Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας Η καλλιέργεια της καρδιάς με τη νήψη και την προσευχή



Βασικός παράγοντας για την καλλιέργεια της καρδιάς και την άσκηση της προσευχής είναι η προσοχή. Για να στρέψει ο άνθρωπος τον νου στην καρδιά του και ακολούθως στον Θεό, χρειάζεται να ενεργοποιήσει ιδιαίτερα την προσοχή του. Με την προσοχή συγκεντρώνεται ο όλος άνθρωπος στην προσπάθεια να σταθεί στην παρουσία του Θεού και να εκπληρώσει τις εντολές Του.
Η προσπάθεια αυτή στην ασκητική παράδοση ονομάζεται νήψη ή τήρηση του νου. Η νήψη είναι απαραίτητη στην προσευχή για την εκπλήρωση της πρώτης και μεγάλης εντολής, της αγάπης προς τον Θεό. Ελέγχει κάθε κίνηση του νου και της καρδιάς, ώστε η στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό να είναι καθολική και σύμφωνη με το Πνεύμα Του. Ο Θεός είναι ζηλωτής και επιθυμεί ολόκληρη την καρδιά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός από την αρχή της ημέρας ρυθμίζει τη στάση του ενώπιον του Θεού. Τοποθετεί τον νου στην καρδιά του και διατηρεί τα νοήματα και τις αισθήσεις του στην παρουσία τού Κυρίου.
Οι «σκληροί λόγοι» των αγίων Γραφών προκαλούν στην καρδιά προφητικό «συσσεισμό». Όπως κατά την ήμερα της Πεντηκοστής έπνευσε πρώτα η βίαιη πνοή και ύστερα ξεχύθηκε το Άγιο Πνεύμα «επί πάσαν σάρκα», έτσι και τώρα ο πνευματικός συσσεισμός κάνει να αναφανεί η καινή καρδιά· όχι η λίθινη, αλλά η ευαίσθητη που είναι ικανή να προσλάβει το χάρισμα της Πεντηκοστής. Η καρδιά αυτή είναι τόσο πολύτιμη ενώπιον του Κυρίου, ώστε κάθε κραυγή ή επίκληση της συγκεντρώνει όλη την προσοχή Του και ελκύει τη χάρη Του.
Στην ίδια προοπτική εντάσσεται και η εκούσια άσκηση της αυτομεμψίας. Κρίνοντας αυστηρά τον εαυτό του ο άνθρωπος συντρίβεται και συνάγει όλο τον νου στην καρδιά. Τότε μπορεί να βοά «εν όλη καρδία» προς τον Θεό και να δέχεται από Αυτόν τη δικαίωση. Έτσι επιτελείται η νήψη και δυσχεραίνεται η διείσδυση του εχθρού με δόλιο τρόπο στην καρδιά του πιστού.
Η προσοχή του πιστού κατά την προσευχή, που ονομάζεται και ευκτική προσοχή, πρέπει να συνοδεύεται με αυτοπεριορισμό και υπομονή. Αυτά παρεμποδίζουν τη διάχυση του νου και τον διατηρούν απερίσπαστο στο έργο της προσευχής. Αλλά και η ίδια η προσευχή, όπως έχει διαμορφωθεί στην ορθόδοξη παράδοση ως μονολόγιστη επίκληση του Ονόματος του Κυρίου, συντελεί προς τον σκοπό αυτό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Στο πρώτο μέρος της ευχής αυτής περικλείεται ομολογία πίστεως στη θεότητα του Χριστού αλλά και σε όλη την Αγία Τριάδα. Στο δεύτερο μέρος, «ελέησόν με», γίνεται η εξομολόγηση του προσευχομένου· αναγνωρίζεται η πτώση (παγκόσμια και προσωπική), η αμαρτωλότητα και η ανάγκη για τη λύτρωση. Και τα δύο μέρη της ευχής, η ομολογία πίστεως και η μετάνοια του προσευχομένου, δίνουν πληρότητα και περιεχόμενο στην προσευχή.
Η μονολόγιστη αυτή προσευχή γίνεται κατ’ αρχάς προφορικά. Ακολούθως τελείται με τον νου και τελικά, με τη συνεργεία της χάριτος, ο νους κατεβαίνει στη βαθειά καρδιά του ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό, η προσευχή αυτή ονομάζεται νοερά ή καρδιακή.
Με τη διαρκή επίκληση του Ονόματος του Χριστού και την προσήλωση του νου στις λέξεις της προσευχής καλλιεργείται μια μόνιμη ευχητική διάθεση. Έτσι η προσευχή γίνεται ο φυσικός τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, το ένδυμα της ψυχής του και η αυτενέργητη αντίδραση της καρδιάς του σε κάθε φαινόμενο του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική αυτή κατάσταση έχει μεγάλη σπουδαιότητα κατά την ώρα του θανάτου. Η ασκητική εργασία της νοεράς προσευχής αποβαίνει εξάσκηση και προετοιμασία για το τέλος της επίγειας ζωής, ώστε η γέννηση του πιστού στην ουράνια ζωή να συντελεσθεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και ακίνδυνα.
Η κάθοδος του νου στην καρδιά του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται με τεχνητά μέσα, Όπως είναι η στάση του σώματος ή η ελεγχόμενη αναπνοή. Βέβαια και τα μέσα αυτά δεν είναι τελείως άχρηστα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούνται βοηθητικά κατά τα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής, πάντοτε με την επίβλεψη του πνευματικού οδηγού και την ταπεινή στάση του αρχάριου μαθητή. Ο κυριότερος παράγοντας για την κατάβαση τού νου και την ένωσή του με την καρδιά είναι η χάρη του Θεού.
Πολλές φορές επικρατεί σύγχυση και πλάνη μεταξύ των αμαθών ανθρώπων των ήμερων μας, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη της ευχής του Ιησού με τη γιόγκα του Βουδισμού, τον «υπερβατικό διαλογισμό» και τα όμοια απότοκα της Ανατολής. Η ομοιότητα όμως που υπάρχει ανάμεσά τους είναι εξωτερική και σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Η ριζική διαφορά του Χριστιανισμού από τις άλλες δοξασίες έγκειται στο ότι η προσευχή του Ιησού είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη του Ζώντος και Προσωπικού Θεού της Αγίας Τριάδος. Στους άλλους δρόμους δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια προσωπικής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του προσευχομένου.
Στον ασκητισμό της μη χριστιανικής ανατολής προβάλλεται η άσκηση της νοεράς απεκδύσεως από κάθε σχετικό και παρερχόμενο, για να ταυτισθεί ο άνθρωπος με κάποιο απρόσωπο Απόλυτο, με το οποίο πιστεύεται ότι είναι του ιδίου γένους, αλλά υπέστη υποβάθμιση και φθορά με τον ερχομό του στην πολύμορφη και μεταβαλλόμενη ζωή του παρόντος αιώνος. Η άσκηση αυτή είναι εγωκεντρική και βασίζεται στη θέληση του ανθρώπου. Έχει χαρακτήρα περισσότερο διανοητικό και δεν συνδέεται καθόλου με την καρδιά. Στην ασκητική αυτή παράδοση ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιστρέψει στο ανώνυμο υπερπροσωπικό Απόλυτο και να ανακραθεί με αυτό. Επιθυμεί να σβήσει την ψυχή (atman) στον ανώνυμο ωκεανό του Υπερπροσωπικού Απολύτου.
Για να φθάσει στο τέλος αυτό, ο ασκητής των ανατολικών θρησκειών αγωνίζεται να απεκδυθεί κάθε πάθος και μορφή αστάθειας της παροδικής υπάρξεως και να βυ¬θισθεί σε κάποια αφηρημένη νοητή σφαίρα της καθαράς Υπάρξεως. Η άσκηση αυτή είναι αρνητική και απρόσωπη. Δεν έχει θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Η καρδιά δεν μετέχει. Πουθενά στις Ουπανισάδες δεν αναφέρεται η υπερηφάνεια ως εμπόδιο για την άσκηση ή η ταπείνωση ως αρετή. Η πρόοδος στη μορφή αυτή του ασκητισμού εξαρτάται από τη θέληση του ιδίου του ανθρώπου που την προκαθορίζει. Απουσιάζει επίσης η θετική διάσταση της ασκήσεως ως πρόσληψη υπερφυσικής ζωής, που έχει πηγή μόνο τον Θεό της αποκαλύψεως. Η τεχνική απέκδυση που εφαρμόζεται στον Βουδισμό, και στην πιο εξευγενισμένη εκδήλωσή του, δεν αποτελεί παρά μόνο το ασήμαντο ήμισυ της υποθέσεως. Υπάρχει ο κίνδυνος, όταν ο νους βρίσκεται γυμνός στον «γνόφο της απεκδύσεως», να στραφεί προς τον εαυτό του, να θαυμάσει το φωτεινό αλλά κτιστό του κάλλος και να «λατρεύσει τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». Και τότε, κατά τον λύγο του Κυρίου, «γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου… χείρονα των πρώτων».
Η θεωρία λοιπόν αυτή της Ανατολής δεν είναι θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Δεν ξεπερνά τα όρια του κτιστού ούτε εγγίζει το πρωταρχικό Είναι του Ζώντος Θεού της αποκαλύψεως. Μπορεί ενδεχομένως η άσκηση αυτή να επιφέρει κάποια ανάπαυση και να οξύνει τις ψυχικές και διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, αλλά «το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ έστι» και «Θεώ αρέσαι ου δύναται».
Η πλέον αυθεντική απέκδυση του νου από κάθε εμπαθή προσκόλληση στα ορατά και παρερχόμενα στοιχεία αυτού του κόσμου κατορθώνεται με φυσιολογικό τρόπο στη ζέση της μετανοίας. Ο καρδιακός πόνος που γεννάται από τη χάρη της μετανοίας, όχι μόνο αποδε¬σμεύει τον νου από τα φθαρτά, αλλά και τον συνάπτει στα αόρατα και αιώνια. Δηλαδή, η απέκδυση είναι, όπως μόλις είπαμε, μόνο το ήμισυ της υποθέσεως και αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα στο κτιστό επίπεδο της υπάρξεως. Στον Χριστιανισμό, όμως, υπάρχει και η επένδυση της ψυχής με τη συνακόλουθη χάρη του Θεού και είναι πλήρωμα ζωής αθανάτου.
Πολλοί θαυμάζουν τον Βούδα και τον παραβάλλουν με τον Χριστό. Λέγεται ότι ό Βούδας σπλαχνίσθηκε τήν ανθρώπινη δυστυχία και με ωραία λόγια δίδαξε τη δυνατότητα και τον τρόπο να αποσπάται ο άνθρωπος από τα παθήματα και να μην τα αισθάνεται. Ωστόσο, ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο Χριστός, με τα Πάθη, τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάστασή Του προσέλαβε τον πόνο εκούσια και αναμάρτητα και τον μετέβαλε σε μέσο εκφράσεως της τέλειας αγάπης Του. Με αυτήν θεράπευσε το πλάσμα Του από το μέγα τραύμα της προπατορικής αμαρτίας και το απεργάσθηκε «καινήν κτίσιν». Γι’ αυτό ο πόνος είναι τόσο πολύτιμος στην άσκηση της ευχής, και η παρουσία του είναι ένδειξη ότι ο ασκητής δεν είναι μακριά από την αληθινή και άγια οδό της αγάπης προς τον Θεό. Την αγάπη αυτή εκφράζει ο άνθρωπος με την προσευχή του.
Κατά συνέπεια, η προσευχή είναι θέμα αγάπης. Αν προσευχόμαστε, σημαίνει ότι αγαπάμε τον Θεό. Αν αγαπάμε τον Θεό, προσευχόμαστε. Το μέτρο της προσευχής φανερώνει το μέτρο της αγάπης που έχουμε για τον Θεό. Έτσι, ο άγιος Σιλουανός ταυτίζει τη μνήμη του Θεού με την προσευχή, ενώ οι άγιοι Πατέρες λένε ότι η λήθη του Θεού συνιστά το μεγαλύτερο πάθος. Όταν μας πολεμεί ένα πάθος, μπορούμε και εμείς να του αντιταχθούμε με το Όνομα του Θεού. Όσο πιο πολύ ταπεινώνουμε τον εαυτό μας και καλούμε τον Θεό σε βοήθεια μας, τόσο πιο δυνατοί γινόμαστε και νικούμε το πάθος. Όταν όμως λησμονούμε τον Θεό, ο εχθρός μας φονεύει ολοσχερώς. Γι’ αυτό και οι Πατέρες επισημαίνουν ότι η λήθη του Θεού είναι το μεγαλύτερο πάθος.
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 110-116)

Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ Η άσκηση της προσευχής του Ιησού ως ουράνιο δώρο



Η ευλαβική άσκηση της προσευχής αυτής οδηγεί τον άνθρωπο σε συνάντηση με πολλές αντίθετες ενέργειες κρυμμένες στην ατμόσφαιρα. Προσφερόμενη στην κατάσταση βαθειάς μετάνοιας διεισδύει στο χώρο, που βρίσκεται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών» (Α’ Κορ. 1,19). Στις πλέον εντατικές εκδηλώσεις της, χρειάζεται ή μεγάλη πείρα ή καθοδηγητής. Είναι απαραίτητη σε όλους ανεξαιρέτως που την ασκούν, η νηπτική περίσκεψη, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή σε κάθε επερχόμενο σ’ αυτούς. Τότε αυτή γίνεται δύναμη, η οποία ενώνει το πνεύμα μας με το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθηση της ζώσας παρουσίας της αιωνιότητας μέσα μας, έχοντάς μας ήδη οδηγήσει δια μέσου αβύσσων σκότους κρυμμένων μέσα μας.
Η προσευχή αυτή είναι μεγάλο δώρο του ουρανού προς τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα.
prihs3o2
Πόσο σημαντική είναι η διαμονή (για να μην πω η άσκηση) στη προσευχή, μαρτυρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επιτρεπτό να παραβάλω αυτήν προς την φυσική ζωή του κόσμου μας και να φέρω παραδείγματα από γνωστών σε μας γεγονότων της σύγχρονης επικαιρότητας. Οι αθλητές, προετοιμαζόμενοι για τους αγώνες, επαναλαμβάνουν για πολύ καιρό τις ίδιες ασκήσεις, ώστε να εκτελέσουν κατά τη στιγμή της διεξαγωγής τους, με ταχύτητα και με βεβαιότητα, και τρόπον τινά μηχανικά, όλες τις κινήσεις, τις οποίες ήδη αφομοίωσαν. Από τον αριθμό των ασκήσεων εξαρτάται και η ποιότητα της αποδόσεως. Θα διηγηθώ ακόμα ένα γεγονός, που συνέβη σε κύκλο, γνωστών σε μένα προσώπων. Βεβαίως επαναλαμβάνω εκείνα, που άκουσα από ένα πλησιέστερο άνθρωπο προς τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται.
Σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη δύο αδελφοί νυμφεύθηκαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέες. Η μία ήταν γιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρα. Η άλλη ήταν ωραιότερη, δραστήρια, ευγενής αλλ’ όχι ιδιαίτερα ευφυής. Όταν πλησίαζε ο καιρός του τοκετού και για τις δύο, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρία ακολουθώντας την νεοεμφανισθείσα μέθοδο του «ανώδυνου τοκετού». Η πρώτη, η γιατρός, αμέσως κατανόησε όλο τον μηχανισμό της μεθόδου αυτής και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθορισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τις ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατανόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφάρμοζε τις γνώσεις της.
Η άλλη δεν γνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε ήθελε να ασχοληθεί με τη θεωρητική πλευρά της μεθόδου αυτής, αλλά παραδόθηκε απλά με ζήλο στην επανάληψη των καθορισμένων κινήσεων του σώματος. Αφού δε τις αφομοίωσε, όταν έφθασε η στιγμή, πήγε για τον τοκετό. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμή του τοκετού από τις πρώτες ήδη ώδινες δεν θυμήθηκε τη θεωρία και γέννησε με μεγάλη δυσκολία, «εν λύπαις» (Γεν. 3,16)· η δε άλλη γέννησε χωρίς πόνους και σχεδόν χωρίς δυσκολία.
Έτσι θα συμβεί και σε μας. Ο σύγχρονος και μορφωμένος άνθρωπος είναι σε θέση να κατανοήσει το «μηχανισμό» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθεί δύο ή τρεις εβδομάδες με κάποιο ζήλο, να διαβάσει λίγα βιβλία, και να, ο ίδιος μπορεί στα ήδη γραμμένα βιβλία να προσθέσει και το δικό του. Κατά την ώρα όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασή μας υποβάλλεται σε βιαία διάσπαση, όταν ο νους θολώνεται και η καρδία αισθάνεται ισχυρούς πόνους ή εξασθένηση, τότε όλες οι θεωρητικές μας γνώσεις εξαφανίζονται και η προσευχή μπορεί να χαθεί.
Είναι αναγκαίο να προσευχόμαστε για χρόνια. Να διαβάζουμε λίγο, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορά στη προσευχή και συνεργεί, κατά το περιεχόμενό του, στην ενίσχυση της έλξεως προς προσευχή μετανοίας με την εσωτερική διαφύλαξη του νου. Από τη μακροχρόνια επανάληψη η προσευχή γίνεται φύση της υπάρξεώς μας, φυσική αντίδραση σε κάθε φαινόμενο στην πνευματική σφαίρα, είτε αυτό είναι φως, είτε σκοτάδι, είτε εμφάνιση αγίων αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – με ένα λόγο, σε κάθε καιρό και περίσταση.
Με τέτοιο είδος προσευχής η γέννησή μας για την ουράνια ζωή μπορεί πραγματικά να γίνει ανώδυνη.
Η βίβλος της Καινής Διαθήκης, που αποκαλύπτει σε μας τα έσχατα βάθη του άναρχου Όντος, είναι σύντομη, αλλά και η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί ανάπτυξη σε πλάτος. Η τελειότητα που φανερώθηκε δια του Χριστού είναι ανέφικτη στα όρια της γης· το πλήθος των πειρασμών, τους οποίους περνά αυτός που ασκεί την προσευχή αυτή, είναι απερίγραπτη. Η άσκηση της προσευχής αυτής οδηγεί κατά παράδοξο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου σε συνάντηση με δυνάμεις κρυμμένες εν τω «Κόσμω». Η προσευχή με το όνομα του Ιησού προκαλεί εναντίον της επίθεση από τις κοσμικές δυνάμεις, ή καλλίτερα, την πάλη με τους κοσμοκράτορες «του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (πρβλ. Εφεσ. 6,12). Αυτή, ανυψώνοντας τον άνθρωπο σε σφαίρες πέραν των ορίων της γήινης σοφίας, στις ύψιστες μορφές αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».
Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσία της είναι πάνω από κάθε εξωτερικό σχήμα, στη πράξη όμως οι πιστοί λόγω της ανικανότητας τους να σταθούν σε αυτή με καθαρό νου για πολύ καιρό, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνι για λόγους πειθαρχίας. Στο Άγιο Όρος του Άθω το πλέον διαδεδομένο κομβοσχοίνι έχει εκατό κόμβους διαιρεμένους σε τέσσερα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών την ημέρα και τη νύκτα, ορίζεται ανάλογα με τη δύναμη του καθενός και των πραγματικών συνθηκών της ζωής του.
(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Περί προσευχής»)

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Η αφύπνιση της καρδιάς με τη μνήμη του θανάτου





Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας, 
Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 

Ο άνθρωπος και οι «κλήροι» του βρίσκονταν μέσα στον νου του Τριαδικού Θεού «προ χρόνων αιωνίων». Σε στιγμή απροσδιόριστη από τις περιορισμένες ανθρώπινες δυνάμεις, ο προαιώνιος Θεός αποφάσισε να δημιουργήσει τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του. Τον έπλασε με προσωπικό και άμεσο τρόπο, προικίζοντάς τον με απίστευτο νου και μεγαλειώδη καρδιά, ικανά να αγκαλιάσουν όχι μόνο όλη την κτίση, «ορωμένην τε και ούχ ορωμένην», όπως αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά και την ίδια την αιωνιότητα του Θεού. Τον κατέστησε πραγματικό άρχοντα στο βασίλειο του κόσμου, και στο πρόσωπό του ανακεφαλαιώνεται όλη η δημιουργία, η ορατή και η αόρατη.
Εξαρχής ο Θεός προίκισε τη φύση του άνθρωπου με τις δικές Του ιδιότητες, με όλες τις αρετές και με δυναμική φορά προς το Πνεύμα Του. Ο άνθρωπος εντρυφούσε στην αγαθή παρουσία του Δημιουργού του. Μπορούσε με τον νου του να ανυψώνεται στον Θεό και να βλέπει το πρόσωπό Του. Και η όραση αυτή ζωοποιούσε την καρδιά του και την πλάταινε με ισχυρά και απερίγραπτα αισθήματα ατελεύτητης ευγνωμοσύνης και θείας αγάπης. Τόσο γοητεύθηκε από το μεγαλείο της καταστάσεως αυτής ο άνθρωπος, ώστε έφθασε σε σημείο να λησμονήσει την κτιστότητά του και να ενδώσει στον πειρασμό της παρακοής. Θέλησε να γίνει θεός, όχι με την αγάπη του Θεού και την υποταγή του στη θεία εντολή, αλλά με την αυτονομία και την ανταρσία του. Τότε, όπως μαρτυρούν οι Γραφές, συντελέσθηκε η φοβερή πτώση, η παγκόσμια συμφορά.
Ο νους του ανθρώπου προσκολλήθηκε στα κτίσματα και διαφθάρηκε. Έχασε την αστραπόμορφη κίνησή του προς τον θείο κόσμο και επιβαρύνθηκε με τις αισθήσεις του σώματος. Η καρδιά στερήθηκε την «επισκοπή»-επίβλεψη του Κυρίου και όλων εκείνων που συνοδεύουν τη θαυμαστή παρουσία Του, και απολιθώθηκε. Ο νους έχασε βαθμηδόν ακόμη και τη μνήμη των υπερφυσικών βιωμάτων της χάριτος, γιατί αυτά δεν έχουν υλικό υπόβαθρο. Τελικά ο άνθρωπος κατάντησε δέσμιος του ορατού κόσμου, μη δυνάμενος να υπερβεί την άμεση πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Λησμόνησε τον ποιητή και πλάστη του και παραδόθηκε στην αμαρτία και τα οψώνιά της, τη φθορά και τον θάνατο.
Στη θλιβερή αυτή κατάσταση της λήθης του Θεού ο άνθρωπος αισθάνεται ανεκπλήρωτο κενό και εφιαλτική ανασφάλεια, που τον περισφίγγουν ασφυκτικά και συνέχουν βασανιστικά την ψυχή του. Αναφύονται τα πάθη που γεμίζουν την ύπαρξή του με κάθε είδους φαυλότητα και παλεύουν με δολιότητα να εξαλείψουν κάθε ίχνος της μνήμης του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος χάνει την ικανότητα να αγαπά και αναπόφευκτα αποξενώνεται ολοένα και περισσότερο από τον Θεό, τον πλησίον και τον πρωταρχικό σκοπό της δημιουργίας του.
Χωρισμένος από τον Θεό, την πηγή της ζωής, ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του και, στερημένος από τη δύναμη του Θεού, αδυνατεί να σωθεί. Βαθμηδόν ερημώνεται, διασπάται, και τελικά διαλύεται η υπόστασή του με τον θάνατο. Μπροστά στην αδυσώπητη απειλή της καταστροφής αυτής το πνεύμα του αιχμαλωτίζεται από τον φόβο του θανάτου. Γίνεται νοσηρά φίλαυτο και αρχίζει αγωνιώδη πάλη για την ατομική του επιβίωση.
Εξορίζοντας από την καρδιά του τον Θεό και τον πλησίον ο άνθρωπος χάνει την κυριαρχική εξουσία του μέσα στην κτίση που συνεπάγεται η κατ’ εικόνα Θεού κατασκευή του. Έτσι αστοχεί στον προορισμό του να βασιλεύ¬σει με δικαιοσύνη στον κόσμο και με τρόπο προφητικό να πλατυνθεί και να προσαγάγει στον Θεό όλη την κτίση. Συνηθίζει να ζει με το πνεύμα του νεκρωμένο, γιατί η εχθρική δύναμη του πονηρού κατεξουσιάζει τη φύση του.
Αλλά η κλήση του Θεού είναι αμετάκλητη και «αμεταμέλητη». Επειδή η ανεξιχνίαστη Βουλή του Θεού ως βάση της αρχικής προελεύσεως του ανθρώπου τον προόρισε να ζήσει αιώνια «επ’ αφθαρσία», ο θάνατος ως εχθρός είναι απαράδεκτος. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος λέει ότι «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». Ο Ίδιος ο Υιός του Θεού ήλθε στον κόσμο, για να τον εξαλείψει και να «λύση τα έργα του διαβόλου». Ο θάνατος λοιπόν του ανθρώπου είναι φαινόμενο παρά φύσιν και αντίθετο προς τον προορισμό του. Η ψυχή δεν μπορεί να αναπαυθεί στην προοπτική του θανάτου, γιατί αν η ζωή τελειώνει με τον θάνατο, τίποτε πλέον δεν έχει νόημα.
Ο Θεός όμως ο οποίος ζει εις τους αιώνες δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού. Κατεργάζεται τα πάντα «ως το επιστρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού και ζην αυτόν». Ανακαλεί τον άσωτο από την πλάνη της ερημώσεώς του, οξύνοντας με τη χάρη Του το άγριο θέαμα και τη σοβαρότητα του γενικού θανάτου που παρεισέφρυσε σε όλη την κτίση με την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Διανοίγει τα μάτια της ψυχής του για να κατοπτεύσει τη σφραγίδα της φθοράς και του θανάτου πάνω σε όλο το κτιστό είναι. Ο άνθρωπος γίνεται ικανός να ενωτισθεί τη βοή των στεναγμών του σύμπαντος κόσμου που παραδόθηκε σε αδιέξοδη ματαιότητα. Παρέχεται τότε στην ψυχή η χάρη να διαισθανθεί το σκοτεινό πέπλο του θανάτου, της φθοράς και της απογνώσεως που καλύπτει τους ανθρώπους και κάθε επίγεια ύπαρξη. Το πνευματικό αυτό φαινόμενο -άγνωστο στη σύγχρονη ψυχολογία- στην ασκητική ορολογία ονομάζεται «μνήμη θανάτου». Δεν ομοιάζει με την ψυχολογική επίγνωση ότι κάποια ημέρα θα πεθάνουμε. Πρόκειται για γνώση που σκηνώνει στη βαθειά καρδιά και της προσδίδει παράδοξη αίσθηση, ώστε να συλλαμβάνει σαφέστατα «την ματαιότητα όλων των επί γης αποκτημάτων» και κατανοεί ότι «τα πάντα ματαιότης».
Η αίσθηση, την οποία επιφέρει η χάρη της μνήμης του θανάτου, μπορεί να ενταθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλη η ιστορία και τα γεγονότα του σύμπαντος να φαίνονται ως ονειρικός αντικατοπτρισμός και κακός εμπαιγμός του ανθρώπου, γιατί πουθενά δεν υπάρχει η αυθεντική ζωή, αντιθέτως, παντού βασιλεύει ο θάνατος. Στην ουσία όμως είναι ο άνθρωπος που φωτίζεται, ώστε να δει την πνευματική του κατάσταση, από την οποία απουσιάζει η ζώσα αιωνιότητα του Θεού. Πείθεται ότι με τον προσωπικά του θάνατο πεθαίνουν όλα όσα συνέλαβε ως τότε η συνείδησή του, ακόμη και ο Θεός. Ενώ πλάσθηκε για να ζήσει αιώνια με τον Δημιουργό του, τώρα βλέπει ανεκπλήρωτη την προαιώνια θεία Βουλή.
Η απειλή του θανάτου ως αιώνια λήθη και απόσβεση του φωτός της συνειδήσεως προξενεί στην ψυχή φρίκη, συντριβή και αφόρητο εσωτερικό μαρτύριο. Ξαφνικά ο άνθρωπος ξυπνά από τον παρατεταμένο λήθαργό του. Αισθάνεται την αιωνιότητα του Θεού να τον καλεί από παντού, αλλά δεν είναι ικανός να αντέξει κατά πρόσωπο την παρουσία της ούτε διαθέτει κατάλληλο χώρο, για να την προσλάβει μέσα του. Ωστόσο, το πνεύμα του απαιτεί την αιώνια ζωή και μόνο αυτήν. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να αναπαύσει τα σπλάγχνα του. Πάσχει βαθιά, με ένταση που υπερβαίνει τα όρια των ανθρωπίνων δυνάμεων. (Πολλοί άνθρωποι δοκιμάζουν την εμπειρία αυτή, πριν γίνουν μοναχοί και μοναχές, και γι’ αυτό αισθάνονται τη μοναχική ζωή ως κατηγορική προσταγή του πνεύματός τους. Δεν πρόκειται για επιλογή που κάνουν κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως, αλλά μάλλον αισθάνονται ότι ή θα γίνουν μονάχοι ή θα πεθάνουν αιώνια). Τότε όμως συντελείται η αρχή του πιο σημαντικού θαύματος στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αναδύεται η καρδιά, το πνευματικό κέντρο του ανθρώπου.
Το οχληρό και καυτό θέαμα της απουσίας του Θεού από την κτίση, όπως το παρουσιάζει η ενέργεια της μνήμης του θανάτου, αποσπά την προσοχή του νου από κάθε κτίσμα και από κάθε γήινη φιλοδοξία, και τον ανακαλεί στον εαυτό του, στην καρδιά. Η μνήμη αυτή αποδεικνύεται ισχυρότερη από κάθε εμπαθή προσκόλληση, ενώ ο νους ελεύθερος κατεβαίνει στην καρδιά και ενώνεται μαζί της. Η εύρεση της καρδιάς σηματοδοτεί την αρχή της σωτηρίας του ανθρώπου.
Όταν η θαυμαστή αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου αρχίσει να απασχολεί τη βαθειά καρδιά και να ελκύει τον νου προς αυτήν, οι σκέψεις γεννιούνται «έσωθεν» και με δυνατή αίσθηση. Ανταποκρίνονται στα ισχυρά βιώματα και τη φρικτή θεωρία που τη συνοδεύει. Ο Γέροντας Σωφρόνιος διατυπώνει την πνευματική αυτή κατάσταση ως εξής: «Όλα όσα γνώριζα, όλα όσα αγαπούσα και καθετί
που με ζωοποιούσε και με ενέπνεε -τα πάντα απολύτως ακόμη και ο ίδιος ο Θεός- πεθαίνουν μέσα μου και για μένα, αν εγώ αφανίζομαι τελείως». Σε άλλο πάλι σημείο ο Γέροντας γράφει: «Μέσα μου και μαζί μου πέθαινε καθετί που συνέλαβε η συνείδησή μου· οι κοντινοί μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη τους, όλη η εξέλιξη της ιστορίας, όλη η Γη και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρο διάστημα- ακόμη και ο Ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου και Αυτός πέθαινε μέσα μου· ολόκληρο γενικά το είναι καταβροχθιζόταν από το σκοτάδι της λήθης». Η προκαταρκτική αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου φωτίζει τον άνθρωπο από έξω και από μακριά. Τον πείθει για το ανωφελές και μάταιο όλης της κτίσεως, όταν βρίσκεται έξω από τη χάρη του Θεού. Ταυτόχρονα του αποκαλύπτει την εσωτερική του ερήμωση, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό.
Και τα δύο αυτά ενεργήματα της χάριτος είναι άκρως ευεργετικά. Το πρώτο προξενεί αγαθή απόγνωση που αποδεσμεύει τον νου από την προσκόλληση και την περιπλάνησή του στα κτίσματα. Το δεύτερο εμπνέει στην ψυχή τον φόβο για την αιώνια απώλεια. Η αιωνιότητα τότε προβάλλει με την αρνητική της μορφή: Μπορεί μεν ο άνθρωπος να έχει βιώσει τη συνάντησή του με τον Θεό, αλλά στερείται ακόμη του χαρίσματος της μετοχής στη ζωή Του. Τα παράδοξα και ισχυρά αυτά βιώματα της απογνώσεως και του φόβου ταπεινώνουν το πνεύμα του και συγκεντρώνουν την προσοχή του νου του στην καρδιά, τον τόπο όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια του Θεού και η πλάνη του ανθρώπου. Τώρα εναπόκειται στον άνθρωπο η επιλογή του θείου θελήματος. Στο σημείο αυτό, έκτος από τον ταπεινό φόβο του Θεού αποκτά επίσης κάποιο μέτρο αυτογνωσίας. Αν αποδεχθεί την Ευαγγελική Αποκάλυψη, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι το αληθινό Είναι, ο Ων, ο νικητής του θανάτου και η αιώνια ζωή, ελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που ενώνει τον νου με την καρδιά και αποκαθιστά την ενότητα των ψυχικών του δυνάμεων.
Η ενοποίηση αυτή των δυνάμεων της ψυχής είναι η πρώτη φάση της θεραπείας του ανθρώπου, διότι έχει επιτέλους τη δυνατότητα να στραφεί με προσευχή στον Θεό και να βρει αισίως λύση και παρήγορη διέξοδο στα παθήματα του πνεύματός του.
Όταν ο άνθρωπος δέχεται την «παιδεία» του Θεού με τη μνήμη του θανάτου, αρχίζει να κατανοεί την παγκόσμια τραγωδία. Βλέπει ότι τα παθήματά του ταυτίζονται με τα παθήματα όλης της ανθρωπότητας. Προβάλλει την κατάσταση της εσωτερικής του ερημώσεως σε όλη τη δημιουργία. Αντιλαμβάνεται, έστω και με αρνητικό τρόπο, ότι είναι το κέντρο όλης της κτίσεως, την οποία βλέπει να διηγείται μια ατελεύτητη ματαιότητα. Το βίωμα αυτό είναι η αρχή της αγάπης και συνεπώς γίνεται το προοίμιο της τελειωτικής του αναγεννήσεως, όταν αυτός, ενισχυμένος πλέον από τη χάρη του Θεού, πρεσβεύει για τη σωτηρία όλου του κόσμου και αποκτά τότε την ορθή πνευματική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ουρανός και η γη διηγούνται τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία του ανθρώπου.
Είναι λοιπόν φανερό πως η μνήμη του θανάτου είναι το χάρισμα του Θεού, που βοηθεί τον άνθρωπο να βρει την καρδιά του, γεγονός που σηματοδοτεί την αρχή στη θεραπεία της προσωπικότητάς του. Στη συνέχεια, θα ερ¬γασθεί για την αποκατάσταση της ορθής κοινωνίας του με τον Θεό και με όλο το γένος του Αδάμ. Έτσι σημειώνεται το πρώτο παράδοξο: Η μνήμη του θανάτου ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον φόβο του θανάτου και τον εισάγει στην προοπτική της αγάπης του Θεού. Ο θάνατος που επήλθε ως συνέπεια της αμαρτίας προμνηστεύεται τώρα τη Ζωή. Η μνήμη του θέτει με τόσο απόλυτο και καθοριστικό τρόπο την υπεροχή της αιωνιότητας έναντι των κτιστών, ώστε, και αν ακόμη ο πειραστής του υποσχόταν αιώνες επίγειας ευδαιμονίας και επιτυχίας, ο πιστός θα προτιμούσε τα στίγματα του Σταυρού, με τον οποίο ήλθε στον κόσμο η αληθινή χαρά και η αιώνια σωτηρία.
Με τη μνήμη του θανάτου προβάλλεται η θεία αιωνιότητα, αλλά στην αρνητική της όψη. Το φαινόμενο, ωστόσο, αυτό δεν είναι ψυχολογικό αλλά πνευματικό και προσκομίζει γνώση πνευματικής φύσεως. Μυσταγωγεί ταυτόχρονα σε διπλή γνώση και σε διπλή θεωρία. Καθιστά την καρδιά πεδίο πάλης, η οποία διαδραματίζεται σε δύο επίπεδα: Από τη μία βεβαιώνει τον άνθρωπο για την ύπαρξη του αληθινού Θεού και τη σωτηριώδη Του δύναμη, ενώ από την άλλη διεγείρει τη φρικτή αίσθηση της μηδαμινότητάς του αλλά και τον απερίγραπτο φόβο για το ενδεχόμενο της αιώνιας απώλειάς του.
Η αποκάλυψη της αιωνιότητας, έστω και στην αρνητική της μορφή, είναι συνάντηση του Ζώντος Θεού με τον άνθρωπο. Ως ένα σημείο φθάνουν στον άνθρωπο τα τέλη των αιώνων. Ενώ αισθάνεται τον θάνατό του ως απειλή αφανισμού κάθε ζωής, δέχεται ταυτόχρονα την κλήση να αναχθεί σε απείρως ανώτερη μορφή υπάρξεως. Διαμένοντας στη μνήμη θανάτου ο άνθρωπος βιώνει με το πνεύμα του τον άδη της απουσίας του Θεού. Αναζητώντας με αγωνία διέξοδο από την κατάσταση αυτή αποσπάται από κάθε εμπαθή προσκόλληση στον ορατό κόσμο και παραδίδεται με ισχυρότερο πόθο προς τον Θεό. Τότε με αυθεντικό τρόπο νικώνται τα πάθη και αυτή ακόμη η επιθυμία της ίδιας της πρόσκαιρης ζωής. Η αυταπάρνηση την οποία εμπνέει η μνήμη του θανάτου αποβαίνει η καταλληλότερη προϋπόθεση για πύρινη προσευχή, που αναγεννά πλήρως τον άνθρωπο και συνάπτει το πνεύμα του με τον αιώνιο Θεό.
Το εκπληκτικότερο ωστόσο ενέργημα της μνήμης του θανάτου είναι η αίσθηση που δημιουργεί για τη μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου. Όταν ο άνθρωπος ταυτίζει τον ατομικό του θάνατο με τον γενικό αφανισμό κάθε ζωής και εμπειρίας που αγκάλιασε ως τότε η συνείδησή του, με το τέλος όλης της ιστορίας του κόσμου, όπως και της σχέσεως του Θεού με τη δημιουργία Του, επαληθεύει το γεγονός ότι πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού και με προορισμό να γίνει το κέντρο ολόκληρης της κτίσεως. Η οδύνη του βιώματος αυτού, ενώ φέρει κατ’ αρχάς μάλλον αρνητικό χαρακτήρα, συνδέει ωστόσο τον άνθρωπο άρρηκτα με τα πεπρωμένα όλων των ομοιοπαθών συνανθρώπων του και γεννά τη συμπόνια γι’ αυτούς. Το πνευματικό αυτό αίσθημα αρχίζει να ζωογονεί την καρδιά του ανθρώπου και να αποκαθιστά την κοινωνία του με όλο το γένος του Αδάμ. Και όταν ο εσωτερικός φωτισμός φθάσει σε κάποια πληρότητα και η καρδιά πλατυνθεί και ενισχυθεί με τη θεία χάρη, ακολουθεί το θετικό αίσθημα της αγάπης, με το οποίο ο άνθρωπος αγκαλιάζει όλη την κτίση και την προσάγει με εκτενή πρεσβεία στον Θεό. Τότε οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν» της αγάπης του Θεού και καταξιώνεται ως αληθινό πρόσωπο«καθ’ ομοίωσιν» του Νέου Αδάμ, του Χριστού, που ανα-κεφαλαιώνει στο Πρόσωπό Του «τα πάντα τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης».
Ο θάνατος εισήλθε ως κατάρα και βλάστησε ως ζιζάνιο στη ζωή των ανθρώπων εξαιτίας της αμαρτίας. Ο Χρι¬στός όμως με τον αναμάρτητο θάνατό Του για χάρη του ανθρώπου μετέβαλε την κατάρα σε ευλογία και πρόσφερε το «περισσόν» της ζωής. Η μνήμη του θανάτου εισάγει τον άνθρωπο στο μεγαλύτερο αυτό θαύμα που γνώρισε ποτέ η οικουμένη. Αποκαλύπτει τον δικό μας άδη και γίνεται πρόσκληση και ευαγγέλιο αιώνιας ζωής. Όποιος υπακούει και πιστεύει, δέχεται χάρη που αναζωπυρώνει την καρδιά του. Η αφύπνιση αυτή της καρδιάς είναι και το πρώτο βήμα προς τον μακάριο χώρο της ακατάλυτης ζωής και σωτηρίας.
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 38-48)

το παλαμικό υπόβαθρο της θεολογίας του π.Σωφρονίου

Η έκσταση ως κάθοδος: Το παλαμικό υπόβαθρο της Θεολογίας του π. Σωφρονίου (+βίντεο)

Ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ 
(22 Σεπτεμβρίου 1896 - 11 Ιουλίου 1993)

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
Η έκσταση ως κάθοδος: Το παλαμικό υπόβαθρο της Θεολογίας 
του π. Σωφρονίου (+βίντεο)

Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Λουδοβίκος
Καθηγητής Ανώτατης Θεολογικής σχολής Θεσσαλονίκης

Η θεολογική συζήτηση για τη θεολογία του π. Σωφρονίου, παρότι μόλις άρχισε, προμηνύεται εξόχως σημαντική για την ταυτότητα της Ορθόδοξης θεολογίας στο άμεσο μέλλον. Και τούτο διότι ο π. Σωφρόνιος δεν είναι, όπως ελπίζω να φανεί στη συνέχεια, απλά ένας «ασκητικός συγγραφέας», όπως επικράτησε να ονομάζεται μια μερίδα συγγραφέων οι οποίοι επικεντρώνουν την προσοχή τους πάνω σ’ αυτό που κακώς ονομάζεται «πνευματικότητα» και ορθότερα ίσως «νηπτική παράδοση».

Πράγματι, πολλοί απ’ τους «νηπτικούς», όπως συνήθως λέγονται, συγγραφείς, ελάχιστο ή μηδαμινό ενδιαφέρον επιδεικνύουν για την ενσωμάτωση του συνόλου της θεολογίας στο έργο τους. Αυτό φυσικά κάθε άλλο παρά μειώνει το έργο αυτό, αφού πράγματι αυτό που εξίσου ενδιαφέρει την Ορθόδοξη θεολογία είναι η άκρως εμπειρική, νηπτική και μετανοιακή, θεολογική γνωσιολογία, άνευ της οποίας κάθε είδους ευχαριστιακής ή εκκλησιολογικής οντολογίας κινδυνεύει ν’ αποτελεί έωλο και ακατανόητο υπερβατικό εκστατισμό. 

Πολύ λίγοι πάντως από τους Πατέρες, μεταξύ των οποίων οι άγιοι Γρηγόριος Νύσσης, Βασίλειος ο Μέγας, Μάξιμος Ομολογητής και Γρηγόριος Παλαμάς, επιχειρούν την βαθιά συναίρεση της νηπτικο-ασκητικής παράδοσης με τις ανθρωπολογικές και θεολογικές προϋποθέσεις και συνέπειές της. 

Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ φρονώ πως ανήκει σ’ αυτήν την τελευταία ακριβώς κατηγορία Πατέρων (διότι πράγματι πρόκειται για ένα νεότερο Πατέρα της Εκκλησίας) και αυτό είναι κάτι το οποίο θα επιθυμούσα, εντελώς εισαγωγικά, να δείξω στην παρούσα εισήγηση. Σκοπός πράγματι του κειμένου που ακολουθεί, είναι ν’ αποδείξει προεισαγωγικά πως η θεολογία του π. Σωφρονίου ανήκει ειδικά στην παράδοση του Ορθοδόξου Ησυχασμού, όπως μάλιστα αυτός εκφράστηκε, με τη δημιουργική συναίρεση των προ αυτού Πατέρων, από τον αγ. Γρηγόριο Παλαμά, καθώς επίσης πως η θεολογία αυτή ανήκει στην παράδοση των μεγάλων θεολογικών συνθέσεων, όπου ακριβώς, με τον εγκυρότερο τρόπο, ολόκληρο το φάσμα της πατερικής θεολογίας (ειδικότερα μάλιστα, εν προκειμένω, της θεολογικής ανθρωπολογίας) αναδεικνύεται ξανά.

ΙΙ
Κάτι τέτοιο μας υποχρεώνει να ανιχνεύσουμε καταρχήν το νόημα της εκστάσεως, της ασκητικής ανάβασης δηλαδή προς τον Θεό, στα όρια της ελληνικής πατερικής παράδοσης. Προς τον σκοπόν αυτό, είμαστε νομίζω υποχρεωμένοι ν’ ανιχνεύσουμε δυο είδη τέτοιας εκστάσεως προς το Θεό, στα όρια πάντοτε της παραπάνω παράδοσης: 

α) την πλατωνίζουσα έκσταση και 
β) την ησυχαστική έκσταση, της οποίας η έκφραση κορυφώνεται πράγματι στο παλαμικό έργο (αν και αποτελεί περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους της παλαιότερης πατερικής γραμματείας). 

Ας δούμε τα δυο αυτά είδη έκστασης χωριστά.


Ωριγένης περ.185 -251
Η πλατωνίζουσα έκσταση είναι αυτή η οποία έλαβε την κορυφαία έκφρασή της στα έργα του Ωριγένη. Είναι συγγενής με την ανάλογη θεωρία φιλοσοφικής γνώσης του Ενός, του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πλωτίνου (ο οποίος υπήρξε, κατά πάσα πιθανότητα, συμμαθητής του Ωριγένη στη φιλοσοφική σχολή του πρώην χριστιανού και μετέπειτα νεοπλατωνικού φιλοσόφου Αμμωνίου Σακκά). 

Υπενθυμίζω πως ο Πλωτίνος θεωρεί πως η ψυχή του ανθρώπου, που αποτελεί και την ουσία του, είναι κατά φύσιν συγγενής με το θείο και, περιπολώντας καταρχήν σε ουράνιους τόπους, εξέπεσε από λάθος της σε τούτη τη γη και τιμωρήθηκε προσδενόμενη στο υλικό αυτό σώμα το οποίο είναι παντελώς ξένο προς την πραγματική «θεία» ουσία του ανθρώπου. 

Ο φιλόσοφος οφείλει να ξαναβρεί το θείον μέσω της εκ-στατικής θεωρίας, (η οποία ακριβώς εξέρχεται από την ύλη και τη δημιουργία, αφού αυτές ουσιαστικά ταυτίζονται με το μη – ον ή το κακό), είναι «ο δια θεωρίας το είναι έχων», κατά το φιλόσοφο. 

Η ψυχή λοιπόν στον Πλωτίνο χωρίζεται σε ανώτερη ψυχή, της οποίας ουσία είναι ο νους, και σε κατώτερη ψυχή, συνδεόμενη με το παθητικό μέρος της ψυχής και προσδεδεμένη στις ανάγκες του σώματος. Ο φιλόσοφος οφείλει να εγκαταλείψει τόσο το σώμα όσο και την κατώτερη αυτή ψυχή και δια του νοός του να αναμειχθεί με το Εν ωσότου αφομοιωθεί ολοκληρωτικά απ’ αυτό, εις τρόπον ώστε να γίνει ένα μ’ αυτό – «έν άμφω». 


Παρόμοια ο χριστιανός Ωριγένης θεωρεί πως η ψυχή του ανθρώπου είναι κατά φύσιν συγγενής με το Θεό και χωρίζεται σε ανώτερη η οποία έχει ως ουσία της το νου και προϋπήρχε του συγκεκριμένου ανθρώπου, ουρανοδρομώντας αΰλως μέχρι τη φοβερή στιγμή του κόρου, όπου ακριβώς λόγω κορεσμού θα επισυμβεί και η πτώση της στην υλικότητα και σε κατώτερη ψυχή, αποτελούμενη από το θυμικό και το επιθυμητικό μέρος της ψυχής. 

Αυτό το κατώτερο μέρος υποτίθεται πως προσετέθη μετά την πτώση (η οποία δεν είναι άλλη από τη δημιουργία του ανθρώπου, αφού στον Ωριγένη η δημιουργία και η πτώση ταυτίζονται) και οφείλεται ακριβώς στην πτωτική τάση της ψυχής να συνδέεται μ’ ένα σώμα. Πνευματικότητα και εδώ είναι η θεωρία του Θεού, μέσω της εκ-στατικής αναχώρησης από την σωματικότητα, δια του συγγενούς προς τον Θεό ανθρώπινο νου. 


Ο Ωριγένης είναι τριχοτομιστής: παραδέχεται, πλην της ψυχής και του σώματος, την παρουσία επίσης και πνεύματος στον άνθρωπο. Πνεύμα ανθρώπινο είναι εδώ ένα είδος κτιστής συμμετοχής στο Πνεύμα του Θεού, καθώς και ο τόπος αυτού του τελευταίου μέσα στον άνθρωπο, ασχέτως αν αυτός είναι βαπτισμένος ή όχι – μια ακόμη πλατωνική κληροδοσία. Το σώμα είναι βεβαίως μόνον τιμωρία της ψυχής, πλην όμως ο χριστιανός Ωριγένης δεν μπορεί παρά να θεωρεί πως θα υπάρξει μια μορφή επιβίωσής του στα έσχατα, υπό τη μορφή του «αιθερίου» σώματος των αγγέλων. 

Το «αιθέριο» σώμα είναι μια εφεύρεση που μας απαλλάσσει τόσο από την υλικότητα, όσο και από την πιθανότητα της τέλειας πνευματοκρατικής εξαφάνισης της υλικής δημιουργίας στα έσχατα – δεν ανήκει όμως επ’ ουδενί στη χριστιανική θεολογία…

III
Αυτή η μονοδιάστατη πλατωνίζουσα πνευματικότητα που αφήνει έξω από την κοινωνία με το Θεό το σώμα και την υλική δημιουργία καθώς και το παθητικό μέρος της ψυχής είναι το ακριβώς αντίθετο του Ησυχασμού. Η διόρθωσή της δεν περίμενε φυσικά τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά άρχισε αμέσως και μάλιστα με τους Καππαδόκες Πατέρες. Ακόμη και ο θεωρούμενος ως δήθεν πλατωνικότερος όλων, ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης, καταδικάζει τη θεωρία πως ο νους του ανθρώπου είναι κατά φύσιν συγγενής με το Θεό: ο νους, όπως και η ψυχή είναι κτιστός, δημιουργημένος, ενώ Εκείνος είναι άκτιστος. Το χάσμα μεταξύ τους είναι απέραντο και γεφυρώνεται μόνο από τη χάρη του Θεού. Η μετοχή στο Θεό συμβαίνει όχι μόνον δια του νοός αλλά δια του όλου ανθρώπου, λέγει ο Γρηγόριος, αν και κάποτε μοιάζει να αμφιταλαντεύεται για το αιώνιο μέλλον του παθητικού της ψυχής.

Εκείνος που καθοριστικά μίλησε για ένωσιν ανθρώπου και Θεού, ως «συνέργεια» (κάτι που ο Νύσσης αποκαλούσε «συνενέργειαν») μεταξύ τους, είναι βεβαίως ο αγ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και κορυφώνεται η τάση αυτή αναμφίβολα στον αγ. Μάξιμο τον Ομολογητή. Ο Ομολογητής αρνείται ρητώς πως ουσία του ανθρώπου είναι η ψυχή μόνη ή το σώμα μόνον ή ακόμη το άθροισμα των δυο, και αποφαίνεται αινιγματικά ότι ο άνθρωπος είναι το «όλον αυτού». 

Η τελευταία αυτή φράση σημαίνει πως ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα ψυχοσωματικό σύνολο αλλά είναι επίσης και ο τόπος του Όλου, έχει τη δυνατότητα δηλαδή να γίνει μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη και ανεπανάληπτη υπόσταση όλου του κτιστού και ακτίστου είναι, κατά χάρη. Ας μην λησμονούμε πως η θεολογία του αγ. Μαξίμου περί των ακτίστων λόγων μας λέγει τελικά ακριβώς αυτό: πως ο Θεός «λέγει», προτείνει δηλαδή στα όντα τον τρόπο του είναι τους, αναμένοντας από αυτά το δικό τους κτιστό λόγο, την απάντησή τους δηλαδή, η οποία θα οδηγήσει, μέσω αυτού του θεανθρωπίνου (συνεργητικού ή συνενεργητικού) διαλόγου, του οποίου η Ενσάρκωση του Λόγου είναι το έσχατο πλαίσιο, στην πληρότητα του κατά φύσιν τρόπου υπάρξεως των όντων στα έσχατα, στη Βασιλεία του Θεού.

Λαμπρό άνθος της παράδοσης αυτής είναι αναμφίβολα το έργο του αγ. Συμεώνος του Νέου Θεολόγου. Δεν υπάρχει χώρος στην εισήγηση αυτή για εκτενέστερη αναφορά, πλην όμως όλοι οι αναγνώστες του κορυφαίου αυτού ασκητικοθεολογικού έργου γνωρίζουν πως εδώ η ένωση ανθρώπου και Θεού εν Χριστώ περιγράφεται ως ένα γεγονός στο οποίο λαμβάνει μέρος, στην κυριολεξία, κάθε μέλος του σώματος και κάθε τμήμα της ψυχής του πιστού, χωρίς καμία εξαίρεση. Όλος ο άνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν, χωρίς σύγχυση κτιστού και ακτίστου αλλά και χωρίς καμία διάσταση μεταξύ τους.

Κληρονόμος λοιπόν και κορυφαίος εκφραστής της πνευματέμφορης αυτής παράδοσης, που δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που ονομάζουμε Ησυχασμό, είναι αναμφίβολα ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς

Οι ορθόδοξοι θεολόγοι έχουμε δυστυχώς ελάχιστα συνειδητοποιήσει το γεγονός πως αυτό που κυρίως πολεμά η παλαμική θεολογία είναι ακριβώς η νεοπλατωνίζουσα ανθρωπολογία και γνωσιολογία (εντός ή εκτός της Εκκλησίας) όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω. Όλος αυτός ο ιερός και συνάμα βαθύτατα αντι-ιδεαλιστικός και θα λέγαμε στην κυριολεξία «υλιστικός» χαρακτήρας του Ησυχασμού, είναι ακριβώς αυτό που τον καθιστά βαθύτατα σύγχρονο και βαθύτατα ικανό ν’ απαντήσει στα πιο συγκλονιστικά ερωτήματα που εγείρουν σήμερα τόσο η φιλοσοφία όσο και οι επιστήμες του ανθρώπου, της νευροεπιστήμης συμπεριλαμβανομένης. 

Τα κύρια χαρακτηριστικά εν προκειμένω του έργου του Παλαμά είναι τα εξής: πρώτον, πλήρης αποδοχή του παθητικού μέρους της ψυχής, δηλαδή των συναισθημάτων και της επιθυμίας, στην προοπτική της κοινωνίας μετά του Θεού. Οι άγιοι δεν είναι μόνον «θεωροί» αλλά και «κοινωνοί» του Θεού λέγει ο Παλαμάς υπονοώντας εδώ την Μακαριανή ένωση νου και καρδίας: δεν σκεπτόμαστε μόνον το Θεό αλλά επίσης Τον αγαπούμε και Τον ποθούμε και μόνον έτσι μετέχουμε σ’ Αυτόν. Δεύτερον, πλήρης αποδοχή του σώματος. 


Το σώμα διαθέτει κατά τις Τριάδες υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων «ενσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις» μπορεί δηλαδή να πνευματοποιηθεί ως ευλογημένο δημιούργημα του Θεού μαζί με την ψυχή και να «συνδιαιωνίσει» μαζί της και συνεπώς, τρίτον, η ένωση μετά του Θεού είναι ένωση καρδιακή και νοερά και σωματική. Τα πάθη μας λέγει ο ησυχαστής αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, όχι μόνον δεν πρέπει να χαθούν, όπως μας δίδαξαν λόγου χάριν οι Στωικοί, αλλά πρέπει να μεταμορφωθούν εν Αγίω Πνεύματι, αλλάζοντας προσανατολισμό και αντικείμενο, προκειμένου να εναγκαλισθεί όλος ο πραγματικός άνθρωπος όλον τον πραγματικό Θεό κατά χάρη.

Προσεγγίζουμε κατόπιν τούτων την ουσία του θέματός μας. Ποιος είναι ο τρόπος αυτής της νέας, μη πλατωνικής αυτή τη φορά, ανάβασης ή έκστασης προς το Θεό; Η περιγραφή στην οποία προβαίνει ο αγ. Γρηγόριος στο Ζ’ Αντιρρητικό του (11, 36) μοιάζει εκπληκτική. Δυο είδη ανόδου προς το Θεό υπάρχουν μας λέγει. 

Η πρώτη γίνεται δια του νοός και μόνον. Αυτή είναι η άνοδος των φιλοσόφων προς τον Θεό και ο Παλαμάς δεν διστάζει να την ονομάσει απερίφραστα «φανταστικήν», μη πραγματική δηλαδή και γεμάτη με φανταστικά είδωλα για το Θεό. 

Το δεύτερο είδος ανόδου είναι αυτή των ασκητών-θεολόγων. Αυτή συμβαίνει, όπως συγκλονιστικά το περιγράφει ο ησυχαστής άγιος, «μετά παντός είδους κτίσεως, ίνα το της εικόνος απηκριβωμένον ή» – με ολόκληρη τη δημιουργία, ούτως ώστε να είναι πλήρες το κατ’ εικόνα.

Ευρισκόμαστε στη θεολογική και ανθρωπολογική καρδιά του Ησυχασμού. Η έκσταση-άνοδος προς τον Θεό προϋποθέτει, μας λέγει μ’ άλλα λόγια ο Παλαμάς, για να είναι πραγματική και αληθινή, μια προηγούμενη βαθύτατη κίνηση καθόδου ή κένωσης, ούτως ώστε ο άνθρωπος να βαστάσει και να σηκώσει προς το Θεό όχι μόνον εαυτόν αλλά ολόκληρη μαζί τη δημιουργία – του άλλους ανθρώπους αλλά και τα υπόλοιπα κτιστά όντα. 

Ο σταυρός αυτής της καθόδου αποτελεί τη μόνη απαράβατη προϋπόθεση για την αναστάσιμη άνοδο του πιστού προς τον Θεό. Η έκσταση δεν είναι έτσι μια κίνηση έξω από τη φύση των όντων (όπως ακριβώς αντιλαμβάνονται σήμερα το πρόσωπο οι σημερινοί ορθόδοξοι περσοναλιστές θεολόγοι, θεωρώντας το ακριβώς, κατά πλατωνίζοντα τρόπο, ως έκσταση/έξοδο από την, ταυτιζόμενη με την τυφλή αναγκαιότητα ή και την πτώση, φύση) αλλά είναι μια έκσταση προσωπική της ίδιας της κτιστής φύσεως προς τον Θεό. 

Επιπλέον η έκσταση/άνοδος αυτή είναι αποφασιστικά και μόνον κοινωνική, όχι υπό την έννοια πως το συγκεκριμένο πρόσωπο καταργείται αλλά, αντιθέτως, τούτο το τελευταίο ακριβώς καθολικοποιείται. 

Έκσταση και κοινωνική καθολικοποίηση φαίνεται έτσι να συμπίπτουν: η μια αποδεικνύει την αλήθεια της άλλης. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να ομιλούμε για την έκσταση καταρχήν ως κάθοδο, κίνηση σταυρική προς περιχώρηση και βασταγμό όλου του Είναι, η οποία, αυτή και μόνη, αποδεικνύει ότι η έκσταση ως άνοδος είναι πραγματική και κατά Θεόν αληθινή. 

Είναι μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια που μπορούμε ακριβώς να υποστηρίξουμε πως ο ορθόδοξος Ησυχασμός, όταν είναι θεολογικά υγιής, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά βιωμένη εκκλησιολογία…

ΙV
Ας έλθουμε λοιπόν τώρα κατόπιν τούτων στην περίπτωση του έργου του π. Σωφρονίου και μάλιστα σ’ ένα ζήτημα το οποίο πολύ απασχολεί τους μελετητές του, το ζήτημα δηλαδή της κένωσης. Είναι νομίζω εφικτό να δείξουμε ότι ο π. Σωφρόνιος είναι ένας ησυχαστής και μάλιστα υπό την έννοια του παλαμικού Ησυχασμού όπως τον είδαμε παραπάνω.

Θεωρώ πως δυο είναι οι μορφές της κένωσης, αλληλοσυμπληρούμενες μάλιστα, στο έργο του π. Σωφρονίου


Πρώτη είναι η μορφή της θεοεγκατάλειψης. Αν η θεοεγκατάλειψη θεωρηθεί ως μια σοφή παιδαγωγία της αγάπης του Θεού προς τον ασκητή, τότε αυτή η παιδαγωγία τι άλλο είναι παρά μια προσπάθεια να μας θεραπεύσει ο Θεός από κάθε ίχνος μιας «ηδυπαθούς» ατομιστικής απόλαυσης της χάρης, μια τάση η οποία ενδημεί ασυνειδήτως μέσα στον πεπτωκότα άνθρωπο, ωθώντας τον ανεπίγνωστα σ’ έναν πιθανό πειρασμό ναρκισσικής αδολεσχίας, ακόμα και μέσα στο φως της χάρης του Θεού; Τι άλλο είναι δηλαδή αυτή η σοφή παιδαγωγία της θεοεγκατάλειψης παρά μια φιλάνθρωπη ώθηση του Θεού για ένα κοινωνικό άνοιγμα της ψυχής του ασκητή προς τον κενωτικό εναγκαλισμό του πάσχοντος συνανθρώπου και της πάσχουσας κτίσης, προκειμένου ν’ ανεβεί μαζί τους, και μόνο μαζί τους, στο Θεό; Έτσι εξηγείται ίσως και το γεγονός ότι την μεγαλύτερη θεοεγκατάλειψη δεν την υφίστανται συνήθως οι απλοί πιστοί αλλά κυρίως οι διανοούμενοι ασκητές και πιστοί (και τέτοιοι βεβαίως είναι συνήθως οι περισσότεροι των Πατέρων) αφού αυτοί κυρίως έχουν μεγαλύτερο πειρασμό από τους άλλους να αδολεσχήσουν σε μιαν ατομική-νοητική θεωρία του Θεού με τον πιθανό ναρκισσισμό της, αφήνοντας την υπόλοιπη δημιουργία κάπως στο περιθώριο.

Όπως φάνηκε ήδη, το δεύτερο είδος κένωσης, στο οποίο οδηγεί παιδαγωγικά και φιλάνθρωπα, ως θεοεγκατάλειψη, είναι η χάρη της περιχωρήσεως, είναι μ’ άλλα λόγια ακριβώς αυτό το οποίο ο π. Σωφρόνιος ονομάζει γένεση της υποστάσεως μέσα στη Γεθσημάνειο προσευχή – ασκητική και λειτουργική – για όλον τον κόσμο. Υπ’ αυτήν την έννοια, χάρις στην πρώτη κένωση δίδεται η χάρη για τη δεύτερη. Ως σοφή θεραπεία της ρίζας της φιλαυτίας, η θεοεγκατάλειψη, έτσι, όχι μόνο δε γεννά απελπισία αλλά ευγνωμοσύνη και δοξολογία για την εν αληθεία αγάπη του Θεού η οποία οδηγεί στην οντολογική ολοκλήρωσή του τον άνθρωπο:

«Φερόμενοι πνεύματι Θεού προς την υπέρ όλου του κόσμου προσευχήν, προς συμμετοχήν εις την εν Γεθσημανή προσευχήν του Κυρίου, βλέπομεν αίφνης εν εαυτοίς Θείον θαύμα: Ανατέλλει εντός ημών ο πνευματικός ήλιος, το όνομα του οποίου είναι υπόστασις (πρόσωπον). Τούτο είναι εν ημίν η αρχή καινής μορφής υπάρξεως, ήδη αθανάτου. Τότε δεχόμεθα την Αποκάλυψιν της Υποστατικής Αρχής εν τη Αγία Τριάδι, ουχί επιφανειακώς, ουχί διανοητικώς, αλλ’ εν τοις εγκάτοις του είναι ημών. Ενορώμεν εν τω Φωτί το μέγιστον μυστήριον του Ανάρχου Είναι: τον Υποστατικόν Θεόν, τον Ζώντα· τον Ένα εν Τριάδι Υποστάσεων· τον Θεόν της αγάπης, τον Μόνον αληθινόν».

Με την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου δίνουμε πλέον υπόσταση στην κοινήν ανθρώπινη ουσία. Με την προσευχή της αγάπης προς την ομοούσιά μας ανθρωπότητα γινόμαστε δυναμικά υποστάσεις της όλης ανθρώπινης ουσίας καθώς και όλης της κτίσης, ενώ προηγουμένως υπαρξιακά ήμασταν απλώς λογικά τμήματα της ανθρώπινης και της κτιστής εν γένει ουσίας. Έχουμε εδώ ξανά δηλαδή την ουσία του παλαμικού Ησυχασμού: έκσταση δια καθόδου, ο άνθρωπος να δίδει ταπεινά υπόσταση σ’ όλη τη δημιουργία, ανεβάζοντάς την στο Θεό, μιμούμενος δηλαδή κατά χάρη το έργο ακριβώς και την κίνηση του ενανθρωπήσαντος Λόγου. 


Ή, με τα λόγια του π. Σωφρονίου: «δι’ Αυτού (του Χριστού) απεκαλύφθη εις ημάς ο χαρακτήρ του Θεού της αγάπης. Η τελειότης αυτή έγκειται εις το ότι η αγάπη αυτή είναι ταπεινή, τουτέστι προσφέρεται άνευ επιφυλάξεως. Ο Πατήρ εν τη γεννήσει του Υιού κενούται ολοτελώς. Αλλά και ο Υιός επιστρέφει το παν εις τον Πατέρα. Αυτήν ακριβώς την πράξιν της τελείας κενώσεως ετέλεσεν ο Κύριος εν τη σαρκώσει Αυτού, εν τη Γεθσημανή και επί του Γολγοθά».

Αυτό το οποίο συνεπώς διδάσκει τελικά ο Θεός τον άνθρωπο δεν είναι τίποτε λιγότερο από τον ίδιο τον δικό Του τρόπο υπάρξεως. Δεν πρόκειται όμως για αφηρημένη αποκάλυψη αρχών αλλά για συγκλονιστική κοινωνία Θεού εν τη υπάρξει: το πρόσωπο-υπόσταση είναι ενεργούμενο γεγονός εν-χριστώσεως δια της χάριτος και όχι αναπαυτική έκσταση προς μια φανταστική ελευθερία η οποία στο βάθος περιφρονεί και ταυτίζει με την πτώση και την τυφλή αναγκαιότητα, κατά Πλατωνικό ή Καντιανό τρόπο, την φύση των όντων, όπως θέλουν κάποιοι περιώνυμοι σύγχρονοι ορθόδοξοι προσωπολόγοι. Με τον μαρτυρικό-ασκητικό αυτό τρόπο καθίσταται ο άνθρωπος. 


«φορεύς του πληρώματος του θεανθρωπίνου είναι δια της ενώσεως μετά του Χριστού εν τη προσευχή, ήτις εξομοιοί αυτόν προς Εκείνον. Σπάνιον προνόμιον συνδυάζοντας ακραίας καταστάσεις των παθημάτων της αγάπης και τον θρίαμβον αυτής. Ο άνθρωπος, αναγεννηθείς εκ τοιαύτης προσευχής, δια μέσου του ζωοποιού πόνου εισέρχεται βραδέως εις ενεργόν αίσθησιν της αναστάσεως της εαυτού ψυχής».


Βρισκόμαστε στον βαθύ πυρήνα του Ησυχασμού. Βλέπουμε εδώ την ταύτιση της προσωπικής ανάστασης, της εκστατικής δηλαδή ανόδου προς τον Θεό, με την ζώσα περιχώρηση των πάντων, με το κουβάλημα δηλαδή όλης της πάσχουσας δημιουργίας στα πόδια του Θεού. Η ανθρώπινη εσωτερικότητα συμβαδίζει εδώ με την πιο βαθιά κοινωνικότητα, εις τρόπον μάλιστα ώστε η μια να επαληθεύει την άλλη. Η αυθεντική εσωστρέφεια εκφράζεται έτσι ως ταπεινή κενωτική – σταυρική κοινωνικότητα, η οποία με τη σειρά της, μόνο με την ταπεινή κένωση του έσω ανθρώπου είναι δυνατόν να επιτευχθεί.

Στη σκέψη των νεότερων ορθόδοξων προσωπολόγων, συναντά κανείς μιαν αγιάτρευτη αλλεργία προς οποιαδήποτε μορφή εσωτερικότητας, εσωστρέφειας ή ακόμα και συνειδητής ασκητικής ζωής, πράγματα τα οποία εκλαμβάνονται συλλήβδην ως δήθεν ψυχολογισμός. Οι θεολόγοι αυτοί ελάχιστα δυστυχώς κατανοούν την πατερική ασκητική παράδοση και, εν προκειμένω, τη θεολογία του π. Σωφρονίου. Εδώ η εσωτερικότητα ή η εσωστρέφεια δεν είναι ψυχολογισμός αλλά καθαρή οντολογία

Ο «έσω άνθρωπος» (έκφραση καθαρά ως γνωστόν Βιβλική) δεν είναι εδώ παρά ο χώρος του γνωμικού θελήματος, της ελευθερίας δηλαδή του ανθρώπου, ο χώρος δηλαδή όπου τελεσιουργείται (συνειδητά βεβαίως και εν συναισθήσει και όχι ασυνειδήτως ή ασυναισθήτως!) το μυστήριο της καθολικοποίησης του ανθρώπου, μέσω της ταπεινής και κενωτικής «συνεργίας» του θελήματος του ανθρώπου με το θέλημα του Θεού εν Χριστώ.

V
Μια έσχατη παρατήρηση: έχει διατυπωθεί η άποψη πως ο π. Σωφρόνιος ως προς τη θεολογία της κένωσης ακολουθεί την Ρωσική θρησκευτικοφιλοσοφική γραμμή όπως αυτή εκφράζεται κυρίως στη θεολογία του Σεργίου Μπουλγκάκωφ. Πράγματι ο π. Σωφρόνιος μπορεί να έλαβε μιαν εξωτερική έμπνευση από το Μπουλγκάκωφ, διόρθωσε όμως βαθιά το πρόβλημα το οποίο, ούτως ή άλλως, αρδεύεται από τις φιλοσοφίες του Χέγκελ και του Σέλλινγκ. 

Στις φιλοσοφίες αυτές τόσο η ενότητα όσο και η κένωση είναι λογικά προεπινοημένες διαλεκτικές αναγκαιότητες, αναγκαστικά αφηρημένες και απράγματες. Στον π. Σωφρόνιο, αντίθετα, η ενότητα, ως κενωτική περιχώρηση των όντων και ανύψωσή τους στο Θεό δεν είναι προεπινοημένη αναγκαιότητα ούτε αφηρημένη διανοητική έκσταση, αλλά βήμα προς βήμα θυσιαστικά ενεργούμενη αγάπη

Όπως στον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, το ομοούσιο εδώ ενεργείται μέσα στην κτίση σταυρικά, μ’ όλη την ψυχή, με νου, με καρδιά, με αγάπη και μ’ όλο το σώμα που μαρτυρικά μετέχει κι αυτό στον ασκητικό αγώνα. Όλος ο άνθρωπος γίνεται αγάπη εισερχόμενος, εν κοινωνία με ολόκληρη την κτίση στο φως της πραγματικής θείας γνώσης. 


Υπάρχει όμως μια λεπτή διαφορά ανάμεσα στην κένωση του Χριστού και στη δική μας κένωση: ενώ ο Χριστός κενούται υπέρ ημών, εμείς κενούμεθα, όπως είπαμε, πρώτον υπέρ της ατέλειας του εαυτού μας (θεοεγκατάλειψη) και δεύτερον υπέρ των άλλων (περιχώρηση). 

Μόνο μετά την πρώτη φάση, ως παιδαγωγία στην υπαρξιακή διάνοιξη, είναι δυνατόν για τον άνθρωπο ν’ ακολουθήσει το Χριστό στον Άδη του υπέρτατου ναρκισσικού τραύματος που είναι η ανανταπόδοτη αγάπη της ομοούσιας περιχώρησης των άλλων. Μόνον όμως έτσι, μόνον δηλαδή μετά απ’ αυτήν την παράδοξη εκστατική κάθοδο είναι δυνατή η πραγματική άνοδος προς τον Θεό…

VI
Δεν μπορώ ωστόσο να κλείσω την εισήγηση αυτή χωρίς δυο ακροτελεύτια λόγια για την οικουμενική σημασία της θεολογίας του π. Σωφρονίου. Μια ολόκληρη εισήγηση θα μπορούσε ν’ αφιερωθεί στο θέμα αυτό, αλλά δεν υπάρχει χώρος για κάτι τέτοιο πλέον. Άκρως ενδεικτικά θα ήθελα να τονίσω πως η Δυτική θεολογία γνωρίζει πολύ καλά τη διανοητική άνοδο προς το Θεό, χωρίς το σώμα και την κοινότητα, μέσω κυρίως του Θωμά Ακινάτη. Βρίσκεται στο κρίσιμο σημείο μάλιστα του ν’ αρχίσει να κατανοεί τον μάταιο ιδεαλισμό, τον φρούδο ατομικισμό αλλά και την παθητικότητα που εγκλείει η άνοδος αυτή, αφού δεν διαθέτει ούτε πραγματική κοινωνικότητα, ούτε διαλογική συνεργία Θεού και ανθρώπου. 


Είναι μεγάλη ανάγκη να βρεθούν ορθόδοξοι θεολόγοι σήμερα να μιλήσουν στη Δύση γι’ αυτήν την άνοδο δια της περιχωρητικής καθόδου, για την ψυχοσωματική και κοινωνητική μετά πάντων των όντων μετοχή στο Θεό η οποία διορθώνει την ολέθρια φανταστική – διανοητική θέα Του. Η ορθόδοξη θεολογία έχει απίστευτα καθυστερήσει στο να τα καταλάβει και να εξηγήσει όλα αυτά…

VII
Όσο μεγαλύτερος είναι ο διανοητικός πλούτος, μας λέγει ο π. Σωφρόνιος, τόσο πιο ανεξήγητα επώδυνη είναι η θεοεγκατάλειψη προς κοινωνική διάνοιξη της ψυχής. Αλλά βρισκόμαστε πάντα στα ευλογημένα πλαίσια του Ησυχασμού. Όπως ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς έτσι και ο π. Σωφρόνιος ανεβαίνει στο Θεό χωρίς κανένα εσωτερικό διχασμό, καμιά ψυχοσωματική διαίρεση, κανένα χωρισμό από τους άλλους, καμιά απώθηση κανενός πάθους – αφού είναι δυνατόν όλα να μεταμορφωθούν. Όπως ο αγ Γρηγόριος ο Παλαμάς, έτσι και ο π. Σωφρόνιος, υπήρξε μια παρουσία του Χριστού στον κόσμο…

(pemptousia.grΓέροντας Σωφρόνιος, Ο Θεολόγος του ακτίστου φωτός, 
Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, σ. 585-596).

Ακούστε και την ομιλία του Πρωτοπρεσβύτερου Νικόλαου Λουδοβίκου
«Η έκσταση ως κάθοδος, το παλαμικό υπόβαθρο της θεολογίας του π.Σωφρονίου»


Επιμέλεια - υπογραμμίσεις: Σοφία Ντρέκου/Αέναη επΑνάσταση

Ἀναφορὰ στὴν Θεολογία τοῦ Γέροντος Σοφρωνίου



«Είναι ανάγκη δια πάντας ημάς, όπως διέλθωμεν δια του μυστηρίου του θανάτου χάριν τελειοτέρας εξομοιώσεως προς τον Χριστόν.» (σ. 63)
«Η ψυχή βλέπει εαυτήν ερριμμένην εις το σκότος του θανάτου. Ο φόβος εκ του σκότους τούτου είναι μαρτυρικός, διότι τούτο δεν υπάρχει μόνον πέριξ εμού, αλλ’ εδρεύει εν εμοί. Όταν όμως το άκτιστον Φώς αποδεσμεύη εμέ εκ του εσωτερικού μου άδου, τότε απέρχεται απ’ εμού πάν πάθος» (σ. 78)
«Ενσυνειδήτως κατερχόμεθα εις τον άδην, διότι, αφ’ ής στιγμής αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του προαιωνίου Ανθρώπου, ζώμεν οξύτερον το βάθος του σκοτασμού ημών. Μεγάλη θλίψις πλήττει όλον το είναι ημών. Τα εξωχρονικά παθήματα του πνεύματος υπερβαίνουν πάντα φυσικόν πόνον. ... «Ελθέ και ίασαί με εκ του συνέχοντός με θανάτου ...» (σ. 102)
Τινές εκ των πιστευόντων εις τον Κύριον, ακολουθούντες Αυτόν, οδηγούνται μέχρι του χείλους της αβύσσου, ήτις απροσδοκήτως διανοίγεται έμπροσθεν αυτών, άνευ της δυνατότητος οπισθοχωρήσεως. ... Δια την πτήσιν επάνω της αβύσσου ταύτης έχομεν χρείαν της δυνάμεως της ευλογημένης απογνώσεως ... Το Φώς διαφαίνεται μακρόθεν. Ελκυόμενοι προς αυτό υπό μυστηριώδους δυνάμεως, αποφασίζομεν να ριφθώμεν εις το άγνωστον, επικαλούμενοι το Άγιον Όνομα του Ιησού Χριστού, του Θεού Σωτήρος. Και τί συμβαίνει τότε; Αντί να συντριβή η κεφαλή ημών επί των κεκρυμμένων εις τον γνόφον υφάλων, αόρατός τις χείρ εμφανίζεται, στοργικώς κρατούσα ημάς επάνω της αβύσσου. Άνευ αυτής της φιλικής χειρός του Ζώντος Θεού ουδείς άνθρωπος δύναται να αντεπεξέλθη εις τας συνθήκας των αντιξόων περιστάσεων.» (σ. 107)
Εάν αι ρίζαι δεν εισέδυον εις τα σκοτεινά έγκατα της γης -ίσως τοσούτον βαθέως, όσον υψούται και η κορυφή-, εάν ο όγκος των ριζών και η ισχύς αυτών δεν ανταπεκρίνοντο εις τον όγκον και το βάρος του ορατού τμήματος του δένδρου, τότε δεν θα ηδύναντο αύται ούτε να τρέφουν, ούτε να στηρίζουν το δένδρο· και ασθενής τις άνεμος θα ανέτρεπεν αυτό. ... Η κίνησις προς τα κάτω, προς το σκότος τα εξώτερον, είναι απαραίτητος εις πάντας ημάς, ίνα παραμείνωμεν σταθεροί εν τω πνεύματι της αυθεντικής χριστιανικής ζωής. Τούτο εκφράζεται εν τη συνεχεί μνήμη της εξ αρχής μηδαμινότητος ημών δια της πλέον αυστηράς αυτομεμψίας εις πάντα. Και όσον βαθύτερον ταπεινούται ο άνθρωπος δια της αυτοκαταδίκης, τοσούτον μάλλον υψούται υπό του Θεού.» (σ. 121)
«Ο Γέροντας ορίζει την προσευχή ως ατελεύτητη δημιουργία, γιατί με αυτήν δίνεται στον άνθρωπο το προνόμιο να γίνει συνεργός Θεού για την ολοκλήρωσή του ως προσώπου. Δέχεται το χάρισμα να αναδειχθεί ο ίδιος αυτουργός της τελειώσεως της υποστατικής του αρχής. ... Το έργο του αγώνα αυτού είναι γεμάτο σοφία και έμπνευση, κάλλος και μεγαλείο· είναι υψηλό και δημιουργικό. ... Όλος ο αγώνας της προσευχής στοχεύει στην ανεύρεση και κατάκτηση της καρδιάς. Την οδό προς αυτήν φράζει μόνο η κενοδοξία.»[1]

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Θεολογική ἑρμηνεία τῆς εὐχῆς (β΄ μέρος...) Γέροντας Σωφρόνιος καί Γέροντας Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Θεολογική ἑρμηνεία τῆς εὐχῆς (β΄ μέρος...) Γέροντας Σωφρόνιος καί Γέροντας Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

   
Θεολογική ἑρμηνεία τῆς εὐχῆς (β΄ μέρος...)
Γέροντας Σωφρόνιος
καί
Γέροντας Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

http://www.imaik.gr/wp-content/uploads/tablets-and-signboards-vector72.jpg 


http://xristianos.gr/forum/eikones/gerondas_swfronios/gerondas_swfronios_624.jpg
"Ὁ πλήρης τύπος τῆς προσευχῆς εἶναι: "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱἐ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν". Εἰς τό πρῶτον μέρος τῆς προσευχῆς ὁμολογοῦμεν τόν Χριστόν-Θεόν, τόν Σαρκωθέντα διά τῆν ἡμῶν σωτηρίαν. Εἰς τό δεύτερον μέρος ἐν μετανοίᾳ ἀναγνωρίζομεν τήν πτῶσιν ἡμῶν, τήν https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjwEf73I9DcURLAkLdVwXb5YrQbt3Zzd7mj1z6eMcrC97yOeQTmUmr7IdSC7sAAu-4QsdKgHVD7OvP6DL1HyuY-2dwKGmmjKi4UtzcriH-FSMqoJKuXvqmbtgaKgSOnDOz5TKEJE3f-MBDn/s1600/Downloads6.jpgἁμαρτωλότητα καί τήν λύτρωσιν ἡμῶν. Ὁ συνδυασμός τῆς δογματικῆς ὁμολογίας μετά τῆς μετανοίας ἀπεργάζεται τήν προσευχήν πληρεστέραν κατά τό θετικόν αὐτῆς περιεχόμενον" (Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Περί Προσευχῆς, ἔκδ. Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ 1994, σελ. 151).

 Γέροντας Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
http://xristianos.gr/forum/eikones/diaforoi_gerondes/gerondas_aimilianos_simonopetritis/Gerondas_aimilianos_simonopetritis_197.jpg "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἀμαρτωλόν". Μέ τήν βοεράν κραυγήν "Κύριε", δοξολογοῦμεν τόν Θεόν, τήν ἔνδοξον μεγαλειότητά Του, τόν Δημιουργόν τῆς ὁρατῆς καί ἀοράτου κτίσεως, ὅν φρίττουσει τά Σεραφείμ καί τά Χερουβείμ.
Μέ τήν γλυκυτάτην ἐπίκλησιν καί πρόσκλησιν "Ἰησοῦ", μαρτυροῦμεν, ὅτι εἶναι παρών ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρ ἡμῶν καί εὐγνωμόνως Τόν ἐυχαριστοῦμεν, διότι μᾶς ἡτοίμασε ζωήν αἰώνιον.
  Μέ τήν τρίτην λέξιν "Χριστέ", θεολογοῦμεν, ὁμολογοῦντες ὅτι ὁ Χριστός εἶναι αὐτός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός. Δέν μᾶς ἔσωσε κάποιος ἄνθρωπος, οὔτε Ἄγγελος, ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἀληθινός Θεός.
  

  Ἐν συνεχείᾳ, μέ τήν ἐνδόμυχον αἴτησιν "ἐλέησόν με", προσκυνοῦμεν καί παρακαλοῦμεν νά γίνη ἵλεως ὁ Θεός, ἐκπληρῶν τά σωτήρια αἰτήματά μας, τούς πόθους καί τάς ἀνάγκας τῶν καρδιῶν μας.
  Καί ἐκεῖνο τό "με", τί εὖρος ἔχει! Δέν εἶναι μόνο ὁ ἑαυτός μου-εἶναι ἅπαντες οἱ http://artsy.gr/sites/default/files/dsc03194.jpgπολιτογραφηθέντες εἰς τό κράτος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τήν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὅλοι αὐτοί που ἀποτελοῦν μέλος τοῦ ἰδικοῦ μου σώματος.
  Καί, τέλος, διά νά εἶναι πληρεστάτη ἡ προσευχή μας, κατακλείομεν μέ τήν λέξιν "τόν ἁμαρτωλόν", ἐξομολογούμενοι-πάντες γάρ ἁμαρατωλοί ἐσμέν-καθώς ἐξωμολογοῦντο καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί ἐγίνοντο διά ταύτης τῆς φωνῆς υἱοί φωτός καί ἡμέρας.
  Ἐξ αὐτῶν ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἡ εὐχή ἐμπεριέχει δοξολογίαν, εὐχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν καί ἐξομολόγησιν" (Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Ὄρους χθές καί σήμερον, Κατηχήσεις καί Λόγοι 1, ἔκδ. Ὁρμύλια, 1995, σελ. 353).


Ἡ μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ
"Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με"
στήν κατ' ἰδίαν προσευχή τῶν πιστῶν
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
http://static.pblogs.gr//501167-62427_340067962765033_207455202_n.jpg 
17 ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε,
18 ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε·
 τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ εἰς ὑμᾶς.)
(Α Θέσ. 5: 17,18)
 http://static.pblogs.gr/f/195663-CLIP_IMAGE30.jpg
 

Αποφθέγματα του Γέροντος Σωφρονίου Ζαχάρωφ του Έσσεξ

Κάθε τι που υπάρχει, υπάρχει γιατί ο Θεός το σκέπτεται. Ο Θεός σκέπτεται τον κόσμο και ο κόσμος υπάρχει.

Αν ζητείτε το θέλημα του Θεού με απλότητα και ταπείνωση, ο Θεός μπορεί να μεταβάλει οποιαδήποτε κατάσταση, ακόμη και την πλέον αρνητική. Συνεπώς, αν υπακούετε στον Πνευματικό σας Πατέρα, αν έχετε εμπιστοσύνη σ’ αυτόν, μη φοβάστε ότι θα οδηγηθείτε λανθασμένα.

Βαδίζοντας με υπακοή, κάνετε την καρδιά σας πιο ευαίσθητη σε κάθε πνευματική κίνηση στη ζωή σας.

Ο Θεός θα βρίσκει πάντοτε τρόπους να σας αποκαλύπτει την αλήθεια.

Δεν έχει μεγάλη σημασία αν η θεωρία του πνευματικού σας πατέρα είναι ατελής. Ο Θεός θα διορθώσει τις πράξεις μας κατά το μέτρο που τελούνται στην υπακοή και την πίστη μας στον Χριστό. Αυτό που φαίνονταν λανθασμένο θα γίνει σωστό. Αντιθέτως, αυτό που φαίνονταν τέλειο στη λογική μας πολλές φορές δεν είναι παρά η αντανάκλαση της αμαρτωλής θελήσεώς μας, και ο Θεός δεν θα είναι μαζί μας.

Η λογική που χαρακτηρίζει την καθημερινή ζωή και τα διακονήματά μας, δεν επαρκεί. Ο Θεός εγκαταλείπει αυτόν που έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στη σύνεσή του. Δεν έχει μεγάλη σημασία αν κάποιος λόγος ή κάποια συμβουλή φαίνεται παράλογη για την κοινή λογική. Αν είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε αυτό τον λόγο, αυτή την συμβουλή, αν έχουμε εμπιστοσύνη σ΄ αυτή τη συμβουλή, ο Θεός θα τακτοποιήσει τελικά τα πράγματα, ώστε η έκβαση να είναι θετική.

Το παν εξαρτάται από τη σχέση μας με τον Θεό. Αν έχουμε εμπιστοσύνη στην πρόνοιά Του, θα βρούμε τη δύναμη να ακολουθήσουμε τον λόγο του πνευματικού μας πατέρα.

Το μυστήριο της Υπακοής είναι από τις πιο σοβαρές πραγματικότητες….



Γέροντος Σωφρονίου Ζαχάρωφ του Έσσεξ.
Αποφθέγματα από το βιβλίο του: ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ
Έκδοσις Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ