Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), «Πιστοί στη διαθήκη της αγάπης» (βιβλιοπαρουσίαση)

 Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Πιστοί στη διαθήκη της αγάπης, Ιερά Σταυποπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2012. σσ. 528.
 Στην πάντοτε προσεγμένη σειρά των εκδόσεων της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, προστέθηκε ένα ακόμα εξαίρετο βιβλίο, εμπνευσμένο από τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο και γραμμένο από το αγαπητό πνευματικό τέκνο και συνεχιστή του έργου του αρχιμανδρίτη Ζαχαρία. Το βιβλίο αυτό σκιαγραφεί τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής με βάση την θεολογία του Γέροντα Σωφρονίου.
Εισαγωγικά παρουσιάζεται με αριστουργηματικό τρόπο ο χαρακτήρας και η εξελεκτική πορεία της πίστεως. Η εισαγωγική πίστη δεν γεννιέται από φόβο, αλλά προηγείται του φόβου και γεννά ακολούθως τον ευεργετικό φόβο του Θεού που αιχμαλωτίζει την καρδιά του ανθρώπου. Επισημαίνονται λανθασμένα είδη πίστεως και «ένα δαιμονικό είδος της, που δεν οδηγεί στη σωτηρία, διότι δεν περιέχει αγάπη• είναι σκέτη πεποίθηση -ψυχρή, διανοητική και νεκρή» (σ. 17). Ο δεύτερος βαθμός πίστεως, που συνδέεται με την χαρισματική απόγνωση, είναι αυτός που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ελπίδα παρ’ ελπίδα». Τέτοια ήταν η πίστη του Αβραάμ. Πρόκειται για την πίστη που μεταφέρει τον άνθρωπο «από την όχθη της κτιστής πραγματικότητας στην όχθη της άκτιστης, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου» (σ. 30). Ο τρίτος τέλος βαθμός πίστεως είναι εκείνος που δεν αφήνει περιθώριο και για το πιο ελάχιστο ίχνος αμφιβολίας. Τέτοια είναι η πιστότητα του δικαίου.
Παραμερίζοντας ακολούθως τις γνωστές διακρίσεις των σταδίων της πνευματικής ζωής, που συχνά παρουσιάζονται σε βιβλία ορθόδοξης «πνευματικότητας» (κάθαρση, φωτισμός, θέωση), παρατηρεί ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν απρόθυμος στην διατύπωση γενικεύσεων και παρομοίαζε την πνευματική ζωή με σφαίρα• οποιοδήποτε σημείο της αγγίξουμε, μας φέρνει σε επαφή με το όλο. Κάθε φορά που ο Θεός αγγίζει την καρδιά μας, κατεργάζεται μέσα μας κάθαρση, φωτισμό και θέωση από την αρχή της ζωής μας κοντά του. Η οδός κάθε ανθρώπου προς τον Θεό και η σχέση του μαζί του είναι κάτι μοναδικό. Έτσι και η αρχική ακόμα χάρη που λαμβάνει κάποιος, μπορεί να φθάνει το μέτρο των τελείων. Έχοντας όμως παρατηρήσει ότι μερικά φαινόμενα επαναλαμβάνονται διαχρονικά στην ζωή των ανθρώπων, κατέληξε στην θεώρηση της πνευματικής ζωής στα ακόλουθα τρία στάδια: α) Στην επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος, κατά την οποία ο άνθρωπος συνάπτει διαθήκη με τον Θεό, β) στον μακροχρόνιο και σκληρό αγώνα που διέρχεται ο άνθρωπος, όταν ο Θεός αποσύρει την χάρη του και γ) στην μόνιμη ανάκτηση της χάριτος. Η έμφαση βέβαια βρίσκεται στο δεύτερο στάδιο, ενώ ο ίδιος είχε ζήσει όλα τα στάδια αυτά, και γι’αυτό ήταν σε θέση να αναγνωρίζει καθένα και να προσφέρει βοήθεια σε όσους κατέφευγαν σε αυτόν.
Το εισαγωγικό μέρος του βιβλίου τελειώνει με την παράγραφο «Μετά τον συσσεισμό, το Πνεύμα της αληθείας» (σ. 57-77). Η συντριβή, παρατηρεί ο συγγραφέας, είναι ο πρόδρομος της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Η συντριβή αυτή ταπεινώνει την καρδιά του ανθρώπου, και η ταπείνωση την διευρύνει, ώστε να μπορεί να δεχθεί το Πνεύμα το Άγιο. Το «πολυτελές και εύθραυστο χάρισμα του ταπεινού Αγίου Πνεύματος» χρειάζεται την ορθή ανταπόκριση του ευεργετημένου ανθρώπου. Αν αυτός προβεί σε επίδειξή του κινούμενος από υπερηφάνεια, θα το χάσει, αλλά και θα προκαλέσει τους άλλους. Γι’αυτό οι μοναχοί αγωνίζονται να κρύψουν οποιοδήποτε δώρημα της χάριτος και να μη φανερώσουν την εσωτερική τους κατάσταση.
Το κύριο μέρος του βιβλίου διαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στο πρώτο στάδιο της πνεύματικής ζωής με επιγραφή το βιβλικό κείμενο «Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α’ Ιω. 4,19). Τό δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο με τις επίσης βιβλικές επιγραφές «Ο Κύριος της δόξης εβρόντησε» ( Ψαλμ. 21,3) και « Άπαντα κατεργασάμενοι στήναι» (Εφεσ. 6,13) αντίστοιχα, αναφέρονται στο δεύτερο στάδιο. Τέλος στο τρίτο στάδιο αναφέρεται το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου με την επιγραφή «Εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» ( Ψαλμ. 2,4).
Όσο βαθιά και αν έχει διαφθαρεί η καρδιά μας από την αμαρτία, παρατηρεί ο συγγραφέας, έρχεται ώρα που σαν τον Ζακχαίο φλεγόμαστε από τον πόθο να γνωρίσουμε τον Κύριο, να μάθουμε ποιός ακριβώς είναι. Η θεωρία του προσώπου του Κυρίου είναι το «εν ου εστι χρεία». Στο τέλος της πρώτης ενότητας του πρώτου κεφλαίου, όπως και αρκετών άλλων ενοτήτων του βιβλίου, παρατίθενται ερωταποκρίσεις που διευκρινίζουν και αναλύουν πτυχές του προηγηθέντος θέματος.
Εύστοχα τονίζεται ότι η θεολογία είναι σαν τις εμπειρικές επιστήμες. Πειραματιζόμαστε και μαθαίνουμε για τον Θεό και τις οδούς του. Θέτουμε την αλήθεια του Θεού υπό δοκιμασίαν, διατυπώνοντας ως υπόθεση τις εντολές του Χριστού. Έτσι π.χ. στην περίπτωση του μακαρισμού των πενθούντων («Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται») ως υπόθεση τίθεται το ότι, αν πενθούμε, θα λάβουμε παράκληση από τον Θεό. Αυτό μπορεί να βιωθεί εμπειρικά. Το μόνο που χρειάζεται είναι να θελήσει ο άνθρωπος να εκτελέσει το πείραμα (σ. 106-107).
Κάθε συνάντηση με τον Θεό αποτελεί έκπληξη. Από τα παραδείγματα του Ζακχαίου, του Ναθαναήλ και της Σαμαρείτιδας διαπιστώνεται η δυνατότητα της συναντήσεως με τον Θεό οπουδήποτε και σε οποιαδήποτε στιγμή της ανθρώπινης ζωής. Η επίσκεψη της χάριτος αποτελεί το προοίμιο μιας προσωπικής συμφωνίας με τον Θεό, που επικυρώνεται στο Βάπτισμα η στην μοναχική κουρά. Το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής είναι μία δυναμική περίοδος μεγάλου πνευματικού πλουτισμού, που εμπνέει ορισμένους να εγκαταλείψουν τον κόσμο και να ακολουθήσουν την μοναχική ζωή. Όταν συμβεί αυτό, η νίκη επάνω στον κόσμο κατορθώνεται κατά το ήμισυ. Με την αναχώρηση από τον κόσμο γίνεται η σταύρωση του κόσμου. Υπολείπεται όμως να γίνει και το δεύτερο ήμισυ, η σταύρωση δηλαδή του ανθρώπου για τον κόσμο, που απαιτεί τιτάνιο αγώνα. Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται από την υποστολή της χάριτος, οπότε ο άνθρωπος καλείται να αποδείξει ότι είναι αληθινά τέκνο του Θεού. Όπως επισήμαινε ο Γέροντας Σωφρόνιος, παρατηρεί ο συγγραφέας, «δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντικότητα στον άνθρωπο που δεν διδάχθηκε από τον Θεό και δεν βίωσε την άρση της χάριτος. Η έλλειψη της εμπειρίας αυτής τον καθιστά ατελή και τον αποκλείει από το σύνολο των πιστών» (σ. 197).
Σε γενικές γραμμές, παρατηρεί ο συγγραφέας, το δεύτερο στάδιο της πνευματικής ζωής αποτελεί περίοδο σταυρώσεως σε δύο είδη σταυρών• έναν ορατό και έναν αόρατο. Σημειώνει μάλιστα ότι και η προσεκτικότερη εξέταση των Μακαρισμών φανερώνει ότι αυτοί «ξεκινούν από τον αόρατο σταυρό, δηλαδή την πνευματική πτωχεία, για να καταλήξουν στον ορατό σταυρό της διώξεως η του μαρτυρίου» (σ. 258). Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται από τον συγγραφέα στην εύρεση της «βαθειάς καρδιάς». Αν δεν αγωνιστούμε φιλότιμα, γράφει, να ζούμε μέσα στην καρδιά μας, θα μείνουμε τυφλοί, υποχείριοι στα ατιθάσευτα πάθη μας. Οι ροπές της καρδιάς και της διάνοιάς μας ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας και αμαρτάνουμε είτε το επιθυμούμε είτε όχι. Έχουμε χρέος να διατηρούμε και να καλλιεργούμε το έδαφος της καρδιάς μας, γιατί ο κρυπτός της καρδιάς άνθρωπος είναι «πολυτελής» ενώπιον του Θεού (σ. 347).
Παρουσιάζοντας το τρίτο στάδιο της πνευματικής ζωής ο συγγραφέας σημειώνει ότι συγκρινόμενο με το πρώτο είναι κατά πολύ πλουσιότερο και ότι η χάρη του Θεού ενοικεί πλέον στον άνθρωπο μόνιμα και σταθερά. Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται ακόμα από την σταθερότητα μιας βαθύτερης αγάπης. Αναλύοντας ακολούθως την έννοια της ευαγγελικής αγάπης παρατηρεί ότι αυτή οδηγεί σε πολύ υψηλότερα από τα συνήθη μέτρα και η εκπλήρωσή της καθιστά τους ανθρώπους όμοιους προς τον Θεό. Όποιος φτάνει στο μέτρο της αγάπης προς τους εχθρούς, αυτός νικά τον θάνατο. Η αγάπη αυτή είναι η «αφροσύνη» της χριστιανικής πίστεως και «η μωρία του σταυρού» (σ. 481).
Η τελευταία παράγραφος του τρίτου σταδίου, με την οποία κλείνει και το βιλίο, αναφέρεται στην «χαρισματική ταπείνωση». Οι Πατέρες της Εκκλησίας περιγράφουν πολλά είδη ταπεινώσεως. Ο συγγραφέας τυποποιεί τρία είδη• α) την ψυχολογική ταπείνωση, κατά την οποία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την αμαρτωλότητά του και αισθάνεται την ανάγκη της θεραπείας, β) την ασκητική ταπείνωση, κατά την οποία θεωρεί τον εαυτό του χειρότερο από όλους, και γ) την απόλυτη η τέλεια ταπείνωση, την οποία ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αποκαλεί «ταπείνωση του Χριστού». Ο άγιος Σιλουανός έθεσε ως στόχο της ζωής του την ταπείνωση και αξιολογούσε τον εαυτό του με βάση την τελειότητα της ταπεινώσεως (σ. 507). Η ταπείνωση αυτή, που έχει χαρισματικό χαρακτήρα, ελευθερώνει την καρδιά του ανθρώπου από το φορτίο των προσκολλήσεών της και την οδηγεί στην θεία παγκοσμιότητα. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται πίνακας αγιογραφικών χωρίων.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Τήρηση του νου (Διδαχές από τον Άθωνα)

Τήρηση του νου (Διδαχές από τον Άθωνα)

Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός (+2009)
Το πάν στον μοναχό είναι η τήρηση του νου. Από εκεί γίνονται όλα. Γι αυτό και επιβάλλεται ο μοναχός να έχει αυστηρή προσήλωση, τήρηση και στροφή προς τον νου του. Να τον ελέγχει, γιατί από εκεί ξεκινούν όλα τα καλά και από εκεί μπαίνει φραγμός όλων των κακών. Η χρήση και παράχρηση των νοημάτων, γεννά όλα τα υπόλοιπα. Εάν κάποιος κάνη καλή κρίση των νοημάτων, οπωσδήποτε θα κάνη και καλή χρήση των πραγμάτων αλλιώς θα συμβαίνει το αντίθετο. Γι αυτό να στρέψετε όλο σας το ενδιαφέρον στην προσοχή του νου. Ένας άριστος τρόπος τηρήσεως του νου είναι η συνεχής μνήμη του Θεού. Εάν η προσοχή στραφεί εις αυτόν τον στόχο, τότε ο άνθρωπος αμέσως ευρισκόμενος στην μνήμη του Θεού, δεν αμαρτάνει.
Ο άνθρωπος «κατ εικόνα και ομοίωση Θεού» πλασμένος, σπανίως γίνεται κακοήθης εκ προθέσεως. Και αυτοί ακόμα οι απολύτως διεφθαρμένοι, πού δεν ημπορούν να αντισταθούν στα πάθη τους και συνεχώς παρασύρονται και αμαρτάνουν ημπορούμε να πούμε ότι δεν αμαρτάνουν πάντοτε εκ προθέσεως, αλλά πολλές φορές εξ αδυναμίας. Εκ προθέσεως ο υγιής άνθρωπος δεν γίνεται κακοήθης· και το ότι παρασύρεται, οφείλεται στο ότι σιγά-σιγά έφυγε ο νους από τον στόχο και έγινε θύμα της πονηρίας του σατανά και της εμπαθούς καταστάσεως του παλαιού ανθρώπου.
Μη δυνάμενος λοιπόν να έχει σωστή σκέψη, σωστή όραση για να διακρίνει τα πράγματα, αποπλανάται από ακατονόμαστες προφάσεις και προτιμά τα κακά αντί των αγαθών. Όταν όμως ο νους ευρίσκεται στην θέση του και γνωρίζει καλά την αποστολή του και συναισθάνεται την παρουσία του Θεού – γιατί «εκ δεξιών ημών εστίν, ίνα μη σαλευθώμεν» – δεν κινείται προς το κακό» αλλά το αποστρέφεται.
Ιδίως εμείς οι μοναχοί, οι οποίοι έχομε ιδιαιτέραν κλήση και εγκαταλείψαμε τον κόσμο και είμεθα αυτοεξόριστοι, εάν αυτό έχουμε υπ όψη μας, ήδη πρέπει να είμεθα πεπεισμένοι για την επιτυχία μας. Αν ο νους ευρίσκεται στην θέση του, δεν θα πλανηθεί ποτέ. Γιατί η αμαρτία είναι άλογος, δεν ημπορεί να πείσει, μόνο απατά. Είναι δυνατό να απατήσει ανθρώπους πού η γνώσι τους έχει αμβλυνθεί και η έξι τους έχει παρασυρθεί από το περιβάλλον τους. Δεν ημπορεί όμως τόσο εύκολα να αποπλανά τους μοναχούς, οι οποίοι έχουν συναίσθηση της ιδιαιτέρας προνοίας του Θεού και της καθημερινής ενεργείας της Χάριτός Του. Ένας μοναχός ο οποίος φοβάται να χορτάσει, φοβάται να ξεκουραστεί, φοβάται να μιλήσει, πώς είναι δυνατό να γίνει κακοήθης;
Όταν γίνεται, είναι σημείο ότι ξέχασε τον στόχο του και ο νους του έφυγε από την βάση. Ο φύλακας έφυγε. Ο φρουρός δεν είναι εκεί, και εφ όσον δεν έχει ο στρατός φρουρό, έρχονται οι αντίθετοι και τον περικυκλώνουν.
Εάν ήταν ο φρουρός στην θέση του και εκοίταζε μακριά, θα έδινε το σύνθημα και τότε ήταν αδύνατο να πλησίαση ο εχθρός. Τόση μεγάλη σημασία έχει η τήρηση του νου. Το ξέρετε και από τους Πατέρες μας. Ο Μ. Αντώνιος, ερωτώμενος να διευκρινίσει τί σημαίνει μοναχός, είπε: «Μοναχός εστι ο νούν τηρών». Και εκεί η ανθρώπινη γνώση εσήκωσε ψηλά τα χέρια και είπε: «Εμείς δεν ημπορούμε να το κάνουμε αυτό».
Βέβαια αυτή η εργασία χωρίς την θεία Χάρι, είναι αδύνατο να επιτευχτεί. Εμείς όμως έχοντες μαζί μας την Χάρι, είναι το μόνο εύκολο πού ημπορούμε να επιτύχουμε, διότι είναι και το κέντρο του στόχου μας. Αυτός είναι και ο λόγος πού οι Πατέρες μας εφώναζαν ο καθένας με τον τρόπο του· ο Μ. Αρσένιος εφώναζε ονομαστικά: «Αρσένιε, δι ο εξήλθες». Άλλος έδενε την μέση του με σχοινιά, άλλος με αλυσίδες, άλλος έθετε στα ρούχα του σύμβολα, άλλος έγραφε στους τοίχους, άλλος στο εργόχειρό του. Όλα αυτά ακριβώς αυτό το νόημα είχαν. Οι Πατέρες είχαν αξιολογήσει την σημασία του νου και επινοούσαν τεχνητά μέσα για να τους ενισχύσουν προς την επιτυχία.
Και σεις, καθένας με τον τρόπο του να επιδιώξετε αυτό το πράγμα. Και αν τούτο το επιτύχετε, πού οπωσδήποτε πρέπει, τότε ασφαλώς βαδίζετε απρόσκοπτα την Πατερική γραμμή και η επιτυχία είναι βεβαία· διαφορετικά, εάν δεν το επιδιώξετε, θα δεινοπαθήσετε, διότι θα γίνετε εύκολη λεία στην ποικιλόμορφη προφασιολογία της αμαρτίας και θα παρασύρεστε από το ένα ολίσθημα στο άλλο. Τότε θα ενεργεί μέσα σας ο παλαιός άνθρωπος, τον οποίο έχετε αντίπαλο και εχθρό. Και τούτο θα γίνεται, γιατί ο νους έχει ξεφύγει από την αποστολή του. Πολύ συντελεί στην τήρηση του νου ο θείος ζήλος.
Τον θείο ζήλο τον κρατεί η ακρίβεια της συνειδήσεως, η ακρίβεια της συνειδήσεως στέκεται στην επιμονή, στο πρόγραμμα και στο τυπικό μας.
«Άνω σχώμεν, λοιπόν, τας καρδίας». «Άνω» στα δεξιά του Πατρός, εκεί πού είναι το απαύγασμα της δόξης, εκεί πού είναι το κέντρο της αγάπης, ο Ιησούς μας, ο οποίος μάς αναμένει. Πότε θα ξυπνήσουμε από την αναισθησία μας και θα επικαλεσθούμε με πόνο, με ταπείνωση την αγαθότητά Του, να συγκαταβεί να μάς ελευθέρωση από τον παλαιό άνθρωπο;
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Ερωτ.: Γέροντα, τί γνώμη έχετε για τις τεχνικές πού χρησιμοποιούνται από τους μοναχούς για την συγκέντρωση του νου; Ποιά σχέση έχουν με τον αγιασμό του ανθρώπου;
Απ.: Το θέμα δεν είναι σύγχρονο. Υπήρχε και επί της εποχής του Άγιου Γρηγορίου του Παλαμά, θέλοντας να κτυπήσουν οι κακοήθεις εχθροί το θέμα της ησυχίας και εσωστρέφειας πού ο Άθωνας τότε επλουτούσε απομόνωσαν μερικές κινήσεις της πρακτικής μας ζωής και έλεγαν κοροϊδευτικά ότι είμεθα «Ομφαλοσκόποι» και άλλα πολλά πού αναφέρονται στον βίο του Αγίου.
Και ο Άγιος ανέσυρε το ανάστημά του και είπε: «Ναι, μεταχειρίζονται οι νηπτικοί Πατέρες διάφορους πρακτικούς τρόπους πού συντελούν στο να έχουμε περισσότερη ευχέρεια στην συγκράτηση του νου, αλλά αυτούς δεν τους δογματίζομε». Εις αυτούς τους τρόπους ή τις τεχνικές, όπως είπατε, δεν στεκόμεθα. Εκείνο το οποίο μάς απασχολεί, είναι η ακριβής τήρηση των Εντολών του Θεού, η ολοκληρωτική προς Αυτόν αγάπη μας, καθώς και προς τον πλησίον μας, μέσω των οποίων δεχόμεθα την επίσκεψι της Χάριτος. Σήμερα ακούμε παντού να γίνεται λόγος περί νοεράς προσευχής και Εσωστρέφειας μέσα στον κόσμο και πολλά άλλα συναφή.
Αν και εμάς τους μοναχούς μας απασχολούν αυτοί οι τρόποι, εν τούτοις δεν δίνομε εις αυτούς κανένα κέντρο βάρους. Το κέντρο βάρους είναι η ακρίβεια της συνειδήσεώς μας στο να φυλάξουμε το θέλημα του Θεού, να τηρήσουμε πάσας τας εντολάς Του και μέσω αυτού του τρόπου να δεχθούμε την επίδραση της Χάριτος. Δεν αποβλέπαμε στους τρόπους πού χρησιμοποιούμε για συγκράτηση του νου, διότι η εργασία μας δεν είναι μαγική, ούτως ώστε με εξωτερικά σχήματα να προσδοκώμε την έλευση της Χάριτος. Έχοντες υιικές σχέσεις με τον Πατέρα Θεό, αποδεικνύαμε την προς Αυτόν στροφή μας με την απόλυτη πίστη και αγάπη και άρα αφοσίωση.
Και έτσι ευρίσκομε ανταπόκριση. «Εν ω μέτρω» μετρούμε, αντιμετρείται σε μάς. Καθώς αγαπούμε τον Θεό και εξ ολοκλήρου επεκτεινόμενα προς Αυτόν, τηρούντες το θέλημά Του κατά την δική του ρήση – «ο μη αγαπών με, ου τηρεί τους λόγους μου» – έρχεται προς ημάς. Και η κοινωνία γίνεται οργανική, και η συνάντηση προσωπική. Ακόμη και αν η τήρηση του θελήματος θα στοιχίσει και αυτή μας την ζωή προθυμότατα το κάνομε. Και τότε γίνεται το «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός και αυτοί έσονταί μοι λαός».
Αυτό τον τρόπο διασάφησε ο Μέγας Φωστήρ της Εκκλησίας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν εθόλωσαν τα νερά οι δυτικοί ορθολογισταί, για να εύρουν πρόφαση να κατηγορήσουν τους ορθοδόξους.
Και πάντοτε είναι επίκαιρα αυτά, ιδίως στον σημερινό κυκεώνα της αρνήσεως των πάντων και του περιεκτικού ορθολογισμού. Και είμεθα έτοιμοι να δώσουμε λόγο «παντί τώ αιτούντι, περί της εν ημίν ελπίδος». Αυτή είναι η στροφή μας. Αγαπούμε τον Θεό, στον οποίο απολύτως πιστεύομε και αφιερώναμε ολόκληρο το είναι μας. Όλη η θέληση, η πρόθεση, η ενέργειά μας επεκτείνεται στην τήρηση των αγίων Του εντολών.
Και δεν το κάνομε αυτό, διότι προσδοκούμε να μάς χαρίσει δωρεάς. Όχι! Πιστεύομε στον Θεό διότι μόνο εις Αυτόν αξίζει να πιστεύουμε. Τον αγαπούμε, διότι είναι η απόλυτη αυτοαγάπη διότι πλέον εξ ολοκλήρου ανήκομε εις Αυτόν. Για μάς είναι διπλούς Κύριος και Δεσπότης, διότι και εκ του μηδενός μάς δημιούργησε και μετά την πτώση μας ανέπλασε και ανακατασκεύασε διά της προσωπικής Του θυσίας. «Και ουκέτι πλέον, εσμέν εαυτοίς» αλλά «τώ υπέρ ημών αποθανόντι και αναστάντι» κατά τον Παύλο. Και όπως ο Ίδιος ομολογεί «όστις τηρεί τας εντολάς μου αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου και εγώ και ο Πατήρ μου ελευσόμεθα και μονήν παρ ούτω ποιήσομεν». Αυτός είναι ο τρόπος πού μάς οδηγεί στον αγιασμό.

Ἡ τήρηση τοῦ νοῦ- γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστῆ


      Το πάν στον μοναχό είναι η τήρησι του νου. Από εκεί γίνονται όλα. Γι’ αυτό και επιβάλλεται ο μοναχός να έχη αυστηρή προσήλωσι, τήρησι και στροφή προς τον νου του. Να τον ελέγχη, γιατί από εκεί ξεκινούν όλα τα καλά και από εκεί μπαίνει φραγμός όλων των κακών. Η χρήσι και παράχρησι των νοημάτων, γεννά όλα τα υπόλοιπα. Εάν κάποιος κάνη καλή κρίσι των νοημάτων, οπωσδήποτε θα κάνη και καλή χρήσι των πραγμάτων αλλοιώς θα συμβαίνη το αντίθετο.
  Γι’ αυτό να στρέψετε όλο σας το ενδιαφέρο στην προσοχή του νου.
  Ένας άριστος τρόπος τηρήσεως του νου είναι η συνεχής μνήμη του Θεού. Εάν η προσοχή στραφή εις αυτόν τον στόχο, τότε ο άνθρωπος αμέσως ευρισκόμενος στην μνήμη του Θεού, δεν αμαρτάνει.
Ο άνθρωπος «κατ’ εικόνα και ομοίωσι Θεού» πλασμένος, σπανίως γίνεται κακοήθης εκ προθέσεως. Και αυτοί ακόμα οι απολύτως διεφθαρμένοι, πού δεν ημπορούν να αντισταθούν στα πάθη τους και συνεχώς παρασύρονται και αμαρτάνουν ημπορούμε να πούμε ότι δεν αμαρτάνουν πάντοτε εκ προθέσεως, αλλά πολλές φορές εξαδυναμίας.
Εκ προθέσεως ο υγιής άνθρωπος δεν γίνεται κακοήθης· και το ότι παρασύρεται, οφείλεται στο ότι σιγά-σιγά έφυγε ο νους από τον στόχο και έγινε θύμα της πονηρίας του σατανά και της εμπαθούς καταστάσεως του παλαιού ανθρώπου.
  Μη δυνάμενος λοιπόν να έχη σωστή σκέψι, σωστή όρασι για να διακρίνη τα πράγματα, αποπλανάται από ακατονόμαστες προφάσειςκαι προτιμά τα κακά αντί των αγαθών. Όταν όμως ο νους ευρίσκεται στην θέσι του και γνωρίζη καλά την αποστολή του και συναισθάνεται την παρουσία του Θεού – γιατί «εκ δεξιών ημών εστίν, ίνα μη σαλευθώμεν» – δεν κινείται προς το κακό» αλλά το αποστρέφεται
  Ιδίως εμείς οι μοναχοί, οι όποιοι έχομε ιδιαιτέραν κλήσι και εγκατελείψαμε τον κόσμο και είμεθα αυτοεξόριστοι, εάν αυτό έχωμε υπ’ όψι μας, ήδη πρέπει να είμεθα πεπεισμένοι για την επιτυχία μας. Αν ο νους ευρίσκεται στην θέσι του, δεν θα πλανηθή ποτέ. Γιατί η αμαρτία είναι άλογος, δεν ημπορεί να πείση, μόνο απατά. Είναι δυνατό να απατήση ανθρώπους πού η γνώσι τους έχει αμβλυνθή και η έξι τους έχει παρασυρθή από το περιβάλλο τους. Δεν ημπορεί όμως τόσο εύκολα να αποπλανά τους μοναχούς, οι όποιοι έχουν συναίσθησι της ιδιαιτέρας προνοίας του Θεού και της καθημερινής ενεργείας της Χάριτος Του. Ένας μοναχός ο οποίος φοβάται να χόρταση, φοβάται να ξεκουραστή, φοβάται να μιλήση, πώς είναι δυνατό να γίνη κακοήθης;
  Όταν γίνεται, είναι σημείο ότι ξέχασε τον στόχο του και ο νους του έφυγε από την βάσι. Ο φύλακας έφυγε. Ο φρουρός δεν είναι εκεί, και εφ’ όσον δεν έχει ο στρατός φρουρό, έρχονται οι αντίθετοι και τον περικυκλώνουν.
 Εάν ήταν ο φρουρός στην θέσι του και εκοίταζε μακρυά, θα έδινε το σύνθημα και τότε ήταν αδύνατο να πλησίαση ο εχθρός. Τόση μεγάλη σημασία έχει η τήρησι του νου. Το ξέρετε και από τους Πατέρες μας. Ο Μ. Αντώνιος, ερωτώμενος να διευκρίνιση τι σημαίνει μοναχός, είπε: «Μοναχός εστί ο νουν τηρών». Και εκεί η ανθρώπινη γνώσι εσήκωσε ψηλά τα χέρια και είπε: «Εμείς δεν ημπορούμε να το κάνωμε αυτό».
Βέβαια αυτή η εργασία χωρίς την θεία Χάρι, είναι αδύνατο να επιτευχθή. Εμείς όμως έχοντες μαζί μας την Χάρι, είναι το μόνο εύκολο πού ημπορούμε να επιτύχωμε, διότι είναι και το κέντρο του στόχου μας. Αυτός είναι και ο λόγος πού οι Πατέρες μας εφώναζαν ο καθένας με τον τρόπο του· ο Μ. Αρσένιος εφώναζε ονομαστικά: «Αρσένιε, δι’ ο εξήλθες». Άλλος έδενε την μέση του με σχοινιά, άλλος με αλυσίδες, άλλος έθετε στα ρούχα του σύμβολα, άλλος έγραφε στους τοίχους, άλλος στο εργόχειρό του. Όλα αυτά ακριβώς αυτό το νόημα είχαν. Οι Πατέρες είχαν αξιολογήσει την σημασία του νου και επινοούσαντεχνητά μέσα για να τους ενισχύσουν προς την επιτυχία.
  Και σεις, καθένας με τον τρόπο του να επιδιώξετε αυτό το πράγμα. Και αν τούτο το επιτύχετε, πού οπωσδήποτε πρέπει, τότε ασφαλώς βαδίζετε απρόσκοπτα την Πατερική γραμμή και η επιτυχία είναι βεβαία· διαφορετικά, εάν δεν το επιδιώξετε, θα δεινοπαθήσετε, διότι θα γίνετε εύκολη λεία στην ποικιλόμορφη προφασιολογία της αμαρτίας και θα παρασύρεστε από το ένα ολίσθημα στο άλλο. Τότε θα ενεργή μέσα σας ο παλαιός άνθρωπος, τον όποιο έχετε αντίπαλο και εχθρό. Και τούτο θα γίνεται, γιατί ο νους έχει ξεφύγει από την αποστολή του.
  Πολύ συντελεί στην τήρησι του νου ο θείος ζήλος.
Τον θειο ζήλο τον κρατεί η ακρίβεια της συνειδήσεως, η ακρίβεια της συνειδήσεως στέκεται στην επιμονή, στο πρόγραμμα και στο τυπικόμας.
  «Άνω σχώμεν, λοιπόν, τας καρδίας». «Άνω» στα δεξιά του Πατρός, εκεί πού είναι το απαύγασμα της δόξης, εκεί πού είναι το κέντρο της αγάπης, ο Ιησούς μας, ο όποιος μας αναμένει. Πότε θα ξυπνήσωμε από την αναισθησία μας και θα επικαλεσθούμε με πόνο, με ταπείνωσι την αγαθότητα Του, να συγκαταβή να μας ελευθέρωση από τον παλαιό άνθρωπο;
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
  Ερωτ.: Γέροντα, τι γνώμη έχετε για τις τεχνικές πού χρησιμοποιούνται από τους μοναχούς για την συγκέντρωσι του νου; Ποια σχέσι έχουν με τον αγιασμό του ανθρώπου;
Απ.: Το θέμα δεν είναι σύγχρονο. Υπήρχε και επί της εποχής του Άγιου Γρηγορίου του Παλαμά, θέλοντας να κτυπήσουν οι κακοήθεις εχθροί το θέμα της ησυχίας και εσωστρέφειας πού ο Άθωνας τότε επλουτούσε απομόνωσαν μερικές κινήσεις της πρακτικής μας ζωής και έλεγαν κοροϊδευτικά ότι είμεθα «Ομφαλοσκόποι» και αλλά πολλά πού αναφέρονται στον βίο του Αγίου.
  Και ο Άγιος ανέσυρε το ανάστημα του και είπε: «Ναι, μεταχειρίζονται οι νηπτικοί Πατέρες διάφορους πρακτικούςτρόπους πού συντελούν στο να έχωμε περισσότερη ευχέρεια στην συγκράτησι του νου, αλλά αυτούς δεν τους δογματίζομε». Εις αυτούς τους τρόπους ή τις τεχνικές, όπως είπατε, δεν στεκόμεθα. Εκείνο το όποιο μας απασχολεί, είναι η ακριβής τήρησι των Εντολών του Θεού, η ολοκληρωτική προς Αυτόν αγάπη μας, καθώς και προς τον πλησίο μας, μέσω των οποίων δεχόμεθα την επίσκεψι της Χάριτος. Σήμερα ακούομε παντού να γίνεται λόγος περί νοερός προσευχής και Εσωστρέφειας μέσα στον κόσμο και πολλά άλλα συναφή.
  Αν και εμάς τους μοναχούς μας απασχολούν αυτοί οι τρόποι, εν τούτοις δεν δίνομε εις αυτούς κανένα κέντρο βάρους. Το κέντρο βάρους είναι η ακρίβεια της συνειδήσεως μας στο να φυλάξωμε το θέλημα του Θεού, να τηρήσωμε πάσας τάς εντολάς Του και μέσω αυτού τού τρόπου να δεχθούμε την επίδρασι της Χάριτος. Δεν αποβλέπαμε στους τρόπους πού χρησιμοποιούμε για συγκράτησι του νου, διότι η εργασία μας δεν είναι μαγική, ούτως ώστε με εξωτερικά σχήματα να προσδοκώμε την έλευσι της Χάριτος. Έχοντες υιικές σχέσεις με τον Πατέρα Θεό, αποδεικνύαμε την προς Αυτόν στροφή μας με την απόλυτη πίστι και αγάπη και άρα αφοσίωσι.
  Και έτσι ευρίσκομε ανταπόκρισι. «Εν ω μετρώ» μετρούμε, αντιμετρείται σε μας. Καθώς αγαπούμε τον Θεό και εξ ολοκλήρου επεκτεινόμενα προς Αυτόν, τηρούντες το θέλημα Του κατά την δική του ρήσι – «ο μη αγαπών με, ου τηρεί τους λόγους μου» – έρχεται προς ημάς. Και η κοινωνία γίνεται οργανική, και η συνάντησι προσωπική. Ακόμη και αν η τήρησι του θελήματος θα στοιχίση και αυτή μας την ζωή προθυμότατα το κάνομε. Και τότε γίνεται το «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός και αυτοί έσονται μοι λαός».
  Αυτό τον τρόπο διασάφισε ο Μέγας Φωστήρ της Εκκλησίας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν εθόλωσαν τα νερά οι δυτικοί ορθολογισταί, για να εύρουν πρόφασι να κατηγορήσουν τους ορθοδόξους.
  Και πάντοτε είναι επίκαιρα αυτά, ιδίως στον σημερινό κυκεώνα της αρνήσεως των πάντων και του περιεκτικού ορθολογισμού. Και είμεθα έτοιμοι να δώσωμε λόγο «πάντι τω αιτούντι, περί της εν ημίν ελπίδος». Αυτή είναι η στροφή μας. Αγαπούμε τον Θεό, στον όποιο απολύτως πιστεύομε και αφιερώναμε ολόκληρο το είναι μας. Όλη η θέλησι, η πρόθεσι, η ενέργεια μας επεκτείνεται στην τήρησι των αγίων Του εντολών.
 Και δεν το κάνομε αυτό, διότι προσδοκούμε να μας χαρίση δωρεάς.Όχι! Πιστεύομε στον Θεό διότι μόνο εις Αυτόν αξίζει να πιστεύωμε. Τον αγαπούμε, διότι είναι η απόλυτη αυτοαγάπη διότι πλέον εξ ολοκλήρου ανήκομε εις Αυτόν. Για μας είναι διπλούς Κύριος και Δεσπότης, διότι και εκ του μηδενός μας εδημιούργησε και μετά την πτώσι μας ανέπλασε και ανακατεσκεύασε δια της προσωπικής Του θυσίας. «Και ουκέτι πλέον, εσμέν εαυτοίς» αλλά «τω υπέρ ημών αποθανόντι και αναστάντι» κατά τον Παύλο.
 Και όπως ο Ίδιος ομολογεί «όστις τηρεί τας εντολάς μου αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου και εγώ και ο Πατήρ μου ελευσόμεθα και μονήν παρ’ ούτω ποιήσομεν». Αυτός είναι ο τρόπος πού μας οδηγεί στον αγιασμό. 
πηγή
 http://agathan.wordpress.com

Τι μπορούμε να κάνουμε για τους νεκρούς Η Ανάσταση των νεκρών





ἸΩΑΝΝΗΣ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

“Δεν θέλω, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγνοεῖτε τα σχετικὰ μὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιᾶ νᾶ μὴν λυπάσθε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. “Γιατί ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καῖ ἀναστήθηκε, ἔτσι καῖ ὁ Θεός, ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, ὄντας ἐνωμένοι μαζί του μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ, θᾶ τοὺς πάρει κοντᾶ του”.
1.- Ἂς δοῦμε λοιπόν, πρῶτα ἀπ’ὅλα αὐτό: Γιατί ὁ Ἀπόστολος, ὅταν μιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ λέει το θὰνατό Του, “θάνατο”, ἐνῶ ὅταν μιλάει γιὰ τὸ τέλος του ἀνθρώπου, ὀνομάζει το θὰνατο “κοίμηση”, καὶ ὂχι “θάνατο
2. Μιλάει γιὰ ὅσους ἔχουν “κοιμηθεὶ” καὶ ὄχι γιᾶ ὅσους “πέθαναν”. Αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ νᾶ φέρει μαζί Του. Καὶ στὴ συνέχεια λέει: “ἐμεὶς οἱ ζωντανοὶ ποὺ θὰ μείνουμε πὶσω καὶ θὰ εἲμαστε στὴ ζωὴ ὅταν ἔρθει ὁ Κύριος, δὲν θὰ προφθάσουμε ὅσους θᾶ ἔχουν κοιμηθεί”
3. Οὔτε ἐδῶ βέβαια, εἶπε “αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πεθάνει”, ἀλλὰ μολονότι μιλάει τρίτη φορὰ γι’αὐτό, πάλι τὸ ὀνόμασε “κοίμηση”. Ὅταν ὅμως μιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ λέει: “Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε”. Δὲν λέει “κοιμήθηκε, ἀλλὰ “πέθανε”.
Γιατί λοιπόν, τὸ θὰνατό του Χριστοῦ τὸν ὀνόμασε θὰνατο, ἐνῶ τὸν θὰνατό του ἀνθρώπου τὸν ὀνόμασε κοίμηση; Δὲν χρησιμοποίησε ἀσφαλώς, ὁ Ἀπόστολος ἄσκοπα καὶ ἐπιπόλαια αὐτὲς τὶς λέξεις, ἀλλὰ θέλησε μὲ αὐτὴ τὴ διάκριση, νὰ διδάξει κάτι πολὺ σπουδαῖο καὶ μεγάλο.
Γιὰ τὴν περίπτωσή του Χριστοῦ, χρησιμοποίησε τὴ λέξη “θάνατο”, γιὰ νὰ βεβαιώσει το πάθος Του. Γιὰ τους ἀνθρώπους ὅμως χρησιμοποίησε τὴ λέξη “κοίμηση” γιὰ νὰ παρηγορήσει τὸν πόνο μας.
Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γι’αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ μὲ ἄνεση τὴ λέξη “θάνατος”. Γιὰ τὴν περίπτωση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στηρίζεται στὴν ἐλπίδα της ἀναστάσεώς Του, χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος τὴ λέξη “κοίμηση”, προσπαθώντας ἔτσι, νὰ παρηγορήσει τους δικοὺς γιὰ τὴν στέρησή του ἀνθρώπου ποὺ ἔφυγε καὶ ταυτόχρονα νᾶ τοὺς ἐνισχύσει μὲ τὴν ἐλπίδα της ἀναστάσεως. Γιατί, ὅποιος ἔχει κοιμηθεῖ, σίγουρα θᾶ ἀναστηθεῖ, ἐφόσον ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὕπνος μακρύς.

 Για να μήν λυπάσθε






Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟ

ΡΟΟΥΖ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ

Το βιβλίο αυτό απευθύνεται στο σύγχρονο άνθρωπο που στέκεται με αμηχανία μπροστά στο γεγονός του θανατου. Παρουσιάζει την δύο χιλιάδων ετών διδασκαλία της Ανατολικης Ορθόδοξης Εκκλησίας σχετικά με την πραγματικότητα του άλλου κόσμου, σε σύγκριση και αντίθεση με τις σύγχρονες "μεταθανάτιες εμπειρίες", όπως αυτές περιγράφονται από διάφορους ερμηνευτές. Έτσι ο αναγνώστης καθίσταται κοινωνός της αληθειας, η οποία, στις μέρες μας, διαστρέφεται από το κοσμικό πνεύμα και τις αιρέσεις. Τα επιχειρηματα που παρατίθενται προέρχονται από τον πλούτο της πατερικης παράδοσης και έχουν σκοπό να ελευθερώσουν τον άνθρωπο από την εγωπάθειά του, έτσι ώστε να μπορέσει να γνωρίσει τον Θεό και την αγάπη Του.

  


Ο σύγχρονος άνθρωπος ο οποίος αναπτύσσεται σε ένα κοσμικό περιβάλλον και έχει δεχθεί  μία παιδεία ουμανιστική στο πνεύμα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, στέκεται με αμηχανία ενώπιον των μεγάλων γεγονότων και αισθημάτων όπως είναι ο θάνατος, η αγάπη, η μετάνοια, η ευλάβεια και άλλα. Αδυνατεί να τα κατανοήσει και να τα ερμηνεύσει γιατί τα προσεγγίζει όχι με νου «καθηγεμόνα και αυτοκράτορα» αλλά αποπροσανατολισμένο και «δούλο των αλόγων παθών».
Έτσι, αν δε μαθητεύσει ταπεινά στην παράδοση που μεταφέρει ότι χαρισματικά έχει βιωθεί και βιώνεται από τους αγίους της Εκκλησίας, είναι ανοιχτός σε οποιαδήποτε ιδέα ή εμπειρία συγκινήσει την αμηχανία του.
Ειδικότερα στο θέμα της ζωής μετά το θάνατο, ο σύγχρονος άνθρωπος, ανάσκητος όπως είναι στο να «δοκιμάζει τα πνεύματα», γίνεται κοινωνός ρομαντικών αντιλήψεων που τον αφήνουν εκτεθειμένο σε ιδέες και αντιλήψεις που απέχουν πολύ από την αλήθεια. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μη συντονίζεται με την αλήθεια που θα μπορούσε να τον θεραπεύσει και τελικά να τον σώσει.
Σ’ αυτόν τον σύγχρονο άνθρωπο απευθύνεται το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ. Στόχος του δεν είναι να τον κρίνει  ή να τον κατηγορήσει για τίποτα, αλλά αντίθετα να τον καταστήσει  κοινωνό της αλήθειας, η οποία διαστρέφεται από το κοσμικό πνεύμα και τα παραμορφωτικά έσοπτρα των χριστιανικών αιρέσεων. Τα επιχειρήματά του προέρχονται από τον πλούτο της πατερικής παραδόσεως, γι’ αυτό στο βάθος τους είναι φιλάνθρωπα. Ακόμα και οι αναφορές στα «εναέρια τελώνια» έχουν την ποιότητα αυτής της φιλανθρωπίας. Όλα καλούν σε μετάνοια, σε κατάνυξη, σε μια ιερή όσο και έμπονη διαδικασία που οδηγεί στη «βαθειά ειρήνη» για την οποία ομιλούν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Όλα έχουν σαν σκοπό να ελευθερώσουν το άνθρωπο από την εγωπάθειά του, έτσι ώστε να  μπορέσει να  γνωρίσει το Θεό και την αγάπη Του.
Και η εμπειρία της αγάπης του θεού είναι η πιο συγκλονιστική μεταθανάτια εμπειρία, δια της οποίας ο αγαπώμενος από το Θεό άνθρωπος υπερβαίνει τη ζωή και το θάνατο, ελκόμενος από την άκτιστη Χάρη Του.








Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΉ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Μακαριστού)

Όλοι συμφωνούμε δη η εκκλησία μας, η Ορθοδοξία μας, πορεύεται στην ζωή, στον κόσμο, στον άνθρωπο με οδηγό την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση.
Τα ερωτήματα του ανθρώπου κάθε εποχής, αναζητούν απαντήσεις. Ιδιαίτερα δε, στο περί θανάτου ερώτημα, αναζητά ο άνθρωπος απαντήσεις με βάση την Αλήθεια του Ευαγγελίου απαντήσεις, που δεν θα Ικανοποιούν μόνον μία απλή περιέργεια αλλά θα κινούν το ενδιαφέρον μας για περαιτέρω μελέτη σκοπού και στόχου γύρω από το Ερώτημα.
Σκοπός και στόχος ο προορισμός μας· η επουράνιος Βασιλεία. Όμως, για να φθάσουμε, ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, στην πορεία του προορισμού μας, θα πρέπει να αναζητήσουμε τις γνώσεις των πηγών του κάθε θέματος που μας απασχολεί του κάθε ερωτήματος που ζητά απάντηση και ένα τέτοιο είναι κι εκείνο που αναφέρεται στην ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ.
Οι απαντήσεις που θα πάρουμε μέσα από την παρούσα έκδοση μας, για τον θάνατο, την μνήμη θανάτου, τον φόβο θανάτου, την διδασκαλία του τάφου, τα Χριστιανικά μας τέλη — ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά— τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, την αθανασία της ψυχής, τα τελώνια, τις Αγιογραφικές μαρτυρίες περί Παραδείσου και τόσα αλλά σχετικά μέχρι την κοινή Ανάσταση των νεκρών, μας οπλίζουν με θάρρος, αυτογνωσία και ακλόνητη πίστη για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θανάτου.

Γέροντας Εφραίμ, Καθηγούμενος Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Εμπειρική και ακαδημαϊκή θεολογία

2 Δεκεμβρίου 2015
Ομιλία στην Εκδήλωση «Χριστιανική ηθική και Πατερική θεολογία»
προς τιμή του ομοτίμου καθηγητού Γ. Μαντζαρίδη
 (Σταυρούπολη, Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015)
Η θεολογία δεν είναι μία απόμακρη και ανέγγιχτη κατάσταση για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος που έχει δημιουργηθεί «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού μπορεί να κοινωνεί εμπειρικά με τον Θεό. Μπορεί να γίνει κατά Χάριν ο,τι είναι ο Θεός κατ’ ουσίαν, ζωοποείται από τον Θεό και νοηματοδοτείται η ζωή του από τον Θεό. Μπορεί ο λόγος του να γίνει θεολογικός από την στιγμή που ο λόγος του είναι έκφραση και διατύπωση, δημιούργημα εκείνου του νου που ενώνεται και κοινωνεί εμπειρικά με τον ενυπόστατο Θεό Λόγο.
IMG_91211
Στην παρούσα ομιλία μας θα δανειστούμε τους λόγους από δύο κυρίως εμπειρικούς θεολόγους, τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τον μακάριο Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ.
«Θεολογία είναι να ζούμε εν Θεώ και να έχουμε τον Θεό να ζει μέσα μας»1, έλεγε χαρακτηριστικά ο Γέροντας Σωφρόνιος. Η θεολογία δεν διδάσκεται, δεν είναι ένα διανοητικό κατασκεύασμα, όσο μεγαλοφυές και αν είναι αυτό. Η θεολογία βιώνεται, είναι μία εμπειρική κατάσταση του πνεύματός μας. Γίνεται το περιεχόμενο της προσευχής μας, αλλά και αναπτύσσεται, τροφοδοτείται από την προσευχή. Λένε οι Πατέρες ότι θεολόγος είναι αυτός που προσεύχεται και ότι αυτός που προσεύχεται αληθινά είναι και αληθινός θεολόγος2.
Η Ορθόδοξη Παράδοση έχει δείξει ότι για να φθάσει κάποιος στην αληθινή, εμπειρική θεολογία θα πρέπει να βιώσει το ησυχαστικό ασκητικό σχήμα, υπακοή-προσευχή-θεολογία. Όπως έλεγε ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης η υπακοή φέρνει την προσευχή και η προσευχή την θεολογία ως εμπειρική κατάσταση. Ως βάση για την απόκτηση του χαρίσματος της θεολογίας θεωρούσε την μακαρία υπακοή.
Η αληθινή θεολογία είναι λόγος περί Θεού, που προκύπτει από την ένωση με τον Θεό. Χωρίς την ένωση αυτή δεν έχει αντίκρισμα ο λόγος περί Θεού. Είναι σαν να μιλάς για μία πόλη την οποία δεν έχεις επισκεφθεί, δεν την γνωρίζεις εμπειρικά. Η θεολογία ως διανοητική ενασχόληση, επεξεργασία συλλογισμών και εννοιών είναι πολύ υποδεέστερη από την θεοπτία. Η θεολογία τότε γίνεται στείρα και μένει στα όρια της κτιστότητας, αγνοεί την φανέρωση του ακτίστου μέσα στην κτίση και δεν συντελεί στην πραγματοποίηση της κοινωνίας με τον Θεό. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τονίζει ότι η θεολογία αυτή απέχει τόσο πολύ από την θεοπτία και τόσο μακριά βρίσκεται από την συναναστροφή με τον Θεό, όσο απέχει η γνώση από την απόκτηση αυτής· γιατί το να λέμε κάτι για τον Θεό και το να συναναστρεφώμαστε με τον Θεό δεν είναι το ίδιο3. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς κάνει διάκριση μεταξύ αυτής της διανοητικής, ακαδημαϊκής θεολογίας και της θεοπτίας. Η θεολογία απέχει από την θεοπτία τόσο όσο το «ειδέναι» από το «κεκτήσθαι», όσο δηλαδή η γνώση κάποιου πράγματος από την κατοχή του. Αυτός που έχει την εμπειρία της Χάριτος, της ενώσεως με τον Θεό, μπορεί να ομιλεί με αυθεντικό, με απλανή τρόπο για τον Θεό, μπορεί να θεολογεί ορθώς.
Η θεία αυτή ένωση τελεσιουργείται με την εύρεση της νοεράς ενέργειας στην καρδιά του ανθρώπου, στον τόπο της συναντήσεώς του με τον Θεό. Η ανακάλυψη της νοεράς ενέργειας και ο απεγκλωβισμός της από την λογική ενέργεια του ανθρώπου, αποτελεί ίσως το λεπτότερο και σημαντικότερο θέμα για την εσωτερική πνευματική ζωή4. Ο τέλειος θεολόγος, όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, έχει στο έπακρο ανεπτυγμένη και την νοερά και την λογική του ενέργεια. Η ένωση νου και καρδιάς δια της νοεράς προσευχής θα προκαλέσει τα θεία χαρίσματα, αν κάποιος επιμείνει με ταπείνωση και προσοχή σε αυτήν την εργασία.
IMG_92001
Η βίωση της θείας Χάριτος, και τελικά η θέα του ακτίστου φωτός, παρέχει τον ασφαλή τρόπο του θεολογείν. «Η προς το υπερφαές φως υπερφυής ένωσις, παρ’ ης μόνης εγγίνεται και το θεολογείν ασφαλώς», γράφει ο Παλαμάς5. Αυτή είναι η χαρισματική, η εμπειρική, η Πατερική θεολογία. Δεν κινείται στο επίπεδο της ακαδημαϊκής θεολογίας και μορφώσεως, αλλά σε πολύ υψηλότερο επίπεδο.
Η εμπειρική θεολογία δείχνει και διαφυλάσσει την οδό ευρέσεως του αληθινού προσώπου, κάτι που δεν μπορεί να επιτύχει η ακαδημαϊκή θεολογία. Πολλοί ομιλούν σήμερα περί προσώπου, αλλά με έναν νοησιαρχικό, φιλοσοφικοθρησκευτικό και ακαδημαϊκό τρόπο6, ο οποίος το πολύ πολύ οδηγεί στην μετάλλαξη του «ειδεχθούς προσωπείου» σε «διανοητικού προσωπείου» η σε μία «προσωποποίηση» του νεωτερικού ατόμου  με ορθόδοξο θεολογικό μανδύα, αλλά σίγουρα όχι προσώπου. Μόνο με την θεωρητική κατάρτιση, δίχως την άσκηση, δεν μπορεί να επιτευχθεί η ορθόδοξη πνευματική ζωή, δεν αναδύεται το πρόσωπο. «Ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ’ οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται»7, λέει ο απόστολος Παύλος. Οι Πατέρες τονίζουν ότι η αληθινή θεολογία έρχεται ως επιβράβευση της αληθινής πρακτικής, «πράξις θεωρίας επίβασις» και όχι το αντίθετο.
Αυτή η πρακτική εφαρμόζεται επακριβώς μέσα στον μοναχισμό. Λειτουργεί ως μία σχολή. «Η σχολή του μοναχισμού, όμως, διακρίνεται από τις θεολογικές σχολές που οργανώνονται μέσα στις ιστορικές συνθήκες της ζωής του κόσμου. Ο μοναχισμός είναι ιδιαίτερη σχολή, όπου η κάθε μέρα, η κάθε στιγμή και ο κάθε λόγος συνδέεται με το είναι του Θεού και την ζωή σύμφωνα με τις εντολές Του»8. Ο Γέροντας Σωφρόνιος τονίζει ότι «με την μοναστηριακή ζωή προσεγγίζουμε πληρέστερα στην αντίληψη του Θεού παρά με την λογική δόμηση των θεολογικών σπουδών στις σχολές. Η δική μας σχολή βαδίζει μόνο στην γραμμή της τηρήσεως των εντολών. Εδώ έγκειται η διάκριση του συστήματος της μοναχικής ζωής από αυτό των σχολών. Στις σχολές επιτρέπεται να ζεις όπως θέλεις, αρκεί να αφομοιώσεις διανοητικά τις θέσεις της διδασκαλίας. Εδώ όμως τίθεται πρωτίστως το ερώτημα πως να περάσουμε την ημέρα αναμάρτητα»9.
Η αναμαρτησία αυτή είναι πολύ σημαντική γιατί θα οδηγήσει στην θεοπτία κατά τον μακαρισμό του Κυρίου: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»10. Σχολιάζει ο καθηγητής κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης: «Η καθαρότητα δηλαδή της καρδιάς αποτελεί την προϋπόθεση της θεοπτίας, που είναι η πηγή της εμπειρικής θεολογίας. Θεολόγοι της Εκκλησίας είναι πρωτίστως οι θεόπτες. Και αποκορύφωση της θεολογίας είναι η θεοπτία»11.
Η εμπειρική θεολογία είναι Πατερική. Απλοί μοναχοί παρόλο που ήταν αμέτοχοι της κοσμικής παδείας έζησαν το μεγαλείο αυτής της θεολογίας. Ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής γράφει σε μία επιστολή του: «Ο αληθής μοναχός είναι προϊόν του Αγίου Πνεύματος. Και όταν εν υπακοή και ησυχία καθαγνίση τας αισθήσεις και γαληνιάση ο νους και καθαρισθή η καρδία του, τότε λαμβάνει χάριν και γνώσεως φωτισμόν. Γίνεται όλος φως, όλος νους, όλος διαύγεια. Και βρύει θεολογίαν, όπου αν γράφουν τρεις δεν προλαμβάνουν το ρεύμα που βρύει κυματωδώς και σκορπίζει ειρήνην και άκραν ακινησίαν παθών εις όλον το σώμα»12.
Ο λόγος αυτών των εμπειρικών θεολόγων είναι «ζων και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος»13 και είναι ικανός να θεραπεύσει και να αναγεννήσει την «κοπιώσαν και πεφορτισμένην καρδίαν» των ανθρώπων. Είναι λόγος εμπειρικός, διακριτικός, λόγος των τελείων, που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο ενεργεί αισθητά στην καρδία του ανθρώπου, και όχι ο λόγος ο διανοητικός, ο νοησιαρχικός, ο στεγνά ακαδημαϊκός.
 Τελικά η ακαδημαϊκή θεολογία τι μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο; Ο καθηγητής κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης, θέλοντας να συνδέσει οργανικά και δυναμικά την ακαδημαϊκή με την εμπειρική θεολογία, ομιλεί προσφυώς για κατανοούσα ακαδημαϊκή θεολογία, δανειζόμενος τον όρο «κατανοούσα» από την Κοινωνιολογία του Μαξ Βέμπερ.
«Κατ’ αυτήν ο ερευνητής όχι μόνο δεν αποκλείει από την έρευνά του την θεολογική εμπειρία, που είναι εμπειρία του ακτίστου, αλλά και προσπαθεί, όσο μπορεί, να την κατανοήσει και να την παρουσιάσει. Η κατανόηση εδώ δεν έχει βέβαια διανοητικό, αλλά βαθύτερο πνευματικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται για διανοητική προσπέλαση, αλλά για πνευματική προσέγγιση, που πραγματοποιείται με την ενέργεια του ανθρώπινου νου, όπως επισημαίνεται στην βιβλική και την πατερική ανθρωπολογία»14. Τονίζει ο κ. καθηγητής ότι «η άσκηση γίνεται μέθοδος της θεολογικής γνώσεως η της θεολογικής επιστήμης. Και η μεθοδολογία της θεολογικής επιστήμης συμπίπτει ουσιαστικά με τη μεθοδολογία της ασκητικής τελειώσεως»15.
Η θεολογία στην αυθεντική της διάσταση είναι ασκητική και χαρισματική, είναι εμπειρική. Ο καλύτερος συνδυασμός της εμπειρικής και ακαδημαϊκής θεολογίας γίνεται όταν προτάσσεται η εμπειρική. Η εμπειρική θεολογία έχει το προβάδισμα, την πνευματική προτεραιότητα έναντι της ακαδημαϊκής χωρίς όμως να περιφρονεί την δεύτερη, «πράγμα που θα ήταν όχι απλώς σφάλμα αλλά και αμαρτία»16, όπως λέει χαρακτηριστικά και ο Γέροντας Σωφρόνιος. Η ακαδημαϊκή θεολογική μόρφωση μας αποκαλύπτει το οριζόντιο επίπεδο, μας εξοικειώνει με την θεολογική προβληματική κάθε εποχής, που είναι πάντοτε απαραίτητη ως γνώση. Το κατακόρυφο επίπεδο, την ένωση με τον Θεό προσφέρει μόνο η χαρισματική θεολογία.
Είναι βέβαια γνωστό ότι η ακαδημαϊκή θεολογία στάθηκε συχνά αδιάφορη, η και μερικές φορές σκωπτική απέναντι στην εμπειρική, χαρισματική θεολογία, και αυτό συνιστά καρπό εκκοσμίκευσης. Η εκκοσμίκευση στον τρόπο ζωής της Εκκλησίας και η εκκοσμίκευση της θεολογίας είναι αλληλένδετες. Όσο περισσότερο αλλοιώνεται το βίωμα, όσο το Ευαγγέλιο προσφέρεται ως διδαχή κολοβωμένη και όχι ολόκληρη, όσο οι πιστοί «συσχηματίζονται τω αιώνι τούτω»17 και απέχουν από την Πατερική Παράδοση, τόσο περισσότερο εκκοσμικεύεται η Εκκλησία και η θεολογία της. Η εκκοσμίκευση της θεολογίας φανερώνει την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και το αντίστροφο.
Ελπίζουμε ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν εμπειρικοί θεολόγοι και στον μοναστικό χώρο και στον ακαδημαϊκό χώρο, γιατί και οι μοναχοί και οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι οφείλουν να γίνουν θεοφόροι. Μπορεί βέβαια να μην φθάσουν στο ύψος της εμπειρίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά η του Γέροντος Σωφρονίου, οφείλουν όμως να γευθούν η τουλάχιστον να εμπνευσθούν κάτι από αυτήν την εμπειρία τους.
Εξάλλου όλοι οι πιστοί, οι βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, μπορούν να βιώσουν την θεολογία, η οποία δεν είναι προνόμιο αυτών που έχουν τα πτυχία των Θεολογικών Σχολών. Η θεολογία, όπως έχουμε αναφέρει επανειλημμένως, συνδέεται με την συνειδητή εν Χριστώ ζωή. Στο Βυζάντιο όλοι θεολογούσαν, ακόμη και οι αυτοκράτορες. Στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως δεν διδασκόταν η θεολογία. Τον μεγαλύτερο αντιπαλαμιστή μετά την κοίμηση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, τον μεγάλο σοφό Ιωάννη Κυπαρισσιώτη, τον αντιμετώπισε με τους περίφημους αντιρρητικούς λόγους του ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός και όχι κάποιος παράγοντας της διοίκησης της Εκκλησίας.
Ευχόμαστε για μία δυναμική βίωση της Πατερικής Παράδοσης στην μετανεωτερική και παγκοσμιοποιημένη εποχή που ζούμε, ώστε η θεολογία να απεγκλωβισθεί από την μίζερη και υποτιθέμενη αυτάρκειά της, να αποτινάξει τα εκκοσμικευμένα στοιχεία της, να μην γίνει μεταπατερική, αποκομμένη και αλλοτριωμένη από το Πνεύμα που κατεύθυνε τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, αλλά μία ζώσα, υπαρξιακή, εμπειρική, χαρισματική, πατερική και πατρική για τους συνανθρώπους μας θεολογία.
Σημειώσεις:
  1. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας, Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2013, τομ. Α , σ. 57.
  2. «Ει θεολόγος ει προσεύξη αληθώς. Και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». Ευαγρίου Ποντικού, Περί προσευχής 60, PG 79, 1180B.
  3. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,42, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, επιμέλεια Π. Χρήστου, τομ. Α , Θεσσαλονίκη 1962, σ. 453 (στο εξής Συγγράμματα).
  4. Βλ. Αρχιμ. Εφραίμ Βατοπαιδινού, «Η χρήση της λογκής και νοεράς ενέργειας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά», Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν, Ι. Μ. Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000, σσ. 769-779.
  5. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,15, Συγγράμματα, τομ. Α , Θεσσαλονίκη 1962, σ. 425.
  6. Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου, Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδειά 21994, σ. 87.
  7. Ρωμ. 2,13.
  8. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας, Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2013, τομ. Β , σ. 414.
  9. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας, Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2013, τομ. Β , σ. 415.
  10. Ματθ. 5,8.
  11. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Πρόσωπο και θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 73.
  12. Γέροντος Ιωσήφ,  Εκφρασις μοναχικής εμπειρίας,  Επιστολὴ 48, εκδ.  Ιερᾶς Μονής Φιλοθέου, 51996, σ. 279.
  13. Βλ. Εβρ. 4,12.
  14. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Πρόσωπο και θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 64.
  15. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Πρόσωπο και θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 73.
  16. Αρχιμ. Σωφρονίου, Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, Έσσεξ Αγγλίας 2010, σ. 61.
  17. Βλ. Ρωμ. 12,2.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Γέροντας Σωφρόνιος: Ασκητική Ανθρωπολογία.


Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ
Ο Χριστός είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, πρόσκαιρων και αιωνίων, Θείων και ανθρώπινων. Για τον λόγο αυτό όλα, όσα προτίθεμαι να γράψω εδώ, θα προέρχονται από τη θεώρηση του Χριστού ως Θεανθρώπου. Η χριστιανική ανθρωπολογία μας δεν πρέπει να έχει αφηρημένο χαρακτήρα, αλλά να προσφέρει απαραιτήτως θεμέλιο για όλη την εν τω Θεώ ζωή μας. Δεν θα δίσταζα να ονομάσω την ανθρωπολογία αυτή ασκητική. Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι πολυδιάστατη. Μία από τις διαστάσεις της είναι η δημιουργική δύναμη, που εκδηλώνεται σε ποικίλες περιοχές: σε κουλτούρες όλων των ειδών, δηλαδή πολιτισμούς, τέχνες, επιστήμες.
Στον πρωτόπλαστο δόθηκε η εντολή, με την είσοδό του στον φυσικό κόσμο, να εργάζεται σε αυτόν και να τον φυλάσσει (βλ. Γεν. 2,15). Ο φυσικός κόσμος είναι πλασμένος με τέτοιον τρόπο, ώστε ο άνθρωπος βρίσκεται στην ανάγκη να λύνει δημιουργικά τα προβλήματα που αδιάκοπα αναφύονται μπροστά του. Ωστόσο αυτά που απαριθμώ δεν εξαντλούν τον όλο άνθρωπο. Παράλληλα με την παραγωγή εκείνων που χρειάζεται ο άνθρωπος για τη συντήρηση της ζωής του επάνω στη γη, ανέρχεται από τις ατελείς μορφές στις τελειότερες, τις πνευματικές, που υπερβαίνουν όλα τα ορατά και τα πρόσκαιρα. Στο επίπεδο των πρόσκαιρων, η δημιουργική ικανότητα κατευθύνεται προς τα κάτω, προς τη γη, για να οργανώσει τα ακατέργαστα δεδομένα της φύσεως, που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των αναγκών του ανθρώπου. Στην περίπτωση αυτή ο σκοπός κατορθώνεται στα όρια των φυσικών ικανοτήτων του ανθρώπου. Στη δεύτερη περίπτωση η δημιουργία κατευθύνεται προς τον ανώτερο κόσμο, όπου τα φυσικά χαρίσματα του ανθρώπου από μόνα τους δεν επαρκούν. Ως Πρόσωπο ο άνθρωπος διαθέτει ελεύθερη βούληση που εκφράζεται, όχι με την εκ του μηδενός δημιουργία κάποιου εντελώς νέου πράγματος που δεν υπήρξε, αλλάως συμφωνία με τη θέληση του Θεού, του αληθινά Δημιουργού, ή ως διαφωνία προς το θέλημά Του(που αποκλίνει από το θέλημά Του ή και το απορρίπτει). Μόνο εκείνη η δημιουργία που συμπίπτει με το θέλημα του Ουρανίου Πατρός παράγει καρπούς που μπορούν να περάσουν στην αιωνιότητα·οτιδήποτε άλλο καταλήγει στο μη ον: «Πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο Πατήρ Μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται» (Ματθ. 15,13). «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα. Ο μένων εν Εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς Εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν. Εάν μη τις μείνη εν Εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις πυρ βάλλουσι, και καίεται» (Ιωάν. 15,5-6).
Για να γίνει ο άνθρωπος συνεργός του Θεού στη δημιουργία του κόσμου, πρέπει αδιάκοπα να αγωνίζεται για την κατά το δυνατόν καλύτερη γνώση του ιδίου του Θεού. Η πορεία αυτή της αναβάσεως στη γνώση του Θεού είναι επίσης δημιουργική πράξη, ιδιαίτερης όμως τάξεως· σκοπός της είναι η συμμετοχή στην αιώνια δημιουργική πράξη του Πατέρα, η απόκτηση της έσχατης τελειότητας με την παραμονή στο ρεύμα της Θείας Αιωνιότητας, όπου πρώτος εισήλθε ο Χριστός-Άνθρωπος. Ο χριστιανός στη δημιουργική αναζήτησή του εγκαταλείπει όλα όσα φέρουν σχετικό και παροδικό χαρακτήρα, για να παραμείνει στα μη παρερχόμενα. Στα όρια της γης η τελειότητα δεν είναι εντελώς πλήρης. Και όμως την αποκαλούμε τελειότητα. Μιμούμενοι τον Χριστό που είπε «Εγώ απ’ εμαυτού ποιώ ουδέν, αλλά καθώς εδίδαξέ με ο Πατήρ Μου, ταύτα λαλώ» (Ιωάν. 8,28), και εμείς πρέπει να αγωνιζόμαστε για το ίδιο, σύμφωνα με την παρατήρηση του Γέροντα Σιλουανού: «Οι τέλειοι δεν λένε τίποτε αφ’ εαυτού τους… Λένε μόνο ό,τι τους δίνει το Πνεύμα».
Αυτή λοιπόν είναι η αληθινή δημιουργία, η ανώτερη από όλα εκείνα που είναι εφικτά για τον άνθρωπο. Όχι παθητικά, αλλά με δημιουργικό αγώνα βαδίζει ο άνθρωπος προς αυτό τον άγιο σκοπό, χωρίς ποτέ να λησμονεί ότι δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να δημιουργήσει για τον εαυτό του θεό «κατ’ εικόνα του», κάτι που πολλοί φιλόσοφοι ή ακόμη και θεολόγοι κάνουν.
Όλο το παρελθόν μου με ωθούσε κατά φυσικό τρόπο στη σκέψη για τη δημιουργία στις διάφορες εκφάνσεις της, όπως επίσης και για το νόημά της. Τώρα θα ήθελα να διηγηθώ με συντομία πως η ενασχόλησή μου με τη ζωγραφική με οδήγησε στην προσευχή. Μιλώ για πραγματικά συγκεκριμένη περίπτωση.
Κατά τις ημέρες της νεότητάς μου, κάποιος Ρώσος ζωγράφος, που έγινε στη συνέχεια διάσημος, με προσείλκυσε προς την ιδέα της καθαρής δημιουργίας, έχοντας στραφεί προς την αφηρημένη τέχνη. Δύο ή τρία χρόνια υπήρξα θύμα της έλξεως αυτής, που με οδήγησε στην πρώτη θεολογική σκέψη που γεννήθηκε μέσα μου. Χαρακτηριστικό κάθε «καλλιτέχνη» (δηλαδή κάθε εργάτη της τέχνης) είναι να προσλαμβάνει το είναι στις μορφές της τέχνης του. Έτσι και εγώ αντλούσα ιδέες για τις δικές μου αφηρημένες μελέτες από εκείνο που μου παρείχε η πραγματικότητα του περιβάλλοντός μου: οι άνθρωποι, η βλάστηση, τα κτίσματα, οι απροσδόκητα αλλόκοτοι συνδυασμοί σκιών από τον ήλιο ή τις ηλεκτρικές λάμπες επάνω στο πάτωμα, τους τοίχους, τις οροφές και πολλά άλλα. Με τη φαντασία μου δημιουργούσα εικόνες, αλλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι όμοιες με τίποτε που υπάρχει πραγματικά στη φύση. Με τον τρόπο αυτό, νόμιζα ότι δεν είμαι αντιγραφέας φυσικών φαινομένων, αλλά δημιουργός νέων καλλιτεχνικών (εικαστικών) γεγονότων. Ευτυχώς αντιλήφθηκα ότι σε μένα, τον άνθρωπο, δεν δόθηκε να δημιουργώ «εκ του μηδενός», όπως ο Θεός δημιουργεί με μοναδικό τρόπο. Από την εμπειρία αυτή μου έγινε σαφές ότι κάθε ανθρώπινη δημιουργία προϋποθέτει μία ήδη προϋπάρχουσα. Δεν μπορούσα να χαράξω ούτε μία γραμμή, ούτε να δημιουργήσω κάποιο χρώμα, που πουθενά αλλού δεν υπήρχε. Ο αφηρημένος πίνακας μοιάζει με εγγραφή λέξεων που ηχούν πρωτότυπα, αλλά ποτέ δεν εκφράζουν πλήρες νόημα. Η δημιουργία παρουσιαζόταν σε μένα ως αποσύνθεση του είναι, πτώση στο κενό, στο παράλογο, επιστροφή στο «μηδέν», από το οποίο μας κάλεσε η δημιουργική πράξη του Θεού. Τότε εγκατέλειψε ο νους μου τη μάταιη απόπειρα να δημιουργήσει κάτι εντελώς νέο, καιτο πρόβλημα της δημιουργίας στη συνείδησή μου συνδέθηκε με το πρόβλημα της Γνώσεως του Είναι. Και μου συνέβη κάτι θαυμαστό· σχεδόν όλος ο κόσμος, κάθε ορατό φαινόμενο, έγινε μυστήριο, ωραίο και βαθύ. Και το φως έγινε άλλο·χάιδευε τα αντικείμενα, τα περιέβαλλε κατά κάποιον τρόπο με στεφάνι δόξας, μεταδίδοντας σε αυτά παλμούς ζωής που δεν απεικονίζεται με τα μέσα που διαθέτει ο καλλιτέχνης. Γεννιόταν μέσα μου η επιθυμία να υποκλιθώ με ευλάβεια μπροστά στον πρώτο καλλιτέχνη, τον Δημιουργό του παντός, με τον πόθο να Τον συναντήσω, να διδαχθώ από αυτόν, να γνωρίσω πώς Αυτός δημιουργεί.
Οι συνομιλίες μου με τον Γέροντα Σιλουανό για την προσευχή και για οποιοδήποτε άλλο θέμα συγκεντρώνονταν πάντοτε στο Πρόσωπο του Χριστού, του μοναδικού Διδασκάλου με απόλυτη αυθεντία. Αυτός μας έδωσε «υπόδειγμα» για όλα (βλ. Ματθ. 23,8-10· Ιωάν. 13,13-15). Και ο Γέροντας δίδασκε να κοιτάζουμε προσεκτικά πως Εκείνος, ο Υιός του ανθρώπου, ενεργούσε. «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ου δύναται ο Υιός ποιείν αφ’ Εαυτού ουδέν, εάν μη τι βλέπη τον Πατέρα ποιούντα· α γαρ αν Εκείνος ποιή, ταύτα και ο Υιός ομοίως ποιεί. Ο γαρ Πατήρ φιλεί τον Υιόν και πάντα δείκνυσιν Αυτώ α Αυτός ποιεί, και μείζονα τούτων δείξει Αυτώ έργα, ίνα υμείς θαυμάζητε» (Ιωάν. 5,19-20). Αλλά ο μονογενής Υιός, γενόμενος Υιός Ανθρώπου, ομοιώθηκε σε όλα με μας (βλ. Εβρ. 2,17· Φιλιπ. 2,7). Συνεπώς όλα, όσα Εκείνος λέει για τον Εαυτό Του ως Υιό Ανθρώπου, εφαρμόζονται στον καθένα από μας. Αν εμείς παραμένουμε στον Υιό, τον οποίο αγαπά ο Πατέρας, τότε και εμείς είμαστε υιοί Του, επίσης αγαπημένοι (βλ. Ιωάν. 16,27), και Αυτός θα μας τα δείξει όλα: τι δημιουργεί και πώς δημιουργεί. Αλήθεια, εν Χριστώ έχουμε κληθεί να γίνουμε μέτοχοι όλης της δημιουργικής Πράξεως του Θεού και Πατρός μας.
Η οδός προς την τελειότητα αυτή έχει ως εξής: Το πνεύμα του ανθρώπου αποχωρεί από την αναρίθμητη ποικιλομορφία των φαινομένων του φυσικού κόσμου, και με όλη τη δύναμή του στρέφεται προς τον Θεό. Και αυτό είναι το όριο του ανθρώπου επάνω στη γη. Όταν όμως, μετά την έξοδό της η ψυχή ανεβαίνει προς τον Θεό για αιώνια σε Αυτόν και με Αυτόν διαμονή, τότε μέσα στο «Είναι» αυτό έρχεται η γνώση και η είσοδός μας στην Πράξη δημιουργίας από τον Θεό όλων των υπαρκτών. Αρραβώνα της καταστάσεως αυτής αποτελεί το χάρισμα της θαυματουργίας. Κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ο Θεός σκέφτεται τον κόσμο και ο κόσμος υπάρχει». Και οι άγιοι τελούν τα θαύματα όχι με φυσική επενέργεια επάνω στη φύση, αλλά στην προσευχή τους προς τον Θεό «σκέφτονται το ποθούμενο και αυτό πραγματοποιείται».
[Αρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ), «Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής», σ. 174-179. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου-Έσσεξ]

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Χριστουγεννιάτικη ευχετήρια κάρτα γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ


The Christmas wish card (handwritten):
Archimandrite Sophrony
The Old Rectroy,Tolleshent Knight
by Maldon, Essex
Christmass 1967,
+
Dear beloved in Christ, Sister Paraskevi.
May the Lord’s grace and peace be abundant in you. Let me first wish you Merry Christmas and a blessed New Year!
Paraskevi, has it ever happened to do something according to my blessing and it turned out harmful? Or has it happened that you did something according to your mind and not according to my humble advice that it was successful and in accordance with God’s providence? Therefore, now you must listen to me, the old fool, and do as I give you the blessing to do. The only beneficial way for you and your relatives is to finish your studies and work at the same time, as my monks do from morning till the evening. Get rid of any worry for X and your family.
The unworthy Arch. Sophrony.
You have the love of all who are at out monastery.