αγώνα μας για προσευχή πρέπει να καθαρίσουμε τον εαυτό μας, το νου και την καρδιά από κάθε επιθυμία να επικρατήσουμε  πάνω  στον  αδελφό μας.  Επιθυμία  για  δύναμη  είναι  θάνατος για  την  ψυχή. Ο


κόσμος ξεγελιέται από το μεγαλείο της δυνάμεως, λησμονώντας ότι όποιος εκτιμάται υπερβολικά ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτόν τον αποστρέφεται ο Κύριος. Η υπερηφάνεια μας παρακινεί να κρίνουμε ή και να περιφρονούμε τους αδύνατους αδελφούς μας, όμως ο Κύριος μας προειδοποίησε: «Οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων» (Ματθ. 18,10). Εάν παρασυρθούμε στην υπερηφάνεια, όλη η άσκησή μας στην ευχή του Χριστού καταντά βεβήλωση του ονόματός Του. «Ο [//176] λέγων εν αυτώ μένειν οφείλει, καθώς εκείνος περιεπάτησεν, και αυτός ούτω περιπατείν» (Α’ Ιωάν. 2,6). Εκείνος που αληθινά αγαπά το Χριστό αφιερώνει όλες τις δυνάμεις του στην υπακοή των λόγων του. Αυτό το τονίζω γιατί είναι στ’ αλήθεια η πραγματική μας «μέθοδος» για να μάθουμε να προσευχόμαστε. Αυτή και όχι καμιά άλλη ψυχοσωματική τεχνική είναι ο ορθός δρόμος.
Αναφέρθηκα για πολύ στη δογματική δικαίωση της ευχής του Ιησού, κυρίως επειδή κατά την τελευταία δεκαετία η άσκηση αυτής της προσευχής έχει διαστραφεί σε μια, όπως ονομάζεται, «χριστιανική γιόγκα» και σ’ έναν εσφαλμένο «υπερβατικό διαλογισμό». Κάθε παιδεία, όχι μόνο κάθε θρησκευτική παιδεία, ενδιαφέρεται για την ασκητική της. Κι αν ακόμη διακρίνουμε μια συγκεκριμένη ομοιότητα είτε στην άσκηση, είτε στις εξωτερικές εκδηλώσεις, είτε ακόμα στις μυστικιστικές τους διατυπώσεις αυτό δε σημαίνει ότι αυτές είναι βασικά όμοιες. Εξωτερικά όμοιες καταστάσεις μπορούν να είναι σε άπειρο βαθμό διαφορετικές στο εσωτερικό περιεχόμενο.
Όταν βλέπουμε τη Θεία σοφία στην ωραιότητα του δημιουργημένου κόσμου, παράλληλα προσελκυόμαστε πιο δυνατά από την άφθαρτη ωραιότητα του Θείου Όντος, όπως αποκαλύφθηκε σε μας από το Χριστό. Το Ευαγγέλιο για μας είναι η αυτοαποκάλυψη του Θείου.
Στη λαχτάρα μας να κάνουμε τον λόγο του Ευαγγελίου κτήμα όλης της υπάρξεως μας, ελευθερωνόμαστε με τη δύναμη του Θεού από τη δυναστεία των παθών. Ο Ιησούς είναι ο Ένας και μοναδικός σωτήρας με την αληθινή έννοια της λέξεως. Η χριστιανική προσευχή είναι αποτελεσματική με την συνεχή επίκληση του ονόματος του: «Κύριε, Ιησού, Υιέ του ζώντος Θεού, ελέησον ημάς και τον κόσμον σου».
Με την προσευχή στο όνομα του Ιησού στην τελική [//177] της πραγματικότητα, ο άνθρωπος ενώνεται σε πλήρη βαθμό με το Χριστό, η ανθρώπινη υπόσταση δεν εξαλείφεται, δεν χάνεται μέσα στο Θείο Όν σαν σταγόνα νερού στον ωκεανό. «Εγώ ειμί το φως του κόσμου … Εγώ ειμί η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. 8,12.14,6). Για το Χριστιανισμό ο Ών, η Αλήθεια, η Ζωή δεν αποτελούν το «τί» αλλά το «ποιός». Όπου δεν υπάρχει προσωπική μορφή του όντος, δεν υπάρχει και μορφή ζωής. Όπου γενικά δεν υπάρχει ζωή, ομοίως δεν υπάρχει το αγαθό και το κακό, φως ή σκοτάδι. «Χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν. Εν αυτώ ζωή ήν» (Ιωάν. 1,3).
Όταν η θεωρία του Ακτίστου Φωτός συνοδεύεται με την επίκληση του ονόματος του Χριστού, το μεγαλείο αυτού του ονόματος είναι σαν «βασιλεία του Θεού εληλυθεία εν δυνάμει» (Μαρκ. 9,1), διακρίνεται με σαφήνεια και το πνεύμα του  ανθρώπου  ακούει  την  φωνή  του  Πατέρα:  «ο  εωρακώς  εμέ  εώρακε  τον


Πατέρα» (Ιωάν. 14,9). Τώρα γνωρίζουμε τον Πατέρα κατά το μέτρο που γνωρίζουμε τον Υιό. «Εγώ και ο Πατήρ μου έν εσμέν» (Ιωάν. 10,30). Και ο  Πατέρας μαρτυρεί για τον Υιό Του. Γι’ αυτό κι εμείς προσευχόμαστε: «Υιέ του Θεού, σώσε εμάς και τον κόσμο σου».
Το να πετύχει κάποιος στην προσευχή είναι σαν να πέτυχε την  αιωνιότητα. Όταν το σώμα μας βρίσκεται πεθαμένο, η κραυγή «Ιησού Χριστέ» γίνεται ένδυμα της ψυχής. Όταν ο νους πια δεν λειτουργεί κι άλλες προσευχές είναι δύσκολες στη μνήμη, στο φως της Θείας γνώσεως που προέρχεται από το όνομα, το πνεύμα θ’ αναστηθεί στην αιώνια ζωή.

[//178] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

3.  Ο καθολικός χαρακτήρας της προσευχής του Ιησού

Χρειάζεται πολύς χρόνος για να συλλάβει κανένας το μεγαλείο, την ουσιαστική έννοια της αποκαλύψεως. Πληροφορίες για τη σωτηρία του κόσμου βρίσκονται στο όνομα Ιησούς. Στην προσπάθεια μας ν’ απορροφήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερη γνώση για το Θεό, από ένστικτο γυρίζουμε στην πτώση του Αδάμ, προσπαθώντας να βρούμε την αιτία της προϊστορικής συμφοράς. Βλέπουμε την μεγαλειώδη πορεία των γεγονότων που ακολούθησαν την δημιουργία του ανθρώπου. Είναι πια φανερό ότι πριν από την πτώση του Αδάμ προηγήθηκε μια καταστροφή στην ουράνια κυριαρχία. Αισθανόμαστε  την ανάγκη να εννοήσουμε τί συντελέστηκε. Τί συντέλεσε στην πτώση; Ποιές ήταν οι μοιραίες συνέπειες για καθένα και για όλους μας; Με το ίδιο κριτήριο διψάμε να μάθουμε την αλήθεια για την σωτηρία. Και όταν η κατανόηση ανατέλλει και στα δύο, στο νου και στην καρδιά, τότε κάθε τι που ανακαλύψαμε μπορεί να συγκεντρωθεί μέσα σ’ ένα και μόνο όνομα: ΙΗΣΟΥΣ. Το να προσευχόμαστε συνειδητά σ’ αυτό το όνομα σημαίνει να τον επικαλούμαστε. Σημαίνει ακόμα ν’ αποδίδουμε σ’ αυτή τη λέξη «Ιησούς» την πράξη της δημιουργίας και συγχρόνως την πράξη της θείας σωτηρίας. Αυτός είναι ο Δημιουργός μας. Αυτός είναι επίσης ο Σωτήρας μας. Αυτός είναι ο μοναδικός καθηγητής (Ματθ. 23,10). Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για τον Πατέρα. Η απόλυτη αλήθεια εκδηλώθηκε σ’ εμάς μ’ αυτόν. Μέσα απ’ αυτόν γνωρίζουμε τον Πατέρα και παίρνουμε τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Μόνον μέσα απ’ αυτόν αξιωνόμαστε να «απολάβωμεν [//179] την υιοθεσίαν» (Γαλ. 4,5). Όμως περιορίζουμε την προσευχή μας σ’ αυτό το μικρό όνομα, μόνο σ’ αυτές τις εξαιρετικές ώρες κατά τις οποίες είμαστε κουρασμένοι για μια εκτενέστερη προσευχή. Γενικά πρέπει να ταπεινώσουμε νου και καρδιά και να διαφυλάξουμε εξ ολοκλήρου τον παραδοσιακό τύπο που παραγγέλλει εξομολόγηση της αμαρτωλότητας μας.
Όταν η προσευχή του Ιησού με όλο το θεολογικό της περιεχόμενο είναι βαθιά μπολιασμένη στο νου και την καρδιά μας, μπορεί ν’ αντικαταστήσει όλες τις άλλες προσευχές. Έτσι έχοντας πλήρη συναίσθηση της καταστάσεως μας προσευχόμαστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Σε άλλη περίπτωση γι’ αυτούς που είναι πλησιέστεροι και πολύ αγαπητοί σ’ εμάς και οι οποίοι κυριαρχούν στις σκέψεις μας κραυγάζουμε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς». (Όταν προσευχόμαστε για άλλους δεν λέμε «ημάς τους


αμαρτωλούς» αφού μπορούμε να ομολογήσουμε ότι εγώ ο ίδιος είμαι αμαρτωλός, και μόνο ο Θεός μπορεί να κρίνει τους άλλους). Ίσως ανησυχούμε για γεγονότα που αφορούν τους συμπατριώτες μας, τη χώρα μας, και γενικότερα τον κόσμο ολόκληρο· τότε ικετεύουμε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς και τον κόσμον σου άπαντα». Δεν υπάρχει ακριβής σειρά των λέξεων. Μερικοί προτιμούν να λένε: «Υιέ του ζώντος Θεού», άλλοι παραλείπουν το «Υιέ του Θεού» εξ  ολοκλήρου και μικραίνουν την αίτηση λέγοντας: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον  με (τον αμαρτωλόν)» και άλλοι ακόμα μπορούν να προσευχηθούν: «Υιέ  του  Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν».
Η προσευχή στο όνομα του Ιησού σιγά‐σιγά μας ενώνει μαζί του. Αρχικά, είναι δυνατόν να μη γνωρίζουμε «τις εστιν ούτος» (Ματθ. 21,10) και αντιλαμβανόμαστε απλά μια δύναμη να «εξέρχεται απ’ αυτού». Εν συνεχεία [//180] όμως η πρόοδος εξαρτάται από μια συνεχώς αυξανόμενη αναγνώριση της αμαρτωλότητάς μας. Και όταν γινόμαστε σε συντριβή τόσο ευαίσθητοι για την απόσταση που μας χωρίζει από το Θεό, πράγμα το οποίο είναι γεμάτο πόνο και απελπισία, τότε και μόνο αρχίζουμε σοβαρά να επικαλούμαστε το όνομα του Θεού, του σωτήρα μας: «Ιησού σώσον με». Η ομόφωνη μαρτυρία των Πατέρων ανά τους αιώνες για το χριστιανικό ασκητισμό επιμένει στο σπουδαιότατο αυτό σημείο της αναγνωρίσεως του εαυτού μας σαν αμαρτωλού.
Χωρίς  αυτή  την  αναγνώριση  δεν  υπάρχει  αλήθεια  στην  προσευχή μας.
«Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α’ Ιωάν. 1,8).
Ο Θεός εμφύσησε την πνοή του στον άνθρωπο και ελκυόμαστε προς αυτόν. Βασανιζόμαστε από την επιθυμία να τον φθάσουμε, να είμαστε ενωμένοι μαζί του σ’ όλη την αιωνιότητα. Μας καλεί. Μας περιμένει με αγάπη. Αυτή η  δίψα για το Θεό χρωματίζει την ζωή μας ολόκληρη και σ’ αυτή την κατάσταση περιμένουμε μέχρι τη μέρα του θανάτου μας.
Ο Χριστός δίψασε για να γνωρίσουμε τον Πατέρα. Μας προσκάλεσε λέγοντας: «Ο διψών, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. 7,3.7). «Ο πιστεύων εις εμέ ου μη διψήση» (Ιωάν. 6,35). «Ός δ’ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ό δώσω αυτώ γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4,14). «Ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιωάν. 14,6). Και εμείς στη βιασύνη μας να ρθούμε προς  τον Πατέρα επικαλούμαστε το όνομα του Υιού του: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με, τον αμαρτωλόν».
Όταν προφέρουμε το όνομα του Ιησού Χριστού, ζητώντας [//181] απ’ αυτόν να ενωθεί μαζί μας, αυτός που είναι πανταχού παρών μας ακούει. Ερχόμαστε σε ζωντανή επικοινωνία μαζί του. Ο Χριστός, ο προαιώνιος Λόγος, μένει αχώριστος με τον Πατέρα. Ο Θεός Πατέρας έρχεται σε επικοινωνία με τον άνθρωπο δια του Λόγου του, δια του Χριστού, του Υιού του.
Για να μας οδηγήσει σε αποτελέσματα η άσκηση της ευχής, για την οποία οι πατέρες και οι οδηγοί μιλούν με τόση μεταρσίωση, είναι βασικό ν’ ακολουθήσουμε τις ομόφωνες διδασκαλίες τους, πρώτα με σταθερή πίστη στο Χριστό ως Θεό και Σωτήρα και ύστερα με την αναγνώριση ότι βρισκόμαστε σε


θανάσιμο κίνδυνο. Όσο περισσότερο ταπεινή γνώμη έχουμε για τον εαυτό μας, τόσο γρηγορότερα ανεβαίνει η προσευχή μας στο Θεό.
Όσο το ταχύτερο χάνουμε την ταπεινότητά μας, τόσο γρηγορότερα κάθε ασκητική προσπάθειά μας, μηδενίζεται. Εάν η υπερηφάνεια ενεργεί πάνω μας ή βρίσκουμε τα σφάλματα των άλλων ή ακόμα έχουμε εχθρότητα, τότε ο Κύριος στέκεται μακριά μας.
Πλησιάζουμε το Θεό σαν οι ελεεινότεροι από τους αμαρτωλούς. Κατηγορούμε τον εαυτό μας για όλα τα πράγματα. Δεν σκεφτόμαστε τίποτα. Δεν αναζητούμε τίποτα, παρά συγχώρηση και έλεος. Καταδικάζουμε τον εαυτό μας σαν άξιο της κολάσεως. Και σ’ αυτή την κατάσταση συνεχίζουμε. Παρακαλούμε το Θεό να μας βοηθήσει να μην πικράνουμε το Άγιο Πνεύμα με τα πάθη μας, να μην βλάψουμε τον αδελφό μας. Δεν περιμένουμε εξαιρετικά χαρίσματα από ψηλά. Με όση δύναμη έχουμε προσπαθούμε να συλλάβουμε και  να  εφαρμόσουμε τις εντολές του Χριστού, ζώντας σύμφωνα με αυτές. Τον παρακαλούμε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Ο Θεός ακούει αυτήν την ευγενή προσευχή και βιάζεται για τη σωτηρία μας. «Και έσται πας, ός αν επικαλέσηται [//182] το όνομα Κυρίου, σωθήσεται» (Ιωήλ 2,32).
Άνθρωποι που προσβλήθηκαν από πολύ σοβαρή ασθένεια, π.χ. καρκίνο, τελειώνουν τη ζωή τους σε οξεία υπερένταση· όμως εκείνοι που αντιλαμβάνονται την παρουσία της αμαρτίας μέσα τους να τους απομακρύνει από το Θεό, μετρούν τη ζωή τους κάτω από ασύγκριτα μεγαλύτερη ένταση. Αυτοί πραγματικά θεωρούν τον εαυτό τους σαν «χείριστον πάντων ανθρώπων». Και τότε μια νέα ενέργεια αποκαλύπτεται μέσα τους, η οποία γεννά προσευχή μετανοίας και η οποία μπορεί ν’ ανυψωθεί σε τέτοιο ύψος εντάσεως, ώστε η διάνοια σταματά και δεν βγαίνουν λέξεις παρά μόνο η μοναδική κραυγή: «Σώσον με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Αυτή η τάση που προκαλείται από την αποστροφή στη διάπραξη της αμαρτίας, πρέπει να διατηρηθεί, εκτός αν μπορέσουμε να ζήσουμε με την αμαρτία. Η αμαρτία είναι πολύ ύπουλη, παρευρίσκεται –αν και πολλές φορές δεν το αντιλαμβανόμαστε– σε κάθε βήμα που κάνουμε.
«Τότε διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς, και είπεν αυτοίς ότι ούτω γέγραπται και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, και κηρυχθήναι επί τω ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη» (Λουκ. 24,45‐47). Δεν υπάρχει τίποτα το σπουδαιότερο στη ζωή μας από τη γνώση του αληθινού Θεού και τη γνώση του δρόμου για την ένωση μας μαζί του. Πρέπει ν’ αντιληφθούμε τί σημαίνει το όνομα του. Εάν αυτό το όνομα μας αποκαλύπτει το μυστήριο της αγάπης του αγέννητου Πατέρα, τότε θα αγαπήσουμε αυτό καθ’ αυτό το όνομα. Τούτο περιλαμβάνει «την γνωριμίαν μετά του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω Θεώ τω τα πάντα κτίσαντι δια Ιησού Χριστού» (Εφεσ. 3,9). «Καθώς και εξελέξατο [//183] ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον αυτού, εν αγάπη, προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν δια Ιησού Χριστού εις αυτόν» (Εφ. 1,4.5).


Είναι βασικό για όλους μας, ύστερα από προσευχή πολλών ετών, να μεταμορφώσουμε την πεσμένη φύση μας, ώστε να μπορέσουμε να  συναντηθούμε με την αλήθεια που αποκαλύφτηκε σ’ εμάς, πριν να αποχωρήσουμε από τον κόσμο τούτο. Ο πελώριος αυτός αγώνας μας προκαλεί φόβο στην καρδιά μας. Μακροχρόνιος ασκητικός αγώνας μας αποδείχνει  ότι κάθε τι που αποκαλύφτηκε στο Ευαγγέλιο συμμετέχει σ’ ένα άλλο υψηλότερο επίπεδο. Το φως της Θεότητας αντικατοπτρίζεται σε γήϊνα επίπεδα, όπως π.χ. η εντολή να αγαπάμε τους εχθρούς μας και να είμαστε τέλειοι, όπως ο Πατέρας μας είναι τέλειος. Πώς είναι δυνατό για μας να υπακούσουμε σ’ αυτή την εντολή, αν αυτός που μας έδωσε την εντολή, δεν κατοικήσει μέσα μας; Γι’ αυτό και η κραυγή μας: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν».
Πολλές φορές, όταν λέμε την ευχή του Ιησού, ο νους μας κυριεύεται από κάθε είδους άκαιρες σκέψεις, που αφαιρούν την προσοχή από την καρδιά. Η προσευχή μας δεν φαίνεται να καρποφορεί, γιατί ο νους δεν μετέχει στην επίκληση του ονόματος του Κυρίου και μόνο τα χείλη συνεχίζουν μηχανικά να επαναλαμβάνουν τις λέξεις. Αλλά υπάρχει σημασία σ’ αυτή την εφόρμηση των ακαίρων σκέψεων. Η προσευχή μας γίνεται σαν να ήταν μια φωτεινή δεσμίδα που συγκεντρώνει τις ακτίνες στα σκοτεινά σημεία της ζωής μας και που μας αποκαλύπτει τα πάθη ή τις επιθυμίες που κατέχουν την ψυχή. Μαθαίνουμε με τί έχουμε να αντιπαλαίψουμε. Βλέπουμε τις αδικίες που μας κυριεύουν. Και τότε επικαλούμαστε με περισσότερη ένταση το όνομα του Θεού και η μετάνοια μας γίνεται [//184] εντατική. «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησον με».
Ύστερα από μακροχρόνιο ασκητικό αγώνα στην εφαρμογή των εντολών του Χριστού, στην πράξη της προσευχής, ο νους και η καρδιά ενώνονται και ζουν μαζί την αποκάλυψη που δωρήθηκε από το Θεό. Η πρωταρχική αθωότητα και ακεραιότητα του ανθρώπου αποκαθίστανται. Η αγάπη και η γνώση ενώνονται  σε μια οντολογική ενώση. Αρχικά βέβαια κυριαρχεί το συναίσθημα της αγάπης. Όσο περνά ο χρόνος, η αγάπη διαχέεται, διαποτίζει τα πάντα και δεν αισθάνεται κανείς την ανάγκη για περισσότερη γνώση. Η γλυκύτητα της αγάπης φέρνει το νου μέσα στην καρδιά, για να θεωρήσει θαμπωμένος τι συμβαίνει εκεί. Ύστερα μόνο η εντολή «αγαπήσεις τον Θεόν εξ όλης της διανοίας σου» (Μαρκ. 12,30) βάζει το νου να εργαστεί κατά φυσικό τρόπο. Η πρόοδος επίσης αργεί. Κατά ανάλογο τρόπο, όπως το φως της γνώσεως γεμίζει το νου, έτσι κι αυτός με τη σειρά του αιχμαλωτίζεται από την αγάπη προς το Θεό. Η σύνθεση της αγάπης που στερεώνεται στην καρδιά με το φως της νοερής γνώσεως θεωρείται από τους Πατέρες σαν τελειότητα. Αλλά ποτέ δεν πρέπει ν’ αναπαυόμαστε ευχαριστημένοι, δεν πρέπει να λησμονάμε την διαρκή πιθανότητα των πανούργων επιθέσεων του Εωσφόρου, που η διάνοιά του κατέχει κοσμικές διαστάσεις. Μόνο εκείνοι που πλησίασαν την ουράνια φλόγα με φόβο και τρόμο έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν τα θεία δώρα του Θεού μονο εκείνοι που σταθερά διατηρούν μια ταπεινή γνώμη για τον εαυτό τους στις καρδιές τους.
Εκείνοι μόνο που φυλάνε καθαρή τη συνείδηση, όχι μόνο μπροστά στο Θεό αλλά και μπροστά στους πλησίον τους – μπροστά στα υλικά πράγματα, τα οποία είναι  [//185]  προϊόντα  της  εργασίας  του  ανθρώπου,  αυτοί  προσέχουν  όλη  τη


δημιουργία. Προσευχή που προσφέρεται με ταπείνωση, ενώνει νου και καρδιά, ακόμα και το σώμα αισθάνεται τη θερμότητα και την αγιασμένη ενέργεια που προέρχεται από το όνομα του Ιησού. Ύστερα από ένα χρονικό διάστημα –κι αυτό διαφέρει για καθένα μας– η προσευχή μπορεί να γίνει σε μας μια διαρκής κατάσταση, που μας συνοδεύει σε κάθε απασχόλησή μας. Θα προσευχόμαστε ενώ θα μιλάμε και ενώ θα σιωπούμε. Δεν θα μας εγκαταλείπει κατά τη διάρκεια της εργασίας μας, και πολλοί (ίσως όχι πάρα πολλοί) προσεύχονται και όταν κοιμούνται. Όταν με αυτή την προσευχή η Θεία παρουσία γίνεται τόσο ισχυρή, ώστε ο νους να οδηγείται στην θεωρία, το σύνολο όλων όσων λαβαίνουμε πείρα μας εμπνέει λέξεις συγγενικές προς αυτές της Αγίας Γραφής. Το πνεύμα ψέλνει ύμνους σαν αυτούς των αρχαίων προφητών, ανακαλύπτουμε νέες δοξολογίες. Αλλά ο αγωνιστής της προσευχής όσο υπάρχει πάνω στη γη διατηρεί την ταπεινότητα στην καρδιά του με την αυτοκαταδίκη του: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του ζώντος Θεού, ελέησόν με».
Υπάρχουν δύο είδη ταπεινώσεως, η ανθρώπινη και η Θεία. Η πρώτη εκφράζεται με την ασκητική πεποίθηση «είμαι ο χείριστος πάντων των ανθρώπων» και βασίζεται στη ρίζα της ζωής που συνοδεύεται με προσευχή στο όνομα του Ιησού. Χωρίς αυτή την ταπείνωση το δεύτερο είδος, αυτό του Χριστού και ταιριαστό στο Θεό, θα παραμείνει απλησίαστο. Γι’ αυτή τη θεία ταπείνωση ο Γέροντας Σιλουανός γράφει: «Ο Κύριος με δίδαξε να διατηρώ το νου μου στην κόλαση και όχι στην απελπισία. Και έτσι η ψυχή μου ταπεινώνεται μόνη της. Αλλά ακόμα αυτή δεν είναι η αληθινή ταπείνωση, την οποία δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω. Όταν η ψυχή πλησιάζει τον Κύριο, [//186] είναι φοβισμένη. Αλλά όταν βλέπει τον Κύριο, την ωραιότητα της δόξας του, γεμίζει με χαρά που δεν εκφράζεται με λόγια και μέσα στην γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος και την αγάπη του Θεού λησμονεί εξ ολοκλήρου τα γήϊνα. Αυτός είναι ο παράδεισος του Κυρίου. Όλοι θα ζουν με αγάπη και η χριστοειδής ταπείνωσή τους θα κάνει κάθε άνθρωπο ευτυχισμένο, βλέποντας τους άλλους σε μεγαλύτερη δόξα. Η ταπεινότητα του Χριστού κατοικεί στους ελάχιστους που ευχαριστούνται να είναι οι ελάχιστοι των ανθρώπων. Ο Κύριος μου έδωσε εμπειρία από αυτό».
Ο Κύριος είπε: «όστις υψώσει εαυτόν ταπεινωθήσεται και όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται» (Ματθ. 23,12). Στη χριστοειδή αγάπη δεν υπάρχει ψεύτικη ταπείνωση ούτε σύμπλεγμα κατωτερότητας. Είναι άγια, τέλεια. Η Βασιλεία ανήκει σ’ αυτήν. Είναι καθαρό φως, στο οποίο δεν υπάρχει σκοτάδι. Αγκαλιάζει όλη τη δημιουργία με χαρά για τη σωτηρία της. Λυπάται για την πτώση κάποιου. Η παρουσία της χριστοειδούς ταπεινώσεως στις καρδιές μας σηκώνει το πνεύμα στη σφαίρα του ακτίστου Φωτός, όπου δεν υπάρχει θάνατος. Το αισθανόμαστε καθώς ο Θεός ζει μέσα μας. Οι Γραφές διακηρύττουν ότι ο Θεός είναι αγάπη. Μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός είναι ταπείνωση.
Η ευχή του Ιησού θα μας οδηγήσει ν’ ανακαλύψουμε ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι μοναδική, για την οποία ο Χριστός σταυρώθηκε. Όπου υπάρχει μεγάλη αγάπη η καρδιά αναγκαστικά υποφέρει και αισθάνεται λύπη για κάθε δημιούργημα, ιδιαίτερα όμως για τον άνθρωπο. Όμως η εσωτερική μας ειρήνη παραμένει ασφαλής, ακόμα και όταν στον έξω κόσμο τα πάντα βρίσκονται σε


αναταραχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του ζώντος Θεού, ελέησον ημάς και τον κόσμον σου». Μερικοί άνθρωποι, όταν [//187] προσεύχονται στο όνομα του Ιησού Χριστού, προσπαθούν να συγκεντρωθούν ολοκληρωτικά σ’ αυτόν. Μέρα και νύκτα διώχνουν κάθε άλλη σκέψη. Αυτός ο τρόπος ζωής βασικά είναι δυνατός μόνο στην απομόνωση. Αποδέσμευση του νου απ’ όλες τις γήϊνες έννοιες δίνει βαθιά ησυχία στην ψυχή. Αλλ’ αυτό παρ’ όλη την αξία του δεν είναι αυτό καθ’ αυτό το τέλος. Το θείο Πνεύμα οδηγεί την καρδιά να ευσπλαχνιστεί όλη την  κτίση και τότε η προσευχή γίνεται ένα «βασίλειον ιεράτευμα» (Α’ Πετρ. 2,9). Αγάπη που απευθύνεται προς τον κόσμο, εμπλέκεται αναπόφευκτα σε περιπέτειες, και συνέχεια επηρεάζεται από τις εναλλαγές των γεγονότων. Η λειτουργική προσευχή χρησιμοποιεί κατάλληλο λεξιλόγιο για το όραμα της, αλλά η προσωπική προσευχή μπορεί να ακολουθεί τον ένα τύπο: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς και τον κόσμον σου».
Έλαχε στον κλήρο μας να γεννηθούμε στον κόσμο κατά μια τρομακτικά ταραγμένη περίοδο. Δεν είμαστε μόνο παθητικά θεατές, αλλά μέχρι ένα σημείο συμμέτοχοι στον ισχυρό αγώνα ανάμεσα στην πίστη και στην απιστία, ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία, ανάμεσα στο όνειρο της αναπτύξεως του ανθρωπίνου γένους σ’ ένα μοναδικό παγκόσμιο σύνολο και στην τυφλή ροπή προς τη διάλυση σε χιλιάδες αδιάλλακτες εθνικές, φυλετικές,  ταξικές,  ή πολιτικές ιδεολογίες. Ο Χριστός μας διακήρυξε το θείο μεγαλείο του ανθρώπου, υιού του Θεού και εμείς ακόμα καταπνιγόμαστε από το θέαμα της αξιοπρέπειας του ανθρώπου που σαδιστικά εμπαίζεται και ποδοπατείται. Η πιο αποτελεσματική συνεισφορά μας στη νίκη του καλού είναι να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας και όλο τον κόσμο. Δεν το πιστεύουμε μόνο, γνωρίζουμε τη δύναμη της αληθινής προσευχής. Δεν αγνοούμε όμως την προφητεία της αποκαλύψεως, ότι θα επιτραπεί [//188] στο κακό να βρει την πλήρη έκφρασή του και έτσι να φέρει ένα τέλος στην ιστορία αυτής της γης. Τότε θα ‘ρθει η τελική κρίση, που θα γίνει στα όρια του χρόνου κατά τον οποίο «ο άγγελος ώμοσεν …  ότι χρόνος ουκέτι έσται» (Αποκ. 10,6).
Στο μεταξύ εμείς ποτέ δεν πρέπει να πάψουμε να επικαλούμαστε τον Υιό του Θεού να ελεήσει εμάς και τον κόσμο του.
Η αιώνια ζωή στον κόλπο της Αγίας Τριάδας είναι η ριζική έννοια των κλήσεων της Καινής Διαθήκης. Η σημαντικότερη ανάγκη μας είναι να κυριαρχήσουμε πάνω στην αμαρτία, που φέρει το θάνατο στις ψυχές μας. Ελάχιστοι ύστερα από μακρό αγώνα ανταποκρίνονται εξ ολοκλήρου στη θεία κλήση. Αλλά υπάρχουν αρκετοί μάρτυρες στο παρελθόν, όπως υπάρχουν και στο παρόν, που ομολογούν ότι δύσκολα άγγιξε τις καρδιές η αγάπη του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος μπροστά σ’ όλες τις δυσκολίες. Όμως η ταλαιπωρία εμφανίζεται πολύ ασήμαντη, όταν συγκριθεί με τον πλούτο της δωρεάς και κατά ένα τρόπο που δεν αποδεικνύεται, αλλά είναι εξ ολοκλήρου πραγματικός, αντιλαμβανόμαστε ότι περάσαμε μέσα από το θάνατο στη θεία αιωνιότητα.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών!
Με το θάνατο του νίκησε το θάνατο


και μας δώρησε την αιώνια ζωή.



ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Η σύγχρονη κρίση, που μαστίζει ολόκληρο τον κόσμο, δε θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τον πρόλογο μιας μεγάλης πνευματικής αναγέννησης; Όλη η ζωή και η πίστη ενός γέροντα μοναχού, του αρχιμανδρίτη Σωφρονίου, δεν είναι παρά απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Γεννημένος το 1896 στην τσαρική Ρωσία, δεν σταμάτησε την έρευνα για την αλήθεια, από μικρή ηλικία, μέσα από την  εμπειρία της ζωγραφικής, το γιόγκα και το διαλογισμό … Τίποτα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την δίψα του Απολύτου, μέχρι τη μέρα που, κυριευμένος από το Πνεύμα, εγκατέλειψε τα πάντα και πήγε να ζήσει για χρόνια στο Άγιον Όρος ως μοναχός στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, ερημίτης στα Καρούλια και μετά ως πνευματικός σε πολλά μοναστήρια. Η προσευχή γίνεται το ένδυμα και η αναπνοή του.
Πίστός στη θεία θεωρία και στο έργο που του εμπιστεύτηκε ο πνευματικός του πατέρας, ο Γέροντας Σιλουανός, του οποίου εξέδωσε στη συνέχεια τα συγγράμματα, ο Πατήρ Σωφρόνιος ίδρυσε εδώ και 25 χρόνια μια μοναστική ορθόδοξη κοινότητα στην Αγγλία.
Αυτό το βιβλίο είναι η μαρτυρία ενός ασκητή της εποχής μας πάνω σε οδούς, που επιτρέπουν να περάσουμε από την ατομική μορφή της ύπαρξης στην προσωπική μορφή της ύπαρξης του όντος – μ’ άλλα λόγια να πραγματοποιήσουμε την αρχή του προσώπου, στο οποίο βρίσκεται πάνω απ’ όλα η δική μας «εικόνα και ομοιότητα» του Θεού.




Το βιβλίο «Η ζωή Του ζωή μου» του Αρχιμανδρίτου π. Σωφρονίου τυπώθηκε το Δεκέμβριο του 1982 στο Τυπογραφείο «ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΙΚΗ» για λογαριασμό των εκδόσεων Π. Πουρναρά με επιμέλεια του Βασ. Στογιάννου. Η βιβλιοδεσία έγινε στο βιβλιοδετείο «Η ΜΕΛΙΣΣΑ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου