Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Δίψα Θεού. Αντίδωρο για την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Διψά η ψυχή μου τον Κύριο.


Δίψα Θεού. Αντίδωρο για την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Διψά η ψυχή μου τον Κύριο.

«Έάν τις διψά ερχέσθω πρός με και πινέτω» (Ιωάν. 7, 37)
Τί  έχομε κάνει, Κύριε, για Σένα ή σε τι Σε ευχαριστήσαμε, ώστε να θέλεις, να είσαι μέσα μας και εμείς κοντά Σου;
Εμείς Σε σταυρώσαμε με τις αμαρτίες μας και Συ θέλεις να είμαστε μαζί Σου; Ω, πόσο μεγάλο έλεος έδειξες σ’ εμένα! σ’ εμένα, που μου αξίζει ο Άδης και τα βάσανά του, Εσύ δίνεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος
Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον ζητώ.
Πως να μη Σε ζητώ;
Συ με ζήτησες πρώτος και μου έδωσες να γευθώ την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, και η ψυχή μου Σε αγάπησε έως τέλους.
Βλέπεις, Κύριε, τη λύπη και τα δάκρυά μου… Αν δεν με προσείλκυες με την αγάπη Σου, δεν θα Σε ζητούσα όπως Σε ζητώ. Αλλά το Πνεύμα Σου το Άγιο μου έδωσε το χάρισμα να Σε γνωρίσω και χαίρεται η ψυχή μου, γιατί Συ είσαι ο Θεός μου και ο Κύριος μου και Σε διψώ μέχρι δακρύων.
Ποθεί η ψυχή μου τον Θεό και Τον ζητώ, με δάκρυα.
Εύσπλαχνε Κύριε, Συ βλέπεις την πτώση μου και τη θλίψη μου. Ταπεινά όμως παρακαλώ το έλεός Σου: Χορήγησέ μου, του αμαρτωλού, την χάρη του Αγίου Σου Πνεύματος. Η θύμησή της οδηγεί το νου μου να ξαναβρεί την ευσπλαχνία Σου.
Κύριε, δώσε μου πνεύμα ταπεινώσεως, για να μη ξαναχάσω τη χάρη Σου και ξαναρχίσω να την θρηνώ, όπως θρηνούσε ο Αδάμ για τον παράδεισο και τον Θεό.
…Πολύ μας αγαπά ο Κύριος· αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα που μου έδωσε ο Κύριος κατά το μέγα έλεος Του.
…Το Πνεύμα του Χριστού, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι τον Θεό.
Ο Κύριος έδωσε στον ληστή τον παράδεισο· έτσι θα δώσει τον παράδεισο και σε κάθε αμαρτωλό. Εγώ ήμουν χειρότερος κι από ένα βρωμερό σκύλο, εξαιτίας των αμαρτιών μου· σαν άρχισα όμως να ζητώ συγχώρεση από τον Θεό, Αυτός μου έδωσε όχι μόνο τη συγχώρεση, αλλά και το Άγιο Πνεύμα, και έτσι, εν Πνεύματι Αγίω εγνώρισα τον Θεό.
Βλέπεις αγάπη που έχει ο Θεός για μας; Ποιος, στ’ αλήθεια, θα μπορούσε να περιγράψει αυτή την ευσπλαχνία Του;
Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ, πιστεύετε στο Θεό, πιστεύετε πώς υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί για το Θεό σ’ όλες τις εκκλησίες μας και στην ψυχή μου.
Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη. Κι αυτή η αγάπη πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των ουρανοπολιτών αγίων. Και το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων αγαπούν τον Θεό.
Εν Πνεύματι Αγίω όλοι οι ουρανοί βλέπουν τη γη, ακούγουν τις προσευχές μας και τις προσκομίζουν στον Θεό.
Ο Κύριος είναι ελεήμων, αυτό το ξέρει η ψυχή μου, μα δεν μπορώ να το περιγράψω. Είναι στο έπακρον πράος και ταπεινός και όταν Τον δη η ψυχή, τότε αλλάζει και γεμίζει από αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον και γίνεται κι η ίδια πράη και ταπεινή. Μα αν χάση ο άνθρωπος αυτή τη χάρη, τότε θα κλαίει σαν τον Αδάμ μετά την έξωση του από τον παράδεισο. Οδυρόταν ο Αδάμ και όλη η έρημος άκουγε τους στεναγμούς του, τα δάκρυά του ήταν πικρά από την θλίψη και έκλαιγε για πολλά χρόνια.
Έτσι και η ψυχή που γνώρισε τη χάρη του Θεού και μετά την έχασε, πονά για τον Θεό και λέγει:
«Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον αναζητώ».
Είμαι μεγάλος αμαρτωλός, και όμως είδα την άμετρη αγάπη και το έλεος του Θεού για μένα.
Από τα παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν για όσους με πρόσβαλλαν και έλεγα: «Κύριε, μη τους καταλογίζεις αμαρτίες για όσα μου κάνουν». Όμως, παρότι μου άρεσε να προσεύχομαι, δεν απόφυγα τις αμαρτίες. Ο Κύριος όμως δεν θυμήθηκε τις αμαρτίες μου και μου έδωσε αγάπη για τους ανθρώπους. Η ψυχή μου επιθυμεί να σωθεί όλη η οικουμένη, να εισέλθουν όλοι στη Βασιλεία των Ουρανών, να δουν την δόξα του Κυρίου και να απολαύσουν την αγάπη του Θεού.
Κρίνω από την δική μου εμπειρία: Αν ο Κύριος αγάπησε εμέ τόσο πολύ, αυτό σημαίνει πως αγαπά όλους τους αμαρτωλούς, όπως αγάπησε κι εμένα.
Ω, η αγάπη του Κυρίου! Δεν έχω δυνάμεις να την περιγράψω, γιατί είναι άπειρα μεγάλη και θαυμαστή.
Η χάρη του Θεού δίνει δύναμη για ν’ αγαπάς τον Αγαπημένο. Τότε η ψυχή έλκεται αδιάκοπα προς την προσευχή και δεν μπορεί να λησμονήσει τον Κύριο ούτε δευτερόλεπτο.
Φιλάνθρωπε Κύριε, πώς δεν ελησμόνησες τον αμαρτωλό δούλο Σου, αλλά γεμάτος έλεος με είδες από τη δόξα Σου και μου εμφανίστηκες με ακατάληπτο τρόπο.
Εγώ πάντα Σε πρόσβαλλα και Σε λυπούσα. Συ όμως, Κύριε, για τη μικρή μου μετάνοια μου έδωσες να γνωρίσω τη μεγάλη Σου αγάπη και την άμετρη αγαθότητά Σου.
Το ιλαρό και πράο βλέμμα Σου έθελξε την ψυχή μου.
Τι να σου ανταποδώσω, Κύριε, ή ποιόν αίνο να Σου προσφέρω;
Συ δίνεις την χάρη Σου, για να καίγεται αδιάλειπτα η καρδιά από αγάπη – και δεν βρίσκει πια ανάπαυση ούτε νύχτα ούτε μέρα από την θεϊκή αγάπη.
Η θύμησή Σου θερμαίνει την ψυχή μου, που τίποτε στη γη δεν την αναπαύει εκτός από Σένα. Γι’ αυτό με δάκρυα Σε ζητώ, και πάλι Σε χάνω, και πάλι ποθεί ο νους μου την γλυκύτητά Σου, αλλά Συ δεν εμφανίζεις το Πρόσωπό Σου, που επιθυμεί νύχτα και μέρα η ψυχή μου.
Κύριε, δώσε μου να αγαπώ μόνον Εσένα.
Συ με έκτισες, Συ με φώτισες με το άγιο βάπτισμα, Συ συγχωρείς τα αμαρτήματά μου και μου δίνεις τη χάρη να κοινωνώ το τίμιο Σώμα και Αίμα Σου. Δώσε μου τη δύναμη να μένω πάντα κοντά Σου.
Κύριε, δώσε μου τη μετάνοια του Αδάμ και την άγια ταπείνωσή Σου.
Η ψυχή μου πλήττει στη γη και ποθεί τα ουράνια.
Ο Κύριος ήρθε στη γη για να μας πάρει εκεί που μένει Αυτός, η Πανάχραντη Μητέρα Του, η Οποία Τον υπηρέτησε στη γη για τη δική μας σωτηρία, και οι μαθητές και ακόλουθοι του Κυρίου.
Εκεί μας καλεί ο Κύριος, παρ’ όλες τις αμαρτίες μας.
Εκεί θα δούμε τους αγίους Αποστόλους, που δοξάζονται ως κήρυκες του Ευαγγελίου. Εκεί θα δούμε τους αγίους προφήτες και ιεράρχες, τους διδασκάλους της Εκκλησίας. Εκεί θα δούμε τους οσίους, που αγωνίστηκαν να ταπεινώσουν με τη νηστεία τη ψυχή τους. Εκεί δοξάζονται οι δια Χριστόν σαλοί, που νίκησαν τον κόσμο.
Εκεί θα δοξάζονται όλοι, όσοι νίκησαν τον εαυτό τους, όσοι προσεύχονταν για όλο τον κόσμο και σήκωσαν πάνω τους τη θλίψη όλου του κόσμου, γιατί είχαν την αγάπη του Χριστού – κι η αγάπη δεν μπορεί να υποφέρει την απώλεια έστω και μιας ψυχής.
Εκεί θέλει να κατασκηνώσει η ψυχή μου. Εκεί όμως δεν θα μπει τίποτε ακάθαρτο, γιατί μπαίνουν με μεγάλες θλίψεις, με πολλά δάκρυα, με συντριβή πνεύματος. Μονάχα τα παιδιά, που φύλαξαν τη χάρη του αγίου βαπτίσματος, περνούν εκεί χωρίς θλίψεις και γνωρίζουν εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο.
Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Θεό και προσεύχεται μέρα και νύχτα, γιατί το όνομα του Κυρίου είναι γλυκό και πολυπόθητο για την προσευχόμενη ψυχή και την ελκύει στην αγάπη του Θεού.
Έζησα πολύ καιρό στη γη και άκουσα και είδα πολλά. Άκουσα πολλή μουσική που εγλύκαινε την ψυχή μου. Και σκεφτόμουν πώς, αν αυτή η μουσική είναι τόσο γλυκιά, τότε πολύ περισσότερο πρέπει να ευχαριστεί την ψυχή η ουράνια μελωδία, εκεί που δοξάζουν εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο για τα πάθη Του.
Η ψυχή ζει πολύ στη γη και αγαπά τα γήινα κάλλη. Αγαπά τον ουρανό και τον ήλιο, αγαπά τους όμορφους κήπους, τη θάλασσα και τα ποτάμια, τα δάση και τα λειβάδια. Αγαπά, ακόμη, και τη μουσική η ψυχή, κι όλα αυτά τα επίγεια την ευφραίνουν. Όταν όμως γνωρίσει τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τότε δεν θέλει πια να βλέπει τα επίγεια.
… Κύριε πόσο πολύ αγαπάς τον άνθρωπο!…
Αγίος Σιλουανός ο Αθωνίτης (Αρχιμ Σωφρονίου Σαχάρωφ)

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Γέροντας Σωφρόνιος: «…γνώρισμα της ελευθερίας η απροθυμία μας να εξουσιάζουμε οποιονδήποτε…»

man in yellow flower field under beautiful sky
Ελευθερία από ενδοψυχικούς ασυνείδητους καταναγκασμούς
Εμπειρία που μου εξωτερίκευσε πνευματικός: η Όλγα έρχεται για εξομολόγηση από τα 15. Ξαφνικά, στα 23 της, ξεκινά λέγοντας: ‘Πάτερ, δεν μπορώ πια να σας κάνω υπακοή’!
Εύλογα ακολούθησε η απορία του: ‘Πότε σου ζήτησα να μου κάνεις υπακοή;’ Πράγματι αυτός ο πνευματικός πιστεύει στην ελευθερία των ανθρώπων. Χρειάστηκαν αρκετές συζητήσεις και κάποιος χρόνος για να καταλάβει η ’Ολγα ότι το ξέσπασμά της είχε να κάνει με το πώς αντιλαμβανόταν αυτή τόσα χρόνια το δήθεν ‘καθήκον’ της και τις δήθεν προθέσεις του πνευματικού της. Πρώτο παιδί της οικογένειας, εξοπλισμένη με αυστηρό υπερεγώ, δυσκολεύθηκε να διακρίνει πότε και πώς πίεζε τον εαυτό της και έπνιγε τις επιθυμίες της στο όνομα της καλής εντύπωσης και της απροθυμίας να αναλάβει την ευθύνη της ιδιοπροσωπίας της. Στα ελλείμματα του πνευματικού καταγράφεται η αδυναμία του να αντιληφθή αυτή την αυτόβουλη καταστολή μιας ψυχής που προθυμοποιείται να γίνεται ‘βασιλικώτερη του βασιλέως’.
Ο γέροντας Σωφρόνιος διέκρινε αυτή την διαβάθμιση: «Το πρώτο γνώρισμα της ελευθερίας είναι η απροθυμία μας να εξουσιάζουμε οποιονδήποτε. Η επόμενη βαθμίδα είναι η εσωτερική μας χειραφέτηση από την εξουσία των άλλων πάνω μας»[1]. Αν η περίπτωση αυτή ανήκει στις εύκολα ιάσιμες και χωρίς σοβαρές επιπτώσεις, αξίζει να σταθούμε σε εκείνους που είναι τόσο βαριά αλλοτριωμένοι, ώστε αναζητούν σκόπιμα ή πνευματικό που καλλιεργεί την ανελευθερία ή οποιονδήποτε άλλον πνευματικό τον οποίο όμως εξωθούν διαρκώς σε πιεστικές στάσεις και συμπεριφορές απέναντί τους, μέσα από μια μαζοχιστική υποδομή. Εδώ δεν καταπιέζει ο πνευματικός αλλά οι ανάγκες του ψυχισμού οι οποίες δεν έχουν σε καμία υπόληψη το αυτεξούσιό τους. Ο εχθρός βρίσκεται μέσα από τα τείχη, γι’ αυτό και είναι δυσκολώτερα αντιμετωπίσιμος.
To τρομακτικό άγχος μπροστά στην ελευθερία (και στη συνακόλουθη ευθύνη) γίνεται πολυμήχανο και εφευρετικό. Ο άνθρωπος τότε πρόθυμα υποδουλώνεται στις άμυνές του, αρκεί να γευτή την ασφάλεια της παλινδρόμησης προς τους πρώιμους και  γνώριμους ‘παραδείσους’ όπου κάποιος άλλος σκέφτεται και αποφασίζει αντί γι’ αυτόν. Άλλοτε η ψυχοπαθολογία αυτή αποτελεί συνέχεια της οικογενειακής δομής. Άλλοτε στηρίζεται εξ ολοκλήρου στη ενοχή. Άλλοτε πηγάζει από φόβο προς τις επιθυμίες και τα συναισθήματα, δηλαδή προς το ‘παθητικόν’ μέρος της ψυχής. Όποια και να είναι η συγκεκριμένη αιτία, σημασία έχει πως ο ψυχισμός δεν αντέχει το θεόσδοτο δώρο της ελευθερίας, ούτε στον εαυτό του ούτε και στους άλλους. Αυτό το δεύτερο έχει ως αποτέλεσμα να εξανίσταται ο ψυχισμός εναντίον εκείνων που δείχνουν να απολαμβάνουν τη ελευθερία τους, είτε εντός είτε εκτός Εκκλησίας. Ο πειρασμός του φθόνου είναι προφανής.
Εννοείται ότι στα πλαίσια αυτής της ασυνείδητης ανελευθερίας δεν μπορεί να γίνει λογος για γνήσια πνευματική ζωή που θα αποδώσει καρπούς κατά Θεόν. Μόνο σε συμμόρφωση μπορούμε να ελπίζουμε. Ανήκει στην αποστολή του πνευματικού να αντιληφθή τη διαφορά μεταξύ συμμόρφωσης και εκούσιας αυτοπαράδοσης στον Χριστό με αγάπη και εμπιστοσύνη. Έτσι καθίσταται αναγκαία και πάντοτε επίκαιρη η συζήτηση για το κατά πόσο ο ίδιος ο πνευματικός έχει κατακτήσει στην πράξη αυτή τη διάκριση και συνεπώς για το τι είδους εσωτερικευμένο αντικείμενο αποτελεί γι’ αυτόν ο Θεός.
[1] ό.π, σ. 184.
[συνεχίζεται]

Παρατήρηση: το παρόν άρθρο αποτελεί το δεύτερο τμήμα της εισήγησης με γενικό τίτλο «Αναβαθμοί της ελευθερίας στην ποιμαντική σχέση» του πρωτοπρεσβύτερου Βασίλειου Θερμού, Ψυχίατρου Νέων και Εφήβων,  στο 5ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξων Ψυχοθεραπευτών (Βόλος, 2012).

Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

Ὁ λογισμός πού πλησιάζει ἀθόρυβα σάν κλέπτης …καί ὁ φόβος πού ἀνοίγει τήν πύλη τῆς ψυχῆς σέ δαιμονικό βιασμό….

 


 

«Η Χάρις του Θεού δεν επιτρέπει στον αληθινό ασκητή να πει έπαινο στον αδελφό, διότι ακόμα και οι τέλειοι συχνά δεν μπορούν να βαστάξουν τον έπαινο χωρίς να υποστούν ζημιά.
Έπαινοι λέγονται μόνο σε αυτούς που έχουν αποκάμει από την απόγνωση.
Να ανοίγονται όμως οι οφθαλμοί της αριστεράς σε αυτά που κάνει σε εμάς η δεξιά του Υψίστου  ουδόλως επιτρέπεται  ή θα πρέπει να γίνεται με άκρα προσοχή και τέχνη.
….Η εξωτερική μορφή την οποία παίρνει ο λογισμός συχνά δεν επιτρέπει να αντιληφθείς από πού προέρχεται αυτός. Συχνά ο λογισμός πλησιάζει αθόρυβα σαν κλέπτης και η πρώτη λογική του μορφή μπορεί να φανεί όχι μόνο σοφή αλλά και αγία.
Και όμως μερικές φορές αρκεί και το πιο ελαφρύ πλησίασμα ενός τέτοιου λογισμού για να προκαλέσει βαθιά αλλαγή στην ψυχή.
Γαι να κρίνουμε τη φύση και το είδος του λογισμού δεν πρέπει να στηριζόμαστε στην εξωτερική του μορφή.
Μόνο η πείρα οδηγεί στη γνώση για το ποια δύναμη και λεπτότητα και ποιες ποικιλόμορφες όψεις  μπορούν να λαμβάνουν οι διάφορες δαιμονικές προσβολές.
Ακόμα και όταν ο λογισμός από τη φύση του είναι αγαθός μπορεί να εισχωρήσει σε αυτόν ξένο στοιχείο και να αλλάξει έτσι ουσιαστικά το πνευματικό του περιεχόμενο και την ενέργειά του επάνω σε μας.
Ο λογισμός είναι το πρώτο στάδιο της αμαρτίας.
Η εμφάνισή του στη σφαίρα της συνειδήσεως δεν λογίζεται ως αμαρτία αλλά είναι μόνο η πρότασή της.
Η απόκρουση του λογισμού αποκλείει την περαιτέρω ανάπτυξη της αμαρτίας.
Ο νους που βρίσκεται σε ησυχαστική προσευχή στην καρδιά βλέπει ότι ο λογισμός πλησιάζει απ΄έξω προσπαθώντας να εισχωρήσει στην καρδιά και τον εκδιώκει δια της προσευχής.
Αυτό το έργο ονομάζεται «νοερά νήψη» ή «νοερά ησυχία’ ή ‘τήρησις του νοός’ …
Με τη φλογερή ορμή φθάνει ο ασκητής στην αδιάλειπτη προσευχή αλλά επειδή δεν έχει καθαριστεί η καρδιά του με μακρόχρονη άσκηση, παρά την ενέργεια της προσευχής πέφτει σε αμαρτίες και πάθη. Έτσι δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με μια τέτοια κατάσταση.
Ο αδελφός  δεν γνώριζε ακόμη να «τηρεί τον νου» και έτσι ενώ προσευχόταν δεν αναχαίτιζε την ενέργεια της φαντασίας  με την οποία ενεργούν οι δαίμονες.
Η φαντασία που είναι αναπόφευκτη σε κάθε αρχάριο  φέρνει παραμόρφωση στην πνευματική ζωή. 
Επειδή όμως δεν μπορούμε να την αποφύγουμε στην αρχική περίοδο δεν θεωρείται πλάνη.
Οπωσδήποτε όμως ο αρχάριος οδηγείται σταδιακά από αυτού του είδους την προσευχή σε άλλο, το οποίο να περικλείει τον νου του στα λόγια της προσευχής.
Η μορφή αυτή της προσευχής είναι δυσκολότερη και ξηρότερη  αλλά είναι προτιμότερη ως πιο ορθή και λιγότερο επικίνδυνη.
Πόσες αυτοκτονίες και παντός είδους εγκλήματα στον κόσμο δεν γίνονταν ως επακόλουθα δαιμονικής πνευματικότητας;
Η πάλη προς τους δαίμονες δεν πρέπει να προκαλεί φόβο.
Ο φόβος είναι ήδη μισή ήττα (μισή αποτυχία της έκβασης του αγώνα). 
Η εμφάνιση του φόβου ατονεί την ψυχή και την καθιστά ευάλωτη και προσιτή σε δαιμονικό βιασμό.
Ο νους όλο και πιο συχνά βρίσκει στην καρδιά εκείνο το σημείο της προσοχής που του έδινε τη δυνατότητα να επιτηρεί τα τελούμενα στον εσωτερικό κόσμο της ψυχής… Έτσι αποκτάται η διάκριση για το πως πλησιάζουν αθόρυβα οι λογισμοί των διαφόρων παθών και πώς ενεργεί η Χάρις. 
Ο Σιλουανός εισέρχεται στη ζωή του συνετού ασκητή και συνειδητοποιεί ότι το κύριο μέλημα της ασκήσεως είναι η απόκτηση της  Χάρης.
Έτσι στο ερώτημα για το πώς ενεργεί η Χάρη και πώς διαφυλάσσεται από τον άνθρωπό που είδε το φως του ανάρχου Είναι, γεύτηκε το πλήρωμα της χαράς και της ανεκλάλητης γλυκύτητος της αγάπης του Θεού και για ποιο λόγο αυτή εγκαταλείπει την ψυχή, γίνεται ένα από τα βασικά και θεμελιώδη μελετήματα της ζωής του.
———————————————————————————————————— Από το βιβλίο 
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ- ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΕΣΣΕΧ ΕΚΔ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΕΣΣΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ 1999, ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΓΔΟΗ. Μετάφρασις εκ του Ρωσικού υπό του συγγραφέως και υπό του Ιερομονάχου Ζαχαρίου.

Ἅγιος Σιλουανός: «Κύριε, βλέπεις ὅτι θέλω νά προσευχηθῶ μέ καθαρό νοῦν ἀλλά οἱ δαίμονες δέν μέ ἀφήνουν. Δίδαξέ με τί πρέπει νά κάνω;»

 


 

Στον αγώνα για τη διαφύλαξη της χάρης ο μοναχός Σιλουανός έφτασε σε μέτρα, τα οποία πιθανόν να φανούν εξαιρετικώς σκληρά σε ανθρώπους άλλου τύπου, είναι δε δυνατόν να προκαλέσουν ακόμη και τη σκέψη ότι τέτοιου είδους ασπλαχνία προς τον εαυτό του είναι διαστροφή του Χριστιανισμού. Αυτό βέβαια δεν είναι σωστό. Ψυχή που γνώρισε τον Χριστό και υψώθηκε στη θεωρία του κόσμου του αιωνίου φωτός και που ακολούθως  χάσει αυτή τη χάρη βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, την οποία όποιος δεν γνώρισε σε αυτόν τον βαθμό καθόλου δεν μπορεί να την φανταστεί. Το μαρτύριο και η οδύνη της ψυχής αυτής είναι απερίγραπτα. Αισθάνεται ένα ιδιαίτερο μεταφυσικό άλγος. Για τον άνθρωπο που βίωσε την απερίγραπτη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού τίποτα πλέον στον κόσμο αυτό δεν παραμένει δυνατό να τον γοητεύσει ή να τον πλανέψει.
Από κάποια άποψη η επίγεια ζωή αποβαίνει γι΄αυτόν καταθλιπτικό φορτίο, αυτός δε με θρήνο ζητά τη ζωή εκείνη την οποία προηγουμένως είχε αγγίξει.Άνδρας που έχασε τη γυναίκα του, ύπαρξη βαθιάαγαπημένη, ή  μητέρα που στερήθηκε τον μονογενή και αγαπημένο γιο της, μόνο εν μέρει μπορούν να συλλάβουν την οδύνη αυτού που απόλεσε τη χάρη, διότι η αγάπη του Θεού λόγω της δυνάμεως, της αξίας και της γλυκύτητάς της, του ασυγκρίτου κάλλους και της εξουσίας της υπερβαίνει άπειρες φορές κάθε άλλη ανθρώπινη αγάπη.
Συνεπώς ο Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος λέει για αυτούς που έχασαν τη χάρη ότι το βάσανό τους υπερβαίνει τα βάσανα των καταδίκων σε θάνατο, το δε πένθος τους υπερβαίνει κατά πολύ το πένθος αυτών που μοιρολογούν τους νεκρούς τους.
«Κύριε βλέπεις ότι θέλω να προσευχηθώ με καθαρό νουν αλλά οι δαίμονες δεν με αφήνουν. Δίδαξέ με τι πρέπει να κάνω για να μην με ενοχλούν;».  
Και άκουσε στην ψυχή του την απάντηση.
«Οι υπερήφανοι πάντοτε έτσι υποφέρουν από τους δαίμονες».
———————————————————————

Από το βιβλίο
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ- ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΕΣΣΕΧ ΕΚΔ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΕΣΣΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ 1999, ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΓΔΟΗ. Μετάφρασις εκ του Ρωσικού υπό του συγγραφέως και υπό του Ιερομονάχου Ζαχαρίου.

«Ἡ προσευχή δρᾶ μέσα καί ἔξω ἀπό τό σῶμα μας μέχρι ὁ Κύριος νά τό μετασχηματίσει ἀπό σῶμα ταπεινώσεως σέ σῶμα δόξης Αὐτοῦ»

 


  

«Όταν ζούμε μέσα στο πνεύμα των εντολών του Ευαγγελίου, είμαστε ήδη θεωμένοι, διότι η πνευματική ζωή, μας διαπερνά ολόκληρους.
Δόθηκε σε μας η εντολή να αγαπάμε. Η αγάπη, μάς ενώνει όλους πνευματικά. Η πληρότητα της αγάπης, μάς οδηγεί να αγαπάμε μέχρι αυτολήθης (μέχρι να ξεχνάμε τον εαυτό μας), μέχρι αυτομίσους.
Το νόημα της ζωής του προσευχόμενου με ένταση ανθρώπου είναι όμοιο με απέραντο ωκεανό ζώντος ύδατος.
Το πνεύμα μας πλουτίζει ακατάπαυστα όχι τόσο με πλήθος νέων λόγων ή εννοιών όσο με την εμβάθυνση των αποκτηθέντων βιωμάτων.
 
Για χρόνια η διαρκής εναλλαγή καταστάσεων οδύνης και παρακλήσεως μέσα μας, που κατέρχεται από τον ουρανό διαπαιδαγωγεί το πνεύμα μας κάνοντάς το ικανότερο να προσλαμβάνει νέες μορφές σκέψης γενικά.
Ο νους συνηθίζει να σκέπτεται όλο τον κόσμο και η καρδιά να εύχεται μέσα της με πόνο αγάπης για όλο τον κόσμο στο σύνολό του.
Τέτοια πνευματική σύνθεση έχει η ώριμη προσευχή του χριστιανού που παρίσταται στον Θεό με όλο του τον νου και όλη του την καρδιά και την ένωση αυτών των δύο σε ένα.[….]
Η προσευχή είναι ενέργεια ιδιαίτερης τάξεως. Είναι ένωση δύο ενεργειών, της δικής μας κτιστής και της Θείας άκτιστης. Καθώς είναι τέτοια δρα και μέσα στο σώμα μας και έξω από αυτό. Ακόμη επίσης δρα και εκτός του κόσμου, του χώρου και του χρόνου. Όταν βρισκόμαστε σε μακάριο δέος από την όραση της αγιότητας του Θεού η προσευχή μας γίνεται ισχυρή ορμή του πνεύματος που διαρρηγνύει τον στενό κλοιό της βαριάς ύλης. Το σώμα που μας δόθηκε οφείλει να πνευματοποιηθεί. Το βιολογικό σώμα από σάρκα και αίμα δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει πίσω από το Πνεύμα και με όλη του την ορμή προς τον Αιώνιο Θεό. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θα μετασχηματίσει το σώμα της ταπείνωσής μας μέχρι να γίνει αυτό σύμμορφο με το σώμα της δόξης Του με τη δύναμη που έχει να υποτάξει σε Αυτόν τα πάντα.
Ω, η θαυμαστή δωρεά της προσευχής! Στην ορμή της προς τον Θεό Πατέρα δεν γνωρίζει χορτασμό. Με αυτή εισερχόμαστε σε άλλη μορφή της ύπαρξης, που σε ποιότητα υπερβαίνει τον κόσμο τούτο.
Η προσευχή όταν δεν διεγείρεται από τη μέθη της φαντασίας και όταν δεν χειραγωγείται από τη λογική της φιλοσοφίας αναζητά δρόμους και ακόμη εκεί όπου δεν υπάρχουν δρόμοι. Στην αναζήτηση αυτή μια εσωτερική διαίσθηση οδηγεί την ψυχή που είναι δεμένη από τις αόρατες αλλά άλυτες αλυσίδες της αμαρτίας που δεν σπάζουν από τις δικές μας δυνάμεις αλλά μόνο από τον Παντοκράτορα Θεό και Σωτήρα μας».
———————————— Διασκευασμενες επιλογές από το βιβλίο (σε ηλεκτρονική μορφή) ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, Γέρ. Σωφρονίου του Έσσεξ

Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ – Ἡ ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ

 


Εις το παρόν κεφάλαιον θα αποπειραθώ να εκθέσω κατά το δυνατόν συντομώτερον τας πλέον ουσιώδεις απόψεις περί της προσευχής του Ιησού, της μεγάλης αυτής ασκήσεως της καρδίας, ως και την πλέον υγιαίνουσαν περί της ασκήσεως ταύτης διαδασκαλίαν την οποία συνήντησα εν Αγίω Όρει.
 Επί πολλά έτη οι μοναχοί προφέρουν την προσευχήν αυτήν δια του στόματος, μη αναζητούντες τεχνητούς τρόπους ενώσεως του νου μετά της καρδίας. Η προσοχή αυτών συγκεντρούται εις την συμμόρφωσιν της καθ’ ημέραν ζωής αυτών προς τας εντολάς του Χριστού.
Η αιωνόβιος πείρα της ασκήσεως ταύτης έδειξεν ότι ο νους ενούται ετά της καρδίας δια της ενεργείας του Θεού, όταν ο μοναχός διέλθη την σταθεράν πείραν της υπακοής και της εγκρατείας, όταν ο νους αυτού, η καρδία και αυτό το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν επαρκώς εκ της εξουσίας της αμαρτίας. Εν τούτοις και κατά το παρελθόν και κατά τον παρόντα καιρόν οι Πατέρες ενίοτε επιτρέπουν να προσφεύγωμεν εις την τεχνητήν μέθοδον εισαγωγής του νου εις την καρδίαν.
Προς τούτο ο μοναχός, δίδων κατάλληλον θέσιν εις το σώμα και κλίνων την κεφαλήν προς το στήθος, νοερώς προφέρει την προσευχήν εισπνέων ησύχως τον αέρα μετά των λέξεων: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, (Υιέ του Θεού)» και έπειτα εκπνέων τελειώνει την προσευχήν: «ελέησον με (τον αμαρτωλόν)».Κατά τον χρόνον της εισπνοής η προσευχή του νου κατ’ αρχάς ακολουθεί την κίνησιν του εισπνεομένου αέρος και συγκεντρούται εις το άνω μέρος της καρδίας. Κατά την εργασίαν ταύτην επί τι χρονικόν διάστημα η προσοχή δύναται να διαφυλαχθή αδιάχυτος και ο νους να παραμείνη πλησίον της καρδίας, έτι δε και να εισέλθη εντός αυτής. Η πείρα θα δείξη ότι ο τρόπος ούτος θα δώση εις τον νουν την δυνατότητα να ίδη ουχί αυτήν την φυσικήν καρδίαν, αλλά εκείνο όπερ τελείται εν αυτή: Οποία αισθήματα εισδύουν εν αυτή? οποίαι νοεραί εικόνες προσεγγίζουν αυτήν εκ των έξω. Η τοιαύτη άσκησις θα οδηγήση τον μοναχόν να αισθάνηται την καρδίαν αυτού και να διαμένη εν αυτή δια της προσοχής του νοός μη προσφεύγων πλέον εις οιανδήποτε «ψυχοσωματικήν τεχνικήν».

Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ: Ἡ ἀρχή ὁποιασδήποτε ἐργασίας πρέπει νά γίνεται μέ φόβο, μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ

 


 

Κάθε  ενέργειά μας απαραίτητα ή μας προσεγγίζει
προς  τον  Θεό,  ή,  αντιθέτως, μας απομακρύνει. 
 
Στην καρδιά που έχει γίνει απαλή με την άσκηση  και  την επίσκεψη της  χάριτος  δίδεται  συχνά  να  βιώσει, έστω και μερικώς, την αγάπη του Χριστού, αυτή που αγκαλιάζει όλη την κτίση με ατελείωτη συμπάθεια προς κάθε τι υπαρκτό. Τώρα είμαι αιχμάλωτος του  Χριστού‐Θεού.  Γνώρισα τον εαυτό μου από το μηδέν·  κατά  τη  φύση του  ο  άνθρωπος  είναι  μηδαμινότητα. 
Παρά  ταύτα  όμως  αναμένουμε  από  τον  Θεό  συμπάθεια  και  σεβασμό.  Και  ξαφνικά,  ο  Παντοδύναμος  αποκαλύπτεται  σε μάς με την απερίγραπτη  ταπείνωσή του. 
Η  όραση αυτή  φέρνει κατάνυξη στην ψυχή και κατάπληξη στον νου.  Αυθόρμητα κλίνουμε  το  γόνυ  ενώπιον  Αυτού. Όσον  δε  και  αν  αγωνιζόμαστε  να μοιάσουμε  σε  Αυτόν  με  ταπείνωση, βλέπουμε ότι είμαστε ανίσχυροι να φθάσουμε το απόλυτον Αυτού.
Η ταπείνωση του Χριστού είναι δύναμη τα πάντα νικώσα. …Παραμένει αναλλοίωτη και θεοειδώς μεγαλειώδης στη φύση της…
Η  ταπείνωση  είναι χαρακτηριστικό  της  Θείας  Αγάπης, Η οποία στο άνοιγμά της προς την κτίση δέχεται με πραότητα ποικίλες πληγές από τα όντα που αυτή έχει κτίσει.
Η  όραση  του  Θεού  θέτει  τον  άνθρωπο μπροστά στην αναγκαιότητα του εσωτερικού αυτοπροσδιορισμού μας σε αναφορά προς Αυτόν.
Κατ’ ουσίαν κάθε  ενέργειά μας απαραίτητα ή μας προσεγγίζει προς  τον  Θεόν,  ή,  αντιθέτως, μας απομακρύνει. 

Ἡ πραγματική προσευχή δέν ἔρχεται ἀμέσως. Δέν εἶναι εὔκολο νά διατηροῦμε τήν ἔμπνευση, ἐνῶ εἴμαστε περικυκλωμένοι ἀπό τά παγωμένα νερά τοῦ κόσμου, πού δέν προσεύχεται.

 


    Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

του Αρχιμ. Σωφρονίου του Έσσεξ
«Η χριστιανική ηθική δίνεται από τα άνω από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο κατέβηκε σε μας μόνο με την Ανάσταση του Χριστού.
 
Ο αληθινός χριστιανός ζει μέσα στο Πνεύμα το Άγιο, με την πίστη στον Ιησού Χριστό.
 
Το Άγιο Πνεύμα αιχμαλωτίζει ακόμα και το σώμα μας με τη γλυκύτατη αγάπη του ελευθερώνοντάς το από τη δουλεία των παθών.
 
Το Άγιο Πνεύμα έρχεται όταν είμαστε δεκτικοί. Δεν βιάζει.
 
Μας πλησιάζει με τόση διάκριση που πιθανόν να μην το αντιληφθούμε.
 
Ας ερευνήσουμε μήπως υπάρχει καμιά άλλη παρουσία που μπορεί να εμποδίζει την είσοδο του Αγίου Πνεύματος στις ψυχές μας.
 
Δεν πρέπει να αναμένουμε τον Θεό να εισέλθει βίαια στις ψυχές μας χωρίς τη συγκατάθεσή μας.
 
Ο Θεός σέβεται και δεν ασκεί πίεση πάνω στον άνθρωπο.
 
Είναι καταπληκτικό πώς ο Θεός ταπεινώνεται μπροστά μας.
 
Μας αγαπά με μία τρυφερή αγάπη. 
 
Όχι υπεροπτικά όχι χωρίς τη συγκατάθεσή μας.
 
Όταν του ανοίγουμε τις καρδιές μας, κυριαρχεί μέσα μας η πεποίθηση, ότι αυτός είναι πράγματι ο Πατέρας μας.
 
Τότε η ψυχή λατρεύει με αγάπη.

Γέροντας Σωφρόνιος (Σαχάρωφ), ο Οικουμενικός αγιορείτης του Έσσεξ

 

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ


Α. Γέννηση - ανατροφή

Ο Γέροντας γεννήθηκε στην Μόσχα της Τσαρικής Ρωσίας από ορθόδοξους γονείς το 1896, στις 22 Σεπτεμβρίου, 04.00 η ώρα το πρωί. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας οικογένειας με άλλα εννέα αδέλφια. Πέθανε όμως τελευταίος απ’ όλα τ’ αδέλφια του. Βαφτίστηκε στην εκκλησία του Σωτήρα και πήρε το όνομα Σέργιος. Από την παιδική του ηλικία έδειχνε μια σπάνια ικανότητα στην προσευχή. Σαν νέος μάλιστα μπορούσε να απαντά σε θέματα θεολογικά από αιώνων ζητούμενα. Έτσι από νωρίς είχε καταληφθεί από επείγουσα επιθυμία να εισχωρήσει στην καρδιά της θείας αιωνιότητας.

Β. Νεανικές περιπλανήσεις

Μπαίνει ως μαθητής στη Κρατική Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και επιδόθηκε στη ζωγραφική. Την ίδια περίοδο απέκτησε ενδιαφέρον για τον Βουδισμό και γενικότερα για την Ινδική Φιλοσοφία. Αυτή η παιδεία άλλαξε την πορεία της εσωτερικής του ζωής. Ο ανατολικός μυστικισμός τού φαινόταν τώρα βαθύτερος του Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Η σύλληψη του Υπερ-προσωπικού Απολύτου του παρουσιαζόταν πιο πειστική παρά του προσωπικού Θεού. Σαν νέος έζησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1918. Τα γεγονότα αυτά τον οδήγησαν στην ιδέα ότι η αιτία που οδηγεί στα δεινά είναι η ύπαρξη αυτή καθ’ αυτή. Γι’ αυτό προσπάθησε να απογυμνωθεί απ’ όλα τα ορατά ή πνευματικά είδωλα. Στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου της Μόσχας βασανιζόταν καθημερινά να λύσει τα μυστήρια της ζωής…
Σε κάποια φάση άρχισε να ασχολείται με την γιόγκα, αλλά ως φορέας μέρους της Ρωσορθόδοξης παράδοσης δεν έχασε την αγάπη του για την ωραιότητα της φύσης. Επί πλέον σαν καλλιτέχνης είχε μεγάλα προβλήματα για να εργασθεί στη μετεπαναστατική Ρωσία. Γι’ αυτό άρχισε να επιζητεί την μετανάστευση στη Δυτική Ευρώπη.

Γ. Στην Γαλλία

Το 1921 (25 ετών) φτάνει στη Γαλλία, το Ευρωπαϊκό κέντρο των ζωγράφων. Ταξίδεψε και έφτασε πρώτα στην Ιταλία, όπου θαύμασε τα αριστουργήματα της Αναγέννησης. Ύστερα και από μια σύντομη παραμονή στο Βερολίνο της Γερμανίας έφτασε στο Παρίσι, την λεγόμενη πόλη του φωτός.
Δόθηκε με την ψυχή και το σώμα στη Ζωγραφική. Τα έργα του έγιναν δεκτά στα καλλιτεχνικά σαλόνια και πήρε μέρος σε Εκθέσεις με μεγάλη επιτυχία. Όμως η καθαρή διανόηση δεν του γέμιζε την ψυχή. Τότε ξαφνικά θυμήθηκε την εντολή του Ιησού για την αγάπη προς το Θεό «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας».
Έτσι αν η ενασχόληση με τον ανατολίτικο μυστικισμό, του ήταν σαν κεραυνός στο σκοτάδι, η τωρινή αποκάλυψη ήταν φωτεινή σαν λάμψη!
Διανόηση χωρίς αγάπη δεν είναι αρκετή. Έτσι το 1925 (29 ετών) ο Χριστός επικράτησε μέσα του, …η προσευχή για τον προσωπικό Θεό ήταν φυλαγμένη στην καρδιά του και απευθυνόταν πρώτα και κύρια στο Χριστό.
Ο ίδιος διηγείται: «Ήμουν στο Παρίσι, τα είχα όλα, ζούσα με τον καλλιτεχνικό κόσμο του Παρισιού και συμμετείχα σε όλες τις εκδηλώσεις. Όμως τίποτα δεν μου έδινε χαρά και ανακούφιση. Μετά από κάθε εκδήλωση του καλλιτεχνικού κόσμου, είχα μέσα μου κενό και αγωνία. Ο λογισμός μου, μου έλεγε πως κάτι πρέπει να κάμω, για να φύγω από το αδιέξοδο, που με συνείχε. Όμως δεν εύρισκα λύση.
Ένα βράδυ, μετά από μία διασκέδαση, ανέβαινα στο σπίτι μου με σκυμμένο το κεφάλι και αργό βήμα. Έλεγα πως αυτή η ζωή είναι βάναυση, είναι ανιαρή. Τότε σκέφτηκα να γίνω μοναχός, όμως πού και πώς δεν είχα ιδέα. Ήμουν Ρώσος εμιγκρέ-πρόσφυγας στη Γαλλία. Εκεί υπήρχαν πολλοί Ρώσοι, οι οποίοι ίδρυσαν το Θεολογικό Ινστιτούτο Του Αγίου Σεργίου… Στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, όλοι μιλούσαν για Θεό, αλλά Θεό δεν είδα, ενώ όταν πήγα στο Άγιο Όρος, κανείς δεν μιλούσε για Θεό και όλα έδειχναν τον Θεό».
Εισάγεται στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Παρισιού, με την ελπίδα να μάθει πώς να …προσεύχεται και πώς να καταπολεμήσει τα πάθη του! Ένα χρόνο οι σπουδές δεν του έδωσαν το κλειδί για τη …Βασιλεία των Ουρανών. Αποφασίζει λοιπόν να γίνει μοναχός.

Δ. Στο Άγιον Όρος

Ο νεαρός αλλά έμπειρος στις αναζητήσεις του σπουδαστής φτάνει το 1925 στην Αθήνα και με καράβι από τον Πειραιά εγκαταβιώνει στο Ρωσικό Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, στα Δυτικά παράλια του Άθωνα. Στην ψυχή του αισθανόταν ένα αίσθημα απελπισίας για τον κόσμο που απομακρύνθηκε απ’ τον Θεό, αλλά και ένα αίσθημα αναστάσεως. Έτσι η προσευχή του έγινε ένδυμα και αναπνοή.
Μετά από τέσσερα χρόνια γνωρίζει το σημαντικότερο πρόσωπο της ζωής του στη Γη, τον Άγιο Ρώσο γέροντα Σιλουανό, τον Αθωνίτη. Ο γέροντας γίνεται πνευματικός του οδηγός. Ο ίδιος όμως δεν τολμούσε να ονειρευτεί ένα τέτοιο θαύμα!
Επί οκτώ χρόνια περίπου κάθισε κοντά στον γέροντα (μέχρι τον θάνατό του, 24-9-1938). Ο Σωφρόνιος έγινε επιστήθιος αλλά και πιστός μαθητής του για πάντα… Ορφανός από τον πνευματικό του, και με ευλογία του ηγουμένου της Ι. Μ. και του Συμβουλίου της αναχωρεί για την «έρημο» του Αγίου Όρους, τα γνωστά Καρούλια. Εκεί από φήμες έμαθε για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο! Η προσευχή του τότε ενισχύθηκε χάριν όλης της ανθρωπότητας. Προσευχόταν για τους σκοτωμένους, για τους φονιάδες, για να μην νικήσει το κακό…
Η απομόνωσή του πήρε τέλος όταν «υποχρεώθηκε» κατά κάποιο τρόπο να γίνει εξομολόγος και πνευματικός πατέρας των αδελφών της Ι. Μονής του Αγίου Παύλου, Οσίου Γρηγορίου, Οσίου Σίμωνος Πέτρας, Οσίου Ξενοφώντος, αλλά και άλλων κελιών και σκητών, στα Νοτιοδυτικά παράλια του Άθωνα. Είχε βέβαια από καιρό αρχίσει να δέχεται αναχωρητές και ερημίτες όπως και να κάνει σ’ αυτούς επισκέψεις. Ήταν μια δύσκολη και άκρως επικίνδυνη αποστολή.
Μετά από τέσσερα χρόνια στους βράχους υπάκουσε στην Μονή του Αγ. Παύλου να ζήσει σ’ ένα σπήλαιο κοντά στο μοναστήρι. Το σπήλαιο ήταν στην απομόνωση, αλλά είχε και παρεκκλήσιο για τους σπηλαιώτες, λαξευμένο σε βράχο.
Το χειμώνα το νερό έφτανε μέχρι το κρεβάτι και ούτε φωτιά μπορούσε να ανάψει! Η επισφαλής υγεία του τον ανάγκασε να το εγκαταλείψει τον τρίτο χειμώνα…

Ε. Πάλι στην Γαλλία …εκδότης

Μετά από αυτό κατέφυγε στην …Γαλλία όπου θα έκανε μια χειρουργική επέμβαση και θα αποτελείωνε το βιβλίο που έγραφε για τον γέροντά του Σιλουανό. Υπολόγιζε να μείνει ένα χρόνο, αλλά …άλλες οι βουλές του Κυρίου! Το 1948 (52 ετών) εκδίδει τα χειρόγραφα του Αγ. Σιλουανού με ανάλυση της διδασκαλίας του και με την βιογραφία του. Αυτή την έκδοση την φιλοτέχνησε μόνος του! Το 1952 ακολουθεί μια έντυπη έκδοση. Ύστερα ακολουθούν οι μεταφράσεις στην Αγγλική, Γερμανική, Ελληνική, Γαλλική, Σερβική και συνέχεια σε άλλες γλώσσες. Πρόκειται για το πασίγνωστο βιβλίο «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», που σήμερα κυκλοφορεί από το μοναστήρι του Έσσεξ.
Εδώ να σημειώσουμε και την συγγραφή των εξής υπόλοιπων βιβλίων:
1. Περί προσευχής
2. Άσκηση και Θεωρία
3. Η ζωή Του ζωή μου
Η αντίδραση των ασκητών του Αγίου Όρους ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρουσα για τον συγγραφέα. Βεβαίωσαν ότι το βιβλίο ήταν μια αληθινή ακτινοβολία των αρχαίων παραδόσεων του Ανατολικού Μοναχισμού. Αναγνώρισαν τον Σιλουανό σαν πνευματικό κληρονόμο των μεγάλων πατέρων της Αιγύπτου και Παλαιστίνης!

Στ. Στη Μόσχα

Αυτό τον καιρό επισκέπτεται την Μόσχα για να προσκυνήσει τους τάφους των γονέων του. Πήγε στην παιδική του γειτονιά, όπου βρήκε το σπίτι του Δημόσια Υπηρεσία. Αργότερα έμαθε ότι όλα τα’ αδέλφια του ήταν στη ζωή (εκτός από τον μεγαλύτερό του αδελφό Βόρι πού πέθανε 14 ετών πριν φύγει απ’ τη Μόσχα). Επέστρεφε στην πατρίδα του σαν καλλιτέχνης και σαν Ιερέας. Οι συγγενείς του έμαθαν που λειτούργησε μια Κυριακή και βρέθηκαν. Έκτοτε η πιο μικρή του αδελφή, η Μαρία, τον επισκέπτονταν στο Έσσεξ της Αγγλίας.
Από το 1967 άρχισε να επισκέπτεται τη Μόσχα κάθε χρόνο, έως το 1981. Ο γέροντας έδινε πνευματική συμπαράσταση σ’ όλους συγγενείς του, και όχι μόνο…

Ζ. Στο Έσσεξ της Αγγλίας

Την εποχή εκείνη (1959 και σε ηλικία 63 ετών) με θαυμαστές συνθήκες εγκαταβιώνει στο Έσσεξ της Αγγλίας, ιδρύει μια αδελφότητα και αρχικά δεχόταν όποιον ζητούσε την πνευματική του βοήθεια. Αργότερα κτίζει το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Η ηλικία του και η φθίνουσα υγεία του τον ανάγκασαν να αναθέτει πολλή απ’ την δραστηριότητά του στους μοναχούς του. Αυτός αφιερώνεται στη λειτουργία! Είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη με τη γνώση του Θεού. Είναι καθαρός, σπλαχνικός και αυστηρός στις κρίσεις του, πράγμα που οδηγεί τον άλλο σε νέες ενδοσκοπήσεις.
Γι’ αυτόν η δημιουργία είναι μια άλλη λέξη της ελπίδας. Η Θεία Λειτουργία γινόταν στο ναό των Αγίων Πάντων, η οποία πάντα γέμιζε από πιστούς που έφταναν (και φτάνουν) από το Λονδίνο. Οι αιτήσεις, τα ειρηνικά απαγγέλλονταν αργά, καθαρά, με τη βαθιά φωνή του, με προφορά σαφή είτε στην Αγγλική, είτε στην Ελληνική ή στη Γαλλική. Το πρόσωπό του και όλο του το είναι περικλείονταν από κάποιο φως που σκορπούσε ειρήνη και γαλήνη… Όλος ο κόσμος έφερνε φαγητό και κατόπιν ακολουθούσε «κοινή τράπεζα»… Στο Μοναστήρι αυτό δημιουργούνται από τότε πολλοί και δυνατοί δεσμοί φιλίας.
Η κάθε εκδήλωσή του δίδασκε να έχουν οι πιστοί αγάπη στην καρδιά τους. Ήταν φορές που έπαιζε με τα παιδιά των προσκυνητών. Έλεγε συχνά: «Τα παιδιά καταλαβαίνουν πολύ καλά αυτά πού τους. Πρέπει να τους μιλάς με σεβασμό όπως στους μεγάλους, αν και οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν όπως αυτά!…». Έλεγε, ότι για να μη φύγει ένα παιδί από τον δρόμο της Εκκλησίας, δεν φτάνουν μόνο οι καλοί πνευματικοί, αλλά θα πρέπει και οι γονείς να δίνουν το ανάλογο παράδειγμα στα παιδιά…
Όταν ήθελε να αποφασίσει περί ενός προβλήματος διερωτιόταν: «Τι θα μου έλεγε η Μετάνοιά μου και οι πατέρες του Αγίου όρους;» Ευτυχώς που ο Θεός καταξίωσε τον π. Σωφρόνιο να αποκαλύψει τον πλούτο της Ορθοδόξου παραδόσεως στη Δύση. Ευτύχισε μάλιστα να γνωρίσει την επίσημη αναγνώριση της αγιότητας του πνευματικού του πατέρα Σιλουανού το 1987, αλλά και τον εγκαινιασμό του πρώτου ναού προς τιμήν του οσίου Σιλουανού.
Στις 11 Ιουλίου του 1993, πλήρης ημερών (97 ετών) και αφού όργωσε πνευματικά όλη την Ευρώπη και πάλεψε στα νιάτα του με τις αξίες της Άπω Ανατολής, κοιμήθηκε «προς Κύριον». Ο τάφος του γέροντα είναι στο μέσο του κτιστού κοιμητηρίου της Μονής…

Η. Λόγοι του γέροντα

1). «… Κάθε άνθρωπος, βλέπει στους άλλους μόνον αυτό, που γνώρισε με την πνευματική του πείρα για τον εαυτό του. Γ’ αυτό η στάση του ανθρώπου προς τον πλησίον του είναι σίγουρο κριτήριο για το βαθμό αυτογνωσίας στον οποίο έφτασε.
Όποιος έμαθε από τον ίδιο του τον εαυτό του σε ποιο βάθος και σε ποια ένταση μπορούν να φτάσουν οι οδύνες του ανθρωπίνου πνεύματος, όταν αποχωριστή από το φως της αληθινής υπάρξεως, κι όποιος κοντά σ’ αυτό έμαθε και το μεγαλείο του ανθρώπου, όταν βρίσκεται κοντά στο Θεό. Μόνο αυτός γνωρίζει πως κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έχει αιώνια αξία, μεγαλύτερη απ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο….».
(Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ, σελ. 105-106).
* * *
2). «…Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσίαν αυτής υπέρκειται παντός εξωτερικού σχήματος, εν τη πράξει όμως οι πιστοί ένεκα της ανικανότητος αυτών να σταθούν εν αυτή «καθαρώ νοΐ» επί μακρόν χρόνον, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνιον χάριν πειθαρχίας.
Εν τω Αγίω Όρει του Άθω το πλέον διαδεδομένον κομβοσχοίνιον φέρει εκατό κόμβους διηρημένους εις τέσσαρα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών καθ’ ημέραν και νύκτα ορίζεται αναλόγως της δυνάμεως εκάστου και των πραγματικών συνθηκών της ζωής αυτού».
(Περί Προσευχής, http://www.rel.gr/index.php?rpage=gerontes/sofronios&rpage2=showkeimeno.php&link_id=3).
* * *
3). «…Κατά την εκκλησιαστικήν αντίληψιν υπάρχουν τρεις βαθμοί πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου: η υπερφυσική κατάστασις, η φυσική και η παρά φύσιν ή εναντίον της φύσεως.
Η παρθενία και η μοναχική σωφροσύνη, εννοούμεναι ως δωρεαί της χάριτος, ανήκουν εις την πρώτην κατάστασιν. Εις την δευτέραν κατάστασιν κατατάσσεται ο ευλογημένος γάμος. Πάσα άλλη μορφή σαρκικής ζωής είναι πνευματικώς ή κατωτέρα ή παρά φύσιν
Ο καθηγιασμένος γάμος, ο πειθαρχημένος, ο χωρίς διαστροφήν, διατηρεί τον άνθρωπον φυσικώς και ηθικώς, ενώ πάσα άλλη μορφή σαρκικής απολαύσεως, έστω και υπό ονειρώδη μόνον μορφήν, διαφθείρει ολόκληρον τον άνθρωπον, ήτοι την ψυχήν και το σώμα».
(ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ, Περί των βάσεων της ορθοδόξου ασκήσεως, σελ. 62 και http://www.rel.gr/index.php?rpage=gerontes/sofronios&rpage2=showkeimeno.php&link_id=1).
* * *
4). «…Δια τους λόγους τούτους είμεθα κατηγορηματικώς πεπεισμένοι ότι είναι αναγκαία η χρήσις της παραδεδομένης Λειτουργικής γλώσσης εν ταις εκκλησιαστικαίς ακολουθίαις. Ουδόλως υπάρχει ανάγκη αντικαταστάσεως αυτής υπό της γλώσσης της καθ ημέραν ζωής, πράγμα όπερ αναποφεύκτως θα καταβιβάση το πνευματικόν επίπεδον και θα προξενήση ούτως ανυπολόγιστον ζημίαν.
Είναι άτοποι οι ισχυρισμοί περί του δήθεν ακατανοήτου δια πολλούς συγχρόνους ανθρώπους της παλαιάς εκκλησιαστικής γλώσσης, μάλιστα δε δι ανθρώπους εγγραμμάτους και πεπαιδευμένους εισέτι. Δι αυτούς η εκμάθησις εντελώς μικρού αριθμού λέξεων, αίτινες δεν είναι εν χρήσει εις την καθ ημέραν ζωήν, είναι υπόθεσις ολίγων ωρών.
Πάντες ανεξαιρέτως καταβάλλουν τεραστίας προσπαθείας δια την αφομοίωσιν πολυπλόκων ορολογιών διαφόρων τομέων της επιστημονικής ή της τεχνικής γνώσεως, της πολιτικής, της νομικής και των κοινωνικών επιστημών, γλώσσης φιλοσοφικής ή ποιητικής και τα παρόμοια.
Δια τί λοιπόν αναγκάζομεν την Εκκλησίαν να απολέση γλώσσαν απαραίτητον δια την έκφρασιν υψίστων μορφών της θεολογίας και των πνευματικών βιωμάτων;…».
(ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ, Περί της λειτουργικής γλώσσης, σελ. 375 και http://www.rel.gr/index.php?rpage=gerontes/sofronios&rpage2=showkeimeno.php&link_id=5 ).
* * *
5). «…Προσήλωσε το νου σου στο Θεό και θα ‘ρθει η στιγμή κατά την οποία θα αισθανθείς το άγγιγμα του Αιώνιου Πνεύματος στην καρδιά σου. Αυτό το θαυμάσιο πλησίασμα του πανάγιου Θεού, υψώνει το πνεύμα στις σφαίρες του άκτιστου Όντος και ο νους λαβαίνει πείρα όλων όσα υπάρχουν εκεί.
Η αγάπη ξεχειλίζει σαν ποταμός φωτός σε όλη τη κτίση. Η φυσική καρδιά αισθάνεται αυτή την αγάπη σαν πνευματική, μεταφυσική…».
(Η ζωή Του ζωή μου, 11. Η πείρα της αιωνιότητας με την προσευχή, σελ.109).
* * *
6). «… Οι πιστεύοντες εις τον Χριστόν διά πίστεως ελευθέρας πάσης αμφιβολίας ως Θεόν Δημιουργόν και Θεόν Σωτήρα ημών, εν παραφορά μετανοίας, λαμβάνουν πείραν και του άδου και της αναστάσεως, πριν ή γευθούν του σωματικού θανάτου.
Η μετάνοια είναι απλώς νοητική πράξις, ως αλλαγή της διανοητικής ημών προσεγγίσεως προς παν τελούμενον εν τω κόσμω.
Η αλλαγή αύτη, η στροφή του νοός, συνοδεύεται κατά φυσικόν τρόπον υπό αισθήσεως πικρίας δια την αχρειότητα ημών και υπό θλίψεως καρδίας δια τον χωρισμόν ημών από του Αγίου Θεού….».
(ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ, Περί μετανοίας, σελ. 69).
* * *
7). «… Αγωνίζομαι να περιγράψω την Επιστήμην, την πλέον μεγαλειώδη εξ όσων γνωρίζει η Γη και ο Ουρανός. Αφομοιούται αύτη ουχί εν ολίγοις χρόνοις ακαδημαϊκών σπουδών, αλλά δι’ όλης της υπάρξεως ημών.
Η οντολογική και ουχί αφηρημένη γνώσις αποκτάται δια της συμμετοχής ημών εις το είναι. Δια το της φλογεράς μετανοίας και της διαμονής ημών εν τω πνεύματι των εντολών δίδεται εις ημάς η φοβερά αύτη ευλογία...».
(ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ, Περί της Γεθσημανίου προσευχής, σελ. 388).
* * *
8). «… Η αληθινή Εκκλησία διαφυλάσει πάντα άθικτη τη διδασκαλία του Χριστού, αλλά δεν την κατανοούν όλοι όσοι θεωρούν τον εαυτό τους μέλος της; Εκκλησίας και μιλούν μάλιστα εξ ονόματός της. Γιατί οι θύρες της αγάπης της είναι διάπλατα ανοιγμένες για κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από την πνευματική του πρόοδο, αρκεί να ομολογεί πίστη και πόθο για σωτηρία.
Γι’ αυτό στη δεδομένη εμπειρική ζωή της Εκκλησίας παρουσιάζεται πάντα μια ανάμειξη της αλήθειας που εκδηλώνεται στην αγιότητα του βίου, με την αναλήθεια που εισάγεται από τις αμαρτίες των ασθενών μελών της, χωρίς ν’ αποκλείονται και ορισμένοι εκπρόσωποι της αγίας ιεραρχίας…».
(Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ, σελ. 265).
* * *
9). «Ευλογία Κυρίου μενέτω εφ’ υμάς εις τους αιώνας, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Ευχαριστώ πάντας υμάς, τους προσελθόντας σήμερον, καθ’ ήν ημέραν εορτάζομεν την μνήμην του μεγάλου και πολυπαθούς δια την Εκκλησίαν του Χριστού Σωφρονίου, του αναδειχθέντος Πατριάρχου Ιεροσολύμων.
Ολίγος χρόνος έμεινε εις εμέ να ζήσω μεθ’ υμών. Αλλά Εκείνο το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το Οποίον εφανέρωσεν εις ημάς ο Υιός Ιησούς Χριστός, παραδίδω υμάς. 11 Μαρτίου 1993».
(ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ, ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ, σελ. 191).

Θ. Έγραψαν για τον γέροντα

1). «… Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ήταν πεισμένος ότι η εντολή του Χριστού μέσω του Γέροντα Σιλουανού «έχετε κατά νου την κόλαση, και μην απελπίζεσθε» απευθυνόταν κύρια στο δικό μας αιώνα, το βυθισμένο στην απελπισία….».
(Rosemary Edmonds, συγγραφέας της εισαγωγής, Η ζωή Του ζωή μου, σελ.15).
* * *
2). «… Η πάλη αυτή, που διήρκεσε δεκαπέντε χρόνια, οδήγησε τον Σιλουανό σε αδαμιαία μετάνοια και έσχατη απόγνωση. Τότε παρενέβη ο Κύριος και του έδωσε το λόγο: «Κράτει τον νουν σου εις τον άδην και μη απελπίζου» – Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης σελ. 51 και 572. Ο λόγος αυτός του Κυρίου που ήχησε στην καρδιά του Σιλουανού έφερε σ αυτόν την πνευματική νίκη….
Ο γέροντας (Σωφρόνιος) πιστεύει ότι ο λόγος που δόθηκε στον άγιο Σιλουανό ήταν λόγος της πρόνοιας του Θεού. Αποσκοπούσε να αντισταθμίσει πνευματικά τον κίνδυνο της ολοκληρωτικής καταστροφής που ενέχει η επιστημονική ανακάλυψη του Αϊνστάιν. Τα δυο αυτά γεγονότα συμπίπτουν χρονικά.
Στις συνθήκες του συγχρόνου κόσμου η εμπειρία της κολάσεως είναι πραγματική κατάσταση, κοινή σε πολλούς ανθρώπους, που έρχονται συχνά αντιμέτωποι με τα τυραννικά αδιέξοδα και τη σύγχυση του νου….».
(Αρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρος, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, «Κράτει τον νου σου εις τον άδην και μη απελπίζου», σελ. 354 και 367).
* * *
3). «… Εκτός από τη ζώσα και πρόσωπο με Πρόσωπο κοινωνία και γνώση του αληθινού θεού στις γραφές του Γέροντος Σωφρονίου επισημαίνεται και άλλη παράλληλη αλλά εσφαλμένη οδός προς απόκτηση του Απολύτου. Εδώ όμως πρόκειται περί του Υπερ-προσωπικού ή μάλλον απρόσωπου Απολύτου. Η θεωρία της οδού αυτής έχει την προέλευσή της στις ανατολικές θρησκείες.
Στην ασκητική του τύπου αυτού του υπερβατικού διαλογισμού επιδόθηκε και ο ίδιος, καθώς ομολογεί, επί οκτώ σχεδόν χρόνια κατά τη νεανικότητά του. Στις ημέρες μας, λόγω του ισχυρού ρεύματος εκκοσμικεύσεως που επικρατεί στο δυτικό ιδιαίτερα κόσμο, η θεωρία αυτή είναι ευρέως διαδεδομένη και ελκύει πολλούς ανθρώπους που επιθυμούν να βγουν από την μονοτονία και πλήξη της παραλυσίας του υλικού κόσμου..».
(Αρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρος, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, Παραπλάνηση σε φανταζόμενο κόσμο, σελ. 49).
* * *
4). «… Η ηγουμενία του κάποτε θα είχε ένα τέλος. Ο ίδιος το επέλεξε. Στη θέση του τον αντικατέστησε ο πατήρ Κύριλλος, ένας άξιος συνεχιστής του έργου του Γέροντα. Ο Γέροντας παρουσίασε τον καινούργιο Ηγούμενο με λόγια όλο αλήθεια. Είπε πως οι δυνάμεις του δεν του επιτρέπουν πλέον να ασκεί διοικητικά καθήκοντα, πως ο άξιος συνεχιστής του είναι νέος και θα τα καταφέρει. Τίποτε άλλο…».
(Δήμητρα Β. Δαβίτη, Αναμνήσεις από τον ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ του ΕΣΣΕΞ, σελ. 104).

Ι. Βιβλιογραφία

1). Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ, Ι. Μ. ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ, ΕΣΣΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ, 1985.
2). ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙΝ, έκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1996.
3). Αρχιμ. Σωφρονίου, Η ζωή του ζωή μου, μετ. Πρωτ. π. Δημήτριος Βακάρος, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη,1983.
4). Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί Προσευχής, έκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας.
5). Αρχιμ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ), ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1996.
6). ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ π. ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ, έκδ. Ι. Μ. ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, 1995, Β΄ έκδοσις βελτιωμένη.
7). Δήμητρα Β. Δαβίτη, Αναμνήσεις από τον ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ του ΕΣΣΕΞ, β΄έκδ., ΑΘΩΣ,1999).
8). ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2000.
9). Ιστοσελίδα «Ορθοδοξία», http://www.rel.gr/index.php?rpage=gerontes/sofronios&rpage2=.
10). ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΠΑΛΜΟΣ, μηνιαίο εν. έντυπο Κοιμήσεως Θεοτόκου Οβρυάς Μεσσάτιδος, αρ. φ. 55, ΙΟΥΛΙΟΣ 2000, σελ. 12-16.

ΜΝΗΜΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΤΟΥ ESSEX (11 Ιουλίου 1993)



Γ. Σωφρόνιος
Γ. Σωφρόνιος
  ΕΥΛΑΒΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ
(Σήμερα συμπληρώνονται 20 χρόνια από την οσιακή κοίμηση του Γέροντα Σωφρονίου. Εκοιμήθη ακριβώς ένα χρόνο πριν το Γ. Παΐσιο. Παραθέτουμε ένα μικρό άρθρο εις μνημόσυνον της αγίας ψυχής του και της μεγάλης προσφοράς του στο λαό του Θεού.Τα βιβλία που έχει συγγράψει είναι πολύ αγαπητά στους πιστούς ,αλλά οδηγούν κοντά στο Θεό και αλλοδόξους. )
Υπάρχουν άνθρωποι που ζωντάνεψαν, με τη ζωή και τη διδασκαλία τους, τη θεολογία της Εκκλησίας όπως την έζησαν και την δίδαξαν οι μεγάλοι Πατέρες. Ένας τέτοιος ήταν ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Ζαχάρωφ, ο γνωστός ως Γέροντας Σωφρόνιος του Essex.
Κοντά στον άγιο Σιλουανό τον Αγιορείτη, γνώρισε εμπειρικά τον πνευματικό αγώνα, τη χάρη και την ευλογία να είσαι παιδί του Θεού που, ως παιδί Του, το παιδαγωγεί και του αποκαλύπτει τον εαυτό Του. Ο λόγος του Χριστού προς τον άγιο Σιλουανό «κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι» θα γίνει, δια μέσου του Γέροντος Σωφρονίου, λόγος προς το σύγχρονο άνθρωπο που θλίβεται, συντρίβεται και διαλύεται από τα ποικίλα και οδυνηρά προβλήματα. Θα γίνει λόγος ελπίδας και δύναμης ώστε, η «τεθλιμμένη του βίου οδός» να έχει νόημα.
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Στο πρόσωπο τού Γέροντος Σωφρονίου συνεχίζει η παράδοση της αγιότητος, της πνευματικής πατρότητος και της πατερικής θεολογίας ως ζωντανή παράδοση. Αυτό δηλαδή που χαρακτηρίζει τους Πατέρες της Ορθοδοξίας: το παραδοσιακό προσλαμβάνεται και παραδίδεται με τρόπο κατανοητό για τους ανθρώπους της εποχής τους.
Ακόμα, ο Γέροντας Σωφρόνιος, μιλώντας για τη θεοεγκατάλειψη, μας φανέρωσε την κοινή ανθρώπινη εμπειρία ως μέσο ελεύθερης σχέσης με το Θεό. Μέσα από την οδύνη της εμπειρίας αυτής, ίδια με την «εἰς ἅδου κάθοδον», αναδύεται η γνώση της ζωής του Χριστού ως προσωπική γνώση και άρα οικεία και αληθινή. Ο άνθρωπος τότε εισέρχεται στη ζωή του Θεού, με ό,τι ευλογίες σημαίνει αυτό. Όπως, βέβαια, μπορεί και μέσα από τη δυσκολία αυτή να εγκαταλείψει το Θεό, εκφράζοντας την ελευθερία του, που και ο Θεός σέβεται. Ώστε, τελικά, να βεβαιώνει ότι « η ελευθερία του ανθρώπου είναι φοβερό πράγμα».
Ζώντας στο Δυτικό κόσμο ως τέλειος μοναχός, έγινε σημείο που έδειχνε το «ἑτέρως ζῆν», τόσο με τη σιωπή του όσο και με το λόγο του, τόσο με την ιεραποστολική του δράση όσο και με την προσευχή του. Τα συγγράμματά του, ισάξια με πατερικά κείμενα, έγιναν και γίνονται αποκάλυψη «Θεοῦ ζῶντος», Θεού προσωπικού που θέλει να συναντήσει αγαπητικά τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και τα γραφόμενά του δεν προπαγανδίζουν ούτε κρύβουν την πραγματικότητα των δυσκολιών που συνεπάγεται μια τέτοια πορεία
Όταν την 11η Ιουλίου 1993 αναχωρούσε, πλήρης ημερών-97 χρονών, για την Άνω Ιερουσαλήμ, άφηνε στα πνευματικά του παιδιά στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στο Essex τη ζώσα παράδοση της ορθόδοξης διδασκαλίας και ζωής, ώστε και αυτοί να γίνονται όπως ο Γέροντάς τους: σημείο Θεού ζώντος.
Γ.Σωφρόνιος
Γ.Σωφρόνιος
Στην εκκοσμικευμένη χριστιανική κοινωνία μας, όπου η πνευματική ζωή άλλοτε εκλαμβάνεται ως ηθική ζωή και άλλοτε ως τήρηση θρησκευτικών νόμων, η παρουσία ανθρώπων που «έχουν δώσει αίμα και πήραν Πνεύμα», αγιασμένων και πνευματοφόρων, γίνεται βεβαίωση ότι η αγιότητα είναι η ουσία και ο στόχος, χωρίς τον οποίο πρόσωπο Θεού δεν βλέπουμε. Γίνεται βεβαίωση ότι το Ευαγγέλιο είναι εφικτό και απλό, για όσους αγαπούν το Θεό.
Τέλος, η συνάντηση με τους αγίους Γέροντες, όπως το Γέροντα Σωφρόνιο, γίνεται μετάγγιση ζωής αιωνίου. Γι’ αυτό και ουράνια ευλογία. Τα συγγράμματά τους, δείκτες νέας ζωής. Η προσευχή τους, πηγή δύναμης και ελπίδας. Η μνήμη τους, υπόμνηση της παρουσίας τους και της κλήσης μας.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους από το http://isagiastriados.com/
Άρθρο που περιέχει λόγους του Γέροντα

Η μητρότητα ως διακονία της γυναίκας… ( Γ. Σωφρονίου Σαχάρωφ)

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ



Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ
metamorfosi_003[1]   ΤΟ ΘΑΒΩΡΙΟ ΦΩΣ
«Ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. ιζ’ 5, Μάρκ. θ’ 7, Λουκ. θ’ 35).
Σήμερα, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης πανηγύρεως τῆς Ἐκκλησίας, πανηγύρεως ἡ ὁποία ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς προσέγγισής μας ὅσο πλησιάζουμε τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας ὄχι μόνο δὲν ἐλαττώνεται, ἀλλ’ ἀκατάπαυστα αὐξάνει σὲ δύναμη καὶ σπουδαιότητα μέσα μας, ξεχνώντας κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἀδυναμία μας, τολμοῦμε νὰ ὁμιλήσουμε γιὰ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἀνέσπερο Φῶς πού ἐξέλαμψε στὸ Θαβώρ.
Σᾶς παρακαλῶ, παραβλέψτε κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ μηδαμινότητά μου- κλεῖστε τὰ μάτια σας στὴν ἀμάθεια καὶ στὸ ἄκομψο τοῦ λόγου μου, μᾶλλον δέ, ἂν εἶναι δυνατόν, θεωρῆστε με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς φύλακες τοῦ ὄρους Ἐφραίμ, πού ἀναβοοῦσαν: «Ἐγερθῆτε, καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὴν Σιών πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν».


Ὁ Θεός, «ὁ ποιήσας τὸν οὐραόν καὶ τὴν γῆν», εἶναι ὁ Θεός μας ἐκ κοιλίας τῆς μητρός μας. Μετὰ τὴν κατὰ σάρκα γέννηση, πρὶν ἀκόμη μάθουμε νὰ διακρίνουμε τὸ δεξὶ χέρι ἀπὸ τὸ ἀριστερό, λάβαμε ἤδη δεύτερη γέννηση, ἄνωθεν, στὴν κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος, καὶ ἐλέχθη σὲ μᾶς τὸ μέγα καὶ φοβερὸ καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις Ὄνομα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὴ συνέχεια, λάβαμε ἄλλη ἀνεκτίμητη δωρεά, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχή μας δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει οὔτε νὰ ἀναλογισθεῖ χωρὶς τρόμο, δηλαδὴ τὸ χρίσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ σφραγίδα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία ἐτέθη σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός μας μὲ τὰ λόγια τοῦ Μυστηρίου: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Καὶ ἔτσι γίναμε σκήνωμα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ τὰ σώματά μας ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
.
Ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία τρεφόμαστε στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ Θεῖο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε παιδιὰ Του- σάρκα ἀπὸ τὴ Σάρκα Του καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ Αἷμα Του. Ἀπὸ τὴ νεότητά μας ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Θείου Λόγου, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀποκαλύπτει τὶς ἀπέραντες διαστάσεις τῆς γνώσεως τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ, τοῦ Πατρός μας, πού μᾶς παρέχει ἤδη ἀπὸ ἐδῶ τὴν πρόγευση τῆς μακαριότητας τῆς αἰώνιας διαμονῆς μετ’ Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ. Στὴν Ἐκκλησία μας κάθε ἡμέρα ζοῦμε μέσα σὲ ἀπερίγραπτο ὑπερπλεονασμὸ κάθε πλούτου πνευματικοῦ, καὶ ἡ εὐγνώμων ψυχὴ ὁρμᾶ καὶ ἀναφωνεῖ: «Πράγματι εἶναι πλούσιος ὁ Θεός μας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν μᾶς ἀγκαλιάζει ἀκατάπαυστα, ὅλους καὶ τὸν καθένα ξεχωριστά».
Καὶ νά, παρ’ ὅλα αὐτά, εἴμαστε πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Μέσα στὰ ὅρια τῆς γῆς ὑπάρχει ἀκόρεστη πείνα καὶ ἄσβεστη δίψα Θεογνωσίας, διότι ὁ ἀγώνας μας εἶναι νὰ φθάσουμε τὸν Ἄφθαστο, νὰ δοῦμε τὸν Ἀόρατο, νὰ γνωρίσουμε Αὐτὸν πού βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε γνώση.
Ή ὁρμὴ αὐτὴ αὐξάνει ἀκατάπαυστα σὲ κάθε ἄνθρωπο, ὅταν τὸ Φῶς τῆς Θεότητας εὐδοκήσει νὰ τὸν καταυγάσει, ἔστω καὶ μὲ κάποια ἀμυδρὰ προσέγγισή Του, διότι τότε στοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς μας ἀποκαλύπτεται σὲ ποιὰ ἄβυσσο διαμένουμε. Ἡ ὅραση αὐτὴ καταπλήσσει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, καὶ τότε ἡ ψυχή του δὲν γνωρίζει ἀνάπαυση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ βρεῖ, μέχρις ὅτου ἐλευθερωθεῖ πλήρως ἀπὸ τὸ σκοτάδι πού τὴν διακατέχει, μέχρις ὅτου γεμίσει ἀπὸ τὴν Ἀκόρεστη Τροφή, μέχρις ὅτου τὸ Φῶς αὐτὸ αὐξηθεῖ στὴν ψυχὴ καὶ ἑνωθεῖ μαζί της τόσο, ὥστε Φῶς καὶ ψυχὴ νὰ γίνουν ἕνα, προκαταγγέλλοντας τὴ θέωσή μας στὴ Θεία δόξα.
.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ στερεὸ θεμέλιο τῆς ἐλπίδας γιὰ τὴ μεταμόρφωση ὅλης τῆς ζωῆς μας —ἡ ὁποία τώρα εἶναι γεμάτη ἀπὸ κόπο, ἀσθένειες, φόβο— σὲ ζωὴ ἄφθαρτη καὶ θεοειδῆ. Ἐν τούτοις, ἡ ἀνάβαση αὐτὴ στὸ ὑψηλὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως συνδέεται μὲ μεγάλο ἀγώνα. Ὄχι σπάνια ἐμεῖς ἐξασθενοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα καὶ ἀπελπισία φαίνεται νὰ κυριεύει τὴν ψυχή. Σὲ τέτοιες ὧρες μαρτυρικῆς παραμονῆς στὰ ὅρια μεταξύ τοῦ Ἀπροσίτου Φωτὸς τῆς Θεότητας πού ἕλκει πρὸς τὸν ἑαυτό Του καὶ τῆς ἀπειλητικῆς ἀβύσσου τοῦ σκότους, νὰ ἐνθυμούμαστε τὰ διδάγματα τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι διήνυσαν τὴν ὁδὸ αὐτὴ ἀκολουθώντας τὸν Χριστό, καὶ «ἐζωσμένοι τὰς ὀσφύας ἡμῶν» νὰ παίρνουμε δύναμη μὲ τὴν κραταιὰ ἐλπίδα σὲ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος μὲ τὴν παλάμη Του βαστάζει ἀκόπως ὅλη τὴν κτίση. Νὰ θυμόμαστε ὅτι στὴ ζωὴ μας πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὅ,τι ἔγινε στὴ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε φόβο καὶ ὀλιγοψυχία. Ἡ ὁδὸς εἶναι κοινὴ σὲ ὅλους μας κατὰ τὸν λόγο Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός»· καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ μοναδική, διότι «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι’ Ἐμοῦ».
.
Ἂν ὁ Κύριος «ἐπειράσθη», καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ περάσουμε διὰ τοῦ πυρὸς τῶν πειρασμῶν. Ἂν ὁ Κύριος καταδιώχθηκε, καὶ ἐμεῖς ἐπίσης θὰ διωχθοῦμε ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐκεῖνες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες δίωκαν τὸν Χριστό. Ἂν ὁ Κύριος ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, καὶ ἐμεῖς ἀναπόφευκτα ὀφείλουμε νὰ πάσχουμε καὶ νὰ σταυρωνόμαστε ἔστω, ἴσως, καὶ πάνω σὲ ἀόρατους σταυρούς, ἐφόσον πράγματι Τὸν ἀκολουθοῦμε στὶς ὁδοὺς τῆς καρδίας μας. Ἂν ὁ Κύριος μεταμορφώθηκε, καὶ ἐμεῖς θὰ μεταμορφωθοῦμε καὶ ἐνῶ ἀκόμη βρισκόμαστε πάνω στὴ γῆ, ἂν ὁμοιωθοῦμε πρὸς Αὐτὸν στὶς ἐσωτερικὲς ἐπιθυμίες μας. Ἂν ὁ Κύριος πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, τότε καὶ ὅλοι ὅσοι πιστεύουν σὲ Αὐτὸν θὰ διέλθουν διὰ τοῦ θανάτου, θὰ τοποθετηθοῦν σὲ τάφους καὶ ἔπειτα θὰ ἀναστηθοῦν ὅμοια πρὸς Αὐτόν, ἐφόσον πέθαναν ὅμοια πρὸς Αὐτόν.
Θὰ ἀναστηθοῦν πρῶτα οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν, ἔπειτα δέ, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κοινῆς Ἀναστάσεως, καὶ τὰ σώματα. Ἂν ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μὲ δοξασμένη σάρκαἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς μὲ δοξασμένα σώματα, διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θὰ ἀναληφθοῦμε στοὺς οὐρανοὺς καὶ θὰ γίνουμε «συγκληρονόμοι Χριστοῦ» καὶ «κοινωνοὶ τῆς Θεότητος» Α’ Πέτρ. δ’ 13, Β’ Πέτρ. α’ 4, Ρωμ. ζ’ 17, Β’ Τιμ. β’ 11-12 κ.α.).
.
Ὅλα, ὅσα ἀπαριθμήσαμε πιὸ πάνω, πραγματοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο ὄχι κατὰ τὴ Θεότητα, ἀλλά κατὰ τὴν ἀνθρωπότητά Του, δηλαδὴ σὲ ἐκεῖνο τὸ ἐπίπεδο, ὅπου ὁ Κύριος εἶναιὁμοούσιος μὲ ἐμᾶς «Υἱός Ἀνθρώπου». Ὁ Κύριος, ὁ Πατρὶ καὶ Πνεύματι συνάναρχος Λόγος, μὲ τὴ σάρκωσή Του προσέλαβε στὴ Θεία Του Ὑπόσταση τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ὄχι φαινομενικά, ἀλλά ἔγινε ἀληθινὰ ὅμοιος μὲ μᾶς ἄνθρωπος καὶ φανέρωσε στὴ σάρκα μας τὴ Θεία τελειότητα, «ὑπολιμπάνων Ἑαυτὸν ὑπογραμμὸν» γιά μᾶς, τὸν ὁποῖο πολλοὶ προφῆτες καὶ δίκαιοι «ἐπεθύμησαν ἰδεῖν» (Ματθ. ιγ’ 17). Καὶ αὐτὸ ὀφείλουμε τώρα ἐμεῖς νὰ πραγματοποιήσουμε, ὁ καθένας στὴ ζωή του, ὥστε μὲ τὴν ὁμοίωση πρὸς τὸν Χριστόν, κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ Αὐτὸν καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς Θείας ὑπάρξεως.
.
Σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὴν ὀλιγοψυχήσουμε ἀκούοντας τὰ λόγια τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, ἀλλά νὰ λάβουμε θάρρος καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας γιὰ νὰ δεχθοῦμε μὲ ἁπλότητα τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα Του εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ις’ 33). Καὶ ἐμεῖς, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, θὰ κατορθώσουμε ἀναμφίβολα τὴ νίκη αὐτὴ ἐπὶ τοῦ κόσμου, ὥστε μαζὶ μὲ Αὐτὸν νὰ μετάσχουμε στὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς, «πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ, ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης» (Πράξ. ε’ 20), σᾶς λέω: Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι τῆς αἰώνιας ζωῆς, οἱ ὁποῖοι δόθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο «εἰς κληρονομίαν ἀναφαίρετον τοῖς πιστοῖς»· αὐτὸ σημαίνει «τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα» καὶ τῶν «Πατέρων τὰ δόγματα»· αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ ἀσάλευτη ἐλπίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ διαψευσθεῖ, διότι θεμέλιό της εἶναι ἡ ἀψευδής μαρτυρία τοῦ Κυρίου. Καὶ ἂν «νόθα» ταπείνωση θελήσει νὰ τὸ ὀνομάσει αὐτὸ ὑπέρμετρη παρρησία ἡ ἀκόμη καὶ μωρία, τότε ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀποκόπτοντας ἀφενὸς μὲν τὴν ὀλιγοψυχία, ἀφετέρου δὲ τὴν παράλογη ὑπερηφάνεια τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, λέει ὅτι «εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας», ἀπορρίπτοντας τὴ σύνεση τῶν συνετῶν, καὶ μεταβάλλοντας σὲ μωρία τὴ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου (βλ.Α’ Κόρ. α’ 18-21). Καθημερινὰ ἡ πείρα τῆς ἀνθρωπότητος μᾶς ἀποδεικνύει σταθερὰ ὅτι οἱ «σοφοὶ καὶ συνετοὶ» τοῦ αἰῶνος τούτου δὲν μποροῦν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστὸ οὔτε στὸ Θαβώρ, οὔτε στὸν Γολγοθᾶ, οὔτε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Ἔτσι, ἀγαπητοί, προσέλθετε, καὶ μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως ἂς ἀνεβοῦμε στὸ «ὅρος Κυρίου» (Ἡσ. β’ 3), ἂς σταθοῦμε ἀοράτως στὴν πόλη τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, καὶ μετάρσιοι τῷ πνεύματι ἂς δοῦμε τὴν ἄυλη Θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος στὸν Μονογενῆ Υἱὸ ἀπαστράπτουσα.Ἂς ἀνέβουμε ὄχι μὲ ὑπερήφανη παρρησία, ἀλλά μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὡς ἀνάξιοί της ἀναβάσεως καὶ ὁράσεως αὐτῆς, ἐντούτοις ὅμως, μὲ ἐλπίδα ὅτι καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, κατὰ τὴν ἄμετρη ἀγαθότητα τοῦ Οὐρανίου Πατρός, θὰ λάμψει «τὸ ἀΐδιο Φῶς» τῆς Θεότητος, ἡ ἄστεκτη λάμψη τοῦ ὁποίου ἒρριξε πρηνεῖς στὸ Θαβὼρ τοὺς ἐκλεκτοὺς Ἀποστόλους.
Ἀφοῦ ἀνυψώσαμε γιὰ λίγο τὸν νοῦ μας στὴ θεωρία τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεώς μας, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὸ μόνιμο πολίτευμα τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματός μας, ἂς ἐπιτρέψουμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ προχωρήσουμε στὸ θέμα πού ἐπιλέξαμε.
.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα μεγάλο γεγονός, πού ἔχει σημασία αἰώνια ὄχι μόνο γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς, ἀλλά καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Στὰ ἔργα τῶν Πατέρων μας θὰ βροῦμε προσεκτικὴ διερεύνηση αὐτοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές· ἐπιπλέον θὰ βροῦμε ὅ,τι προηγήθηκε αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὡς προετοιμασία τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸν Κύριο· στὴ συνέχεια, ὅ,τι τὸ συνόδευσε καὶ ὅ,τι τελέσθηκε κατὰ τὴν ὥρα αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Θαβωρίου Θεοφανείας· καὶ ἐπιπλέον, ὅ,τι τὸ ἀκολούθησε στὶς πράξεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ στὴ συνείδηση τῶν Ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων τῆς Μεταμορφώσεως. Ἡ γνώση γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ βοηθήσει καὶ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους νὰ διέλθουμε συνετὰ τὴ δική μας πορεία ἀκολουθώντας «τοῖς ἴχνεσι τοῦ Χριστοῦ». Ἀλλά κατὰ τὴν παροῦσα στιγμὴ ἂς συγκεντρώσουμε τὴν προσοχὴ τοῦ πνεύματός μας σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, ἀποτελεῖ τὴν ἀποκλειστικὴ ἰδιομορφία τοῦ γεγονότος τῆς παρούσας ἡμέρας.
.
«Ἰδού νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδού φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα: Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς Μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾯ εὐδόκησα· Αὐτοῦ ἀκούετε».
Σὲ τί ἔγκειται ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, ἡ ὁποία περιὲλαμψε ἐκείνη τὴ νύκτα τὸ Ἅγιο Θαβώρ;
Πρὸ ἐτῶν, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως, ρώτησα κάποιον ἀσκητὴ ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναμφίβολα πιστεύω, ἀξιώθηκε πολλὲς φορὲς νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ Φῶς. Στὴν ἀδιάκριτη παράκλησή μου νὰ μοῦ πεῖ κάτι γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Θαβωρίου Φωτός, δηλαδὴ πῶς αὐτὸ ὁρᾶται καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει κάποιος τὴ δωρεὰ αὐτή, αὐτὸς μὲ ἄκρα συγκατάβαση πρὸς τὴν ἀμάθειά μου, μὲ μεγάλη ὑπομονή, μοῦ διευκρίνισε τὸ θέμα αὐτό, ἐγώ δὲ σήμερα θὰ μεταδώσω σὲ σᾶς μόνο τὸ πιὸ οὐσιῶδες ἀπὸ αὐτὸ πού ἄκουσα ἀπὸ τὸ ἀψευδές στόμα του, καὶ ὅσο εἶναι δυνατὸν πιὸ σύντομα.
Μοῦ διηγήθηκε ὁ ἄνδρας αὐτὸς ὅτι κατ’ ἀρχάς, ὅταν ἦταν ἀκόμη νέος, τὸ φῶς αὐτὸ ἐμφανιζόταν σὲ αὐτὸν ἀσαφῶς, σὲ σύντομες στιγμές, ἄλλοτε σὰν ἀκατάληπτη πύρινη φλόγα, ἡ ὁποία ἔκαιγε τὴν καρδιὰ του διὰ τῆς ἀγάπης, ἄλλοτε σὰν κάποιο ἀπαύγασμα τὸ ὁποῖο διείσδυε μὲ τὴ λάμψη στὸν νοῦ του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, κυρίως στὸν ναό. Ἀλλά κάποια ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ, κατὰ τὴ διάρκεια πολλῶν μηνῶν, διάπυρη προσευχὴ πού συνοδευόταν ἀπὸ βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀθλιότητά του, τὸ φῶς αὐτὸ κατέβηκε μὲ ἱλαρότητα πάνω του καὶ παρέμεινε μαζί του τρεῖς ἡμέρες. Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἐμφανῶς ἐκτός θανάτου. Ἡ χαρὰ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως γέμιζε τότε τὴν ψυχή του. Ἐσωτερικὰ ὀνόμαζε τὸ φῶς ἐκεῖνο «πρωΐαν ἀναστάσεως», διότι αὐτὸ ἦταν ἱλαρό, σὰν «ἐαρινὴ πρωΐα». Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρισκόταν αὐτὸς μεταξὺ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὴ συνηθισμένη σὲ ὅλους κοπιώδη ζωή. Μετὰ τὴν πάροδο ἐτῶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅταν αὐτὸς ἦταν ἤδη μοναχός, καὶ ἀργότερα λειτουργός, συνέβαινε πολλὲς φορὲς νὰ μεταβάλλεται ἡ προσευχή του σὲ θεωρία φωτός, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνεται τότε οὔτε τὸ σῶμα του, οὔτε τὸν ὑλικὸ κόσμο πού τὸν περιέβαλλε.
Τὸ φῶς αὐτὸ φανερώνεται ὡς καθαρὰ ἄνωθεν εὐδοκία. Ἔρχεται κατ’ ἀρχὰς ἀπροσδόκητα, δηλαδὴ ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν σκέπτεται καθόλου γι’ αὐτὸ ὅτι θὰ ἔρθει, ἤ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει. Ἄγνωστο ὡς τότε, φέρει μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν ψυχὴ γλυκειά ἀπορία, καὶ κατάπληκτη αὐτὴ ἀγνοεῖ ἀκόμη τὸ ποιὸς ἤ τί τῆς φανερώθηκε, ἀλλ’ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ της ἐκείνη τὴν ὥρα ὡς αἰχμάλωτο πού βγαίνει ἀπὸ τὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῆς φυλακῆς πρὸς τὶς ἀπέραντες ἐκτάσεις, πού φωτίζονται ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Ἔλεγε ἐπίσης ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος: «Παρὰ τὸ ὅτι τὸ Θεῖο Φῶς μένει πάντοτε κατὰ τὴ φύση του ἀναλλοίωτο, ὅμως οἱ ἐνέργειές του, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο γεννᾶ στὸν ἄνθρωπο, ποικίλλουν. Μερικὲς φορὲς προσλαμβάνεται ὡς αἴσθηση ἱλαρῆς ἀγάπης Χριστοῦ· ἄλλοτε ὡς συμπαράσταση Θείας Δυνάμεως· ἄλλοτε ὡς κάποια ἀνεκλάλητη κίνηση τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο· καὶ ἄλλοτε πάλι ὡς φῶς συνέσεως ἡ ὑπερνοητὴ νοερὰ ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἄμετρη ὅμως εἶναι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου καὶ συμβαίνει ὥστε ἡ ἀγάπη Του νὰ ἐκχέεται ἀκόμη ἀφθονότερα. Τότε τὸ Θεῖο Φῶς γεμίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, οὕτως ὥστε καὶ αὐτὸς γίνεται ὅμοιος πρὸς τὸ φῶς· καὶ τότε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο βλέπει, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὀνομαστεῖ διαφορετικά, παρὰ μόνο φῶς —παρὰ τὸ ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ κατὰ τὴ φύση του εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ὁρατοῦ ἡλίου».
Σὰν ἀπάντηση στὴν ἀρχική μου ἐρώτηση γιὰ τὴ Θαβώρια Θεοφάνεια, ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος παρέτεινε τὸν λόγο ἐπιδιώκοντας προφανῶς νὰ βρεῖ ἔννοιες προσιτὲς σὲ μένα, ἔστω καὶ σὲ κάποιο μικρὸ μέτρο.
Ἔλεγε: «Πρέπει πάντοτε νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν τὴν ἀνεπάρκειά μας· καὶ ἂν ἐπιτρέψω στὸν ἑαυτό μου νὰ θίξει τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα, θὰ τὸ κάνω ἀκροθιγῶς, γιὰ νὰ κατανοήσουμε κάτι λίγο ἀπὸ αὐτὸ χωρὶς τολμηρὲς ἀξιώσεις νὰ τὸ ἀποσαφηνίσουμε ἤ καὶ νὰ τὸ κατανοήσουμε πλήρως. Καὶ ἔτσι, ἂν βγοῦμε ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θείου Φωτὸς πού ἤδη περιγράψαμε σὲ ἐκείνη τὴν ἁπλή, μέχρι φαινομενικῆς ἀφέλειας διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, μποροῦμε λίγο νὰ τὴ συμπληρώσουμε ὡς ἑξῆς:
Ἀμέσως μόλις ἄρχισαν οἱ Ἀπόστολοι νὰ κατανοοῦν τὴν ὑπεράνθρωπη τελειότητα τοῦ Διδασκάλου τους καὶ ὁμολόγησαν Αὐτὸν διὰ τοῦ στόματος τοῦ Πέτρου ὡς Χριστόν, Υἱόν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὁ Κύριος ἐπόθησε περισσότερο νὰ τοὺς στερεώσει στὴ γνώση αὐτὴ διὰ τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατρός. Αὐτὸ ἦταν τελείως ἀπαραίτητο, ἐφόσον Αὐτὸς ἑτοιμαζόταν ἤδη γιὰ«τὴν ἔξοδον, ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ», δηλαδὴ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θυσίας πάνω στὸν Γολγοθᾶ. Πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Πέτρου: “Σύ εἶ ὁ Χριστὸς” (Μάρκ. η’ 29), ἐκείνη τὴ στιγμὴ κρυβόταν ἡ ἀτελὴς γνώση γιὰ τὸ ποιὸς πράγματι ἦταν αὐτὸς ὁ Χριστός. Ἐντούτοις, παρὰ τὴν ἔλλειψη τελειότητας καὶ πληρότητας τῆς ὁμολογίας αὐτῆς, ἐκδηλώθηκε σὲ αὐτὴν ἤδη ἡ αὐξηθεῖσα ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση τῶν Ἀποστόλων, πού τοὺς κατέστησε ἱκανοὺς νὰ “χωρέσουν” μεγαλύτερο φῶς Θείας ἀποκαλύψεως, καὶ ὡς γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε: “Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὸν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ Βασιλείᾳ Αὐτοῦ” (Μάρκ. θ’ 1). Μετὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητὲς πραγματοποιεῖ σιωπηλὰ1 τὴν πορεία ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Καισαρείας τῆς Φιλίππου μέχρι τὸ Ἱερὸ Θαβώρ. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐξέλεξε τοὺς προκρίτους, Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, καὶ τοὺς ὁδήγησε στὸ “ὄρος τὸ ὑψηλό” τῆς θεωρίας τῆς Θείας Αὐτοῦ· Δόξης, ἥν εἶχεν Αὐτὸς παρὰ τῷ Πατρὶ πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι”.
»Αὐτός ὁ Κύριος πάντοτε καὶ ἀναλλοίωτα ἔφερε ἐν Ἑαυτῷ τὸ Φῶς —ὄντας κατὰ τὴ Θεότητά Του ἄναρχο Φῶς—, ἀλλά διέμενε ἐν Αὐτῷ κατὰ τρόπο ἀόρατο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχθηκαν ἀκόμη μέσα τους τὸ Φῶς. Πάνω στὸ Θαβὼρ ὁ Κύριος προσευχόταν. Τίποτε δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι κατὰ τὸ περιεχόμενό της ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἦταν ὅμοια μὲ ἐκείνη τῆς Γεθσημανῆ (βλ. Ἰωάν. ιζ’ κ. α.), διότι “ἐλήλυθεν Αὐτοῦ ἡ ὥρα”. Ἀγκαλιάζοντας στὴν προσευχὴ τὰ πάντα, “ἀπὸ καταβολῆς κόσμου” ὥς τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, ὁ Κύριος προσευχόταν καὶ γιὰ τοὺς Ἀποστόλους, ὥστε νὰ φανερωθεῖ σὲ αὐτοὺς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ ἡ ἀγάπη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Πατέρας ἀγάπησε τὸν Υἱό, νὰ μένει σὲ αὐτοὺς (βλ. Ἰωάν. ιζ’ 26).
»Οἱ ἐκλεγέντες αὐτοὶ τρεῖς μάρτυρες καὶ συμμέτοχοι τῆς ὑπερφυοῦς αὐτῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐξαντλήθησαν σὲ αὐτὴν (τὴν προσευχή). Πολεμώντας ἀσκητικὰ ἐνάντια στὴν ἀσθένεια τῆς σάρκας τους, βαρύνθηκαν γιὰ λίγο χρόνο ἀπὸ τὸν ὕπνο· ἐντούτοις, μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς πού ἐνεργοῦσε μέσα τους, ἐπανέρχονται ἐκ νέου σὲ νηφάλια κατάσταση, καὶ τότε οἱ σθεναροὶ τῷ πνεύματι αὐτοὶ νικητὲς τῆς ἀσθένειας τῆς σάρκας εἶδαν τὸν Χριστὸ ἐν τῷ φωτὶ καὶ αὐτοὺς πού συνομιλοῦσαν μαζί Του, τὸν Ἠλία καὶ τὸν Μωυσῆ. Καὶ μπόρεσαν νὰ δοῦν, ἐπειδὴ καὶ οἱ ἴδιοι γέμισαν ἐκείνη τὴν ὥρα ἀπὸ φῶς.
»Τὸ ἀσυνήθιστο καὶ μεγαλειῶδες τῆς ὁράσεως βύθισε τοὺς Ἀποστόλους σὲ ἀνέκφραστη ἔκπληξη καὶ μακάρια ἀπορία. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὸν Πέτρο: “μὴ εἰδώς τί λαλήσῃ”, καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Πέτρου: “Ἐπιστάτα, καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι”.
»Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ ὅραση τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θείου Φωτὸς ἀπό τούς Ἀποστόλους συνδυαζόταν ἐπίσης καὶ μὲ τὶς παραστάσεις τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου πού τοὺς περιέβαλλε. Ἀλλὰ στὴ συνέχεια τὸ φῶς πού αὐξήθηκε τοὺς ἀνύψωσε πέρα ἀπὸ κάθε ὁρατὸ καὶ πρόσκαιρο στὰ ἀόρατα καὶ αἰώνια (βλ. Β’ Κόρ. δ’ 18)…
Εἶναι ἁπλὲς μέχρι ἀκρότητος οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις: “Ἰδού, νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς…”. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος πού ἀνεβαίνει σὲ κάποιο βουνό, ὅταν μπεῖ σὲ πυκνὸ σύνεφο, δὲν διακρίνει μὲ τὴν ὅραση τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, ἔτσι καὶ ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, πού φανερώθηκε ὡς φῶς καὶ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο μὲ τὴν ἀφόρητη Θεία ἔλευσή Του εἰσήγαγε τοὺς Ἀποστόλους στὸν κόσμο τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τοῦ ἄτρεπτου, τοῦ ἀνέσπερου, τοῦ ἀναλλοίωτου, τοῦ ἀπέραντου, τοῦ ὑπερουράνιου, τόσο ἐξαφάνισε τὶς παραστάσεις πού εἶχαν ἀπὸ τὶς παρερχόμενες μορφὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὥστε αὐτοὶ καὶ Αὐτὸν τὸν Χριστὸ δὲν Τὸν ἔβλεπαν πλέον κατὰ σάρκα (βλ. Β’ Κορ. ε’ 16). Ἀφοῦ εἰσῆλθαν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ θεωρία τῆς ἀπερίγραπτης Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄκουσαν ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν ἄυλη καὶ ἀπρόσιτη φωνὴ τοῦ Πατρός: “Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός Μου ὁ ἀγαπητός”.
»Αὐτό ὑπῆρξε ἡ ὑπέρτατη στιγμὴ ὁλόκληρου τοῦ Θαβωρίου γεγονότος.
»Ἂν τώρα ἀναφερθοῦμε πάλι στὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, φορεῖς τῆς ὁποίας ἦταν οἱ Ἀπόστολοι, συνέχισε ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, τότε, μένοντας πιστοὶ στὴν Εὐαγγελικὴ διήγηση καὶ τὴν πείρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς:
»Μέγιστη καὶ ὕψιστη ὑπῆρξε ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, ἐντούτοις, δὲν ἦταν ἀκόμη τέλεια, διότι τότε δὲν ἦταν ἀκόμη ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦν ὅλο τὸ πλήρωμα καὶ τὴν τελειότητα τοῦ Φωτὸς πού ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: “Δείξας τοῖς μαθηταῖς Σου τὴν δόξαν Σου, καθὼς ἠδύναντο”, ἤ σὲ ἄλλον ὕμνον  “καθὼς ἐχώρουν”.
»Μέγιστη καὶ ὕψιστη ὑπῆρξε ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά τότε ἀκόμη ἀτελῶς ἀφομοιώθηκε ἀπὸ αὐτούς, καὶ γι’ αὐτὸ παρέμειναν δυνατὲς ἐκεῖνες οἱ ταλαντεύσεις, τὶς ὁποῖες ὑπέστησαν αὐτοὶ κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους· καὶ μόνο ἀργότερα ὁ Πέτρος ἀναφέρεται σὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἐπικαλεῖται ὡς μαρτυρία τῆς ἀλήθειας (βλ. Β’ Πέτρ. α΄ 17-18).
»Ἀτελής ἦταν ἀκόμη ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων πάνω στὸ Θαβώρ, καὶ ἐντούτοις ἦταν τόσο μεγάλη καὶ γνήσια ἡ θεωρία τῆς “ὑπερούσιου εὐπρεπείας” καὶ τοῦ “προαιώνιου κεκρυμμένου μυστηρίου”, ὥστε οὔτε ἡ ὅραση τοῦ Μωυσῆ στὸ Σινᾶ (βλ. Ἐξ. ιθ’-κ’ καὶ κγ’-λδ’), οὔτε ἡ ὅμοια πρὸς αὐτὴν τοῦ Ἠλία στὸ Χωρὴβ (βλ. Γ’ Βασ. ιθ’) ἔφθασαν τὸ ὕψος καὶ τὴν τελειότητά της, τὴν ὁποία παρατηροῦμε στοὺς λόγους τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὠδῆς: “Καθωράθης τῷ Μωϋσῆ, ἐν γνόφῳ τὸ πάλαι, ἐν φωτὶ δέ, νῦν ἀπροσίτῳ τῆς Θεότητος” (α’ Ὠδή, β’ κανὼν- βλ. Ἑβρ. ιβ’ 18-24)».
Ἑλκύοντάς σας στὸ βάθος τῶν ἀφάτων μυστηρίων τῆς θεολογίας, δὲν θὰ κρύψω καθόλου ὅτι καὶ ἐγώ ὁ ἴδιος ἔρχομαι σὲ φόβο. Καὶ δοκιμάζω ὄχι μόνο φόβο, ἀλλά καὶ συστολὴ κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ: Ὁ Σοφὸς Παροιμιαστὴς εἶπε: «πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς» (Παροιμ. ε’ 15), καὶ ἐγώ σᾶς προσφέρω αὐτὸ πού ἄντλησα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν κληρονομιὰ ἄλλων. Βλέποντας ὅμως μὲ ποιὰ προθυμία προσέχετε στὸν λόγο, σὰν νὰ μὴν χορτάσατε ἀκόμη ἀπὸ αὐτόν, θὰ σᾶς μεταδώσω καὶ τὸν ἐπίλογο τῆς ἀλησμόνητης γιὰ μένα συνομιλίας μὲ τὸν σπουδαῖο ἐκεῖνον ἄνδρα. Συνεπαρμένος ἀπὸ τὸν ἐμπνευσμένο λόγο του, εὐγνωμονώντας τον γιὰ τὴ συγκατάβασή του πρὸς ἐμένα, γέμισα ἀπὸ θλίψη ἐκείνη τὴν ὥρα συνειδητοποιώντας τὸ δικό μου σκότος καὶ σιωποῦσα, διαλογιζόμενος μέσα μου: «Δὲν ἔχω αὐτὴ τὴν τύχη». Γιὰ νὰ μὲ παρηγορήσει ὁ συνομιλητής μου συνέχισε ὡς ἑξῆς:
«Ὅσο ἐμεῖς δὲν ἀξιωνόμαστε νὰ δοῦμε τὴ μεγαλοπρεπῆ δόξα τῆς Θεότητας, τόσο μὲ τὴν πιὸ πιστὴ ἐσωτερικὴ κίνηση τοῦ πνεύματός μας θὰ μᾶς ἐλέγχει ὁ ἑαυτός μας. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ μας εἶναι ἀνδρεία, τότε θὰ ποῦμε: Γιὰ τὶς ἀδικίες μου στερήθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, διότι ὁ πορευόμενος ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαλῶν εὐθείαν ὁδόν… οὗτος οἰκήσει ἐν ὑψηλῷ… καὶ τὸν Βασιλέα μετὰ δόξης ὄψεται” (Ἡσ. λγ’ 15-18). Παρ’ ὅλα αὐτὰ μὴ δώσετε τόπο στὴν ἀπόγνωση· ἀντίθετα, λάβετε θάρρος καὶ πενθήσετε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Ἀπορρίψτε τὸν ἄδικο λογισμό, ὅτι αὐτὸ εἶναι κλῆρος μόνο τῶν ἐκλεκτῶν, λογισμὸ πού μπορεῖ νὰ φονεύσει μέσα μας τὴν ἅγια ἐλπίδα. Ἡ ἀλήθεια, στὴν ὁποία εἶναι ἀναγκαῖο νὰ στερεωθεῖ ἡ καρδιά μας, εἶναι ὅτι ὁ Κύριος κανέναν δὲν “ἐκβάλλει ἔξω” καὶ δὲν ἀπορρίπτει ἀπὸ ἐκείνους πού ἔρχονται πρὸς Αὐτὸν (πρβλ. Ἰωάν. ς’ 37). Ὅλοι ἐμεῖς, χωρὶς ἐξαίρεση, μεγάλοι καὶ μικροί, σημαντικοὶ καὶ ἀσήμαντοι, κληθήκαμε στὴν ἴδια τελειότητα, στὴν ὁποία κάλεσε ὁ Κύριος τούς Ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη πού τοὺς ὁδήγησε στὸ ὄρος τοῦ Θαβώρ, διότι καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ αὐτοί, λάβαμε τὶς ἴδιες ἐντολὲς καὶ ὄχι ἄλλες, καί, ἑπομένως, τὴν ἴδια, ἴση πρὸς αὐτούς, τιμὴ κλήσεως καὶ ὄχι ἄλλη κατώτερη. Ἐρευνῆστε μὲ προσοχὴ ὅλη τὴν ἀκολουθία τῆς Ἑορτῆς καὶ θὰ δεῖτε μὲ ποιὰ δύναμη ἡ Ἐκκλησία προσκαλεῖ καὶ πείθει ὅλους γιὰ ἀνάβαση στὸ ἀψηλάφητο Ὄρος τῆς νοερᾶς Θεοπτίας, δείχνοντας ἔτσι σαφῶς ὅτι ὄχι μόνο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ὄχι μόνο στοὺς Ἀποστόλους εὐδόκησε ὁ Κύριος νὰ φανερώσει τὴν “αὐγὴ” τῆς Θεότητάς Του, ἀλλά καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων, καὶ ὡς τὶς ἡμέρες μας ἀκόμη, δὲν ἔπαυσε καὶ οὐδέποτε θὰ παύσει, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία Του, νὰ ἐκχέει τὴν ἴδια ἐκείνη δωρεὰ σὲ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦν μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους.
»Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ νόθα ταπείνωση —”αὐτὸ δὲν εἶναι γιὰ μένα”—, ἐκτός ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη ἀπόγνωση, ἡ ὁποία γεννιέται ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἡδυπάθεια, φραγμὸς πρὸς τὴ θεωρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ἀποβαίνει ἀκόμη καὶ ἡ τολμηρὴ ἔφεση “νὰ δοῦμε τὸν Θεό”, καὶ νὰ Τὸν ἀγκαλιάσουμε μὲ τὴ σκέψη μας, σὰν νὰ θέλουμε νὰ διεισδύσουμε μὲ δύναμη στὰ μυστήρια καὶ στὰ ἔγκατα τοῦ Θείου Εἶναι καὶ νὰ κυριαρχήσουμε σὲ Αὐτὸ μὲ τὸν νοῦ, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἀντικείμενο τῆς γνώσεώς μας. Εἶναι δύσκολο νὰ βροῦμε λέξεις γιὰ νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν πνευματικὴ οὐσία αὐτῆς τῆς ὑπερήφανης ἀξιώσεως τοῦ νοῦ μας, ἀλλά εἶναι σπουδαῖο γιὰ μᾶς νὰ γνωρίσουμε ὅτι σὲ παρόμοιες περιπτώσεις συναντοῦμε ὄχι “φωτεινὴ νεφέλη”, ἀλλά γνόφο καὶ σκότος, πού κρύβουν τὸν Θεό.
»Ὅταν προσηλώσουμε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ νοῦ μας ἀπ’ εὐθείας στὸν Ἥλιο τοῦ Προαιώνιου Εἶναι, γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε καθώς ἐστι, τότε οἱ ὀφθαλμοὶ μας καταφλέγονται καὶ τυφλώνονται ἀπὸ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἐκτυφλωτικὸ Φῶς τῆς Θεότητας, ὅπως τυφλώνονται καὶ καταφλέγονται οἱ φυσικοί μας ὀφθαλμοί, ὅταν γυμνοί, χωρὶς κανένα προστατευτικὸ μέσο, στραφοῦν κατ’ εὐθείαν πρὸς τὸν ἥλιο. Στὴ Γραφὴ βρίσκουμε μιὰ θαυμαστὴ εἰκόνα, πού μᾶς διδάσκει τὴν ἐγκράτεια ἀπὸ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Ἱστάμενα κύκλῳ τοῦ Θρόνου τοῦ Ὑψίστου τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσὶ πτέρυξι κατακαλύπτοντα τὰ πρόσωπα αὐτῶν» (Ἡσ. ς’ 2).
»Ὁ Θεὸς καὶ γνωριζόμενος καὶ ὁρώμενος ἀναλλοίωτα διαμένει πάνω ἀπὸ κάθε γνώση καὶ ὅραση. Ἡ ἀπεριόριστη αὐτὴ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ στὴ “μυστικὴ” γλώσσα τῆς θεολογίας ὀνομάζεται “γνόφος”. Ἡ Καινὴ Διαθήκη δὲν χρησιμοποιεῖ πουθενὰ γιὰ τὸν Θεὸ τὴ λέξη “γνόφος”. Μᾶς λέει ὅτι “Ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία” (Α’ Ἰωάν. α’ 5). Γιὰ τὴν ὑπερβατικότητά Του, καὶ συνεπῶς τὴν τέλεια “ἀορασία”, τὴν τέλεια “ἀγνωσία” Του, ἡ Καινὴ Διαθήκη λέει τὰ ἑξῆς: “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε” (Ἰωάν. α’ 18). Καὶ ἀλλοῦ: “Ὁ Θεός,… φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται” (Α’ Τιμ. ς’ 16). Ὅταν φάνηκαν οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ αἱρετικοί, πού ὑποστήριζαν τὴ δυνατότητα πλήρους γνώσεως τοῦ Θεοῦ, τότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιὰ νὰ ἐκριζώσουν τὴν ἀσύνετη αὐτὴ ἰδέα, ἐπέστρεψαν σὲ Παλαιοδιαθηκικὲς εἰκόνες καὶ γλώσσα: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν “καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μήποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι Αὐτόν… Εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν, Μωϋσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὐ ἦν ὁ Θεὸς» (Ἐξ. ιθ’ 21, κ’ 21). Ἔτσι, γιὰ νὰ πλήξουν ἰσχυρότερα τὴ συνείδηση τῶν ἀσόφων σοφῶν, οἱ Πατέρες προσέφυγαν στὴν ἔννοια τοῦ “γνόφου”, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σοφὸς Νομοθέτης Μωυσῆς συγκρατοῦσε τὸν λαό του, πού ἦταν ἀκόμη ἄπειρος τῆς Θεογνωσίας, ἀπὸ τὴν ἀσύνετη ἔξαρση τῆς ἰδέας τοῦ “κατανοῆσαι” τὸν Θεὸ· καὶ γιὰ νὰ μὴν παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν Καινοδιαθηκικὴ Ἀποκάλυψη, οἱ Πατέρες ὀνόμασαν τὸν γνόφο αὐτὸ “ὑπέρφωτον”.
»Ἡ ἀληθινὴ ὁδὸς γιὰ τὴ θεωρία τοῦ Θείου Φωτὸς διέρχεται διὰ μέσου τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ὅλη ἡ σκέψη μας, ὅλη ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μας, ὀφείλουν νὰ κατευθύνονται μόνον πρὸς τὸ “τηρῆσαι τὴν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ἄσπιλον καὶ ἀνεπίληπτον” (Α΄ Τίμ. ς’ 14). Τότε τὸ Θεῖο Φῶς, ὅπως ἔδειξε ἡ πείρα τῶν αἰώνων, “πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως” ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο. Καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ποτὲ γιὰ τὰ ὅρια τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, διότι αὐτὴ βρίσκεται ἀληθινὰ πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο. Ὅσο καὶ ἂν τείνει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεόν, ὅσο καὶ ἂν φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, καὶ πάλι οἱ ἐκχύσεις τοῦ Φωτὸς θὰ παραμείνουν πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο καὶ ἀριθμό, διότι δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὲς τέλος, καὶ ὅταν ἀκόμη τὸ φῶς ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις τῆς φύσεώς μας νὰ ὑπομείνει τὴ λάμψη του. Καὶ ὁ μοναδικὸς δυνατὸς λόγος, ἡ μοναδικὴ ἐπικύρωση γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅτι “ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι, καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία”, καὶ ὅτι “Αὐτὸς οἰκεῖ ἐν ἀπροσίτῳ Φωτὶ” καὶ ἐμφανίζεται πάντοτε ἐν τῷ φωτὶ καὶ ὡς φῶς».
Ἀλλὰ καὶ παρὰ τὰ λόγια αὐτά, δὲν διαλύθηκε ἡ ἀπορία στὴ δειλή μου ψυχή. Δὲν ἔβλεπα τὴν ὁδὸ μπροστά μου· δὲν γνώριζα πῶς νὰ εἰσέλθω σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀπὸ πού νὰ ἀρχίσω· αἰσθανόμουν τὸν ἑαυτό μου μέσα σὲ γνόφο καὶ ρώτησα:
«Τίνα κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή»;
Καὶ μοῦ δόθηκε ἡ ἀπάντηση:
«Νὰ προσεύχεσαι, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος γιὰ χρόνια ἔκραζε, “Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος”, καὶ εἰσακούσθηκε.
»Νὰ προσεύχεσαι μὲ τὰ λόγια τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὠδῆς, “Λαμψάτω, ὦ Φωτοδότα, καὶ ἐμοί τῷ ἁμαρτωλῷ τὸ φῶς Σου τὸ ἀπρόσιτον”, καὶ νὰ ἐνδυναμώνεις στὴν πίστη, ἐνθυμούμενος ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν προσεύχεται γιὰ πράγματα πού δὲν μποροῦν νὰ γίνουν».
Στὴ συνέχεια ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, σὰν νὰ ἀπέκλειε τὴ δυνατότητα ὅτι μιὰ τέτοια προσευχὴ θὰ παραμείνει χωρὶς τὴν ἄνωθεν ἀπάντηση, κατέκλεισε τὸν λόγο του ὡς ἑξῆς:
«Ὅταν ἡ ψυχή σου γνωρίσει αὐτὸ τὸ φῶς, τότε, ὅταν συμβεῖ νὰ τὸ στερεῖται, θὰ φλέγεσαι γι’ αὐτὸ καὶ μιμούμενος τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο θὰ τὸ ζητᾶς καὶ θὰ κράζεις πρὸς αὐτό:
Ἐλθέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν.
Ἐλθέ, ἡ Ζωὴ ἡ αἰώνιος.
Ἐλθέ, τῶν πεπτωκότων ἡ ἔγερσις.
Ἐλθέ, τῶν κειμένων ἡ ἀνόρθωσις,
Ἐλθέ, τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις.
Ἐλθέ, Πανάγιε Βασιλεῦ.
Ἐλθέ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν,
καὶ μεῖνον ἀδιαστάτως ἐν ἡμῖν,
καὶ ἀδιαιρέτως Σύ μόνος βασίλευε ἐν ἡμῖν
εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Σημείωσις:
1. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πορείας αὐτῆς οἱ Εὐαγγελιστὲς δὲν ἀναφέρουν οὔτε ἕνα γεγονὸς οὔτε μία ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ.

πηγή: Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα/ μέσω e-puzzle