Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Μυσταγωγία προς θεωρία- ΟΨΩΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ


Θα έλεγε κανείς ότι τόσο οι περιστάσεις, όσο και οι άκρως σοφές συμβουλές που περιέχονται στις επιστολές, οδηγούν τον αναγνώστη στην οδό προς την αληθινή θεωρία. Σε αυτές εκδηλώθηκε ιδιαίτερη πνευματική νήψη, που τόσο έντονα χαρακτηρίζει τους Πατέρες της «Φιλοκαλίας». Στα απλά και λίγα λόγια, που απευθύνονται στον Δ. Μπάλφουρ, εκφράζεται με εκπληκτικό βάθος όλη η ουσία της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας σχετικά με την ασκητική εργασία. Η μυστηριώδης αυτή επιστήμη είναι απρόσιτη, ασύλληπτη ακόμη και για τους μεγαλύτερους διανοητές. Ταυτόχρονα όμως είναι τόσο απλή και σαφής, ώστε να καθίσταται προσιτή ακόμη και στους πιο αγράμματους ανθρώπους. «Η οδός προς τη σωτηρία αρχίζει με το φόβο του Θεού και τελείται  με φόβο, που μπορεί να φθάσει σε σημείο, ώστε ο άνθρωπος να αισθάνεται αληθινά καθηλωμένος. Πρέπει να αγαπά κανείς το αίσθημα του φόβου του Θεού και να το διατηρεί. Η αγάπη όμως οφείλει να εκδηλωθεί, κατά το λόγο του Κυρίου, με την τήρηση των [//35] εντολών. Και σε αυτό έγκειται το νόημα του λόγου, “τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε”23, όλη η σοφία, όλο το μυστήριο. Η χριστιανική ζωή είναι απλή. Και όλοι εμείς οφείλουμε να ζούμε με απλότητα, τρόπον τινά στην αφάνεια, γιατί έτσι όλα γίνονται κατανοητά και ξεκάθαρα»24. Για τον Μπάλφουρ, άνθρωπο με ανώτατη θεολογική μόρφωση, τα λόγια αυτά έδωσαν νέα ώθηση στην πνευματική του ανάπτυξη. Αυτός, όπως και πολλοί που διάβασαν τους ασκητές της Δύσης, προσέγγισε τη νοερή εργασία με την ελπίδα να βυθισθεί αμέσως στον μυστικό και «υπερφυσικό» κόσμο της, και να περιέλθει σε καταστάσεις που περιγράφονται από τους συγγραφείς αυτούς. Ιδιαίτερα προσείλκυε τον Μπάλφουρ η μυστική εμπειρία του Ιωάννου του Σταυρού, ενός από τους πιο δημοφιλείς αγίους του Καθολικισμού (καρμηλίτης μοναχός του 16ου αιώνα)25. Αντιπαραθέτοντας την Αλήθεια της Ορθοδοξίας στον Ρωμαιοκαθολικισμό, ο Γέροντας Σωφρόνιος γράφει: «Αληθινά, η μόνη ορθή αρχή και βάση της πνευματικής ζωής είναι η μετάνοια»26. [//36] Διακρίνοντας στον Μπάλφουρ  την  τάση  για  αναζήτηση  «οράσεων»  διαφόρων  ειδών,  ο  Γέροντας




23 Εκκλ. 12, 13.
24 Επιστολή 11 (3/16 Δεκεμβρίου 1932), σ. 181.
25 Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι, έχοντας επίγνωση της αφοσίωσης  του Μπάλφουρ στην πνευματική σκέψη των καρμηλιτών κατά το παρελθόν, ο π. Σωφρόνιος αναγκάσθηκε στην αρχή να είναι άκρως προσεκτικός στην κριτική  του  Ρωμαιοκαθολικισμού. Από τα προσχεδιάσματα των γραμμάτων που διασώθηκαν γίνεται φανερό ότι στην τελική μορφή κάθε γράμματος ο π. Σωφρόνιος μετρίαζε τους τόνους των αρχικών σκέψεών του, με τις οποίες ασκούσε κριτική σε ορισμένες απόψεις του Ρωμαιοκαθολικισμού σχετικά με την ασκητική παράδοση. Αργότερα, στο βιβλίο του «Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», ο π. Σωφρόνιος αναλύει λεπτομερέστερα τις πνευματικές αποκλίσεις που χαρακτηρίζουν τον δυτικό μυστικισμό. Στα θέματα αυτά αφιερώνονται τα κεφάλαια, «Περί των ειδών της φαντασίας και του κατ’ αυτής αγώνος», και «Περί του γνόφου της απεκδύσεως».
26 Επιστολή 2 (31 Ιουλίου 1932), σ. 70.


Σωφρόνιος τον προειδοποιεί αδελφικά: «Ο Ιωάννης του Σταυρού διδάσκει στο βιβλίο του για τη “νοερά ησυχία”, την ύψιστη πνευματική εργασία για τη θεωρία και την αγάπη του Θεού, και σεις, διαβάζοντας το βιβλίο του ως άνθρωπος διανοητικά προηγμένος, αφομοιώσατε μέρος από τις ιδέες του και επεκταθήκατε ως “τον γάμο του Αρνίου”27, χωρίς να νίψετε προκαταρκτικά το πρόσωπό σας. Οι χριστιανοί πλένονται όχι με άλλον τρόπο, αλλά με το πένθος. Πιστέψτε,  αγαπητέ π. Δαβίδ, έστω και αν εγώ είμαι αμαθής, ότι η οδός προς την απλανή θεωρία και την αγάπη του Θεού είναι μόνο μία: η μετάνοια …»28. Αποθαρρύνοντας έτσι το ζήλο του συνασκητή του για «μυστικά βιώματα» που χαρακτηρίζουν τον δυτικό ασκητισμό, ο Γέροντας Σωφρόνιος του παρουσιάζει  την αξιόπιστη βάση για κάθε πνευματική εργασία: «Η αρχή της πνευματικής ζωής είναι η αρχή της πάλης προς τα πάθη. Η νίκη επί των παθών είναι το δυσχερέστερο έργο. Η νίκη αυτή είναι η μεγαλειωδέστερη από όλες. Η απάθεια υπερέχει του χαρίσματος της θαυματουργίας. Τα πάθη νικώνται με μακρύ, επίπονο, βαρύ και αδιάλειπτο αγώνα ημέρα και νύχτα, και με τη συνέργεια της χάριτος. Τον ορθό αγώνα κατά των παθών μας τον διδάσκουν οι άγιοι  Πατέρες»29.
Αρχίζοντας, θα έλεγε κάποιος, από μικρές συμβουλές, ο Γέροντας Σωφρόνιος μυσταγωγεί σταδιακά και διακριτικά τον Μπάλφουρ σε υψηλότερες έννοιες της ορθοδόξου ασκήσεως. Επεξηγεί, σε προσιτή για τον αρχάριο γλώσσα, [//37] τί σημαίνει η χάρη της μνήμης του θανάτου, πώς να προσεύχεται κανείς με καθαρό νου, πώς να διαμένει με το νου στην καρδιά (και συχνά τί είναι «η πνευματική καρδιά»), και δίνοντας διευκρινιστικές λεπτομέρειες παρουσιάζει την επιστήμη της υπακοής σε γέροντα. Έτσι στηρίζοντας την πνευματική πρόοδο του συνομιλητή του, ο Γέροντας Σωφρόνιος τον οδηγεί τελικά σε αυτό που μπορούμε ουσιαστικά να   ονομάσουμε   αποκορύφωση   της   νοεράς‐καρδιακής   εργασίας:
«Κράτα το νου σου στον άδη, και μην απελπίζεσαι». Οι λίγες αυτές λέξεις, που φανέρωσε ο Κύριος στον όσιο Σιλουανό, περικλείουν την ουσία όλων των επιδιώξεων του ορθόδοξου ασκητή. Αντανακλούν την οδό του Ίδιου του Χριστού, ο Οποίος είναι Θεός ταπεινώσεως. «Εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών … εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού»30. Αυτός είναι που «κατέβη πρώτον εις τα κατώτατα μέρη της γης», και Αυτός που ακολούθως ανέβηκε «υπεράνω πάντων των ουρανών»31. Αυτό ισχύει και για όλους που ακολουθούν τον Χριστό. Η οδός προς τον ουρανό περνά μέσα από τον άδη. «Ο αληθινός αθλητής του Χριστού, γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος, για να





27 Αποκ. 19,7.
28 Επιστολή 12 (12/25 Δεκεμβρίου 1932), σ. 186.
29 Επιστολή 6 (6/19 Οκτωβρίου 1932), σ. 106.
30 Φιλιπ. 2,7‐8.
31 Εφεσ. 4,9‐10.


αποφύγει τον άδη, κάνει άδη τη ζωή αυτή και ενσυνείδητα κατέρχεται διαρκώς στον άδη, όσο του το επιτρέπουν οι δυνάμεις του»32. Με τον τρόπο αυτό, φθάνοντας στα έσχατα δυνατά βάθη της ταπεινώσεως, ο άνθρωπος «μεταβαίνει εκ του θανάτου εις την ζωήν»33. Η ζωντανή εμπειρία της «ζωής» αυτής της ανέσπερης ημέρας, όπως περιγράφεται στις επιστολές34, αποτελεί σύμφωνα με την [//38] ορθόδοξη Παράδοση το ανώτερο ύψος της Θεοπτίας. Εκεί που ο όλος άνθρωπος βυθίζεται στον Θεό και το Άκτιστο Φως γεμίζει όλο το είναι του: πνεύμα, ψυχή και σώμα ακόμη. Αγάπη, όχι πλέον γήινη, αιχμαλωτίζει ολότελα την ψυχή και παροτρύνει τον άνθρωπο σε προσευχή για όλον τον κόσμο, για όλους τους ανθρώπους, για όλον τον Αδάμ.

Το μυστήριο των ανθρωπίνων παθημάτων
Ο άνθρωπος που μεταμορφώθηκε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος αντιμετωπίζει διαφορετικά κάθε γεγονός της ζωής του. Σε κάθε φαινόμενο διακρίνει την αγαθή Πρόνοια του Θεού, που τον οδηγεί στον μοναδικό και τελικό σκοπό του, τη σωτηρία. Κάθε εκδήλωση του Θείου θελήματος, με οποιεσδήποτε θλίψεις και αν συνοδεύεται, την δέχεται με τη συνείδηση ότι ο Θεός φροντίζει για το πλάσμα Του ως Πατέρας, και τα κάνει όλα από αγάπη, για το καλό και τη σωτηρία του ανθρώπου.
Όταν ο Μπάλφουρ έγινε ορθόδοξος, βρισκόταν σε αμηχανία για τις πολυάριθμες θλίψεις και τις διάφορες δοκιμασίες που τον βρήκαν. Χάρη μόνο στην πνευματική σοφία του συνασκητού του, Γέροντος Σωφρονίου, μπόρεσε να κατανοήσει το βαθύ τους νόημα:
«Όλοι οι Άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν, γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος, ότι οι θλίψεις αποτελούν τη σφραγίδα της εκλογής μας από τον Θεό. Ο Κύριος στέλνει τις θλίψεις μόνο σε όσους αναγνωρίζει ως γνήσια τέκνα του και για τους οποίους μεριμνά τόσο, όσο καμιά μητέρα για το παιδί της …»35.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος κατείχε επαρκώς το χάρισμα της διακρίσεως, ώστε να καταλάβει ότι για τον Μπάλφουρ [//39] η απόκτηση της χάριτος δεν είχε γίνει ακόμη η μοναδική «χρεία»36, ο σκοπός δηλαδή, για χάρη του οποίου ο χριστιανός πορεύεται με ετοιμότητα στον δύσκολο αγώνα της αυταπάρνησης, που συνοδεύεται με πολλές θλίψεις. Περίμενε τον Μπάλφουρ μακρά και δύσκολη οδός, μέχρι να γνωρίσει υπαρξιακά τη χριστιανική αλήθεια: Όσο πιο κοντά έρχεται ο άνθρωπος στον Θεό και όσο ισχυρότερη είναι η αγάπη του για τον Χριστό, τόσο σκληρότερες και βαθύτερες είναι οι θλίψεις και τόσο μεγαλύτερες οι




32 Επιστολή 7 (15/28 Οκτωβρίου 1932), σ. 129.
33 Ιωάν. 5,24.
34 Βλ. Επιστολή 22 (5/18 Απριλίου 1935), σσ. 254‐258.
35 Επιστολή 5 (16/29 Σεπτεμβρίου 1932), σ. 87.
36 Λουκ. 10,24.


δοκιμασίες του. Βέβαια στην οδό αυτή τον στήριζε ο Γέροντας Σωφρόνιος με τα γράμματά του: «Το έργο των πνευματικών ανδρών συνίσταται στο να ευχαριστούν τον Θεό που τους παραχωρεί τη δυνατότητα να βαδίζουν σε εκούσιες θλίψεις χάριν του Ονόματός Του, με σκοπό την εκπλήρωση των εντολών Του· να δοξάζουν την ατελεύτητη Σοφία του Θεού, που προνόησε για μας δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για τα εκούσια αυτά παθήματα. (Κάποιος είπε ότι οι άγγελοι μας ζηλεύουν, γιατί αυτοί στερούνται της δυνατότητος αυτής). Μόνο έτσι μπορούμε να αποδείξουμε με συνετό τρόπο την αγάπη μας για τον Θεό. Μόνο στην οδό αυτή ο άνθρωπος μπορεί να γίνει φίλος του Θεού, αδελφός του Χριστού, να πετύχει την τέλεια σωτηρία, την εν Χριστώ θέωση»37.
Ακολουθώντας τα ίχνη του Χριστού ο άνθρωπος εμβαθύνει στο νόημα του μυστηριώδους λόγου του Χριστού, που προδιαγράφει την οδό για κάθε χριστιανό:
«Τί στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν»38. Δεν είναι άραγε γι’ αυτό που ο Απόστολος Πέτρος, αφού κατανόησε το μυστήριο αυτό, προδιακήρυξε στην Επιστολή του ότι εμείς οι χριστιανοί [//40] έχουμε κληθεί από τον Θεό όχι σε τίποτε άλλο, παρά στα παθήματα39; Έχοντας βιώσει προσωπικά την αλήθεια των αποστολικών λόγων ο Γέροντας Σωφρόνιος γράφει: «Ο χριστιανός δεν θα μπορέσει ποτέ να φθάσει την αληθινή αγάπη προς τον Θεό ή την αληθινή αγάπη προς τον άνθρωπο, αν δεν περάσει από πολλές και μεγάλες θλίψεις. Η χάρη έρχεται μόνο στην ψυχή που έπαθε μέχρι τέλους»40.
Πολλές σελίδες των επιστολών αυτών αναφέρονται στη σωτήρια σημασία των παθημάτων. Ως έκφραση της πανάγαθης αγάπης του Δημιουργού, τα παθήματα μεταμορφώνουν τον άνθρωπο. Τον εξομοιώνουν με τον Μονογενή Υιό, που ο Ίδιος έπαθε μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό, όπως γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος, «το θέλημα του Θεού συχνά οδηγεί στον Γολγοθά»41. Ως παράδειγμα προς μίμηση για την υπομονή στα παθήματα, αναφέρεται στις επιστολές η διήγηση για κάποιον αθωνίτη ερημίτη, που στη συνέχεια έγινε ξακουστός. Εξουθενημένος από ακραία παθήματα, ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την έρημο και να αλλάξει τον τρόπο της ζωής του. τότε εμφανίσθηκε στον ύπνο του ο  Κύριος καθηλωμένος επάνω στον Σταυρό και του είπε: «Από τον Σταυρό δεν κατεβαίνουν, αλλά τους κατεβάζουν». Και ο Κύριος επανέλαβε τρεις φορές τους λόγους αυτούς. Έπειτα η όραση έληξε42.





37 Επιστολή 15 (21 Ιανουαρίου 1933), σ. 220.
38 Ματθ. 7,14.
39 Βλ. Α’ Πέτρ. 2,21.
40 Επιστολή 19 (28 Ιουλίου/ 10 Αυγούστου) 1934, σ. 241.
41 Επιστολή 24 (17‐18/30‐31 Μαΐου) 1936, σ. 274.
42 Βλ. Επιστολή 19 (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου) 1934, σ. 244.


Με ιδιαίτερο φόβο ο Γέροντας Σωφρόνιος θίγει για πρώτη φορά το βαθύ θέμα της Θεοεγκαταλείψεως, στο οποίο έδωσε μεγάλη προσοχή στα μετεγενέστερα βιβλία του. Όταν ο ασκητής στερεωθεί στην αγάπη προς τον Θεό, τότε αρχίζει μια από τις βαρύτερες δοκιμασίες: Ο Θεός κατά [//41] κάποιον τρόπο τον εγκαταλείπει. Αυτό συμβαίνει με τους πιο ισχυρούς ασκητές και τους σταθερούς στην αγάπη προς τον Θεό: «Δόξα τω Θεώ για όλα! Ωστόσο είναι δύσκολη για μας η ζωή. Να “ζει” κανείς χριστιανικά είναι κυριολεκτικά αδύνατο. Χριστιανικά μπορεί κανείς μόνο “να πεθαίνει”43, χίλιους θανάτους κάθε ημέρα. Πρέπει διαρκώς να χάνουμε την ψυχή μας στον κόσμο αυτόν, φέροντας πάντοτε τη νέκρωση του Κυρίου Ιησού, για να μας φανερωθεί η ζωή Του44. Έτσι συμβαίνει το παράδοξο, όσο “ζωντανοί” είμαστε για τον κόσμο αυτόν, τόσο “νεκροί” να είμαστε για τον Θεό. Υπάρχει όμως επιπλέον η φρικτή κατάσταση της Θεοεγκαταλείψεως. Ο άνθρωπος “δεν έχει ζωή πια στον κόσμο αυτόν, δηλαδή δεν μπορεί να ζήσει με τον κόσμο αυτόν. Τον προσελκύει η μνήμη του άλλου θείου κόσμου, αλλά και τότε το σκοτάδι περιβάλλει την ψυχή”»45.
Με όλη την απειρία του ο Μπάλφουρ σύγκρινε τη Θεοεγκατάλειψη αυτή που βίωνε ο π. Σωφρόνιος, με το γνόφο «της μυστικής νύχτας» του Ιωάννου του Σταυρού. Μη γνωρίζοντας ακόμη ο Μπάλφουρ επαρκώς την ορθόδοξη  παράδοση, δεν κατανοούσε ότι η διδαχή για τη Θεοεγκατάλειψη αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ασκητικής παραδόσεως της Ορθόδοξης ανατολής. Για τη Θεοεγκατάλειψη έγραψαν μέγιστοι ασκητές, όπως οι όσιοι Αντώνιος ο Μέγας, Ισαάκ ο Σύρος, Μακάριος ο Αιγύπτιος, Μάξιμος ο Ομολογητής, Σιλουανός ο Αθωνίτης και πολλοί άλλοι. Πνευματικός απόγονος αυτών υπήρξε ο Γέροντας Σωφρόνιος.
Προσπαθώντας να διεισδύσει στην ουσία των παθημάτων ο Γέροντας Σωφρόνιος γράφει: «Όταν οι θλίψεις της ψυχής μου, που διαρκώς αυξάνονταν, έφθασαν, φαίνεται, [//42] στο απόγειό τους, τότε εγώ, όχι μέσω της διαδικασίας  των αφηρημένων φιλοσοφικών συλλογισμών, αλλά με οδηγό τη ζώσα και βαθειά αίσθηση της καρδιάς γνώρισα την αξία της ανθρώπινης ψυχής, ότι δηλαδή είναι πολυτιμότερη από όλον τον κόσμο. Τα παθήματα προσκομίζουν τόσο μεγάλον καρπόν, ώστε, αν είμασταν λίγο πιο συνετοί, δεν θα θέλαμε “να κατεβούμε από τον σταυρό”»46.
Η αθωνική εμπειρία της Θεοεγκαταλείψεως ήταν το πρώτο βήμα για την ανακάλυψη από τον Γέροντα Σωφρόνιο του μεγαλειώδους μυστηρίου των ανθρωπίνων παθημάτων. Στο τελευταίο βιβλίο του ο Γέροντας γράφει: «Όταν ο Θεός ίδη ότι ουδέν εν όλω τω κόσμω θα δυνηθή να χωρίση εκ νέου την ψυχήν  από  της  αγάπης  Αυτού,  τότε  άρχεται  περίοδος  δοκιμασιών,  αληθώς βαρειών,




43 Βλ. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σσ. 299, 305.
44 Βλ. Β’ Κορ. 4,10.
45 Επιστολή 23 (7/20 Απριλίου 1936), σσ. 270‐271.
46 Επιστολή 19 (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1934), σ. 244.


άνευ των οποίων θα παρέμενον άδηλα τα βάθη της κτιστής και της ακτίστου μορφής του Είναι. Η δοκιμασία αύτη είναι “σκληρά”: Αόρατος μάχαιρα  αποκόπτει ημάς από του ηγαπημένου Θεού, από του ανεσπέρου Αυτού Φωτός. Ο άνθρωπος πλήττεται εφ’ όλων των επιπέδων της υπάρξεως αυτού. Ευρίσκεται εν απορία: Δια τί η προσευχή, ομοία προς εκείνην της εν Γεθσημανή, ήτις εφαίνετο ήδη ως τελειωτικός “σύνδεσμος αγάπης”, μετετράπη εις άδην Θεο‐ εγκαταλείψεως; Την απάντησιν εις την απορίαν ταύτην ευρίσκομεν εν τω δωδεκάτω κεφαλαίω της προς Εβραίους επιστολής και ιδιαιτέρως εις τους στίχους 26 έως 29.  Αλλά  προ  πάντων  και υπέρ πάντα  έχομεν  το “υπόδειγμα” (Ιωάν. ιγ’
15)            του Ιδίου του Χριστού· επί του Γολγοθά προσηλωμένος επί του σταυρού ανεβόησε προς τον Πατέρα: “Ινατί με εγκατέλειπες;” και ευθύς μετά τούτο: “Τετέλεσται· και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα” (Ματθ. 27,46, Ιωάν. 19,30). Κατ’ αυτόν τον τρόπον αποκαλύπτεται εις ημάς το [//43] Μυστήριον της Θείας Αγάπης. Το πλήρωμα της κενώσεως προηγείται του πληρώματος της τελειότητος …»47.

Το μεγαλείο του ανθρώπου και η κλήση του
Στα μετέπειτα βιβλία του – «Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι», «Περί προσευχής», «Άσκησις και θεωρία» – ο Γέροντας Σωφρόνιος γράφει πολλά για το μεγαλείο του ανθρώπου. Τα τολμηρά του λόγια για την ισόθεη αξία του ανθρώπου δεν πηγάζουν με κανένα τρόπο από άκρατη υπερηφάνεια ή από πλανεμένη έπαρση. Οι επιστολές ρίχνουν φως στις αυθεντικές πηγές της ανθρωπολογίας του, της οποίας οι ρίζες διεισδύουν στη μακραίωνη παράδοση των αγίων Πατέρων: «Προσδοκούμε να γίνουμε μέτοχοι στην αιώνια ζωή. Αλλά όπως προκύπτει από τα πράγματα, όταν ο άνθρωπος γίνεται αιώνιος, δεν γίνεται μόνο αθάνατος, αλλά και άναρχος. Έτσι σκεπτόταν  ο άγιος ιεράρχης Γρηγόριος Παλαμάς στηριζόμενος στους αγίους Πατέρες … Όταν λοιπόν “ο Θεός έσται τα πάντα εν πάσι”48, τότε κι εμείς θα φανούμε κάτοιχοι της αιωνιότητος, όχι πλέον “εκ μέρους”, αλλά στην πληρότητα. Σε  αυτήν “την ακρότητα των εφετών” ορμά η ψυχή. Και πώς βασανίζεται αυτή, όσο δεν το κατορθώνει! Τότε μόνο θα είναι δυνατή η χαρά που δεν σκιάζεται από τίποτε»49. Από την άποψη αυτή οι επιστολές συνεχίζουν τη μεγάλη παράδοση  των αγίων Πατέρων, που διδάσκουν για [//44] τη θέωση του ανθρώπου. Ως  μέτοχος και φορέας της θείας χάριτος ο άνθρωπος γίνεται και ο ίδιος όλος θεός.
Τα λόγια αυτά ας μην αποβούν πρόσκομμα για εκείνους που από υπερηφάνεια θεωρούν τον εαυτό τους άξιο αυτής της κλήσεως και την θεωρούν






47 Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ, 1993, σσ. 80‐81.
48 Α’ Κορ. 15,28.
49 Επιστολή 22 (5/18 Απριλίου 1935), σσ. 258‐259.  Βλ.  επίσης  Γρηγ.  Παλαμά,  Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 3,1,35, εκδ. Π. Χρήστου, τόμ. 2, σσ. 647‐48 και Μαξίμου PG 91,114ΑΒ.


ως κάτι το οφειλόμενο. «Η οδός προς την υιοθεσία είναι η μετάνοια»50, γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος. Τα λόγια του διακρίνονται από νηφαλιότητα, πέρα από κάθε ίχνος ονειροπόλου εξάρσεως: «Στις ημέρες μας γίνεται πολύ συχνά λόγος για τη θεία υιοθεσία, αλλά ελάχιστα μιλούν για την οδό που οδηγεί προς αυτήν. Και η οδός αυτή είναι η μετάνοια. Πουθενά αλλού η ψυχή δεν θα γνωρίσει τόσο καθαρά τον Θεό ως Πατέρα, όσο στη μετάνοια. Ο Θεός δέχεται τον μετανοούντα ως τον άσωτο Υιό, και χαίρεται γι’ αυτόν, γιατί ήταν νεκρός και ανέζησε,  χαμένος και βρέθηκε»51.

Η δογματική συνείδηση
Από τις επιστολές γίνεται φανερό ότι η θεολογία οδηγεί στο ύψος εκείνο, όπου η δογματική συνείδηση συνδέεται άρρηκτα με την όλη πορεία της εσωτερικής πνευματικής ζωής. Ο θεολογικός διάλογος με τον Μπάλφουρ αποδεικνύει τελικά ότι κάθε αλλαγή στη δογματική συνείδηση μεταβάλλει αναπόφευκτα σε ανάλογο βαθμό και τη μορφή του πνευματικού είναι. Και αντίθετα, κάθε παρέκκλιση από την αλήθεια στο πλαίσιο της εσωτερικής πνευματικής ζωής επιφέρει αλλαγή στη δογματική συνείδηση. Νους που επισκιάσθηκε από τη θεία χάρη φέρει μέσα του ακέραιη την [//45] εικόνα όλου του είναι, όπου κάθε φαινόμενο στην πνευματική ζωή αξιολογείται από την πλευρά της Θείας Αλήθειας. Από την άποψη αυτή η επιστολή της 22ας Αυγούστου 1945,
«Η ορθόδοξη δογματική συνείδηση», αποτελεί αναμφίβολα ένα αριστούργημα θεολογικής απολογητικής, τέλειο και ακέραιο δογματικό θεμέλιο της ορθόδοξης άσκησης. Συντάχθηκε ως απάντηση στις αμφιβολίες του Μπάλφουρ σχετικά με την παγκόσμια αλήθεια της Ορθοδοξίας, όταν αυτός άρχισε να αναζητά κάτι πιο
«υψηλό» και «παγκόσμιο». Στο γράμμα αυτό μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τη συνετή εξήγηση που δίνεται σχετικά με την αρχή της ενότητας μεταξύ της δογματικής, της εκκλησιαστικής και της ασκητικής: «Τρία πράγματα δεν κατανοώ, γράφει ο π. Σωφρόνιος: α) πίστη χωρίς δόγμα, β) χριστιανισμό έξω από την Εκκλησία και γ) χριστιανισμό χωρίς άσκηση. Και τα τρία αυτά, δόγμα, Εκκλησία, και ασκητική, δηλαδή χριστιανική άσκηση, συνιστούν για μένα ενιαία ζωή»52.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος επισημαίνει με σαφήνεια ότι η άσκηση αποτελεί πρακτική αντανάκλαση της δογματικής θεωρίας του ανθρώπου στη ζωή του. Στην πνευματική και ασκητική ζωή δεν υπάρχει τίποτε το τυχαίο, γιατί  «όλα είναι σημαντικά»: «Στη βάση κάθε ασκητικής παραδόσεως υπάρχει απαραίτητα κάποια θεωρία. Η κάθε θρησκεία –ειδωλολατρία, ιουδαϊσμός, μωαμεθανισμός, πανθεϊσμός, χριστιανισμός– έχει τη δική της ασκητική παράδοση, που διαφέρει




50 Απόσπασμα 1 εκ της Επιστολής 13 του π. Σωφρονίου προς τον Δ. Μπάλφουρ (14/27
Δεκεμβρίου 1932), που δεν συμπεριλήφθηκε στην τελική μορφή του. Παράρτημα Ι,4, σ. 337.

51 Επιστολή 12 (12/25 Δεκεμβρίου 1932), σ. 187. Βλ. Λουκ. 15,32.
52 Επιστολή 28 (22 Αυγούστου/4 Σεπτεμβρίου 1945), σ. 304.


από τις άλλες, και η διαφορά αυτή υπαγορεύεται από τη διαφορά  των δογματικών αντιλήψεων»53. Συνεπώς η δογματική, ως λογική έκφραση της αλήθειας, αποτελεί αναφαίρετο κτήμα της Εκκλησίας: «Έχω κατά κάποιον τρόπο πεισθεί εσωτερικά ότι η απόρριψη της Εκκλησίας συνεπάγεται [//46] την απόρριψη του κηρύγματος των Αποστόλων … “ο Λόγος σάρξ εγένετο”54. Αυτόν ακριβώς  τον Λόγο που σαρκώθηκε, τον ορατό, τον ακουστό, τον απτό, κηρύττει η Εκκλησία με τα δόγματά Της»55.
Σε ένα από τα γράμματα του ο π. Σωφρόνιος έγραφε: «Ο χριστιανός οφείλει πρωτίστως να είναι ασκητής»56. Ο αγώνας για θεογνωσία, στον οποίο εμπνέει το βιβλίο των επιστολών, υπερβαίνει πράγματι τα ανθρώπινα μέτρα.  Εδώ έγκειται η αυθεντικότητά του και η αληθινά ευαγγελική διάστασή του. Η κλήση του βιβλίου αυτού απηχεί τους λόγους του Ίδιου του Χριστού: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν»57. Η ανθρώπινη λογική αποκάμνει μπροστά στη σκέψη: Πώς μπορεί να πιστεύσει κανείς στην κλήση αυτή και να διακινδυνεύσει σε ένα τέτοιον αγώνα; Ωστόσο οι λόγοι του Κυρίου μένουν αμετάθετοι, και Αυτός μας εντέλλεται:
«Θαρσείτε»58!
ιεροδιάκονος Νικόλαος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου