Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου
Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου
Έσσεξ Αγγλίας
1993
«Συ εί Θεός … αεί ών,
ωσταύτως ών» (Λειτουργία Ιερού Χρυσοστόμου)
ΕΥΧΗ
Μέγας εί, Κύριε, και ουκ έστιν όμοιος Σοι. Έλεος και αλήθεια προπορεύονται
προ προσώπου Σου, δικαιοσύνη και κρίμα εκπορεύονται εκ του θρόνου Σου.
Μακάριοι οι φυλάσσοντες την διαθήκην Σου, εν τω Φωτί της δόξης του προσώπου
Σου διαμένουσι και εν τω Ονόματί Σου αγαλλιάσονται. Συ γαρ εί δύναμις αυτών και
εν τη ευδοκία Σου υψωθήσονται, τη δε αληθεία Σου δοξασθήσονται και τη δικαιοσύνη
Σου κραταιωθήσονται.
Κύριε, την βοήθειάν Σου επίθες εφ’ ημάς, και τω ελέει Σου περιτείχισον ημάς.
Η χειρ Σου αντιλάβοιτο ημών και ο βραχίων Σου ενισχύσαι ημάς. Εχθρός ουδέν τεύξεται
καθ’ ημών και εν τω Ονόματί Σου σωθησόμεθα.
Εν τω επικαλείσθαι Σε ημάς, Κύριε, κλίνον το ους Σου. Συ γαρ εί Πατήρ ημών,
μη αποστρέφου αφ’ ημών εν θλίψει.
Κύριε, ο Θεός ημών, ο τω μικρώ ποιμνίω Σου ευδοκήσας επαγγείλασθαι βασίλειον
αδιάσειστον και θησαυρόν εν ουρανοίς αναφαίρετον, κλίνον το ούς Σου εις την δέησιν ημών και ελθέ εις το σώσαι
ημάς. Συ μόνος οίδας τα κρύφια των καρδιών πάντων, μη αποκρύψης αφ’ ημών το θέλημα
Σου και τας οδούς της σωτηρίας Σου.
Άβυσσος ανεξιχνίαστος τα κρίματα Σου, βουλή δε Σου απρόσιτος. Ο πάντας θέλων
σωθήναι και εις επίγνωσιν της Σης αληθείας ελθείν, μη παρίδης την δέησιν ημών
και πάσαν από των καρδιών ημών δίωξον απορίαν.
Ότι μόνος Συ εί Θεός ημών, εκτός Σου άλλον ουκ οίδαμεν, το Όνομά Σου, του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ονομάζομεν, και την δόξαν Σου άδομεν
μετά πάντων των Αγίων εις αιώνας αιώνων. Αμήν.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
[//14] [//15]
Α’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης.
Δια της προσευχής εισερχόμεθα εις κοινωνίαν μετά του Ανάρχου Όντος. Ή άλλως: Η
ζωή του όντως Όντος Θεού εισχωρεί εν ημίν δια του αγωγού της προσευχής. Αύτη είναι
πράξις υψίστης σοφίας, υπερέχουσα παντός κάλλους και πάσης αξίας. Εν τη προσευχή
εγκρύπτεται η αγία αγαλλίασις του πνεύματος ημών. Αι οδοί όμως της δημιουργίας
ταύτης είναι περίπλοκοι. Μυριάκις θα βιώσωμεν και την φλογεράν ανάτασιν προς
τον Θεόν και τας επαναλαμβανομένας εκπτώσεις από του Φωτός Αυτού. Συχνάκις και
πολυτρόπως θα αισθανθώμεν την ανικανότητα του νοός ημών να υψωθή προς Αυτόν· ενίοτε
θα ιστάμεθα επί των ορίων, τρόπον τινά, της αφροσύνης και εν οδύνη καρδίας θα
ομολογώμεν εις Αυτόν την οικτράν ημών κατάστασιν:
«Συ έδωκας την εντολήν Σου να αγαπώ, και αποδέχομαι
αυτήν μεθ’ όλης της υπάρξεώς μου· αλλ’ ιδού, εν εμοί τω ιδίω δεν ευρίσκω την δύναμιν
της αγάπης ταύτης … Συ εί η Αγάπη· ελθέ τοίνυν Συ Αυτός
και σκήνωσον εν εμοί και ποίησον εν εμοί παν ό,τι Συ ενετείλω ημίν, ότι η εντολή
Σου αμετρήτως υπερβαίνει εμέ
… Αποκάμνει ο νους μου, δεν δύναται να Σε εννοήση.
Αδυνατεί το πνεύμα μου να διεισδύση εις [//16] τα μυστήρια της ζωής Σου …
Θέλω εν πάσι να ποιώ το θέλημα Σου, αλλ’ αι ημέραι μου
παρέρχονται εν αδιεξόδοις αντιφάσεων … Τρέμω μη απολέσω Σε ένεκα των πονηρών
εκείνων λογισμών, οίτινες εμφωλεύουν εν τη καρδία μου· και ο φόβος ούτος καθηλοί
εμέ επί σταυρού … Ελθέ ούν και σώσον με τον καταποντιζόμενον, ως έσωσας τον Πέτρον,
τον τολμήσαντα να πορευθή προς συνάντησιν Σου επί των υδάτων της θαλάσσης» (βλ.
Ματθ. 14, 28‐31).
Κατά καιρούς φαίνεται εις ημά ότι η ενέργεια της προσευχής είναι καθ’
υπερβολήν βραδεία, δυσανάλογος προς την βραχύτητα της ζωής ημών· και κραυγή εξέρχεται
εκ του στήθους: «Τάχυνον»! Ούτος ουχί πάντοτε αποκρίνεται πάραυτα εις την πρόσκλησιν
ημών. Εγκαταλείπει την ψυχήν ημών ως τινα καρπόν επί του δένδρου, να καίηται υπό
του ηλίου να δέχηται τα κτυπήματα των ψυχρών και ισχυρών ανέμων, να καταπονήται
υπό της δίψης ή να υποφέρη τα ρεύματα των υετών. Εάν όμως ημείς κρατώμεν ισχυρώς
δια των χειρών ημών το κράσπεδον του ιματίου Αυτού θα ίδωμεν το αγαθόν αποτέλεσμα.
Είναι απαραίτητον να παραμείνωμεν εν προσευχή κατά το δυνατόν επί εκτενέστερον
χρόνον, ίνα η αήττητος Αυτού δύναμις διεισδύση εντός ημών και καταστήση ημάς
ικανούς να αντισταθώμεν προς πάσας τας καταλυτικάς επιδράσεις. Και όταν αυξηθή
η δύναμις αύτη εν ημίν, τότε η χαρά της ελπίδος δια την τελικήν νίκην ανατέλλει
εν ημίν.
Η προσευχή αποκαθιστά οπωσδήποτε εν ημίν την θείαν εκείνην πνοήν, την οποίαν ο Θεός «ενεφύσησεν εις το
πρόσωπον του Αδάμ», και δυνάμει της
οποίας ούτος [//17] «εγένετο εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. 2,7). Το αναγεννημένον
δια της προσευχής πνεύμα ημών αρχίζει να
εκπλήττηται προ του μεγάλου μυστηρίου
του Είναι. Ιδιαίτερος δε ενθουσιασμός ισχυρού ρεύματος κατακλύζει τον νουν ημών:
το Είναι! Οποίον θαυμαστόν μυστήριον … Πώς είναι τούτο δυνατόν! … «Θαυμαστός ο
Θεός και θαυμαστή η δημιουργία Αυτού». Λαμβάνομεν πείραν του νοήματος των λόγων
του Χριστού: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιωάν. 10,10). Περισσόν! Και αληθώς, ούτως έχει.
Αλλά και πάλιν
επαναλαμβάνομεν το αυτό: Η ζωή αύτη είναι παρόδοξος, καθώς παράδοξος είναι πάσα
διδαχή Κυρίου: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τί θέλω ει ήδη ανήφθη» (Λουκ.
12,49). Είναι απαραίτητον εις πάντας
ημάς τους υιούς του Αδάμ να διέλθωμεν δια του ουρανίου τούτου πυρός του καταφλέγοντος
τας ρίζας των θανατηφόρων παθών. Αλλέως δεν θα ίδωμεν το Πυρ τούτο μεταβαλλόμενον
εις Φως νέας ζωής, διότι εν τη πτώσει ημών η καύσις προηγείται του φωτισμού και
ουχί αντιθέτως. Συνεπώς ας ευλογήσωμεν τον Κύριον και δια την κατακαίουσαν ταύτην
ενέργειαν της αγάπης Αυτού.
Ημείς ολίγα εισέτι γνωρίζομεν,
και ταύτα μόνον εκ μέρους (βλ. Α’ Κορ. 13,9). Νυν όμως είναι και εις ημάς γνωστόν
ότι δεν υπάρχει άλλη οδός, ίνα γίνωμεν «υιοί αναστάσεως» (Λουκ. 20,36), υιοί
Θεού, ίνα συμβασιλεύσωμεν μετά του Μονογενούς. Όσον οδυνηρά και αν είναι η
διαδικασία της αναπλάσεως ημών, οποιαδήποτε
και αν είναι τα μαρτύρια και η κατά καιρούς αγωνία, δια μέσου των οποίων
καθοδηγεί ημάς ο Θεός, το παν εν τέλει αποβαίνει ευλογημένον. Εάν η επίτευξις
επιστημονικής πολυμαθείας απαιτή μακροχρόνιον και έντονον αγώνα, η απόκτησις
της προσευχής απαιτεί ασυγκρίτως εντονώτερον.
[//18] Όταν το Ευαγγέλιον και αι Επιστολαί των Αποστόλων
αποβούν δι’ ημάς η καθ’ ημέραν πραγματικότης, τότε αρχόμεθα να βλέπωμεν εναργώς,
οπόσον αφελείς υπήρξαν αι προηγούμεναι ημών αντιλήψεις περί του Θεού και της εν
Αυτώ ζωής. Μυστηριώδης είναι η Σοφία της δοθείσης εις ημάς Αποκαλύψεως: Υπερβαίνει
αύτη καθ’ υπερβολήν
την ανθρωπίνην φαντασίαν:
«… οφθαλμός ουκ είδε
και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις
αγαπώσιν Αυτόν» (Α’ Κορ. 2,9). Η
ελαχιστοτέρα εισέτι μεθ’ ημών επαφή του Θείου Πνεύματος αποτελεί δοξαν ασύγκριτον
εν σχέσει προς το περιεχόμενον της άνευ Θεού ζωής ημών.
Η αυθεντική προσευχή ενούσα ημάς μετά του Υψίστου δεν είναι άλλο τι ει μη
φως και δύναμις εκ των ουρανών προς ημάς καταβαίνουσα. Κατά την ουσίαν αυτής η
προσευχή υπερβαίνει την κατάστασιν ημών. Δεν υπάρχει πηγή ενεργείας δι’ αυτήν εν τω κόσμω τούτω. Εάν
καλώς τρέφωμαι, ίνα διατηρήσω ακμαίον το σώμα μου, τότε η σαρξ μου επανίσταται
και αι απαιτήσεις αυτής αυξάνουν: Δεν διατίθεται αύτη εις προσευχήν. Εάν ταπεινώ
την σάρκα δι’ υπερμέτρου νηστείας, τότε επί τινα χρόνον εν τη οδυνηρά εγκρατεία
δημιουργείται ευνοϊκόν έδαφος δια την προσευχήν, κατόπιν όμως το σώμα αποκάμνει
και αρνείται να ακολουθήση το πνεύμα. Εάν συναναστρέφωμαι μετά καλών ανθρώπων,
συμβαίνει να αισθάνωμαι ηθικήν ικανοποίησιν, ενίοτε δε να λαμβάνω νέαν
ψυχολογικήν ή διανοητικήν
πείραν, όμως λίαν
σπανίως
παρόρμησιν προς βαθείαν προσευχήν. Εάν είμαι
διανοητικώς πεπροικισμένος δια σοβαράν
επιστημονικήν εργασίαν ή καλλιτεχνικήν δημιουργίαν, η επιτυχία μου εις αυτάς θα
αποτελέση αφορμήν προς κενοδοξίαν, και θα [//19] καταστή αδύνατον να εύρω την βαθείαν καρδίαν: τόπον
της πνευματικής προσευχής. Εάν είμαι πλούσιος εις υλικά αγαθά και μεριμνώ να
εκμεταλλεύωμαι την μετά του πλούτου συνδεομένην εξουσίαν ή την δυνατότητα
υλοποιήσεως τινών εκ των ιδεών μου ή ικανοποιήσεως των αισθητικών ή
συναισθηματικών επιθυμιών, η ψυχή μου δεν δύναται να αναχθή προς τον Θεόν, ως
εγνωρίσαμεν Αυτόν δια του Χριστού. Εάν απέλθω εις την έρημον απαρνησάμενος τα
υπάρχοντα μου, και εκεί η αντίστασις πασών των κοσμικών ενεργειών παραλύει την προσευχήν
μου. Και ούτω καθ’ εξής άνευ τέλους.
Η αληθής προσευχή προς τον αληθινόν Θεόν είναι κοινωνία μετά του Πνεύματος του Θεού, το Οποίον προσεύχεται
εν ημίν. Τούτο δίδει εις ημάς να γνωρίσωμεν τον Θεόν· οδηγεί το πνεύμα ημών εις
κατάστασιν θεωρίας της αιωνιότητος. Η πράξις της προσευχής ως Άνωθεν καταβαίνουσα
χάρις υπερέχει της γηΐνης φύσεως ημών, και εξ αιτίας τούτου το φθαρτόν σώμα, ανίκανον
δια την ανάβασιν εις την σφαίραν του Πνεύματος, ανθίσταται εις αυτήν· η διάνοια
ανίσχυρος να περιλάβη την απειρότητα, εναντιούται, σαλεύεται υπό των αμφιβολιών,
απωθούσα παν ό,τι υπερβαίνει την αντίληψιν αυτής. Εις την προσευχήν αντιπαρατίθεται
το κοινωνικόν περιβάλλον, εν τω οποίω διάγομεν και το οποίον ρυθμίζει την ζωήν
αυτού συμφώνως προς άλλους σκοπούς εκ διαμέτρου αντιθέτους προς την προσευχήν.
Την προσευχήν δεν υπομένουν τα ενάντια πνεύματα. Μόνον όμως η προσευχή ανακαλεί
τον κτιστόν κόσμον εκ της πτώσεως αυτού, υπερνικώσα την εν αυτώ μονοτονίαν και
αδράνειαν δια της μεγάλης εντάσεως του πνεύματος ημών εν τη τηρήσει των εντολών
του Χριστού.
[//20] Κοπιώδης είναι ο αγών δια την προσευχήν. Εναλλάσσονται αι καταστάσεις του
πνεύματος ημών: Ενίοτε η προσευχή ρέει εν ημίν ως ισχυρόν ποταμός, άλλοτε δε η
καρδία αποβαίνει απεξηραμμένη. Ας είναι όμως πάσα ύφεσις της ευχητικής δυνάμεως
κατά το δυνατόν βραχεία. Προσευχή σημαίνει πολλάκις να ομολογώμεν εις τον Θεόν
την αθλίαν ημών κατάστασιν: αδυναμίαν, ακηδίαν, αμφιβολίας, φόβους, λύπην, απόγνωσιν,
εν ενί λόγω, παν ό,τι συνδέεται μετά των συνθηκών της υπάρξεως ημών. Να ομολογώμεν
μη επιζητούντες καλλιεπείς εκφράσεις, ουδέ εισέτι λογικόν ειρμόν … Συχνάκις ο τρόπος ούτος στροφής προς τον Θεόν αποβαίνει η αρχή της
προσευχής‐διαλόγου.
Ενίοτε θα είμεθα επί
των κυμάτων της Θείας Αγάπης, την οποίαν κατ’ αφελή τρόπον θα εκλάβωμεν μονομερώς
ως ημετέραν προς Αυτόν αγάπην. Ούτω συνέβαινεν
εις εμέ: Δεν ετόλμων να διανοηθώ ότι ήτο δυνατόν ο απείρως μέγας Δημιουργός του
παντός να επιβλέψη επ’ εμέ τον μηδαμινόν
και αχρείον. Και έλεγον:
«Ω, εάν ήτο δυνατόν Συ να αγαπάς εμέ τοσούτον, όσον
εγώ Σε αγαπώ … Βλέπεις άρα γε, πόσον η καρδία μου Σε
διψά ημέρας και νυκτός; Κλίνον προς με·
επίφανον το πρόσωπον Σου επ’ εμέ· ποίησον με τοιούτον, ως Συ θέλεις
να βλέπης τους κτισθέντας
υπό Σου· τοιούτον, ως Συ,
Πανάγιε, δύνασαι να δέχησαι και να αγαπάς …»
Δεν εγνώριζον τί έλεγον (βλ. Λουκ. 9,33)· δεν ετόλμων να σκεφθώ ότι Αυτός ο Ίδιος προσεύχεται εν εμοί.
Η θεωρία της αγιότητος και ταπεινώσεως του Θεού πλήττει την ψυχήν, και αύτη
μετά μεγάλης ευλαβείας [//21] εσωτερικώς προσκυνεί Αυτόν εν αγάπη. Την τοιαύτην
προσευχήν διαδέχεται ενίοτε η όρασις του ακτίστου Φωτός.
Ίνα αναγνωρίσωμεν τας
εκ του Θεού προερχόμενας δωρεάς, Ούτος, μετά την επίσκεψιν, εγκαταλείπει ημάς
προς καιρόν. Παράδοξον εντύπωσιν προξενεί η Θεοεγκατάληψις.
Εν τη νεότητί μου υπήρξα ζωγράφος (φοβούμαι ότι και μέχρι του νυν ούτος δεν απέθανεν
εντελώς εν εμοί). Το φυσικόν χάρισμα τούτο έμεινεν εντός μου. Ήτο δυνατόν να
εξαντλούμαι να μη έχω δυνάμεις προς εργασίαν,
ούτε έμπνευσιν· εγνώριζον όμως ότι το δώρον τούτο είναι φύσις μου. Όταν όμως ο Θεός εγκαταλείπει ημάς, τότε λαμβάνομεν αίσθησιν κενού τινος εν
αυτώ τούτω τω είναι· και δεν γνωρίζει η
ψυχή εάν ποτε θα επιστρέψη ο Απελθών. Ούτος
απεκρύβη, εγώ δ’ εγκατελείφθην κενός· και ζω το φοβερόν τούτο κενόν ως θάνατον.
΄Δια της ελεύσεως Αυτού εις εμέ εφανερώθη τι το θαυμαστόν, ηδύ εις την καρδίαν,
υπερέχον και την πλέον τολμηράν φαντασίαν. Και ιδού ευρίσκομαι εκ νέου εις εκείνην
την κατάστασιν, ήτις πρότερον εφαίνετο εις εμέ φυσική, ικανοποιητική, νυν δε
προξενεί φρίκην: Εμφανίζεται καθ’ υπερβολήν ζωώδης‐ κτηνώδης … Εισήχθην εις τον οίκον του μεγάλου Βασιλέως· εγνώρισα ότι είμαι συγγενής Αυτού, αλλ’ ιδού πάλιν δεν είμαι
πλέον ει μη ανέστιος επαίτης.
Δια της εναλλαγής των καταστάσεων θα γνωρίσωμεν την διαφοράν μεταξύ των
φυσικών χαρισμάτων και εκείνων τα οποία κατέρχονται ως Άνωθεν ευλογία. Δια της
προσευχής της μετανοίας ηξιώθην της πρώτης επισκέψεως, αλλά και δια προσευχής,
πλέον όμως ενθέρμου, ελπίζω [//22] να επανέλθη Ούτος. Και όντως, Ούτος έρχεται. Συχνάκις,
και μάλιστα συνήθως, μεταβάλλει Ούτος τον τρόπον της ελεύσεως Αυτού. Ούτως
ακαταπαύστως εμπλουτίζομαι υπό των επισκέψεων τούτων επί του επιπέδου του Πνεύματος:
Άλλοτε εν παθήμασιν, άλλοτε εν χαρά, εγώ όμως αυξάνω. Αυξάνει η ικανότης μου να
παραμένω επί μακρότερον χρονικόν διάστημα εν τη πρότερον αγνώστω σφαίρα.
Κράττει στερρώς τον νουν εν τω Θεώ και θα έλθη στιγμή κατά την οποίαν ο αθάνατον
Πνεύμα θα εγγίση την καρδίαν. Ώ, η επαφή αύτη του Αγίου
των Αγίων! Είναι αδύνατον να συγκριθή μεθ’ οιουδήποτε άλλου: Αρπάζει το πνεύμα
ημών εις τον χώρον του ακτίστου Είναι· τιτρώσκει την καρδίαν δι’ αγάπης, διαφόρου
εκείνης, ήτις συνήθως εννοείται υπό την λέξιν ταύτην. Το Φως της αγάπης ταύτης εκχέεται προς πάσαν την
κτίσιν, προς όλον τον κόσμον των ανθρώπων, εν τη μακροχρονίω αυτού εμφανίσει. Η
αγάπη αύτη γίνεται αισθητή υπό της φυσικής καρδίας, αλλά κατά το είδος αυτής είναι
πνευματική, άκτιστος, ως παρά του Θεού εκπηγάζουσα.
Το ζωοποιόν Πνεύμα του Θεού επισκέπτεται ημάς, όταν ημείς διαμένωμεν εν
καταστάσει ταπεινού ανοίγματος προς Αυτόν. Δεν παραβιάζει την ελευθερίαν ημών·
περιβάλλει ημάς τοσούτον ιλαρώς, ώστε δυνάμεθα και να μη παρατηρήσωμεν Αυτό
παραχρήμα. Δεν πρέπει να αναμένωμεν ότι ο Θεός θα
εισβάλη εντός ημών δια της βίας, άνευ της ημετέρας
συγκαταθέσεως. Ώ, ουχί: Σέβεται τον άνθρωπον, ταπεινούται ενώπιον αυτού: Η αγάπη
Αυτού είναι ταπεινή· αγαπά ουχί αφ’ υψηλού, αλλ’ ως στοργική μήτηρ το εαυτής πάσχον
βρέφος. Όταν ανοίγωμεν εις [//23] Αυτό την καρδίαν ημών, τότε επικρατεί το δυνατόν αίσθημα
ότι Τούτο είναι «οικείον» και η ψυχή προσπίπτει μετά θαυμασμού ενώπιον Αυτού εν
ταπεινή αγάπη.