Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

H ευχή του Ιησού


Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ / Άρχιμ. Ζαχαρίου Ζαχάρου Ιεράς Πατριαρχικής Μονής Τιμίου Προδρόμου Εsseχ Αγγλίας

E-mail Εκτύπωση PDF

   Η  προσευχή ή  η ευχή του Ιησού, όπως λέγεται, είναι η μεγάλη άσκηση του νοός και της καρδιάς, η κατ’ εξοχήν πνευματική εργασία και το μέσο αγιασμού των μοναχών, αλλά και όλων των ορθοδόξων Χριστιανών. Είναι η σύντομη και μονολόγιστη επίκληση, πού επαναλαμβάνεται αδιάλειπτα από τους πιστούς στο όνομα του Κυρίου Ιησού : Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησαν με, τον αμαρτωλό.
Στο πρώτο μέρος της ευχής “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού” περικλείεται ομολογία πίστεως στη θεότητα του Χριστού, αλλά και σε όλη την Αγία Τριάδα. Στο δεύτερο μέρος γίνεται η εξομολόγηση του προσευχομένου αναγνωρίζεται η πτώση (παγκόσμια και προσωπική), η αμαρτωλότητα και η ανάγκη για τη λύτρωση. Και τα δύο μέρη της ευχής, η ομολογία πίστεως και η μετάνοια του προσευχομένου, δίνουν πληρότητα και περιεχόμενο στην προσευχή.
Το  Όνομα  Ιησούς  δόθηκε  με  αποκάλυψη  Άνωθεν. Προέρχεται από την άναρχη ενέργεια του θείου Όντως και δεν είναι καθόλου ανθρώπινη επινόηση. Η αποκάλυψη αυτή είναι ενέργεια της θεότητας και προσδίδει στο όνομα υπερκόσμια δόξα. Το όνομα αυτό συνδέεται οντολογικά με το ονομαζόμενο Πρόσωπο, τον Χριστό. Η προσευχή δια του ονόματος αυτού έχει ως θεμέλιο λίθο τους λόγους του Κυρίου πού πρόφερε λίγο πριν ανέβει στο Γολγοθά : έως άρτι ουκ ητήσατε ουδέν εν τω ονόματί μου· αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη … αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα αν αιτήσατε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δώσει υμίν”. Οι λόγοι αυτοί του Χριστού είναι ταυτόχρονα εντολή και υπόσχεση.  Η  επάξια επίκληση  του ονόματος   Του   εκπληρώνει   την   εντολή   και ζωοποιεί την παρουσία Του. Ό προσευχόμενος αδιάλειπτα τοποθετεί τον εαυτό του στην οδό των εντολών, στην οδό του Κυρίου, και οδός είναι ο Ίδιος. Συνεπώς βρίσκει Αυτόν ως συνοδοιπόρο και ενώνεται  μαζί Του.  Το  όνομα  του  Ιησού Χριστού  γίνεται  ο  τρόπος  και  ο  τόπος  της ενώσεως του πιστού με τον Σωτήρα Θεό. Όταν επικαλείται το όνομα αυτό θεοπρεπώς, αποκομίζει την   ευδοκία   του   Αγίου   Πνεύματος   και   ζει “διαπαντός” ενώπιον του Προσώπου του Κυρίου.
Στην Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Σολομών τελείωσε την οικοδομή του Ναού και με υψηλό πνεύμα προσευχής τον καθιέρωσε στη δόξα του Θεού του Ισραήλ, ο Κύριος εμφανίστηκε στο Βασιλιά και του είπε : “Ηκουσα της φωνής της προσευχής σου και της δεήσεώς σου, ης εδεήθης ενώπιον μου· πεποίηκά σοι κατά πάσαν την προσευχή σου, ηγίακα τον οίκον τούτον, όν ώκοδόμησας του θέσθαι το όνομα μου εκεί εις τον αιώνα, και έσονται οι οφθαλμοί εκεί και η καρδία μου πάσας τάς ημέρας”. Και τότε εκπληρώθηκε η υπόσχεση του Θεού προς το Σολομώντα : “Και κατασκηνώσω εν μέσω υιών Ισραήλ και ουκ εγκαταλείψω τον λαόν μου Ισραήλ”. Με άλλα λόγια, η τοποθέτηση του ονόματος του Κυρίου στο Ναό προσέδωσε σ’ αυτόν ιδιαίτερη τιμή, ώστε να ελκύεται εκεί το ιλαρό βλέμμα και η ευδοκία της καρδιάς του Θεού. Η επισφράγιση του Ναού με το θείο όνομα, τον κατέστησε πολύτιμο τόπο της χαρισματικής παρουσίας του Πνεύματος του Κυρίου. Έπλησε δόξα Κυρίου τον οίκον” Κυρίου.
Στην Καινή Διαθήκη όμως όλα έγιναν καινά και ασυγκρίτως περισσότερο ψηλαφητά. Ό Ύψιστος δεν κατοικεί πλέον σε χειροποίητους ναούς, αλλά το Σώμα Του είναι ο Ναός, στον όποιο “κατοικεί το πλήρωμα της θεότητας”. Τον Ναό αυτό κατήρτισε ο Κύριος προς  χάρη μας.  Με το άγιο  Βάπτισμα μεταδίδεται και σε μας η δωρεά να ενδυθούμε τη θεότητα του Κυρίου και να γίνομε και εμείς ναός Θεού, ώστε το Πνεύμα του Θεού να “οίκή εν ημίν”. Η είσοδος όμως στη χάρη του αγίου βαπτίσματος γίνεται με την πίστη στο όνομα του Ιησού Χριστού. Το όνομα αυτό στην ιστορία της αποκαλύψεως των θείων   ονομάτων,   είναι   το   νέο,   το   άγιο,   το παντοδύναμο, το “διαφορώτατον”, “το υπέρ πάν όνομα”. Ή κλήση τώρα του Νέου Ισραήλ γίνεται “εις  υπακοή ν  πίστεως  …  υπέρ  του ονόματος Αυτού”. Η αποστολή των εκλεκτών του Κυρίου συνίσταται στο να βαστάζουν το όνομα αυτό, να πάσχουν υπέρ αυτού, να θεωρούν προνόμιο τον ονειδισμό, γι’ αυτό και να είναι έτοιμοι να πεθάνουν για το όνομα του Κυρίου Ιησού. Μέλη του σώματος του Χριστού είναι εκείνοι πάνω από τους οποίους έχει   επικληθεί   το   όνομα   Του,   και   οι   ίδιοι επικαλούνται το όνομα του Ιησού Χρίστου. Με ένα λόγο, το όνομα του Κυρίου Ιησού σφραγίζει τον πιστό και τον απεργάζεται ναό της θεότητας, τόπο της χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος.
Το όνομα Ιησούς Χριστός συνδέεται οντολογικά με το Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού. Βαστάζοντας το ο πιστός φέρει μέσα του τον Ίδιο τον Θεό, αλλά στην ενεργητική Του μορφή, γιατί η Ουσία Του είναι υπερώνυμος και αμέθεκτος. Το επιζητούμενο για την καρποφόρο άσκηση της ευχής είναι η ένωση του νου και της καρδιάς. Η ένωση αυτή είναι αδύνατο να επιτευχθεί με τεχνητή μέθοδο. Τα τεχνητά μέσα μπορούν μόνον να βοηθήσουν στην προσοχή του νου να ανεύρει την είσοδο της καρδιάς, όχι όμως και να εγκατασταθεί σ’ αυτήν. Ωστόσο ο κίνδυνος της υπερβολικής εκτιμήσεως των μέσων είναι πολύ μεγάλος για τους αρχαρίους και άπειρους ασκητές, και μπορεί να οδηγήσει σε παραμόρφωση της πνευματικής ζωής.
Στην άσκηση της ευχής είναι απαραίτητοι δύο παράγοντες.
Ο πρώτος είναι η πιστή προσπάθεια του ανθρώπου να συγκεντρωθεί στην καρδιά του και να προδιαθέσει ταπεινά το πνεύμα του. Ό δεύτερος και απείρως σπουδαιότερος είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, χωρίς την οποία τίποτε δεν ευοδώνεται.
Όλα τα χαρίσματα ήρθαν στον κόσμο με την κατάβαση του Μονογενούς στη γη και στα καταχθόνια, και ακολούθως με την ανάβαση Του. Την ίδια οδό, κατά κάποιον τρόπο, επαναλαμβάνει και ο άνθρωπος. Κατεβάζει τον νου του στα βάθη της καρδιάς του, και εκεί ανακαλύπτει και συναντά τον Σωτήρα Θεό. Αφού ενισχυθεί με τη χάρη ο νους, ηγεμονεύει της καρδιάς, δηλαδή όλου του είναι του ανθρώπου, και αναφέρει όλη την ύπαρξη του στο Θεό. Τότε λειτουργούν αρμονικά όλες οι δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής. Άλλα για να καταφέρει ο νους την κατάβαση αυτή στην καρδιά και να ενωθεί εκεί με αυτήν, χρειάζεται τη χάρη του Θεού. Δεν κατεβαίνει με τεχνητά μέσα, όπως είναι η στάση του σώματος η χρήση της ελεγχόμενης αναπνοής. Αυτά είναι δευτερεύοντα.
Ό νους μολυσμένος από την εωσφορική πτώση και εγκαταλελειμμένος στον εαυτό του δεν είναι σε θέση να πορευθεί προς τα κάτω. Πραγματοποιεί κατάβαση, όταν σταυρωθεί από τη σοφία του Εσταυρωμένου Θεού, στον αγώνα για την τήρηση των ευαγγελικών προσταγμάτων. Τότε γνωρίζει τη δύναμη του Θεού στην καρδιά του. Τότε μπορεί να σταθεί στην καρδιά με ευκτική προσοχή, επικαλούμενος το άγιο όνομα. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τη σύγχρονη ησυχαστική εμπειρία, τονίζεται ότι βάση για κάθε πνευματική ανάβαση είναι η μετάνοια, η πορεία προς τα κάτω, πού προϋποθέτει πίστη στη θεότητα του Χριστού και επίγνωση της αμαρτωλότητας του άνθρωπου. Στην προοπτική της πορείας αυτής για την εύρεση και κατάκτηση της καρδιάς η μοναχική υπακοή είναι άκρως πολύτιμη και ανεκτίμητη δωρεά.
Σκοπός της μονολόγιστη ευχής του Ιησού είναι να παραμείνει ο πιστός στη ζώσα παρουσία του Θεού. Αυτή η παρουσία είναι εξαιρετικά ευεργετική και θεραπευτική. Είναι δύναμη πού απαλείφει τη σκουριά της πτώσεως, αφανίζει το πνεύμα της πονηρίας και θεραπεύει το νου και την καρδιά του ανθρώπου. “Ολοκληρώνει και ενοποιεί την ύπαρξη του. Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος έχει μία σκέψη, μία κατεύθυνση του πνεύματος του, μία επιθυμία, και αγωνίζεται να λατρεύει “εν πνεύματι και αλήθεια” τον ένα Θεό εν τη Αγία Τριόδι. Το μυστικό πού κάνει την προσευχή του Ιησού αποτελεσματική είναι η έντονη προσοχή του νου και ή ταπείνωση, τα όποια βρίσκει ο προσευχόμενος με το κλάμα της μετανοίας.
Κατά την διάρκεια του αγώνα της αδιάλειπτης και μονολόγιστη ευχής, διδασκόμαστε πολλά φαινόμενα της μυστικής εν Χριστώ ζωής. Πρώτον, λόγω του οντολογικού συνδέσμου του ονόματος με το πρόσωπο του Ιησού, η ενέργεια της θεότητας μεταδίδεται στην ψυχή και το σώμα. Ό όλος άνθρωπος ελευθερώνεται σταδιακά από το σαρκικό φρόνημα και την εξουσία της αμαρτίας και γίνεται στόχος της “επισκοπής” του Κυρίου. Αρχίζει δηλαδή να αποκτά υπόσταση. Δεύτερον, προσπαθώντας ο ασκητής να κρατήσει το νου στην καρδιά, επικεντρώνοντας την προσοχή αποκλειστικά στη σκέψη του Θεού, μαθαίνει σιγά- σιγά να μην αγνοεί τα νοήματα του σατανά, πού βίαια επιδιώκουν να παρεισφρήσουν και συνεπώς να παρεμποδίσουν την ιερά εργασία της προσευχής. Τρίτον, προσευχόμενος εξασκείται με θετικό τρόπο να αρπάζει από τον Θεό εκείνα τα νοήματα πού διευρύνουν την καρδιά “και αιχμαλωτίζουν πάν νόημα εις την υπακοή του Χριστού”. Τότε το καθετί λειτουργεί με τρόπο, ώστε να συντελεί στον αγιασμό δια της αγάπης εν Πνεύματι. Τέταρτον, η νίψη του νου πραγματοποιείται φυσιολογικά, γιατί Εκείνος πού βασιλεύει στην καρδιά είναι “μείζων” αυτού πού είναι στον κόσμο.
Η όλη εργασία της νοερός προσευχής είναι άκρως δημιουργική. Στην αρχή της δημιουργίας το Πνεύμα του Θεού επιφερόταν πάνω από την άβυσσο και σε μία δεδομένη στιγμή, με τρόπο εκρηκτικό ωοτόκησε όλη την κτίση. Κατά παρόμοιο τρόπο, και κατά την πράξη της νοεράς ησυχίας, ο ασκητής της ευσέβειας προσηλώνει το νου στην καρδιά του και το όνομα του Κυρίου Ιησού επωάζει την άβυσσο της. Η θεία ενέργεια του ονόματος αυτού μεταδίδεται στην καρδιά, πού γίνεται ικανή να ελέγχει κάθε κίνηση της, να βλέπει τους εχθρούς όταν προσεγγίζουν από έξω και να τους εκδιώκει με την δύναμη του ονόματος του Χριστού. Με την εσωτερική αυτή νίψη περιορίζονται οι αμαρτίες στο ελάχιστο δυνατό. Όταν τέλος έλθει ή στιγμή της ευδοκίας του Θεού, και φθάσει η ενέργεια της ευχής στο πλήρωμα της, γίνεται το συγκλονιστικό άνοιγμα της καρδιάς : ο άνθρωπος δέχεται την πείρα της αιωνιότητας. Εκεί εισέρχεται και κατοικεί ο Θεός, εργαζόμενος την αληθινή ανακαίνιση του ανθρώπου στο οντολογικό επίπεδο της αγάπης Του.
Η άσκηση της ευχής του Ιησού είναι πλούσια σε αλλοιώσεις και καρδιακά αισθήματα, πού είναι κατ’ ουσία γεγονότα του πνευματικού κόσμου. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Θεού, ο άνθρωπος είναι “καρδία βαθιά”, με “αίσθησιν” νοερά και θεία. Εμπνέεται, δηλαδή, από τις αγαθές αλλοιώσεις του Πνεύματος και καταξιώνεται της επεξεργασίας του Θεού, ωσότου φθάσει να παρασταθεί ενώπιον Του με όλη την ύπαρξη του, έχοντας καθαρά προσευχή και εκπληρώνοντας τον νόμο των εντολών της αγάπης. Έτσι πραγματοποιείται και ο προαιώνιος προορισμός του.
Ωστόσο ή οδός αυτή της ασκήσεως, παρά την πλούσια περιποίηση και το έλεος του Θεού με τα όποια περιβάλλεται, συνοδεύεται επίσης και με υπεράνθρωπη πάλη προς τις εχθρικές δυνάμεις, ορατές και αόρατες, κοσμικών διαστάσεων. Η πάλη αυτή προηγείται της αρπαγής και της ελλάμψεως από το άκτιστο Φως, γεγονός πού αποτελεί επίσης νίκη με υπερκόσμιες προεκτάσεις.
Η μακροχρόνια και ακατάπαυστη επίκληση του θείου ονόματος του Ιησού και η εσωτερική φυλακή του νου, στοχεύουν να ενισχύσουν μία μόνιμη έλξη για την προσευχή της μετανοίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η προσευχή γίνεται ο φυσικός τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, το ιμάτιο της ψυχής και η αυτενέργητη αντίδραση της καρδιάς του σε κάθε φαινόμενο του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική αυτή κατάσταση έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την ώρα του θανάτου. Η ασκητική εργασία της νοερός προσευχής αποβαίνει προπόνηση και προετοιμασία για το τέλος της επίγειας ζωής, ώστε ή γέννηση του πιστού στην ουράνια ζωή να γίνει όσο το δυνατόν ανώδυνα και ακίνδυνα.
Κατά τη Θεία Ευχαριστία γίνεται αναφορά όλης της φθαρτής και πρόσκαιρου υπάρξεως στο Θεό, και ανταλλαγή της με την άφθαρτη και ουράνια ζωή του Υιού Του. Αναλογικά και κατά την αδιάλειπτη ευχή, ο πιστός μετέχει συνεχώς στην άκτιστη ενέργεια και χάρη του Χριστού, και ζει τον απερίγραπτο πλατυσμό του Αγίου Πνεύματος. Γίνεται μέτοχος της παγκοσμιότητος του Νέου Αδάμ, και ανακαλεί στο Θεό ολόκληρη τη δημιουργία Αποτελεί τη συνδετική αρχή μεταξύ Θεού και της υπόλοιπης δημιουργίας. Αποβαίνει υπηρέτης του μεγαλύτερου θαύματος της υπάρξεως μας : της ενώσεως της με το Θεό. Με άλλα λόγια, η ευχή του Ιησού προσφέρεται ως η καταλληλότερη προϋπόθεση για την απόκτηση της υπέρ του κόσμου προσευχής, πού είναι η μεσιτεία των Αγίων.
Ό λόγος του Θεού απογυμνώνει και εμάς και όλη την κτίση ενώπιον Του. “Έτσι και η ακατάπαυστη επίκληση του ονόματος του Ιησού μας καθιστά διαφανείς στην Παρουσία Του και ικανούς να συμμετάσχουμε στον ύμνο πού αναπέμπει στον Θεό όλη η κτίση.
Στην υπέροχη αυτή ασκητική καλλιέργεια της ευχής του Ιησού υπάρχει μεταξύ άλλων και ένας μεγάλος κίνδυνος : η υπερηφάνεια. Για να φθάσει ο Χριστιανός στην ύψιστη μορφή της προσευχής αυτής και τελικά να κληρονομήσει με άφατο τρόπο τη μεγαλειώδη και άγια ζωή στην αιωνιότητα, έχει ανάγκη από πνευματικό καθοδηγητή και “άγγελον πιστόν οδηγόν”. Δεν παύει επίσης να μέμφεται τον εαυτό του σε όλα ως ανάξιο του Θεού.
Πολλές φορές συναντούμε μεταξύ των αμαθών ανθρώπων των ήμερων μας τη σύγχυση και την πλάνη, πού έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη της ευχής του Ιησού με τη γιόγκα του Βουδισμού, τον “υπερβατικό διαλογισμό”, και τα όμοια με αυτά απότοκα της Ανατολής. Η ομοιότητα όμως πού υπάρχει ανάμεσα τους είναι εξωτερική και σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Η ριζική διαφορά του Χριστιανισμού από τις άλλες δοξασίες έγκειται στο ότι η ευχή του Ιησού είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη του Ζώντος και Προσωπικού Θεού της Αγίας Τριάδος. Στους άλλους δρόμους δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια προσωπικής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του προσευχομένου.
Στον ανατολικό ασκητισμό προβάλλεται η άσκηση της νοερός άπεκδύσεως από κάθε απρόσωπο Απόλυτο, με το όποιο πιστεύεται ότι είναι του ίδιου γένους, αλλά υπέστη υποβάθμιση και φθορά ερχόμενος στην πολύμορφη και μεταβαλλόμενη ζωή του παρόντος αιώνος. Η άσκηση αυτή είναι εγωκεντρική και βασίζεται στην θέληση του ανθρώπου. Έχει χαρακτήρα περισσότερο διανοητικό και δεν συνδέεται  καθόλου με την καρδιά. Στην ασκητική αυτή παράδοση ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιστρέψει προς το ανώνυμο υπερπροσωπικό Απόλυτο, και να ανακραθεί με αυτό. Επιθυμεί να σβήσει την ανθρώπινη υπόσταση του στον ανώνυμο ωκεανό του Καθαρού αυτού Είναι. Η θεωρία όμως αυτή δεν είναι θεωρία Θεού, αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Δεν ξεπερνά τα όρια του κτιστού, ούτε εγγίζει το Πρωταρχικό Είναι του Ζώντος Θεού της αποκαλύψεως. Μπορεί ή άσκηση του είδους αυτού να επιφέρει κάποια ανάπαυση και να οξύνει τις ψυχικές και διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, αλλά “το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ εστί” και “Θεώ άρεσε ου δύναται”.
Η πιο τέλεια απέκδυση του νου από κάθε εμπαθή προσκόλληση του στα ορατά και παρερχόμενα στοιχεία του κόσμου κατορθώνεται με φυσιολογικό τρόπο στη ζέση της μετανοίας : Ό καρδιακός πόνος πού γεννάται από τη χάρη της μετανοίας όχι μόνο αποδεσμεύει το νου από τα φθαρτά, αλλά και τον συνάπτει με τα αόρατα και αιώνια. Δηλαδή, η απέκδυση είναι μόνο το ήμισυ της υποθέσεως και αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα στο κτιστό επίπεδο της υπάρξεως. Στο Χριστιανισμό όμως, υπάρχει και η επένδυση της ψυχής με τη χάρη του Θεού πού ακολουθεί και είναι πλήρωμα ζωής αθανάτου.
Πολλοί θαυμάζουν το Βούδα καί τον παραβάλλουν με τον Χριστό. Λέγεται ότι ο Βούδας σπλαγχνίσθηκε την ανθρώπινη δυστυχία, και με ωραία λόγια δίδαξε την δυνατότητα και τον τρόπο να αποσυνδέεται ο άνθρωπος από τα παθήματα και να μην τα αισθάνεται. Ωστόσο, ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο Χριστός, με τα Πάθη, το Σταυρό, το θάνατο και την Ανάσταση Του, προσέλαβε εκούσια και αναμάρτητα τον πόνο και τον μετέβαλε σε μέσο εκφράσεως της τελείας αγάπης Του. Με αυτήν θεράπευσε το πλάσμα Του από το μέγα τραύμα της προπατορικής αμαρτίας και το απεργάσθηκε “καινήν κτίσιν”. Γι’ αυτό ο πόνος είναι τόσο πολύτιμος στην άσκηση της ευχής, και ή παρουσία του είναι ένδειξη ότι ο ασκητής δεν είναι μακριά από την αληθινή και αγία οδό. [Χωρίς την πείρα του πόνου δεν γνωρίζει ο Χριστιανός τα βάθη του είναι και μένει ξένος προς την αγάπη πού νικά την αμαρτία και το θάνατο].
Αμέσως μετά την Ανάσταση του Χριστού και την εμφάνιση της Εκκλησίας, ως Χριστιανοί διακρίνονταν “οι επικαλούμενοι το όνομα” του Χριστού, και η νέα πια “εκλογή” του Θεού ταυτιζόταν με τον αγώνα “του βαστάσαι το όνομα” του. Όπως ο Κύριος είπε ότι δεν μπορούμε να “ζήσωμεν εις τον αιώνα”, αν δεν “φάγωμεν την σάρκα του Υιού του Άνθρωπου και πίωμεν Αυτού το αίμα”, έτσι και οι μάρτυρες της Αναστάσεως Του, πολύ νωρίς βεβαίωσαν ότι “ουδέν όνομα εστίν υπό τον ουρανόν το δεδομένων εν άνθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς”. Ή επίκληση, λοιπόν, του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, και η μετοχή στο σώμα και το αίμα Του, έγιναν οι δύο κεντρικοί πόλοι ζωής γύρω από τους οποίους πραγματοποιείται η σωτηρία του νέου λαού, πού εξαγοράσθηκε με “το πάθημα του θανάτου” Του.
Άρχιμ. Ζαχαρίου  Ζαχάρου
Ιεράς Πατριαρχικής Μονής Τιμίου Προδρόμου Εsseχ Αγγλίας
Από  το  περιοδικό  της  Ιεράς  Αρχιεπισκοπής  Θυάτειρων  και  Μεγάλης  Βρετανίας,  «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ  ΚΗΡΥΞ»,  Ιούλιος – Αύγουστος  2001,  Αριθμός  Τεύχους
oparadeisos.wordpress.com
ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/09/blog-post_3912.html#ixzz1YyUGUr2w

Του μακαριστού Γέροντος και κτήτορος της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Essex Σωφρονίου Σαχάρωφ από το βιβλίο “ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΉΣ”, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου. Η ΑΣΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ



Εις το παρόν κεφάλαιον θα αποπειραθώ να εκθέσω κατά το δυνατόν συντομώτερον τας πλέον ουσιώδεις απόψεις περί της προσευχής του Ιησού, της μεγάλης αυτής ασκήσεως της καρδίας, ως και την πλέον υγιαίνουσαν περί της ασκήσεως ταύτης διδασκαλίαν την οποία συνήντησα εν Αγίω Όρει.

   Επί πολλά έτη οι μοναχοί προφέρουν την προσευχήν αυτήν δια του στόματος, μη αναζητούντες τεχνητούς τρόπους ενώσεως του νου μετά της καρδίας. Η προσοχή αυτών συγκεντρούται εις την συμμόρφωσιν της καθ’ ημέραν ζωής αυτών προς τας εντολάς του Χριστού. Η αιωνόβιος πείρα της ασκήσεως ταύτης έδειξεν ότι ο νους ενούται μετά της καρδίας δια της  ενεργείας του Θεού, όταν ο μοναχός διέλθη την σταθεράν πείραν της υπακοής και της εγκρατείας, όταν ο νους αυτού, η καρδία και αυτό το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν επαρκώς εκ της εξουσίας της αμαρτίας.

Εν τούτοις και κατά το παρελθόν και κατά τον παρόντα καιρόν οι Πατέρες ενίοτε επιτρέπουν να προσφεύγωμεν εις την τεχνητήν μέθοδον εισαγωγής του νου εις την καρδίαν. Προς τούτο ο μοναχός, δίδων κατάλληλον θέσιν εις το σώμα και κλίνων την κεφαλήν προς το στήθος, νοερώς προφέρει την προσευχήν εισπνέων ησύχως τον αέρα μετά των λέξεων: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, (Υιέ του Θεού)» και έπειτα εκπνέων τελειώνει την προσευχήν: «ελέησον με (τον αμαρτωλόν)». Κατά τον χρόνον της εισπνοής η προσευχή του νου κατ’ αρχάς  ακολουθεί την κίνησιν του εισπνεομένου αέρος και συγκεντρούται εις το άνω μέρος της καρδίας. Κατά την εργασίαν ταύτην επί τι χρονικόν διάστημα η προσοχή δύναται να διαφυλαχθή αδιάχυτος και ο νους να παραμείνη πλησίον της καρδίας, έτι δε και να εισέλθη εντός αυτής. Η πείρα θα δείξη ότι ο τρόπος ούτος θα δώση εις τον νουν την δυνατότητα να ίδη ουχί αυτήν την φυσικήν καρδίαν, αλλά εκείνο όπερ τελείται εν αυτή: Οποία αισθήματα εισδύουν εν αυτή· οποίαι νοεραί εικόνες προσεγγίζουν αυτήν εκ των έξω. Η τοιαύτη άσκησις θα οδηγήση τον μοναχόν να αισθάνηται την καρδίαν αυτού και να διαμένη εν αυτή δια της προσοχής του νοός μη προσφεύγων πλέον εις οιανδήποτε «ψυχοσωματικήν τεχνικήν».

Η τεχνητή μέθοδος δύναται να βοηθήση τον αρχάριον να ανεύρη τον τόπον, όπου οφείλει να σταθή η προσοχή του νοός κατά την προσευχήν και εν γένει εν παντί καιρώ. Εν τούτοις η πραγματική προσευχή δεν επιτυγχάνεται δια του τρόπου αυτού. Αύτη έρχεται ουχί άλλως, ει μη δια της πίστεως και της μετανοίας, αίτινες είναι η μόνη βάσις δι’αυτήν. Ο κίνδυνος της ψυχοτεχνικής, ως κατέδειξεν η μακρά πείρα, έγκειται εις το ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οίτινες αποδίδουν καθ’υπερβολήν μεγάλην σημασίαν εις την μέθοδον καθ’εαυτήν. Προς αποφυγήν της επιβλαβούς παραμορφώσεως της πνευματικής ζωής του προσευχομένου συνιστάται από παλιών χρόνων εις τους αρχαρίους ασκητάς  άλλος τρόπος, κατά πολύ βραδύτερος, αλλ’ασυγκρίτως ορθότερος και ωφελιμώτερος και δη: να συγκεντρούται η προσοχή εις το Όνομα του Ιησού Χριστού και εις τους λόγους της ευχής.

Όταν η συντριβή δια τας αμαρτίας φθάση εις ωρισμένον βαθμόν, τότε ο νους φυσικώ τω τρόπω ενούται μετά της καρδίας.

Ο πλήρης τύπος της προσευχής είναι: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εις τους αρχαρίους ακριβώς αυτός ο τύπος προτείνεται. Εις το πρώτον μέρος της προσευχής ομολογούμεν τον Χριστόν-Θεόν, τον σαρκωθέντα δια την ημών σωτηρίαν. Εις το δεύτερον μέρος εν μετανοία αναγνωρίζομεν την πτώσιν ημών, την αμαρτωλότητα και την λύτρωσιν ημών. Ο συνδυασμός της δογματικής ομολογίας μετά της μετανοίας απεργάζεται την προσευχήν πληρεστέραν κατά το θετικόν αυτής περιεχόμενον. Είναι δυνατόν να καθορίσωμεν στάδια τινα εν τη αναπτύξει της προσευχής ταύτης:

Πρώτον, είναι η προφορική. Λέγομεν την προσευχήν δια των χειλέων, ενώ προσπαθούμεν να  συγκεκντρώσωμεν την προσοχήν ημών εις το Όνομα και τας λέξεις.
Δεύτερον, νοερά. Δεν κινούμεν πλέον τα χείλη, αλλά προφέρομεν το όνομα του Ιησού Χριστού και το λοιπόν περιεχόμενον της προσευχής νοερώς.
Τρίτον, νοερά-καρδιακή. Ο νους και η καρδία ενούνται κατά την ενέργεια αυτών· η προσοχή περικλείεται εντός της καρδίας και εκεί προφέρεται η ευχή.
Τέταρτον, αυτενεργουμένη. Η προσευχή στερεούται εν τη καρδία, και άνευ ιδιαιτέρας προσπαθείας της θελήσεως προφέρεται αφ’ εαυτής εντός της καρδίας, ελκύουσα προς τα εκεί την προσοχήν του νοός.
Πέμπτον, χαρισματική. Η προσευχή ενεργεί ως  τρυφερά φλοξ εντός ημών, ως έμπνευσις ’νωθεν, γλυκαίνουσα την καρδίαν δια της αισθήσεως της αγάπης του Θεού και αρπάζουσα τον νου εις πνευματικάς θεωρίας. Ενίοτε συνοδεύεται μετά της οράσεως του Φωτός.

Η βαθμιαία ανάβασις εν τη προσευχή είναι η πλέον αξιόπιστος. Εις τον εισερχόμενον εις το στάδιον του αγώνος δια την προσευχήν επιμόνως προτείνεται να αρχίζη δια της προφορικής προσευχής, έως ότου αύτη αφομοιωθή υπό του σώματος, της γλώσσης, της καρδίας και της διανοίας αυτού. Η διάρκεια της περιόδου ταύτης διαφέρει εις έκαστον. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια, τοσούτον συντομωτέρα η οδός.

Η άσκησις της νοεράς προσευχής δύναται προς καιρόν να συνδέηται μετά της ψυχοσωματικής μεθόδου, τουτέστι να φέρη χαρακτήρα ρυθμικής ή αρρύθμου προφοράς της ευχής δια του νοερού μέσου της εισπνοής κατά το πρώτον μέρος και της εκπνοής κατά το δεύτερον, καθώς περιεγράφη ανωτέρω. Η τοιαύτη εργασία δύναται να είναι ωφέλιμος, εάν έχωμεν πάντοτε κατά νουν ότι εκάστη επίκλησις του Ονόματος του Χριστού πρέπει να συνδέηται αδιαστάτως μετ’Αυτού, του Προσώπου του Χριστού-Θεού. Αλλέως η προσευχή μετατρέπεται εις τεχνητόν γύμνασμα και καταλήγει εις αμαρτίαν εναντίον της εντολής: «Ου λήψει το Όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» (Εξ. 20,7 και Δευτ. 5,11).

Όταν η προσοχή του νοός στερεούται εν τη καρδία, τότε είναι δυνατός ο πλήρης έλεγχος των τελουμένων εντός της καρδίας, η δε πάλη προς τα πάθη διεξάγεται μετά συνέσεως. Ο ευχόμενος βλέπει τους εχθρούς προσεγγίζοντας εκ των έξω και δύναται να εκδιώξη αυτούς δια της δυνάμεως του Ονόματος του Χριστού. Δια της ασκήσεως ταύτης η καρδία λεπτύνεται και γίνεται διορατική: Διαισθάνεται την κατάστασιν του προσώπου εκείνου, περί του οποίου προσφέρεται δέησις. Κατ’ αυτόν τον τρόπον τελείται η μετάβασις εκ της νοεράς προσευχής εις την νοεράν-καρδιακήν, μετά την οποίαν δίδεται η αυτενεργούμενη προσευχή.

Αγωνιζόμεθα να παρασταθώμεν ενώπιον του Θεού εν τη ενότητι και ολότητι της υπάρξεως ημών. Η εν φόβω Θεού επίκλησις του Ονόματος του Σωτήρος συνδεομένη μετά της ακαταπαύστου προσπαθείας τηρήσεως των εντολών , οδηγεί βαθμηδόν εις την μακαρίαν ενότητα όλων των δυνάμεων ημών, των πρότερον εξησθενημένων εκ της Πτώσεως. Κατά τον θαυμαστόν, αλλά δύσκολον και οδυνηρόν αυτόν αγώνα ουδέποτε πρέπει να βιαζώμεθα. Είναι σημαντικόν να αποβάλωμεν τον λογισμόν, όστις εισηγείται εις ημάς την επιτυχίαν του μεγίστου εις τον βραχύτερον δυνατόν χρόνον. Ο Θεός  δεν βιάζεται την θέλησιν ημών, αλλ’ ούτε εις Αυτόν είναι δυνατόν να επιβάλωμεν δια της βίας να πράξη ο,τιδήποτε. Τα επιτυγχανόμενα δια της βίας της θελήσεως μέσω της ψυχοσωματικής μεθόδου δεν διατηρούνται επί μακρόν, και το κυριώτερον, δεν οδηγούν εις την ένωσιν του πνεύματος ημών μετά του Πνεύματος του Ζώντος Θεού.

Εν ταις συνθήκαις του συγχρόνου κόσμου η προσευχή απαιτεί υπεράθρωπον ανδρείαν, διότι εις αυτήν ανθίσταται το σύνολον των κοσμικών ενεργειών. Διαμονή εν απερισπάστω προσευχή  σημαίνει νίκην εφ’ όλων των επιπέδων της φυσικής υπάρξεως. Η οδός αύτη είναι μακρά και ακανθώδης, αλλ’ έρχεται στιγμή κατά την οποίαν ακτίς του Θείου Φωτός διαπερά το πυκνόν σκότος και δημιουργεί ενώπιον ημών ρωγμήν, δια μέσου της οποίας βλέπομεν την Πηγήν του Φωτός τούτου. Τότε η προσευχή του Ιησού λαμβάνει κοσμικάς και υπερκοσμίους διαστάσεις.

«Γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν· η γαρ σωματική γυμνασία προς ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσεβεία προς πάντα ωφέλιμος εστίν, επαγγελίαν έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης. Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος· εις τούτο γαρ και κοπιώμεν... ότι ηλπίκαμεν επί Θεώ ζώντι, Ος εστί Σωτήρ πάντων ανθρώπων... Παράγγελλε ταύτα και δίδασκε» ( Α’ Τιμ. 4,7-11). Η τήρησις της διδαχής ταύτης του Αποστόλου αποτελεί την πιστοτέραν οδόν προς τον Αναζητούμενον. Είναι αδύνατον να διανοηθώμεν ότι δια τεχνητών μέσων αποκτάται η θέωσις. Πιστεύομεν ότι ο Θεός ήλθεν εις την γην, απεκάλυψε το μυστήριον της αμαρτίας και έδωκεν εις ημάς την χάριν της μετανοίας, ημείς δε προσευχόμεθα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», επ’ ελπίδι της συγχωρήσεως και της καταλλαγής εν τω Ονόματι Αυτού. Τους λόγους «ελέησόν με τον αμαρτωλόν» δεν εγκαταλείπομεν καθ’ όλην την ζωήν ημών. Η τελεία νίκη επί της αμαρτίας είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ενοικήσεως εν ημίν του Ιδίου του Θεού. Τούτο αποτελεί την θέωσιν ημών, ένεκα της οποίας καθίσταται δυνατή η άμεσος θεωρία του Θεού «καθώς εστί». Το πλήρωμα της χριστιανικής τελειότητος είναι ακατόρθωτον εν τοις ορίοις της γης. Ο ’γιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο Μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός Εκείνος εξηγήσατο» (Ιωαν. 1,18). Ο ίδιος δε διαβεβαιοί ημάς ότι εν τω μέλλοντι αιώνι θα συντελεσθή η θέωσις ημών, διότι «οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί» (Α’ Ιωαν. 3,2). «Πας ο έχων την ελπίδα ταύτην... αγνίζει εαυτόν, καθώς Εκείνος αγνός εστί... πας ο εν Αυτώ μένων ουχ αμαρτάνει· πας ο αμαρτάνων ουχ  εώρακεν Αυτόν ουδέ έγνωκεν Αυτόν» (Α’ Ιωαν. 3,3 και 6). Είναι ωφέλιμον να διαποτισθώμεν υπό του περιεχομένου αυτής της Επιστολής, ίνα η επίκλησης του Ονόματος του Ιησού γένηται ενεργός, σωτήριος, ίνα «μεταβώμεν» εκ του θανάτου εις την ζωήν» (πρβλ. Α’ Ιωαν. 3,14) και λάβωμεν «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24,49).

Εν εκ των πλέον θαυμασίων βιβλίων των ασκητών Πατέρων είναι η «Κλίμαξ» του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Αναγινώσκεται υπό των αρχαρίων μοναχών, αλλά χρησιμεύει και ως αυθεντικόν κριτήριον δια τους τελείους. (Είναι ίσως περιττόν να είπωμεν ότι η τελειότης επί της γης ουδέποτε είναι πλήρης). Παρόμοιόν τι δυνάμεθα να διαπιστώσωμεν και εις ό,τι αφορά εις την προσευχήν του Ιησού.

Δι’ αυτής προσεύχονται κατά την διάρκειαν πάσης εργασίας απλοί και ευσεβείς άνθρωποι· δι’ αυτής αντικαθίστανται αι εκκλησιαστικαί ακολουθίαι· αυτήν «νοερώς» προφέρουν οι μοναχοί , ευρισκόμενοι εν τω ναώ κατά τον χρόνον των ακολουθιών· αύτη συνιστά ωσαύτως το κατ’ εξοχήν έργον των μοναχών εν τοις κελλίοις και των ερημιτών-ησυχαστών.

Η εργασία της προσευχής ταύτης συνδέεται στενώτατα μετά της θεολογίας του Θείου Ονόματος. Έχει αύτη βαθείας δογματικάς ρίζας, ως και όλη η ασκητική ζωή των ορθοδόξων: Συμβολίζει αρμονικώς μετά της δογματικής συνειδήσεως. Η προσευχή εις τινας των μορφών αυτής γίνεται αληθώς πυρ καταναλίσκον τα πάθη (βλ. Εβρ. 12,29). Εν αυτή περικλείεται Θεία δύναμις, ήτις ανιστά τους νεκρωθέντας εκ της αμαρτίας. Είναι φως, όπερ λαμπρύνει τον νουν και μεταδίδει εις αυτόν την ικανότητα της διακρίσεως δυνάμεων αίτινες ενεργούν «εν τω κόσμω»· παρέχει ωσαύτως την δυνατότητα της θεωρίας των τελουμένων εντός του νου και της καρδίας ημών: «Διικνουμένη (αύτη) άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτική ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (πρβλ. Εβρ. 4,12).

Η ευλαβής άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πολλών εναντιουμένων ενεργειών κεκρυμένων εν τη ατμοσφαίρα. Προσφερομένη εν τη καταστάσει βαθείας μετανοίας διεισδύει εις τον χώρον, όστις κείται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών» (Α’ Κορ. 1,19). Εις τας πλέον εντατικάς εκδηλώσεις αυτής απαιτεί αύτη ή μεγάλην πείραν ή καθοδηγητήν. Είναι απαραίτητος εις όλους ανεξαιρέτως τους ασκούντας αυτήν η νηπτική περίσκεψις, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή εις παν επερχόμενον επ’ αυτούς. Τότε γίνεται αύτη δύναμις, ήτις συνάπτει το πνεύμα ημών προς το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθησιν της ζώσης παρουσίας της αιωνιότητος εντός ημών, έχουσα ήδη οδηγήσει ημάς δια μέσου αβύσσων σκότους εν ημίν κεκρυμένων.

Η προσευχή αύτη είναι μέγα δώρον του ουρανού προς τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα.

Πόσο σημαντική είναι η διαμονή (ίνα μη είπω η άσκησις) εν τη προσευχή, μαρτυρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επιτρεπτόν να παραβάλω ταύτην προς την φυσικήν ζωήν του κόσμου ημών και να φέρω παραδείγματα  εκ των γνωστών εις ημάς γεγονότων της συγχρόνου επικαιρότητος. Οι αθληταί, προετοιμαζόμενοι δια τους προκειμένους εις αυτούς αγώνας, επαναλαμβάνουν επί μακρόν τας αυτάς ασκήσεις, ώστε να εκτελέσουν κατά την στιγμήν της διεξαγωγής αυτών ταχέως και μετά βεβαιότητος, και τρόπον τινά μηχανικώς, πάσας τας κινήσεις, τας οποίας ήδη καλώς αφωμοίωσαν. Εκ του αριθμού των ασκήσεων εξαρτάται και η ποιότης της αποδόσεως. Ιδού, θα διηγηθώ εισέτι γεγονός, όπερ συνέβη εις κύκλον γνωστών εις εμέ προσώπων. Βεβαίως επαναλαμβάνω επί του προκειμένου εκείνα, άτινα ήκουσα εξ ενός εκ των πλησιεστέρων ανθρώπων προς τα πρόσωπα εις τα οποία αναφέρονται.

Εις ευρωπαικήν τινα πόλιν δύο αδελφοί ανυμφεύθησαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέας. Η μία εξ αυτών ήτο ιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρος. Η άλλη ήτο ωραιοτέρα, δραστήριος, ευγενής αλλ’ ουχί καθ’ υπερβολήν ευφυής. Ότε επλησίαζεν ο καιρός του τοκετού δι’ αμφοτέρας, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρίαν ακολουθούσαι την πρότινος εμφανισθείσαν μέθοδον του «ανωδύνου τοκετού». Η πρώτη, η ιατρός, ταχέως κατενόησεν όλον τον μηχανισμόν της πράξεως ταύτης και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθωρισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τας ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατενόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφήρμοζε τας γνώσεις αυτής. Η άλλη δεν εγνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε διετίθετο να ασχοληθή μετά της θεωρητικής πλευράς της μεθόδου ταύτης, αλλά παρεδόθη απλώς μετά ζήλου εις την επανάληψιν του προδιαγεγραμμένου συμπλέγματος κινήσεων του σώματος. Αφομοιώσασα δε ταύτας επαρκώς, ότε έφθασεν η στιγμή, απήλθε δια το προκείμενον εγχείρημα. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμήν του τοκετού εκ των πρώτων ήδη ωδινών δεν ενεθυμήθη τας θεωρίας και έτεκε μετά μεγάλης δυσκολίας, «εν λύπαις» (Γεν. 3,16)· η δε άλλη έτεκεν άνευ πόνων και σχεδόν άνευ δυσκολίας.

Ούτω θα συμβή και εις ημάς. Ο σύγχρονος και πεπαιδευμένος άνθρωπος είναι εις θέσιν να εννοήση τον «μηχανισμόν» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθή δύο ή τρεις  εβδομάδας μετά τινός ζήλου, να αναγνώση ολίγα βιβλία, και ιδού, ο ίδιος δύναται ήδη εις τα γεγραμμένα βιβλία να προσθέση και το ίδιον αυτού. Κατά την ώραν όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασις ημών υποβάλληται εις βιαίαν διάσπασιν, όταν ο νους θολούται και η καρδία αισθάνηται ισχυρούς πόνους ή εξασθένησιν, τότε πάσαι αι θεωρητικαί ημών γνώσεις εκλείπουν και η προσευχή δύναται να απολεσθή.

Είναι αναγκαίον να προσευχώμεθα επί έτη. Να αναγινώσκωμεν ολίγον, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπον άπτεται της προσευχής και συνεργεί, κατά το περιεχόμενον αυτού, εις την ενίσχυσιν της έλξεως προς προσευχήν μετανοίας δια της εσωτερικής φυλακής του νοός. Εκ της μακροχρονίου επαναλήψεως η προσευχή γίνεται φύσις της υπάρξεως ημών, φυσική αντίδρασις εις παν φαινόμενον εν τη πνευματική σφαίρα, είτε τούτο είναι φως, είτε σκότος, είτε εμφάνισις αγίων αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – εν ενί λόγω, εν παντί καιρώ και πάση περιστάσει.

Μετά τοιαύτης προσευχής η γέννησις ημών δια την ουράνιον ζωήν δύναται όντως να αποβή ανώδυνος.

Η βίβλος της Καινής Διαθήκης, ήτις αποκαλύπτει εις ημάς τα έσχατα βάθη του ανάρχου Όντος, είναι σύντομος, αλλά και η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί ανάπτυξιν εις πλάτος. Η δια του Χριστού φανερωθείσα τελειότης είναι ανέφικτος εν τοις ορίοις της γης· το πλήθος των πειρασμών, τους οποίους διέρχεται ο ασκών την προσευχήν ταύτην, είναι απερίγραπτον. Η άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί κατά παράδοξον τρόπον το πνεύμα του ανθρώπου εις συνάντησιν μετά των κεκρυμμένων εν τω «Κόσμω» δυνάμεων. Η δια του Ονόματος του Ιησού προσευχή προκαλεί εναντίον αυτής επίθεσιν εκ μέρους των κοσμικών δυνάμεων, κάλλιον δ’ ειπείν, την πάλην μετά «των κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (πρβλ. Εφεσ.  6,12). Αύτη, ανυψούσα τον άνθρωπων εις σφαίρας κειμένας πέραν των ορίων της γηίνης σοφίας, εις τα υψίστας μορφάς αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».

Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσίαν αυτής υπέρκειται παντός εξωτερικού σχήματος, εν τη πράξει όμως οι πιστοί ένεκα της ανικανότητος αυτών να σταθούν εν αυτή «καθαρώ νοΐ» επί μακρόν χρόνον, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνιον χάριν πειθαρχίας. Εν τω Αγίω Όρει του ’θω το πλέον διαδεδομένον κομβοσχοίνιον φέρει εκατό κόμβους διηρημένους εις τέσσαρα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών καθ’ ημέραν και νύκτα ορίζεται αναλόγως της δυνάμεως εκάστου και των πραγματικών συνθηκών της ζωής αυτού.

σχετικά
νοερά προσευχή συλλογή στοιχείων (330 σελίδες)

νοερά προσευχή Νικηφόρου του Αγιορείτου και άλλων πατέρων (εκτυπωθέν το 1852) περί νήψεως και προσοχής νοός...

 
Μάρθα και Μαρία (Οσίου Ιγνατίου Μπριατσιανίνωφ)
άρση των πέπλων ή ακολουθώντας τα ίχνη των αγίων… (κυκλική και σπειροειδής κίνηση ως ίχνος επί του ευλογημένου χώρου της Ελλάδος)


ολοκλήρωση του θείου έργου (από Κάθετο Πνευματικό Κύκλο) (εμπεριέχει στοιχεία για την ΜΑΡΘΑ και ΜΑΡΙΑ)

...άλλες σχετικές σκέψεις (1) (2) και (3o) στο blog εν αρμονία φιλοσοφίας+φιλοκαλίας, φιλοσοφίας+θεολογίας, Ελλάδος+Ορθοδοδξίας
Μάρθα και Μαρία (κινήσεις του νου και άλλα σχετικά ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΑ)
 

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Άγιος Πορφύριος και Γέροντας Σωφρόνιος ( Έσσεξ ) – Τι έλεγε ο ένας για τον άλλον


*Δύο τεράστια πνευματικά αναστήματα του αιώνα που μας πέρασε, οι οποίοι έτρεφαν πολύ μεγάλη εκτίμηση σε προσωπικό επίπεδο, ο ένας για τον άλλον. Την ευχή τους να έχουμε.
Οι Γέροντες Σωφρόνιος και Πορφύριος συναγωνίζοντο ποιός θα δείξει μεγαλύτερη τιμή στον άλλον, τηρώντας με ειλικρίνεια και όχι προσποιητά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου «τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. 12,10).

Έτσι ανάλογα με τα παραπάνω τιμητικά λόγια του Γέροντος Σωφρονίου για τον Γέροντα Πορφύριο, ήταν και τα λόγια του Γέροντος Πορφυρίου για τον Γέροντα Σωφρόνιο. Όπως αναφέρει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος Βλάχος, σ’ένα άρθρο του που δημοσιεύθηκε, με αφορμή την κοίμηση του Γέροντος Σωφρονίου, στο περιοδικό Παράδοση (Οκτ.-Δεκ. 1993, σελ.434 έπ.), ο Γέροντας Πορφύριος είχε ειπεί κάποτε ότι είναι μεγάλη ευλογία από το Θεό να αξιωθεί κάποιος να συναντήσει και μια μόνο φορά στη ζωή του τον Γέροντα Σωφρόνιο. το έλεγε δε αυτό γιατί είχε εκτιμήσει τη βαθειά του μετάνοια και τη μεγάλη του θεοπτία (σελ.441).
Χαρακτηριστικοί είναι και οι παρακάτω διάλογοι που είχα μαζί τους. Είπα κάποτε στο Γέροντα Σωφρόνιο:
-Γέροντα, λυπάμαι πολύ που θα πεθάνετε – τι θα κάνω;
-Α! σαν εμένα θα βρεις πολλούς γέρους, όμως σαν τον π. Πορφύριο είναι δύσκολο να βρεις. Αυτός είναι πολύ μεγάλος, είναι πνευματικό φαινόμενο στην εκκλησία. Από μένα δεν έχεις να χάσεις τίποτα.
Με τον λόγο του αυτόν πήρα ευκαιρία να του πω:
-Καλά Γέροντα, αλλά ο π. Πορφύριος είπε πως είστε άγιος.
Αμέσως απάντησε με τον πιο φυσικό τρόπο
-Α! έκανε λάθος αυτός ο μεγάλος – πως έκανε τέτοιο λάθος;
Γέλασα με την απάντηση του δείχνοντάς του ότι δεν πιστεύω κάτι τέτοιο.

Όταν, ξημερώματα της άλλης ημέρας στις 5 το πρωϊ όπως πάντα, τηλεφώνησα στον Γέροντα Πορφύριο, αστειεύτηκα μαζί του λέγοντάς του:
-Γέροντα κάνατε ένα λάθος.
-Τι λάθος έκανα; ρωτάει ο Γέροντας.
-Είπατε πως ο Γέροντας Σωφρόνιος είναι άγιος.
-Εγώ δεν το είπα πρώτος. Πρώτα αυτός το είπε για μένα ότι είμαι άγιος.
Θαυμαστή παιδική απλότητα!
Σε κάθε τηλεφωνική επικοινωνία μου μαζί του ο Γέροντας Σωφρόνιος πάντα με ρωτούσε τι κάνει ο παπα-Πορφύρης.
*της Δήμητρας Δ. Δαβίτη: «Αναμνήσεις από τον ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ ΤΟΥ ΕΣΣΕΞ» (Εκδόσεις Άθως – Ε΄ΕΚΔΟΣΗ)