Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938)




Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938) λυπόταν μέχρι δακρύων για μια μύγα που πάτησε, για τις νυχτερίδες που ζεμάτισε, για ένα φίδι που σφάδαζε κομματιασμένο στον δρόμο. [Βλ. Α ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ ο υ Σ ω φ ρ ο ν ί ο υ (Σ α χ ά ρ ω φ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1999 (8η έκδοση), σ. 582. Πρβλ. στο ίδιο βιβλίο, το Κεφάλαιο «Σκέψεις του Γέροντος περί των φυτών και των ζώων», σ. 116-119.] Για τα φυτά επίσης θεωρούσε αδιανόητη κάθε τραχύτητα, η οποία θα τούς προξενούσε την οποιαδήποτε βλάβη, ούτως ώστε ακόμη και τα χόρτα στα μονοπάτια ή τα φύλλα των δέντρων απέφευγε «άνευ ανάγκης» να κόβει, διότι, όπως έλεγε, «η καρδία, ήτις έμαθε να αγαπά, λυπείται και το φύλλον και πάσαν την κτίσιν», χωρίς όμως ποτέ να φθάνει σε «προσκόληση» για τα πράγματα ετούτα της Κτίσης.

Οι τελευταίες μέρες του Γέροντος Σωφρονίου του Αγιορείτου, της Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, (+11 Ιουλίου 1993)

Τέσσερις μέρες πριν πεθάνει έκλεισε τα μάτια του και δεν ήθελε να μας μιλήσει περαιτέρω. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό κι όχι θλιμμένο, αλλά γεμάτο ένταση. Είχε την ίδια έκφραση, όπως όταν θα τελούσε τη λειτουργία. Δεν άνοιγε τα μάτια του, ούτε πρόφερε λέξεις αλλά σήκωνε το χέρι του ευλογώντας μας. Μας ευλογούσε χωρίς λόγια κι εγώ κατάλαβαινα ότι θα έφευγε. Έτσι δεν ήθελα να τον απασχολώ. Προηγουμένως συνήθιζα να προσεύχομαι ώστε ο Θεός να επεκτείνει το γήρας του, όπως λέμε στη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου «το γήρας περικράτησον». Αλλά κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών είδα ότι έφευγε κι έτσι άρχισα να λέγω: «Κύριε δώρισε στο δούλο σου πλουσίαν είσοδον στη βασιλεία σου». Προσευχόμουν χρησιμοποιώντας τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, όπως διαβάζουμε στη Β’ Επιστολή του (Β’ Πέτρου α’ 11).

Έτσι έλεγα επιμόνως :«Θεέ μου, δώρισε πλουσίαν είσοδον στο δούλο σου και τοποθέτησε την ψυχή του μαζί με τους Πατέρες του» και ονόμαζα όλους τους συντρόφους του ασκητές πού ήξερα ότι είχε στο Αγιον Όρος, αρχίζοντας από τον Άγιο Σιλουανό και μετά όλους τους άλλους.
Την τελευταία μέρα πήγα να τον δω στις έξι το πρωΐ. Ηταν Κυριακή και τελούσα την πρωϊνή λειτουργία, ενώ ο πάτερ Κύριλλος μαζί με τους άλλους ιερείς θα τελούσαν τη δεύτερη. Αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο να μας αφήσει τη μέρα εκείνη. Πήγα και άρχισα την Πρόθεση. Οι Ώρες άρχισαν στις εφτά και μετά ακολούθησε η λειτουργία. Είπα μόνο τις ευχές της Αναφοράς, διότι στο μοναστήρι μας έχουμε τη συνήθεια να τις διαβάζουμε εκφώνως. Για τις υπόλοιπες η προσευχή μου ήταν συνεχώς: «Κόριε, δώρισε πλουσίαν είσοδο στη βασιλεία σου στο δούλο σου». Η λειτουργία εκείνη ήταν διαφορετική απ΄όλες τις άλλες. Τη στιγμή που είπα «Τα άγια τοις αγίοις» ο πάτερ Κύριλλος εισήλθε το ιερό. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο, άρχισε να κλαίει κι εννόησα ότι ο πάτερ Σωφρόνιος είχε φύγει. Ρωτώντας ποιά ώρα είχε αναχωρήσει ήξερα ότι ήταν η ώρα πού διάβαζα το ευαγγέλιο. Πήγα παράμερα, διότι ο πάτερ Κύριλλος ήθελε να μιλήσει μαζί μου και μου είπε: «Μετάδωσε την Κοινωνία στους πιστούς και μετά ανακοίνωσε την αναχώρηση του πατρός Σωφρονίου και κάνε το πρώτο Τρισάγιο θα κάνω το ίδιο στη δεύτερη λειτουργία». Έτσι διαμοίρασα τον Αμνό και μετάλαβα· μετέδωσα στους πιστούς τη Θεία Κοινωνία και τελείωσα τη Θεία Λειτουργία. Δεν γνωρίζω πώς τα κατάφερα. Μετά βγήκα έξω και είπα στον κόσμο: «Αγαπητοί μου αδελφοί, ο Χριστός ο Θεός μας είναι το σημείο του Θεού για όλες τις γενεές αυτής της εποχής, διότι στα λόγια του βρίσκουμε τη σωτηρία και τη λύση κάθε ανθρώπινου προβλήματος. Και τώρα πρέπει να κάνουμε όπως μας διδάσκει η λειτουργία, δηλαδή να ευχαριστήσουμε, να ικετεύσουμε, να παρακαλέσουμε. Έτσι ας ευχαριστήσουμε το Θεό πού μας έχει δώσει τέτοιο πατέρα κι ας προσευχηθούμε για την ανάπαυση της ψυχής του». «Ευλογητός ο Θεός ήμων…», κι άρχισα το Τρισάγιο. Τον βάλαμε στην εκκλησία για τέσσερις μέρες, διότι η Κρύπτη δεν ήταν ακόμη τελειωμένη κι ο τάφος δεν είχε ακόμην κτισθεί. Τον αφήσαμε ακάλυπτο στην εκκλησία για τέσσερι μέρες και συνεχώς διαβάζαμε τα άγια Ευαγγέλια από την αρχή ως το τέλος, ξανά και ξανά, όπως είναι το έθος για ιερείς. Διαβάζαμε τα άγια εϋαγγέλία και διαβάζαμε Τρισάγια καιι άλλες προσευχές. Είχαμε τις ακολουθίες, τη λειτουργία αυτός ήταν εκεί, στη μέση της εκκλησίας για τέσσερεις μέρες Ήταν σαν Πάσχα, ήταν τέτοια όμορφη κι ευλογημένη ατμόσφαιρα! Κανένας δεν έδειξε οποιανδήποτε υστερία, καθένας προσευχόταν με έμπνευση. Είχα ένα φίλο αρχιμανδρίτη πού συνήθιζε να έρχεται στο Μοναστήρι κάθε χρόνο και να περνά λίγες εβδομάδες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τον πατέρα Ιερόθεο Βλάχο, ο οποίος έγραψε το βιβλίο «Μια βραδιά στην έρημο του Αγίου Όρους». Τώρα είναι μητροπολίτης Ναυπάκτου. Έφτασε μόλις έμαθε ότι ο πάτερ Σωφρόνιος πέθανε. Αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα και μου είπε: «Αν ο πάτερ Σωφρόνιος δεν είναι άγιος, τότε δεν υπάρχουν άγιοι». Έτυχε να έχουμε μερικούς μοναχούς από το Άγιον Όρος, οι οποίοι ήρθαν για να δουν τον πάτερ Σωφρόνιο, μα δεν τον βρήκαν ζωντανό. Ο πάτερ Τύχων από τη Σιμωνόπετρα ήταν ένας από αυτούς. Κάθε φορά πού έρχονταν Έλληνες στην Αγγλία για ιατρικούς λόγους είχαν την συνήθεια να έρχονται στο Μοναστήρι για να τους διαβαστεΐ μια προσευχή από τον πάτερ Σωφρόνιο, διότι πολλοί είχαν θεραπευθεί. Την τρίτη ή την τέταρτη μέρα μετά το θάνατο του πάτερ Σωφρονίου ήρθε μια οικογένεια με ένα παιδί δεκατριών χρονών. Είχε όγκο στον εγκέφαλο κι η εγχείρηση του ήταν καθορισμένη για την επόμενη μέρα. Ο πάτερ Τύχων ο Σιμωνοπετρίτης ήλθε και μου είπε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ λυπημένοι ήρθαν και δεν βρήκαν τον πάτερ Σωφρόνιο. Γιατί δεν διαβάζεις μερικές προσευχές για το παιδί»; Του είπα: «ας πάμε μαζί. Έλα και κάνε μου τον αναγνώστη. Θα διαβάσουμε μερικές προσευχές στο άλλο παρεκκλήσι». Πήγαμε και διαβάσαμε τις προσευχές για το παιδί και στο τέλος ο πάτερ Τύχων είπε: «Ξέρεις, γιατί δεν περνάτε το παιδί κάτω από το φέρετρο του πάτερ Σωφρονίου; Θα θεραπευθεί. Χάνουμε το χρόνο μας διαβάζοντας προσευχές». Του απάντησα ότι δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, διότι ο κόσμος μπορούσε να πει ότι μόλις έχει πεθάνει και ήδη προσπαθούμε να προωθήσουμε την αγιοποίηση του. «Να το κάνεις εσύ», του είπα. «Είσαι Αγιορείτης μοναχός. Δεν θα πει κανένας τίποτε». Πήρε το αγόρι από το χέρι και το πέρασε κάτω από το φέρετρο. Την επομένη έκαναν εγχείρηση στο παιδί και δεν βρήκαν τίποτε. Έκλεισαν το κρανίο και είπαν: «Λανθασμένη διάγνωση. Θα ήταν πιθανώς φλόγωση». Έτυχε το παιδί να συνοδεύεται από ένα γιατρό από την Ελλάδα, πού είχε τις πλάκες ακτίνων Χ πού έδειχναν τον όγκο, πού τους είπε: «Ξέρετε καλά τί σημαίνει αυτή η “λανθασμένη διάγνωση”». Το παιδί μεγάλωσε. Τώρα είναι 27 χρονών και είναι πολύ καλά.

Αρχ. Ζαχαρίας – Μετάφραση Θ. Κυριάκου.
Πηγή: Οι τελευταίες μέρες του Γέροντος Σωφρονίου (+11 Ιουλίου 1993), Περιοδικό «Παρά την Λίμνην», Μηνιαία έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου, περίοδος β΄, έτος ιη΄, αρ. 7, Ιούλιος 2008

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμὸς







Γέροντος Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ


Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακρίνεται ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ἐκκλησίες σὲ τρία ἐπίπεδα, γιατί:
α) μόνη αὐτὴ ἀληθεύει πλήρως στὴν Θεολογία της
β) μόνη αὐτὴ γνωρίζει τὸ μυστήριο τῆς χάριτος, τῆς ἁγίας ζωῆς καὶ διαφυλάσσει στὴν πληρότητα τὴ θεία χάρη
γ) εἶναι ἡ ἀρχαιότερη, ἡ θεμελιώδης, ἡ βασική, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποσχίσθησαν κατὰ καιροὺς μεγαλύτερα ἢ μικρότερα τμήματα.
Μιὰ σημαντικὴ μερίδα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου κλίνει σήμερα νὰ ἀποδεχθεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπικίνδυνες αἱρέσεις (ενν. τὸν οἰκουμενισμὸ) ὅτι δῆθεν πολλές... από τίς εκκλησίες πού αποκαλούνται χριστιανικές, έχουν ίση χάρη, καί γι' αυτό οφείλει νά επέλθει η ένωση τών εκκλησιών μέ βάση κάποιον κοινό παρονομαστή...σέ μιά παγκόσμια καί αποστολική εκκλησία!

Πώς ο γέροντας Σωφρόνιος έμαθε Ελληνικά



Εν Πνεύματι υπακοή στον Πνευματικό

 Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ 
Τον πέμπτον χρόνον της μοναστηριακής μου ζωής ο ηγούμενος της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, Αρχιμανδρίτης Μισαήλ, εκάλεσεν εμέ και ανέθεσεν εις εμέ ως διακόνημα την εκμάθησιν της Ελληνικής γλώσσης, διότι η Μονή είχεν ανάγκην μοναχών οίτινες θα εγνώριζον την τοπικήν γλώσσαν, και διότι αύτη ήτο απαραίτητος εις όλας τας σχέσεις της Μονής μετά του έξω κόσμου, του πνευματικού και του πολιτικού.

Έβαλον την καθιερωμένην κατά την παράδοσιν μετάνοιαν, όπως λάβω την ευλογίαν δια το επικείμενον διακόνημα. Και ότε ήμην ήδη σχεδόν εις την έξοδον του ηγουμενείου, εκάλεσεν εμέ και είπε: «Πάτερ Σωφρόνιε ο Θεός δύο φοράς δεν κρίνει. Εάν εκπληρώσητε την υπ’ εμού ανατεθείσαν εις υμάς υπακοήν, τότε εγώ θα είμαι υπεύθυνος ενώπιον του Θεού, υμείς δε δύνασθε να παραμένητε εν ειρήνη». Ωμίλησεν ούτος κλίνας την κεφαλήν επί το στήθος, ως τούτο συνηθίζεται κατά την προσευχήν. Εις την φωνήν αυτού διεκρίνετο η σοβαρότης, την οποίαν ούτος προσέδιδεν εις τον λόγον αυτού.

Μετέβην πάραυτα προς την βιβλιοθήκην, ίνα λάβω τα αναγκαία βιβλία δια την εκμάθησιν της Ελληνικής γλώσσης, και επέστρεψα κατόπιν εις το κελλίον μου. Ανοίξας την Γραμματικήν της Αττικής διαλέκτου συνεκέντρωσα, ως ήτο εύλογον, την προσοχήν μου εις τα αναγινωσκόμενα. Και τι λοιπόν συνέβη; Ησθάνθην κατά τρόπον φυσικόν ως να εξήλθεν ο νους μου εκ της καρδίας, να ανέβη έως του μετωπικού μέρους του κρανίου και να εκινήθη περαιτέρω προς την κατεύθυνσιν του βιβλίου. Κατ’ εκείνην την στιγμήν εγένετο εις εμέ εμφανές ότι ο νους μου παρέμενε μονίμως ημέρας και νυκτός εν τη καρδία μου κατά την διάρκειαν των επτά ετών προσευχής μετανοίας.