Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Η αφύπνιση της καρδιάς με τη μνήμη του θανάτου Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας



Ο άνθρωπος και οι «κλήροι» του βρίσκονταν μέσα στον νου του Τριαδικού Θεού «προ χρόνων αιωνίων». Σε στιγμή απροσδιόριστη από τις περιορισμένες ανθρώπινες δυνάμεις, ο προαιώνιος Θεός αποφάσισε να δημιουργήσει τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του. Τον έπλασε με προσωπικό και άμεσο τρόπο, προικίζοντάς τον με απίστευτο νου και μεγαλειώδη καρδιά, ικανά να αγκαλιάσουν όχι μόνο όλη την κτίση, «ορωμένην τε και ούχ ορωμένην», όπως αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά και την ίδια την αιωνιότητα του Θεού. Τον κατέστησε πραγματικό άρχοντα στο βασίλειο του κόσμου, και στο πρόσωπό του ανακεφαλαιώνεται όλη η δημιουργία, η ορατή και η αόρατη.
Εξαρχής ο Θεός προίκισε τη φύση του άνθρωπου με τις δικές Του ιδιότητες, με όλες τις αρετές και με δυναμική φορά προς το Πνεύμα Του. Ο άνθρωπος εντρυφούσε στην αγαθή παρουσία του Δημιουργού του. Μπορούσε με τον νου του να ανυψώνεται στον Θεό και να βλέπει το πρόσωπό Του. Και η όραση αυτή ζωοποιούσε την καρδιά του και την πλάταινε με ισχυρά και απερίγραπτα αισθήματα ατελεύτητης ευγνωμοσύνης και θείας αγάπης. Τόσο γοητεύθηκε από το μεγαλείο της καταστάσεως αυτής ο άνθρωπος, ώστε έφθασε σε σημείο να λησμονήσει την κτιστότητά του και να ενδώσει στον πειρασμό της παρακοής. Θέλησε να γίνει θεός, όχι με την αγάπη του Θεού και την υποταγή του στη θεία εντολή, αλλά με την αυτονομία και την ανταρσία του. Τότε, όπως μαρτυρούν οι Γραφές, συντελέσθηκε η φοβερή πτώση, η παγκόσμια συμφορά.
Ο νους του ανθρώπου προσκολλήθηκε στα κτίσματα και διαφθάρηκε. Έχασε την αστραπόμορφη κίνησή του προς τον θείο κόσμο και επιβαρύνθηκε με τις αισθήσεις του σώματος. Η καρδιά στερήθηκε την «επισκοπή»-επίβλεψη του Κυρίου και όλων εκείνων που συνοδεύουν τη θαυμαστή παρουσία Του, και απολιθώθηκε. Ο νους έχασε βαθμηδόν ακόμη και τη μνήμη των υπερφυσικών βιωμάτων της χάριτος, γιατί αυτά δεν έχουν υλικό υπόβαθρο. Τελικά ο άνθρωπος κατάντησε δέσμιος του ορατού κόσμου, μη δυνάμενος να υπερβεί την άμεση πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Λησμόνησε τον ποιητή και πλάστη του και παραδόθηκε στην αμαρτία και τα οψώνιά της, τη φθορά και τον θάνατο.
Στη θλιβερή αυτή κατάσταση της λήθης του Θεού ο άνθρωπος αισθάνεται ανεκπλήρωτο κενό και εφιαλτική ανασφάλεια, που τον περισφίγγουν ασφυκτικά και συνέχουν βασανιστικά την ψυχή του. Αναφύονται τα πάθη που γεμίζουν την ύπαρξή του με κάθε είδους φαυλότητα και παλεύουν με δολιότητα να εξαλείψουν κάθε ίχνος της μνήμης του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος χάνει την ικανότητα να αγαπά και αναπόφευκτα αποξενώνεται ολοένα και περισσότερο από τον Θεό, τον πλησίον και τον πρωταρχικό σκοπό της δημιουργίας του.
Χωρισμένος από τον Θεό, την πηγή της ζωής, ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του και, στερημένος από τη δύναμη του Θεού, αδυνατεί να σωθεί. Βαθμηδόν ερημώνεται, διασπάται, και τελικά διαλύεται η υπόστασή του με τον θάνατο. Μπροστά στην αδυσώπητη απειλή της καταστροφής αυτής το πνεύμα του αιχμαλωτίζεται από τον φόβο του θανάτου. Γίνεται νοσηρά φίλαυτο και αρχίζει αγωνιώδη πάλη για την ατομική του επιβίωση.
Εξορίζοντας από την καρδιά του τον Θεό και τον πλησίον ο άνθρωπος χάνει την κυριαρχική εξουσία του μέσα στην κτίση που συνεπάγεται η κατ’ εικόνα Θεού κατασκευή του. Έτσι αστοχεί στον προορισμό του να βασιλεύ¬σει με δικαιοσύνη στον κόσμο και με τρόπο προφητικό να πλατυνθεί και να προσαγάγει στον Θεό όλη την κτίση. Συνηθίζει να ζει με το πνεύμα του νεκρωμένο, γιατί η εχθρική δύναμη του πονηρού κατεξουσιάζει τη φύση του.
Αλλά η κλήση του Θεού είναι αμετάκλητη και «αμεταμέλητη». Επειδή η ανεξιχνίαστη Βουλή του Θεού ως βάση της αρχικής προελεύσεως του ανθρώπου τον προόρισε να ζήσει αιώνια «επ’ αφθαρσία», ο θάνατος ως εχθρός είναι απαράδεκτος. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος λέει ότι «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». Ο Ίδιος ο Υιός του Θεού ήλθε στον κόσμο, για να τον εξαλείψει και να «λύση τα έργα του διαβόλου». Ο θάνατος λοιπόν του ανθρώπου είναι φαινόμενο παρά φύσιν και αντίθετο προς τον προορισμό του. Η ψυχή δεν μπορεί να αναπαυθεί στην προοπτική του θανάτου, γιατί αν η ζωή τελειώνει με τον θάνατο, τίποτε πλέον δεν έχει νόημα.
Ο Θεός όμως ο οποίος ζει εις τους αιώνες δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού. Κατεργάζεται τα πάντα «ως το επιστρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού και ζην αυτόν». Ανακαλεί τον άσωτο από την πλάνη της ερημώσεώς του, οξύνοντας με τη χάρη Του το άγριο θέαμα και τη σοβαρότητα του γενικού θανάτου που παρεισέφρυσε σε όλη την κτίση με την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Διανοίγει τα μάτια της ψυχής του για να κατοπτεύσει τη σφραγίδα της φθοράς και του θανάτου πάνω σε όλο το κτιστό είναι. Ο άνθρωπος γίνεται ικανός να ενωτισθεί τη βοή των στεναγμών του σύμπαντος κόσμου που παραδόθηκε σε αδιέξοδη ματαιότητα. Παρέχεται τότε στην ψυχή η χάρη να διαισθανθεί το σκοτεινό πέπλο του θανάτου, της φθοράς και της απογνώσεως που καλύπτει τους ανθρώπους και κάθε επίγεια ύπαρξη. Το πνευματικό αυτό φαινόμενο -άγνωστο στη σύγχρονη ψυχολογία- στην ασκητική ορολογία ονομάζεται «μνήμη θανάτου». Δεν ομοιάζει με την ψυχολογική επίγνωση ότι κάποια ημέρα θα πεθάνουμε. Πρόκειται για γνώση που σκηνώνει στη βαθειά καρδιά και της προσδίδει παράδοξη αίσθηση, ώστε να συλλαμβάνει σαφέστατα «την ματαιότητα όλων των επί γης αποκτημάτων» και κατανοεί ότι «τα πάντα ματαιότης».
Η αίσθηση, την οποία επιφέρει η χάρη της μνήμης του θανάτου, μπορεί να ενταθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλη η ιστορία και τα γεγονότα του σύμπαντος να φαίνονται ως ονειρικός αντικατοπτρισμός και κακός εμπαιγμός του ανθρώπου, γιατί πουθενά δεν υπάρχει η αυθεντική ζωή, αντιθέτως, παντού βασιλεύει ο θάνατος. Στην ουσία όμως είναι ο άνθρωπος που φωτίζεται, ώστε να δει την πνευματική του κατάσταση, από την οποία απουσιάζει η ζώσα αιωνιότητα του Θεού. Πείθεται ότι με τον προσωπικά του θάνατο πεθαίνουν όλα όσα συνέλαβε ως τότε η συνείδησή του, ακόμη και ο Θεός. Ενώ πλάσθηκε για να ζήσει αιώνια με τον Δημιουργό του, τώρα βλέπει ανεκπλήρωτη την προαιώνια θεία Βουλή.
Η απειλή του θανάτου ως αιώνια λήθη και απόσβεση του φωτός της συνειδήσεως προξενεί στην ψυχή φρίκη, συντριβή και αφόρητο εσωτερικό μαρτύριο. Ξαφνικά ο άνθρωπος ξυπνά από τον παρατεταμένο λήθαργό του. Αισθάνεται την αιωνιότητα του Θεού να τον καλεί από παντού, αλλά δεν είναι ικανός να αντέξει κατά πρόσωπο την παρουσία της ούτε διαθέτει κατάλληλο χώρο, για να την προσλάβει μέσα του. Ωστόσο, το πνεύμα του απαιτεί την αιώνια ζωή και μόνο αυτήν. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να αναπαύσει τα σπλάγχνα του. Πάσχει βαθιά, με ένταση που υπερβαίνει τα όρια των ανθρωπίνων δυνάμεων. (Πολλοί άνθρωποι δοκιμάζουν την εμπειρία αυτή, πριν γίνουν μοναχοί και μοναχές, και γι’ αυτό αισθάνονται τη μοναχική ζωή ως κατηγορική προσταγή του πνεύματός τους. Δεν πρόκειται για επιλογή που κάνουν κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως, αλλά μάλλον αισθάνονται ότι ή θα γίνουν μονάχοι ή θα πεθάνουν αιώνια). Τότε όμως συντελείται η αρχή του πιο σημαντικού θαύματος στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αναδύεται η καρδιά, το πνευματικό κέντρο του ανθρώπου.
Το οχληρό και καυτό θέαμα της απουσίας του Θεού από την κτίση, όπως το παρουσιάζει η ενέργεια της μνήμης του θανάτου, αποσπά την προσοχή του νου από κάθε κτίσμα και από κάθε γήινη φιλοδοξία, και τον ανακαλεί στον εαυτό του, στην καρδιά. Η μνήμη αυτή αποδεικνύεται ισχυρότερη από κάθε εμπαθή προσκόλληση, ενώ ο νους ελεύθερος κατεβαίνει στην καρδιά και ενώνεται μαζί της. Η εύρεση της καρδιάς σηματοδοτεί την αρχή της σωτηρίας του ανθρώπου.
Όταν η θαυμαστή αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου αρχίσει να απασχολεί τη βαθειά καρδιά και να ελκύει τον νου προς αυτήν, οι σκέψεις γεννιούνται «έσωθεν» και με δυνατή αίσθηση. Ανταποκρίνονται στα ισχυρά βιώματα και τη φρικτή θεωρία που τη συνοδεύει. Ο Γέροντας Σωφρόνιος διατυπώνει την πνευματική αυτή κατάσταση ως εξής: «Όλα όσα γνώριζα, όλα όσα αγαπούσα και καθετί
που με ζωοποιούσε και με ενέπνεε -τα πάντα απολύτως ακόμη και ο ίδιος ο Θεός- πεθαίνουν μέσα μου και για μένα, αν εγώ αφανίζομαι τελείως». Σε άλλο πάλι σημείο ο Γέροντας γράφει: «Μέσα μου και μαζί μου πέθαινε καθετί που συνέλαβε η συνείδησή μου· οι κοντινοί μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη τους, όλη η εξέλιξη της ιστορίας, όλη η Γη και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρο διάστημα- ακόμη και ο Ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου και Αυτός πέθαινε μέσα μου· ολόκληρο γενικά το είναι καταβροχθιζόταν από το σκοτάδι της λήθης». Η προκαταρκτική αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου φωτίζει τον άνθρωπο από έξω και από μακριά. Τον πείθει για το ανωφελές και μάταιο όλης της κτίσεως, όταν βρίσκεται έξω από τη χάρη του Θεού. Ταυτόχρονα του αποκαλύπτει την εσωτερική του ερήμωση, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό.
Και τα δύο αυτά ενεργήματα της χάριτος είναι άκρως ευεργετικά. Το πρώτο προξενεί αγαθή απόγνωση που αποδεσμεύει τον νου από την προσκόλληση και την περιπλάνησή του στα κτίσματα. Το δεύτερο εμπνέει στην ψυχή τον φόβο για την αιώνια απώλεια. Η αιωνιότητα τότε προβάλλει με την αρνητική της μορφή: Μπορεί μεν ο άνθρωπος να έχει βιώσει τη συνάντησή του με τον Θεό, αλλά στερείται ακόμη του χαρίσματος της μετοχής στη ζωή Του. Τα παράδοξα και ισχυρά αυτά βιώματα της απογνώσεως και του φόβου ταπεινώνουν το πνεύμα του και συγκεντρώνουν την προσοχή του νου του στην καρδιά, τον τόπο όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια του Θεού και η πλάνη του ανθρώπου. Τώρα εναπόκειται στον άνθρωπο η επιλογή του θείου θελήματος. Στο σημείο αυτό, έκτος από τον ταπεινό φόβο του Θεού αποκτά επίσης κάποιο μέτρο αυτογνωσίας. Αν αποδεχθεί την Ευαγγελική Αποκάλυψη, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι το αληθινό Είναι, ο Ων, ο νικητής του θανάτου και η αιώνια ζωή, ελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που ενώνει τον νου με την καρδιά και αποκαθιστά την ενότητα των ψυχικών του δυνάμεων.
Η ενοποίηση αυτή των δυνάμεων της ψυχής είναι η πρώτη φάση της θεραπείας του ανθρώπου, διότι έχει επιτέλους τη δυνατότητα να στραφεί με προσευχή στον Θεό και να βρει αισίως λύση και παρήγορη διέξοδο στα παθήματα του πνεύματός του.
Όταν ο άνθρωπος δέχεται την «παιδεία» του Θεού με τη μνήμη του θανάτου, αρχίζει να κατανοεί την παγκόσμια τραγωδία. Βλέπει ότι τα παθήματά του ταυτίζονται με τα παθήματα όλης της ανθρωπότητας. Προβάλλει την κατάσταση της εσωτερικής του ερημώσεως σε όλη τη δημιουργία. Αντιλαμβάνεται, έστω και με αρνητικό τρόπο, ότι είναι το κέντρο όλης της κτίσεως, την οποία βλέπει να διηγείται μια ατελεύτητη ματαιότητα. Το βίωμα αυτό είναι η αρχή της αγάπης και συνεπώς γίνεται το προοίμιο της τελειωτικής του αναγεννήσεως, όταν αυτός, ενισχυμένος πλέον από τη χάρη του Θεού, πρεσβεύει για τη σωτηρία όλου του κόσμου και αποκτά τότε την ορθή πνευματική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ουρανός και η γη διηγούνται τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία του ανθρώπου.
Είναι λοιπόν φανερό πως η μνήμη του θανάτου είναι το χάρισμα του Θεού, που βοηθεί τον άνθρωπο να βρει την καρδιά του, γεγονός που σηματοδοτεί την αρχή στη θεραπεία της προσωπικότητάς του. Στη συνέχεια, θα ερ¬γασθεί για την αποκατάσταση της ορθής κοινωνίας του με τον Θεό και με όλο το γένος του Αδάμ. Έτσι σημειώνεται το πρώτο παράδοξο: Η μνήμη του θανάτου ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον φόβο του θανάτου και τον εισάγει στην προοπτική της αγάπης του Θεού. Ο θάνατος που επήλθε ως συνέπεια της αμαρτίας προμνηστεύεται τώρα τη Ζωή. Η μνήμη του θέτει με τόσο απόλυτο και καθοριστικό τρόπο την υπεροχή της αιωνιότητας έναντι των κτιστών, ώστε, και αν ακόμη ο πειραστής του υποσχόταν αιώνες επίγειας ευδαιμονίας και επιτυχίας, ο πιστός θα προτιμούσε τα στίγματα του Σταυρού, με τον οποίο ήλθε στον κόσμο η αληθινή χαρά και η αιώνια σωτηρία.
Με τη μνήμη του θανάτου προβάλλεται η θεία αιωνιότητα, αλλά στην αρνητική της όψη. Το φαινόμενο, ωστόσο, αυτό δεν είναι ψυχολογικό αλλά πνευματικό και προσκομίζει γνώση πνευματικής φύσεως. Μυσταγωγεί ταυτόχρονα σε διπλή γνώση και σε διπλή θεωρία. Καθιστά την καρδιά πεδίο πάλης, η οποία διαδραματίζεται σε δύο επίπεδα: Από τη μία βεβαιώνει τον άνθρωπο για την ύπαρξη του αληθινού Θεού και τη σωτηριώδη Του δύναμη, ενώ από την άλλη διεγείρει τη φρικτή αίσθηση της μηδαμινότητάς του αλλά και τον απερίγραπτο φόβο για το ενδεχόμενο της αιώνιας απώλειάς του.
Η αποκάλυψη της αιωνιότητας, έστω και στην αρνητική της μορφή, είναι συνάντηση του Ζώντος Θεού με τον άνθρωπο. Ως ένα σημείο φθάνουν στον άνθρωπο τα τέλη των αιώνων. Ενώ αισθάνεται τον θάνατό του ως απειλή αφανισμού κάθε ζωής, δέχεται ταυτόχρονα την κλήση να αναχθεί σε απείρως ανώτερη μορφή υπάρξεως. Διαμένοντας στη μνήμη θανάτου ο άνθρωπος βιώνει με το πνεύμα του τον άδη της απουσίας του Θεού. Αναζητώντας με αγωνία διέξοδο από την κατάσταση αυτή αποσπάται από κάθε εμπαθή προσκόλληση στον ορατό κόσμο και παραδίδεται με ισχυρότερο πόθο προς τον Θεό. Τότε με αυθεντικό τρόπο νικώνται τα πάθη και αυτή ακόμη η επιθυμία της ίδιας της πρόσκαιρης ζωής. Η αυταπάρνηση την οποία εμπνέει η μνήμη του θανάτου αποβαίνει η καταλληλότερη προϋπόθεση για πύρινη προσευχή, που αναγεννά πλήρως τον άνθρωπο και συνάπτει το πνεύμα του με τον αιώνιο Θεό.
Το εκπληκτικότερο ωστόσο ενέργημα της μνήμης του θανάτου είναι η αίσθηση που δημιουργεί για τη μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου. Όταν ο άνθρωπος ταυτίζει τον ατομικό του θάνατο με τον γενικό αφανισμό κάθε ζωής και εμπειρίας που αγκάλιασε ως τότε η συνείδησή του, με το τέλος όλης της ιστορίας του κόσμου, όπως και της σχέσεως του Θεού με τη δημιουργία Του, επαληθεύει το γεγονός ότι πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού και με προορισμό να γίνει το κέντρο ολόκληρης της κτίσεως. Η οδύνη του βιώματος αυτού, ενώ φέρει κατ’ αρχάς μάλλον αρνητικό χαρακτήρα, συνδέει ωστόσο τον άνθρωπο άρρηκτα με τα πεπρωμένα όλων των ομοιοπαθών συνανθρώπων του και γεννά τη συμπόνια γι’ αυτούς. Το πνευματικό αυτό αίσθημα αρχίζει να ζωογονεί την καρδιά του ανθρώπου και να αποκαθιστά την κοινωνία του με όλο το γένος του Αδάμ. Και όταν ο εσωτερικός φωτισμός φθάσει σε κάποια πληρότητα και η καρδιά πλατυνθεί και ενισχυθεί με τη θεία χάρη, ακολουθεί το θετικό αίσθημα της αγάπης, με το οποίο ο άνθρωπος αγκαλιάζει όλη την κτίση και την προσάγει με εκτενή πρεσβεία στον Θεό. Τότε οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν» της αγάπης του Θεού και καταξιώνεται ως αληθινό πρόσωπο«καθ’ ομοίωσιν» του Νέου Αδάμ, του Χριστού, που ανα-κεφαλαιώνει στο Πρόσωπό Του «τα πάντα τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης».
Ο θάνατος εισήλθε ως κατάρα και βλάστησε ως ζιζάνιο στη ζωή των ανθρώπων εξαιτίας της αμαρτίας. Ο Χρι¬στός όμως με τον αναμάρτητο θάνατό Του για χάρη του ανθρώπου μετέβαλε την κατάρα σε ευλογία και πρόσφερε το «περισσόν» της ζωής. Η μνήμη του θανάτου εισάγει τον άνθρωπο στο μεγαλύτερο αυτό θαύμα που γνώρισε ποτέ η οικουμένη. Αποκαλύπτει τον δικό μας άδη και γίνεται πρόσκληση και ευαγγέλιο αιώνιας ζωής. Όποιος υπακούει και πιστεύει, δέχεται χάρη που αναζωπυρώνει την καρδιά του. Η αφύπνιση αυτή της καρδιάς είναι και το πρώτο βήμα προς τον μακάριο χώρο της ακατάλυτης ζωής και σωτηρίας.
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 38-48)

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

«ΚΡΙΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ» ΚΑΙ «ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»



«Κριτήριον τῆς ἀληθείας» καί
«ἀρχηγός τῆς σωτηρίας»
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
 Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη»
[10ο' ΜΕΡΟΣ]

     Ἀφήνοντας ὁ π.Ἰ.Δ. τήν ἀρχική του πρόθεση νά ἀσχοληθῆ δειγματολειπτικά μέ δύο βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου ἀσχολήθηκε, ὅπως ἀλλοῦ σημειώσαμε, καί μέ ἕνα τρίτο –«μέ ὀλιγόλεπτον πρόχειρον ἄνοιγμα» τῶν σελίδων του, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ– κατόπιν καί μέ ἕνα τέταρτο, ἀντιγράφοντας καί ἐπεκτείνοντας σχόλια ἀπό τό περιοδικό Δρώμενα, ἀλλά τελικά καταπιάσθηκε καί μέ ἕνα πέμπτο, χωρίς πιθανῶς ὁ ἴδιος νά τό ἔχη ἐπιμελῶς διαβάσει καί χωρίς προπαντός νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔφυγε λανθανόντως ἀπό τόν ἀρχικό προγραμματισμό του.
   Τό πέμπτο βιβλίο μέ τό ὁποῖο ἐπιπλέον ἀσχολεῖται ὁ π.Ἰ.Δ. ἔχει τίτλο: «Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός ὡς προφητική, ἀποστολική καί μαρτυρική ζωή». Ἡ ἐκτροπή ἀπό τόν ἀρχικό προγραμματισμό τῆς ἐργασίας του ὀφείλεται πιθανῶς στήν ἕλξη πού ἀσκεῖ στόν «ἀμυνόμενο» θυμό του τό ἔντονο ὕφος τῆς κριτικῆς τοῦ θεολόγου κ. Νικολάου Σωτηροπούλου, ὁ ὁποῖος πρῶτος παρερμήνευσε καί μέ βάση τήν παρερμηνεία καταπολέμησε διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Συμεών ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης, οἱ ὁποῖες παρουσιάζονται σέ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.
    Ὁ κ. Ν. Σωτηρόπουλος, ἀλλά καί ὁ ὁμόρφων π.Ἰ.Δ. δέν μνημονεύουν τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, οὔτε τό πλαίσιο τῶν νοημάτων μέσα στό ὁποῖο καταγράφονται οἱ κρινόμενες διδασκαλίες του. Τίς παρουσιάζουν ὡς διδασκαλίες τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου, ἐναντίον τοῦ ὁποίου ἐκκενώνουν ὅλον τόν ἱεραποστολικό ζῆλο τους.
Κατηγοροῦν λοιπόν τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου ὅτι θεωρεῖ τόν Ἐπίσκοπο μέσα στήν Ἐκκλησία «κριτήριον τῆς ἀληθείας» καί «ἀρχηγό τῆς σωτηρίας», ἰδιότητες πού ἀνήκουν κατά τήν γνώμη τους μόνο στό Χριστό καί στήν Ἐκκλησία, σάν νά εἶναι ἡ ἀρχιερωσύνη ἄσχετη μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Ὁ π.Ἰ.Δ. μάλιστα παραθέτοντας σχετικό σχόλιο τοῦ κ. Ν. Σωτηρόπουλου ἀπό τό περιοδικό Ὁ Σταυρός συμπεραίνει:
«Κατά τά ἀνωτέρω, ὁ Ναυπάκτου θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὅτι εἶναι “κριτήριον τῆς ἀληθείας” καί “ἀρχηγός τῆς σωτηρίας”.
Ὅ,τι δηλαδή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Χριστός, τοῦ αὐτοῦ κύρους καί τῆς αὐτῆς ἀξίας εἶναι καί ὁ Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὡς πρός τό κριτήριον τῆς ἀληθείας καί τήν ἀρχηγίαν τῆς σωτηρίας. Αὐτό εἶναι τό λογικόν συμπέρασμα τῶν γραπτῶν αἱρετικῶν ἀπόψεων τοῦ Ναυπάκτου. Θά συνειδητοποιήση τί ἔχει γράψει;».
   Ἐπειδή ὁ π.Ἰ.Δ. δέν ἔχει συνειδητοποιήσει ποιοῦ τίς ἀπόψεις χαρακτηρίζει αἱρετικές· ἐπειδή δηλαδή δέν ἔχει καταλάβει ὅτι πολεμᾶ «μετά ζήλου» καίριες ἐκκλησιολογικές ἀπόψεις ἑνός ἁγίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου Συμεών ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης· ἐπειδή ἐπίσης δέν γνωρίζει τό πλαίσιο τῶν νοημάτων μέσα στό ὁποῖο διατύπωσε ὁ ἅγιος Συμεών τίς ἀπόψεις αὐτές, ἀλλά οὔτε ἀκόμη γνωρίζει τό κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου ἀπό τό ὁποῖο τίς ἀπομόνωσε ὁ κ. Ν. Σωτηρόπουλος, παραθέτουμε πρός ἐνημέρωση καί σχολιασμό δύο ἀποσπάσματα ἀπό τόν βιβλίο «Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός...».
  Τό πρῶτο ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τήν ἑνότητα πού ἔχει τίτλο: «Ἡ θέση τοῦ Ἐπισκόπου στήν Ἐκκλησία, κατά τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης». Γράφει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου:
«Σέ κάποιο σημεῖο [τῆς ἐπιστολῆς “Πρός ἐπισκοπάς”] ὁ ἅγιος Συμεών, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, γράφει ὅτι οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι ὡς πρός τήν Χάρη τῆς ἀρχιερωσύνης δέν διαφέρουν σέ τίποτε ἀπό τούς Ἀποστόλους Πέτρο καί Παῦλο. Σέ ἐκεῖνο πού διαφέρουν εἶναι μόνο ἡ ἀρετή τους. Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών: “Ὅτι Πέτρος μέν καί Παῦλος κατά τήν ἀρετήν καί τούς κόπους ὑπερφυεῖς καί μεγάλων στεφάνων... Κατά δέ τήν τῆς ἱερωσύνης χάριν, οὐχ οὕτως. Οὐδέ πλέον ἔχει τοῦ Χρυσορρήμονος Παῦλος, οὐδέ πάλιν ὁ Χρυσολόγος, καθό ἱεράρχης, ὑπερέχει τινός τῶν ὑποδεεστέρων δοκούντων ἐπισκόπων, εἰ μή κατά τό ὕψος τῆς ἀρετῆς”. Δηλαδή, ἡ Χάρη τῆς ἱερωσύνης μέ τήν ὁποία τελοῦνται τά ἱερά μυστήρια εἶναι ἡ ἴδια τόσο στούς Ἀποστόλους ὅσο καί στούς Ἱεράρχες, ἐκεῖνο πού διαφέρει εἶναι μόνον ἡ ἀρετή καθενός. Ἡ ἐνέργεια τῶν μυστηρίων τῶν παλαιῶν πατέρων μέ τούς σημερινούς εἶναι ἡ ἴδια. “Οὐδέ τά ἱερουργηθέντα μυστήρια παρά τοῦ μεγάλου πατρός ἡμῶν Βασιλείου ἤ παρ’ αὐτοῦ τοῦ Πέτρου καί Ἀνδρέου καί Ἰακώβου, ἑτέραν ἔχουσί τινα δύναμιν παρά ταῦτα τά νῦν ἐνεργούμενα παρά τῶν ὀρθοδόξων ἱερουργῶν”. Ἡ ἱερωσύνη τήν ὁποία ἔχουν οἱ Ἀρχιερεῖς εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί δέν εἶναι ἔργον ἀνθρωπίνης ἀρετῆς.“Καί κατά τήν ἰσχύν τῆς ἱερωσύνης, ὁ αὐτός ἐστι Πέτρος τε καί Παῦλος καί Ἰωάννης καί τῶν νῦν ἀρχιερέων ἕκαστος, ἐπεί καί τοῦ Χριστοῦ ἡ ἱερωσύνη ἐστί, καί οὐκ ἀνθρωπίνης ἀρετῆς ἔργον”. Ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὅτι ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Σισώης, ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος καί ἁπλοῦς καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔκαναν πολλά θαύματα, “ἀλλ’ οὐδέν ἠδύναντο τῆς ἱερωσύνης ποιεῖν, χειροτονίαν ἱερωσύνης μή κεκτημένοι”.
Ἔχοντας αὐτά ὑπ’ ὄψη του ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Θεσσαλονίκης καταλήγει: “θεμέλιος ἄρα καί πηγή τοῦ χριστιανισμοῦ ὁ ἀρχιερεύς”. Διότι ὅλα ἐνεργοῦνται διά τοῦ Ἀρχιερέως “χειροτονίαι ἱερατικαί, ἐκ δέ τῶν ἱερέων ὑμῖν ὁ ἁγιασμός· καθιερώσεις ναῶν, ἐν οἷς αἱ προσευχαί ἐνεργοῦνται καί ἡ ἱερουργία τῶν μυστηρίων· ἡ τοῦ λύειν καί δεσμεῖν δύναμις, ἐκ γάρ τῶν ἀρχιερέων οἱ τό πνευματικόν λειτούργημα κεκτημένοι καί δι’ αὐτῶν ἐξομολόγησίς τε καί ἄφεσις δίδοται· καί κοινωνία Χριστοῦ, ἱλασμός τε δι’ εὐχῆς ἁγίου ἐλαίου, καί ἐν τῷ τελευτᾷν παράδοσις πρός τόν Θεόν τῶν ἡμετέρων ψυχῶν”.
Προτρέπει τούς Κληρικούς, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς νά τιμοῦν τόν Ἀρχιερέα. Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: “Αἰδεῖσθε τοίνυν καί φοβεῖσθε τόν ἀρχιερέα ὑμῶν, ἱερεῖς πάντες καί λαϊκοί καί μονάζοντες, ὡς ὄργανον ὄντα Θεοῦ, ὡς ὑπηρέτην Θεοῦ, ὡς δύναμιν ἔχοντα Θεοῦ, ὡς εἰς τόν θρόνον καθεζόμενον τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀρχηγῷ τῶν ψυχῶν ὑμῶν μετά Θεόν καταστάντι, ὡς θεμελίῳ τῆς σωτηρίας ὑμῶν καί πίστεως μετά Χριστόν δεικνυμένῳ, ὡς δοτῆρι τῶν τε παρόντων καί τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ”.
Εἶναι σημαντικό ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος θεωρεῖται εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἱερεῖς, λαϊκοί καί μοναχοί πρέπει νά τόν θεωροῦν ἀρχηγό τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτό ὁ Ἀρχιερεύς τίθεται ὑπεράνω τῶν πνευματικῶν πατέρων. Μέσα ἀπό τήν ὀρθόδοξη αὐτή διδασκαλία μποροῦμε νά δοῦμε τίς αἱρετικές ἰδέες πού ἐκκολάπτονται καί καλλιεργοῦνται ὅταν μερικοί Ἡγούμενοι, πού δέν διακρίνονται ἀπό ταπείνωση καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα, τίθενται ὑπεράνω τῶν Ἐπισκόπων, κατά τόν τρόπο ἐξασκήσεως τῆς πνευματικῆς πατρότητος»[1].
   Τό δεύτερο ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τά ἐπιλεγόμενα τοῦ κεφαλαίου «Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός καί ἡ ἐκκοσμίκευσή του», στό ὁποῖο ἀνήκει καί ἡ ἑνότητα τοῦ προηγουμένου παραθέματος.
«Στήν εἰσαγωγή εἴχαμε σημειώσει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐκεῖνος πού θά ὁμιλῆ τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί θά εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας, γι’ αὐτό καί οἱ ἱεροί Κανόνες θεωροῦν τόν Ἐπίσκοπο ὀφθαλμό τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος ὀφείλει νά καθοδηγῆ καί νά διδάσκη τό ποίμνιό του καί βέβαια τούς μοναχούς, βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ὥστε νά πορεύωνται τόν δρόμο τῆς σωτηρίας».
   Ἀπό τά παραπάνω παραθέματα φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ π.Ἰ.Δ. δέν ἔκανε τόν κόπο νά διαβάση τό βιβλίο στό ὁποῖο ἀναφέρεται τό δηκτικό σχόλιο τοῦ κ. Ν. Σωτηρόπουλου, τό ὁποῖο ἀνεπιφύλακτα υἱοθέτησε καί μέ δηκτικότερο λόγο τό ἐπεξέτεινε. Ἐπίσης φαίνεται τό πόσα ὑπερφυῆ γιά τόν Ἐπίσκοπο γράφει ὁ ἅγιος Συμεών, τά ὁποῖα ἀποσιωπᾶ ὁ κ. Ν. Σωτηρόπουλος, πιθανῶς γιατί θά ἀναγκαζόταν νά παραθέση τό κείμενο τοῦ Ἁγίου, κάτι πού θά δυσχέραινε τήν κριτική του.
Ἄν ὅμως τόν προκάλεσαν οἱ ἐκφράσεις «ἀρχηγός τῆς σωτηρίας» καί «κριτήριο τῆς ἀληθείας», τότε γιατί παρέκαμψε στό σχόλιό του προκλητικότερες –κατά τήν θεολογική του στοιχείωση– ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου Συμεών, ὅπως: «θεμέλιος ἄρα καί πηγή τοῦ χριστιανισμοῦ ὁ ἀρχιερεύς» καί «αἰδεῖσθε τοίνυν καί φοβεῖσθε τόν ἀρχιερέα ὑμῶν, ἱερεῖς πάντες καί λαϊκοί καί μονάζοντες, ὡς ὄργανον ὄντα Θεοῦ, ὡς ὑπηρέτην Θεοῦ, ὡς δύναμιν ἔχοντα Θεοῦ, ὡς εἰς τόν θρόνον καθεζόμενον τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀρχηγῷ τῶν ψυχῶν ὑμῶν μετά Θεόν καταστάντι, ὡς θεμελίῳ τῆς σωτηρίας ὑμῶν καί πίστεως μετά Χριστόν δεικνυμένῳ, ὡς δοτῆρι τῶν τε παρόντων καί τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ»;
    Μπορεῖ λοιπόν ὁ κ. Ν. Σωτηρόπουλος, μέ τήν θεολογική νοοτροπία πού ἐκφράζει, καί ὁ πιστός ἀκόλουθός του π.Ἰ.Δ., νά δεχθοῦν ἀδιαμαρτύρητα ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι θεμέλιο καί πηγή τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀρχηγός τῶν ψυχῶν μας, θεμέλιο τῆς σωτηρίας καί τῆς πίστεώς μας, παροχέας τῶν παρόντων καί τῶν μελλόντων ἀγαθῶν;
   Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου αὐτό πού ἔκανε ἦταν νά συνοψίση τό νόημα τοῦ παραπάνω ἀποσπάσματος ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, καί ἰδιαίτερα τῶν ἐκφράσεων πού χαρακτηρίζουν τόν Ἀρχιερέα θεμέλιο καί πηγή τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀρχηγό «τῶν ψυχῶν ὑμῶν», θεμέλιο «τῆς σωτηρίας ὑμῶν καί πίστεως» καί δοτῆρα «τῶν τε παρόντων καί τῶν μελλόντων ἀγαθῶν» γράφοντας ὅτι «οἱ ἱερεῖς, λαϊκοί καί μοναχοί πρέπει νά τόν θεωροῦν ἀρχηγό τῆς σωτηρίας», «ὡς εἰς τόν θρόνον καθεζόμενον τοῦ Χριστοῦ», «εἰς τύπον καί τόπον» Αὐτοῦ.
   Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ὅλες οἱ παραπάνω διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης γιά ἕναν πιστό πού ζῆ ὀρθόδοξα τόν «θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας», ἔξω δηλαδή ἀπό νομικισμούς καί ἀντινομισμούς, εἶναι ἐκφράσεις πού προσπαθοῦν νά περιγράψουν ὅσο αὐτό εἶναι δυνατόν τήν ὑπερφυῆ δύναμη τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, τοῦ ὁποίου φορέας κατ’ ἐξοχήν εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος. Ἡ ἱερωσύνη πού φέρει ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐπίσης, ἡ Θεία Λειτουργία στήν ὁποία δέν μνημονεύεται ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ τόπου «πάσχει κανονικῶς», δηλαδή οἱ τελετουργοί της παραβαίνουν μέ τήν τέλεσή της θεμελιώδεις Ἱερούς Κανόνες καί ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια λέγεται ἀπό τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι «θεμέλιος καί πηγή τοῦ χριστιανισμοῦ». Ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ στή γῆ, ἀλλά «εἰς τύπον καί τόπον» τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
   Ὅσο γιά τήν ἔκφραση «κριτήριο τῆς ἀληθείας» εἶναι σαφές ἀπό τό κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου ὅτι αὐτό ἀναφέρεται στό δέον, σέ αὐτό πού πρέπει νά εἶναι ὁ Ἀρχιερέας, ὅπως ἦταν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ διδασκαλίες τῶν ὁποίων εἶναι «κριτήριο τῆς ἀληθείας» καί ἀπετέλεσαν τήν βάση τῶν  Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γιά παράδειγμα θεμέλιο τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου ἦταν ὁ Μ. Ἀθανάσιος, τῆς Β΄ ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, τῆς Γ΄ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί οὕτω καθεξῆς. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι διατύπωσαν Ὅρους πίστεως καί κανόνες ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί εὐταξίας «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».
   Στόν ἐπίλογό του λοιπόν ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου γράφει ὅτι, ἐφόσον ὁ Ἀρχιερέας εἶναι ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, «εἶναι ἐκεῖνος πού θά ὁμιλῆ τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί θά εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας», γι’ αὐτό «ὀφείλει νά καθοδηγῆ καί νά διδάσκη τό ποίμνιό του καί βέβαια τούς μοναχούς, βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως».
Τό πρῶτο πού πρέπει νά ἐπισημανθῆ εἶναι ὅτι ὁ Ἀρχιερέας ὡς «κριτήριο τῆς ἀληθείας» δέν εἶναι μιά αὐθαίρετη ἀρχή. Δέν διδάσκει ὅ,τι αὐτός νομίζει, ἀλλά στηρίζεται στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, στήν ὁποία εἶναι ἐνταγμένος καί τήν ὁποία ἔχει ἀφομοιώσει.
Δεύτερον, οἱ ἐκφράσεις «ἐκεῖνος πού θά ὁμιλῆ... καί θά εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας» καί «ὀφείλει νά καθοδηγῆ...» δέν σημαίνουν ὅτι ὁ κάθε Ἐπίσκοπος «ὁμιλεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας» ἤ ὅτι «καθοδηγεῖ καί διδάσκει τό ποίμνιό του βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως». Γιά νά ἐνεργῆ ἀποτελεσματικά ὅλα τά παραπάνω ὁ Ἀρχιερέας, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, πού ἐπαναδιατυπώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ἐκτός ἀπό τήν μυστηριακή πρέπει νά ἔχη καί τήν «πνευματική ἱερωσύνη», δηλαδή, μέ τήν ἄσκηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ νά ἔχη διέλθει ἀπό τό στάδιο τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς καί νά βρίσκεται –τό «μετριότατον»– στόν φωτισμό τοῦ νοῦ, ἄν καί τό δέον εἶναι νά ἔχη φθάσει στήν θέωση. Ἡ ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀποστολική καί πατερική προϋπόθεση τῆς ἀρχιερωσύνης καί εἶναι αὐτή πού καθιστᾶ τόν Ἀρχιερέα «κριτήριο τῆς ἀληθείας». Ὅλα αὐτά ἀναλύονται διεξοδικά στό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, τά νοήματα τοῦ ὁποίου ὅμως μετά ζήλου –εἴθε οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν– ἀντιμάχεται ὁ π.Ἰ.Δ..
   Εναι φανερό ὅτι τά περί καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως, ὡς τοῦ κυρίου περιεχομένου τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἀλλά καί ὡς προϋποθέσεων τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἔξω ἀπό τά θεολογικά πλαίσια τοῦ κ. Ν. Σωτηρόπουλου καί τοῦ π.Ἰ.Δ. κι αὐτό εἶναι κάτι πού δυσχεραίνει πολύ τήν ἀπό μέρους τους κατανόηση ἁπλῶν πραγμάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί θεσμοθεσίας.
   Παρά ταῦτα θά κάνουμε ὁρισμένες ἐπιπλέον σύντομες παρατηρήσεις, ὥστε νά φανῆ ἀκόμη καθαρότερα ἡ παρερμηνεία τοῦ κειμένου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου ἀπό τόν κ. Ν. Σωτηρόπουλο καί τόν π.Ἰ.Δ., ἀλλά καί τό ἀντορθόδοξο πνεῦμα πού βρίσκεται στήν βάση τῆς παρερμηνείας.
1. Εἶναι σαφές ὅτι ὁ λόγος στά παραπάνω παραθέματα ἀπό τό βιβλίο «Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός...» ἀναφέρονται στήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ τήν ὁποία φέρουν οἱ Ἀρχιερεῖς καί ὄχι στήν προσωπική ἀξία τῶν Ἀρχιερέων. Μιλοῦν μάλιστα γιά ἐνεργοῦσα ἀρχιερωσύνη. Γιά ἀρχιερωσύνη, δηλαδή, πού δέν «κωλύεται» ἀπό κανονικά παραπτώματα πού τήν καθιστοῦν ἀνενεργό. Ἡ ἐνεργός ἀρχιερατική χάρη εἶναι αὐτή πού συνιστᾶ τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ μέ αὐτήν γίνονται οἱ χειροτονίες τῶν Ἱερέων, οἱ καθιερώσεις τῶν Ἱερῶν Ναῶν, ἀπό αὐτήν δίνεται τό χάρισμα τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτήματα καί ἡ δυνατότητα τῆς τελέσεως ὅλων τῶν μυστηρίων. Τονίζεται μάλιστα στό κείμενο ἐμφαντικά ὅτι ὅλα αὐτά γίνονται, διότι «ἡ  ἱερωσύνη τήν ὁποία ἔχουν οἱ Ἀρχιερεῖς εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί δέν εἶναι ἔργον ἀνθρωπίνης ἀρετῆς», γι’ αὐτό ἄλλωστε «εἶναι ἡ ἴδια τόσο στούς Ἀποστόλους ὅσο καί στούς Ἱεράρχες». Ὁ Χριστός ἐνεργεῖ διαρκῶς τά πάντα στήν Ἐκκλησία Του. Εἶναι σαφέστατο στό κείμενο ὅτι ἡ ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καθιστᾶ τούς φορεῖς της μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὅ,τι εἶναι ὁ Χριστός γι’ αὐτήν. Εἶναι τό μυστήριο τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀκώλυτη ἐνέργεια αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου καθιστᾶ τούς φορεῖς του «ἀρχηγούς τῆς σωτηρίας» καί «κριτήρια τῆς ἀληθείας».
2. Ἡ γνώση τῆς μεγάλης δυνάμεως τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος καί ἡ βίωση τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι τό μυστήριο τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, συντρίβει τήν ὀρθόδοξη συνείδηση τοῦ φορέα της, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται τό βάρος τῆς εὐθύνης στήν διαχείρηση ἑνός ὑπέρλογου ξένου πλούτου. Ἄν δέν ὑπάρχη ἡ πίστη καί ἡ γνώση ὅτι ἡ ἀρχιερωσύνη πού φέρουν οἱ Ἀρχιερεῖς εἶναι πραγματικά, ὀντολογικά καί ὄχι συμβολικά ἡ ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, τότε εἶναι εὔκολο νά μεταβληθῆ σέ αὐθαίρετη ἀρχή παπικῆς μορφῆς ἤ σέ ἐξουσία κοσμικοῦ χαρακτήρα.
3. Σύμφωνα μέ τό κείμενο τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης πού παραθέτει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ὁ Ἀρχιερέας ἔχει κατασταθῆ ἀρχηγός τῶν ψυχῶν μας «μετά Θεόν» καί ἐν Θεῷ καί ἔχει ἀναδειχθῆ θεμέλιο τῆς σωτηρίας καί τῆς πίστεώς μας πάλι «μετά Χριστόν» καί ἐν Χριστῷ. Ἐπίσης παρέχει τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά ὄχι ἀπό τόν ἑαυτό του ἤ μέ τίς δικές του δυνάμεις, ἀλλά «διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ». Δέν εἶναι πρίν ἤ πάνω ἀπό τόν Χριστό. Οὔτε, ὅπως ὁ Πάπας, ἐκπροσωπεῖ τόν Χριστό στόν κόσμο, ἀποκλείοντας τόν Χριστό στούς οὐρανούς. Μέσῳ τοῦ Ἀρχιερέως ἐνεργεῖ ὁ Χριστός.
Ὁπότε δέν τίθεται θέμα ἰσοκυρίας μεταξύ Χριστοῦ καί Ἀρχιερέως ἤ Ἐκκλησίας καί Ἀρχιερέως, ὅπως νομίζει –ἐκφραζόμενος σκωπτικά– ὁ π.Ἰ.Δ.. Ὁ Ἀρχιερέας ὡς ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη σωτηρίας. Ἡ ἀρχιερωσύνη ὅμως τοῦ Χριστοῦ τήν ὁποία φέρει συνιστᾶ τήν Ἐκκλησία, ἔξω ἀπό τήν ὁποία δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ἡ δύναμη τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος εἶναι τελείως ξένη πρός κάθε κοσμική ἐξουσιαστικότητα, ἀλλά καί κάθε μαγική θρησκευτικότητα. Εἶναι σταυρική διακονία τοῦ λαοῦ, στήν ὁποία μετέχει κανείς ἐλεύθερα, ἀλλά ὄχι καί χωρίς προϋποθέσεις. Ὅποιος ἀντιπαραθέτει τήν ἀρχιερατική χάρη μέ τόν Χριστό ἤ μέ τήν Ἐκκλησία δείχνει ὅτι διακατέχεται ἀπό προτεσταντική νοοτροπία καί ὅτι ἀντιδρᾶ σέ ἕνα παπικῆς μορφῆς εἴδωλο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποίο ἔχει ἑδραιωμένο μέσα του.
4. Ὅσοι δέν κατανοοῦν τήν μυστηριακή ἀξία καί δύναμη τῆς ἀρχιερωσύνης ἔχουν λανθασμένη ἄποψη γιά τόν «θεσμό τῆς Ἐκκλησίας». Δέν ἔχουν στό νοῦ τους τήν μυστηριακή συγκρότηση τοῦ σώματός της, δέν τήν θεωροῦν Θεανθρώπινο Ὀργανισμό, ἀλλά τήν ἀντιλαμβάνονται σάν μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση πιστῶν παπικῆς ἤ προτεσταντικῆς ἐμπνεύσεως. Γι’ αὐτό δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τό πῶς ἡ ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά ἐνεργῆ ἀκωλύτως καί ἀναλλοιώτως μέσῳ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού ἔλαβαν τήν χειροτονία, μέ τίς προϋποθέσεις φυσικά πού ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες.
Ἡ διαφορά μεταξύ ὀργανισμοῦ καί ὀργανώσεως εἶναι σημαντικότατη γιά τήν ὀρθή θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί γιά τήν κατανόηση τῶν ἐκκλησιολογικῶν προϋποθέσεων αὐτῶν πού κρίνουν τίς ἐκκλησιολογικές θέσεις τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης.
ὀργανισμός χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ζωή. Στήν ὀργάνωση προηγεῖται ἡ νομική συγκρότηση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, γιατί εἶναι τό ἕνα καί ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ζωή αὐτοῦ τοῦ Σώματος ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν μυστηριακή συγκρότησή του, ἡ ὁποία ἔχει ὡς θεμέλιο τήν μεταδιδομένη ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πρωτίστως μυστήριο πού πηγάζει ἀπό τήν ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ νομική συγκρότησή της ἕπεται.
   Στόν παπισμό ὁ ὁποῖος ἔχει κεφαλή τόν Πάπα, ὡς ἐκπρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ὡς φορέα τοῦ μυστηρίου τῆς αἰσθητῆς παρουσίας Του στόν κόσμο, προηγεῖται ἡ νομική συγκρότηση, ὁ νεκρός νόμος, γι’  αὐτό καί τά μυστήριά του θεωροῦνται ὡς δικανικά μέσα προσκτήσεως τῆς κτιστῆς χάριτος. Δέν μιλοῦν οἱ παπικοί γιά ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἡ «Ἐκκλησία» τους ὀργανισμός πού ζῆ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἔχει τά χαρακτηριστικά ἀνθρώπινης ὀργάνωσης, μέ ἀπολυταρχική νοοτροπία, στήν ὁποία ἀντέδρασαν οἱ προτεστάντες δημιουργώντας ἄλλες ἀνθρώπινες ὀργανώσεις.[2]
   Ὅσοι λοιπόν ἀμφισβητοῦν τήν δύναμη τῆς ἀρχιερωσύνης, ὅπως τήν ζοῦν τά «φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας» καί τήν ἐκφράζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, φανερώνουν τόν ἐγκλωβισμό τους σέ προτεσταντικές νοοτροπίες, οἱ ὁποῖες τούς ἐξωθοῦν στήν καταπολέμηση τοῦ καταπιεστικοῦ εἰδώλου τοῦ παπισμοῦ καί ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει. Βλέπουν τόν «θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» κάτω ἀπό παραμορφωτικά ἀντορθόδοξα πρίσματα, τά ὁποῖα στρεβλώνουν ἀκόμη περισσότερο τά πράγματα, ὅταν ἡ ὅραση τῶν ἀμφισβητιῶν ρυθμίζεται ἀπό προκαταλήψεις καί σκοπιμότητες.

[1]. Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός... σ. 487-489.
[2]. Βλέπε σχετικά Μητρ. Ναυπάκτου: Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα, σ. 195, ὅπου καί σημαντικές παρατηρήσεις τοῦ Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη.


Read more: http://www.egolpion.com/diwtis_10.el.aspx#ixzz3YLaYeB2k

ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΜΑΝΤΙΚΗ & ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ- ΔΡΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ - ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ




Ἀδιακρισίες στήν ποιμαντική καί τήν ἄσκηση:
Ἡ δράση στόν κόσμο καί ἡ ἐσωτερική προσευχή
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
 Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη»
[8δ ΜΕΡΟΣ]

   Ἄς ἔλθουμε τώρα στό ἀσυμβίβαστο τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς μέ τήν δράση στόν κόσμο. Προηγουμένως ἀναφέραμε ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πρός τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου, στό ὁποῖο ἐπιγραμματικά ἀναφέρεται αὐτό τό ἀσυμβίβαστο.
Ὁ π.Ἰ.Δ. ὅμως διαφορετικά φρονεῖ ἀπό τά διαλαμβανόμενα στήν παραπάνω ἐπιστολή. Αὐτοπροβάλλεται μάλιστα, χωρίς πιθανῶς νά τό ἀντιλαμβάνεται, (ὅπως ἐπισημάναμε καί στά περί ἀδιαλείπτου προσευχῆς) μέ προσευχητική πείρα μεγαλύτερη ἀπό τήν πείρα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι συμφωνοῦν μέ τήν πείρα τοῦ π. Σωφρονίου καί τίς ἀναλύσεις τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου.
Ὁ π.Ἰ.Δ. λοιπόν σχολιάζει:
«Συμφωνοῦν λοιπόν καί οἱ δύο αὐτοί ὅτι ὅσοι ἔχουν “δρᾶσιν ἐν τῷ κόσμῳ” δέν δύνανται νά ἔχουν “ἐσωτερικήν προσευχήν”. Ἐρωτῶ· τό ἁγιογραφικόν «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε” καί τό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου “Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον” διαγράφονται;»[1].
Γιά τά περί ἀδιαλείπτου προσευχῆς εἴπαμε τά σχετικά σέ προηγούμενη ἑνότητα, στήν ὁποία φάνηκε τό πόσο μακριά ἀπό τήν ἀσκητική καί τήν ἐν Χάριτι ἐμπειρία τῆς προσευχῆς βρίσκονται τά γραφόμενα ἀπό τόν π.Ἰ.Δ.. Ὅμως ὁ «σχολιαστής» τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καί τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου παρακάτω συνεχίζει:
«Ἐνῷ λοιπόν τά θεῖα κηρύγματα ἐπιβάλλεται νά προετοιμάζωνται ἐν συνεχεῖ καί κατανυκτικῇ προσευχῇ, ὁ Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος διδάσκει ὅτι ἡ “ἐσωτερική προσευχή” δέν διευκολύνει τήν συγκέντρωσιν τῆς σκέψεως διά τήν προετοιμασίαν τῶν κηρυγμάτων, διότι αὐτά εἶναι “δρᾶσις ἐν τῷ κόσμῳ”, ὡς ἀποφαίνεται ὁ Ναυπάκτου. Ἀγνοεῖ ὁ Δεσπότης αὐτός, ὡς φαίνεται, ὅτι τό θεῖον κήρυγμα εἶναι στοιχεῖον καί μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας».
   Ὁ Ναυπάκτου δέν «ἀποφαίνεται», οὔτε ἐκφράζεται γενικῶς, γιά ὅλους τούς διακόνους τοῦ κηρύγματος,  ὅτι ἡ «“ἐσωτερική προσευχή” δέν διευκολύνει τήν συγκέντρωσιν τῆς σκέψεως διά τήν προετοιμασίαν τῶν κηρυγμάτων, διότι αὐτά εἶναι “δρᾶσις ἐν τῷ κόσμῳ”». Αὐτά εἶναι διατυπώσεις ἀπό ἐντυπώσεις πού δημιούργησε στόν ἑαυτό του ὁ π.Ἰ.Δ.. Δέν εἶναι «ἀποφάνσεις» τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου. Τά πράγματα εἶναι πολύ ἁπλά, ἄν τά δῆ κανείς μέσα στό ὑγιές κλίμα τῆς παραδοσιακῆς ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς.
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ὡς νέος Ἀρχιμανδρίτης, σέ μιά κρίσιμη καμπή τῆς πνευματικῆς του πορείας ζήτησε τήν συμβουλή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, πού ἀφοροῦσε αὐτή τήν συγκεκριμένη κρίσιμη καμπή καί τήν ἰδιαίτερη μορφή προσευχῆς πού ἐκείνη τήν ἐποχή γνώριζε. Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἦταν ἀπόλυτα ἐξειδικευμένη, χωρίς μάλιστα νά τήν παρουσιάζει στόν τότε ἀρχιμανδρίτη ὡς δεσμευτική τῶν ἀποφάσεών του· «ὁ λόγος μου εἶναι θεωρητικός, ἐκ προσωπικῆς πείρας– Ἑπομένως δέν εἶναι δεσμευτικός»[2]. Ὁπότε τά περί «ἀποφάνσεων» δέν μποροῦν νά κολλήσουν πάνω στίς διδασκαλίες τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἤ τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου.
Κάτι ἀκόμη σημαντικό: Τήν ἄποψη γιά τό ἀσυμβίβαστο τῆς «ἐσωτερικῆς προσευχῆς» μέ τήν  δράση στόν κόσμο τήν ἀποδίδει ὡς κατηγορία ἕνας Πρεσβύτερος σέ Ἐπίσκοπο πού λειτουργεῖ καί κηρύττει «ἀδιαλείπτως»· πού γνωρίζει –καί ἔχει ἀναλύσει σέ συγγραφές του– τό πῶς συνδέεται ἡ «ἐσωτερική προσευχή» μέ τήν λογική λατρεία τῆς Θ. Λειτουργίας καί ὅτι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς λογικῆς λατρείας εἶναι τό κήρυγμα[3]. Τά ἐπισημαίνουμε αὐτά γιά νά δώσουμε λαβή στόν π.Ἰ.Δ. νά ἀνακαλύψη καί «ἄλλην ἀντίφασιν» στόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου. Πάντως οἱ «ἀνακαλύψεις» τέτοιων «ἀντιφάσεων» ἀποδεικνύουν τό πόσο σημαντική εἶναι ἡ γνώση τῆς σημασίας τῶν λέξεων καί τοῦ νοήματος τῶν φράσεων πού χρησιμοποιοῦνται στήν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων.
   Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ «ἐσωτερική προσευχή» τήν ὁποία ἔχει ὑπ’ ὄψη του ὁ π.Ἰ.Δ. εἶναι ἄλλο πράγμα ἀπό αὐτήν πού ἀναφέρει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Ὁ π.Ἰ.Δ. μάλιστα δείχνει ὅτι δέν μπορεῖ νά διακρίνη στάδια καί μορφές στήν προσευχή. Ἔχει μιά ἰδεολογική νεφελώδη ἀντίληψη γι’ αὐτήν τήν σημαντικότατη δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά μιά τέτοια ἀντίληψη γιά τήν προσευχή εἶχε καί ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός, ὁ ἀντίπαλος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ἡσυχαστῶν, ὁ ὁποῖος κατηγοροῦσε αὐτούς πού ἀσκοῦσαν νοερά προσευχή, ἀλλά τελικά ὁ ἴδιος «συνοδικῶς ἐξεβλήθη» ἀπό τόν πανάγιο χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
   Γιά νά φανῆ καθαρά ἡ ἀβυσσαλέα διαφορά πού χωρίζει τήν ἀντίληψη περί «ἐσωτερικῆς  προσευχῆς» τοῦ π.Ἰ.Δ. ἀπό αὐτήν τοῦ π. Σωφρονίου, ἀλλά καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, θά παραθέσω δύο ἀποσπάσματα κειμένων· ἕνα ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, στό ὁποῖο περιλαμβάνεται τό «σχολιαζόμενο» ἀπό τόν π.Ἰ.Δ. ἀπόσπασμα καί  ἕνα ἀπό τά Γνωστικά Κεφάλαια τοῦ ἁγίου Διαδόχου Ἐπισκόπου Φωτικῆς, πού περιλαμβάνεται στήν Φιλοκαλία.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος μεταξύ ἄλλων στήν ἐπιστολή του γράφει:
«Θά Σᾶς εἴπω: νά συνδυάση κανείς τοιαύτην προσευχήν μέ τήν ἐν τῷ κόσμῳ δρᾶσιν ΔΕΝ εἶναι δυνατόν. Ἴσως ἔχετε ἀκούσει περί τοῦ ἐπισκ.(όπου) Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου, συγγραφέως πλήθους ἀσκητικῶν ἔργων, ὅτι τόν παρελθόντα αἰῶνα ἄφησε τήν ἐπισκ.(οπικήν) καθέδραν, κατά τήν εὐλογίαν τῆς ἁγίας Συνόδου, τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, καί ἀπῆλθεν εἰς ἕνα μοναστήριον. Ὁ νοῦς, ὅπως γράφω καί εἰς τό βιβλίον περί τοῦ Γέροντος [ὁσίου Σιλουανοῦ] καί εἰς τό ἄρθρον μου “περί τῶν βάσεων τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως”, ὁ ὁποῖος εὔχεται ἐν τῇ καρδίᾳ, δέν δύναται, δέν πρέπει νά ἀφήση τήν “προσοχήν” του διά νά στραφῆ πρός ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σπουδαιότερον καί ἀναγκαιότερον τῆς προσευχῆς. Ἐγκαταλείπεται ἡ ἐπιστημονική ἐργασία, ἥτις δέν δίδει γνησίαν ΓΝΩΣΙΝ τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνον γνωριμίαν τῶν λόγῳν περί τοῦ Θεοῦ. Δέν συμβιβάζεται ἡ ἐσωτερική προσευχή μέ τήν ἐν κόσμῳ δρᾶσιν, ὁσονδήποτε καί ἄν εἶναι αὐτή ὠφέλιμος. Ἕνεκα τούτου δέν ἔρχεται ἔμπνευσις διά τά κηρύγματα. Ἡ καρδία καί ὁ νοῦς ἀποφεύγουν καί αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ποιμαντικήν διακονίαν»[4].
Ὁ π. Σωφρόνιος μιλᾶ ἐκ πείρας καί λέει τί συμβαίνει στόν νοῦ πού εὔχεται ἐν τῇ καρδίᾳ. Δέν μπορεῖ, ἀλλά καί δέν πρέπει νά ἀφήση τήν προσοχή του γιά νά στραφῆ σέ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Γιατί ἡ προσευχή στήν ὁποία ἀναφέρεται δέν εἶναι μιά ἀσκητική ἀνθρώπινη ἐνέργεια. Εἶναι ἡ νοερά καρδιακή ἐσωτερική προσευχή. «Πρόκειται περί ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἐξάψεως φαν-τασίας», ὅπως γράφει σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς[5]. Δέν εἶναι προσευχή πού ἐνεργεῖ –πού ἀσκεῖ– ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά προσευχή πού δίνεται στόν ἄνθρωπο. Κι αὐτός πού παίρνει αὐτό τό θεῖο δῶρο πρέπει πάση θυσίᾳ νά τό διαφυλάξη[6]. Γι’ αὐτό ὁ νοῦς δέν πρέπει νά ἀφήση τήν προσοχή του νά στραφῆ σέ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ὅσο καί ἄν αὐτό τό ἄλλο εἶναι ὠφέλιμο γιά ἄλλες περιστάσεις.
   Καταλαβαίνει κανείς ὅτι αὐτή ἡ «ἐσωτερική προσευχή» δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τήν «συνεχῆ κατανυκτική προσευχή» τοῦ π.Ἰ.Δ., μέ τήν ὁποία ἐπιβάλλεται νά προετοιμάζονται τά θεῖα κηρύγματα.  Εἶναι προσευχή πού αἰχμαλωτίζει τόν νοῦ, τόν ταπεινώνει, τόν καθοδηγεῖ στήν μετάνοια, τόν ὁδηγεῖ σέ βαθιά γνώση τῆς θνητότητας τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἀντί νά τόν ἐξωθῆ στό κήρυγμα τόν βοηθᾶ νά καταλαβαίνη ὅλο καί πιό βαθιά αὐτό πού μᾶς κηρύττει ὁ κατ’ ἐξοχήν ἱεροκήρυκας τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «τό γάρ κηρύττειν οὐκ ἀνθρώπων, ἀλλά Πνεύματος Ἁγίου»[7]. Ὁ νοῦς ταπεινώνεται καί καταλαβαίνει ὅτι τό κήρυγμα τῆς πίστεως δέν εἶναι μέσα στίς φυσικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό –γενικά πρέπει νά ποῦμε– ὅτι εἶναι πολύ σημαντικό νά τό ἔχη καταλάβει καλά κάθε Θεολόγος καί Ἱεροκήρυκας. Γιατί τότε καί ἡ ἐν γνώσει σιωπή του θά εἶναι δυνατός λόγος.
Πάντως, ἡ «ἐσωτερική προσευχή» γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος συνδέεται μέ τήν μετάνοια –τήν βίωση τῆς βαθιᾶς μετάνοιας– πού δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ἀσχοληθῆ μέ τίποτε ἄλλο. Ὅταν περάση κανείς αὐτό τό στάδιο, ὥριμος, μέ πείρα πνευματική μπορεῖ νά μιλήση κατόπιν «στούς ἀδελφούς του» γιά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἐπισημαίνει σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του ὁ Γέροντας Σωφρόνιος:
«Ἐάν ὁ Θεός θά εὐδοκήση, τότε ἀργότερον, μετά ἀπό ἀρκετά χρόνια, ὅταν Σεῖς θά μάθετε πόσον ἐλεήμων εἶναι ὁ Κύριος, τότε δυνατόν νά φανῆτε ὠφέλιμος εἰς τούς ἀδελφούς»[8].
Δηλαδή, παρεκβατικά νά σημειώσουμε, ὅτι «ὠφέλιμος εἰς τούς ἀδελφούς» δέν εἶναι αὐτός πού βροντᾶ κι ἀστράφτει μέ «ἐπιθετικούς» ἤ «ἀμυνόμενους θυμούς», ἀλλά αὐτός πού ἔμαθε «πόσον ἐλεήμων εἶναι ὁ Κύριος», ὕστερα ἀπό πολυχρόνια ἡσυχαστική ζωή καί νοερά προσευχή.
   Ἄς ἔλθουμε ὅμως στήν Φιλοκαλία, γιά νά δείξουμε ὅτι ἡ ἄποψη τοῦ Γέροντος Σωφρονίου γιά τό ἀσυμβίβαστο τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς «μέ τήν ἐν κόσμῳ δρᾶσιν», συγκεκριμένα μέ τό κήρυγμα, λέγεται μέ περισσότερη ἔμφαση καί σέ ἕνα λίγο διαφορετικό πλαίσιο, ἀπό τόν ἅγιο Διάδοχο Ἐπίσκοπο Φωτικῆς. Τά ἑπόμενα δηλαδή δέν τά γράφει κάποιος ἀπομονωμένος ἐρημίτης, ἀλλά ἕνας Ἐπίσκοπος. Γράφει λοιπόν στό ὄγδοο κεφάλαιο τοῦ Ἀσκητικοῦ του Λόγου:
«Οὔτε γάρ ἀφώτιστον ὄντα δεῖ ἐπιβάλλειν τοῖς πνευματικοῖς θεωρήμασιν· οὔτε μήν πλουσίως καταλαμπόμενον ὑπό τῆς χρηστότητος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐπί τό λέγειν ἔρχεσθαι. Ὅπου μέν γάρ πενία, φέρει ἄγνοιαν· ὅπου δέ πλοῦτος, οὐ συγχωρεῖ τό λέγειν. Μεθύουσα γάρ τότε ἡ ψυχή τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ, σιγώσῃ φωνῇ θέλει κατατρυφᾶν τῆς δόξης τοῦ Κυρίου. Τήν οὖν μεσότητα δεῖ ἐπιτηροῦντα τῆς ἐνεργείας, εἰς λόγους ἔρχεσθαι θεηγόρους»[9].
Ὁ ἅγιος Διάδοχος στό παραπάνω χωρίο μᾶς λέει ὅτι σέ δύο περιπτώσεις δέν μπορεῖ νά διδάξη κανείς «πνευματικά μαθήματα». Πρῶτον, ὅταν εἶναι ἀφώτιστος, διότι τότε –ἔχοντας πενία πνευματική, ὁπότε καί ἄγνοια– δέν ἐπιτρέπεται νά διδάξη (ἐμφαντικά μάλιστα γράφει στό προηγούμενο κεφάλαιό του: «οὐδέν πτωχότερον διανοίας ἐκτός Θεοῦ φιλοσοφούσης τά τοῦ Θεοῦ»[10]), καί δεύτερον, ὅταν καταλάμπεται πλούσια ἀπό τήν χρηστότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι τότε δέν μπορεῖ νά μιλήση. Τότε «μεθύουσα» ἡ ψυχή ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, «σιγώσῃ φωνῇ θέλει κατατρυφᾶν τῆς δόξης τοῦ Κυρίου».
Δηλαδή, κατά τόν ἅγιο Διάδοχο, ὑπάρχουν περιπτώσεις πού δέν πρέπει καί ἄλλες πού δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος  νά μιλήση γιά τόν Θεό. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Διάδοχο, πρέπει νά παρατηρῆ –στήν προκειμένη περίπτωση ὁ ἐπιφορτισμένος μέ τήν διακονία τοῦ λόγου– πότε ἡ ψυχή του φωτίζεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα μετρίως, ὥστε νά προχωρήση σέ «λόγους θεηγόρους».
   Οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ὅσοι τούς ἀκολουθοῦν δέν ζοῦν τόν Θεό σάν μιά ἀπρόσωπη ἰδέα καί τήν πίστη σάν μιά ἰδεολογία. Ὁ Θεός εἶναι προσωπικός (Τριάδα προσώπων) καί ζωντανός, γι’ αὐτό, ὅταν χρειάζεται, ἐπιβάλλει σιωπή –ἤ μᾶλλον προτείνει σιωπή– σέ ὅσους ἀναπτύσσουν κοινωνία μαζί Του. Αὐτό μέ ἄλλα λόγια μᾶς λένε τά δύο ἀποσπάσματα πού παραθέσαμε, ἔστω καί ἄν διαφορετικά φρονεῖ ὁ π.Ἰ.Δ..


Read more: http://www.egolpion.com/diwtis_8d.el.aspx#ixzz3YLZuC3OB

ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΘΕΟΥ




Ἀπό τήν γνώση τῆς ψυχῆς στήν γνώση τοῦ Θεοῦ
πόσπασμα πό τό βιβλίο το π. Θωμ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
 πάντηση στόν π. ωάννη Διώτη»
[6Α ΜΕΡΟΣ]

   Ἡ δριμεία πολεμική τοῦ π.Ἰ.Δ. γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἀγνωσίας τῆς ψυχῆς θέτει αὐτόματα τό θέμα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἄν εἶναι δυνατόν νά ἀποκτήσουμε γνώση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι πέρα ἀπό κάθε λόγο, εἰκόνα καί νόημα, τότε ἡ ψυχή πού εἶναι κτίσμα –ἄυλη συγκρινόμενη μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, ὑλική ὅμως συγκρινόμενη μέ τήν ἀυλία τοῦ Θεοῦ– γιατί νά διαφεύγη ἀπό κάθε δυνατότητα γνώσης;
Ἤδη προηγουμένως ἀναφέραμε τήν γνωστή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά «τό μυστήριο τῆς ἀδιαιρέτου διαιρέσεως οὐσίας καί ἐνεργείας» στόν Θεό καί γιά τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντελῶς ἄγνωστος καί ἀμέθεκτος ὡς πρός τήν οὐσία ἤ φύση Του, ἀλλά γνωστός καί μεθεκτός ὡς πρός τίς οὐσιώδεις ἐνέργειές Του. Κι ὅτι τό ἴδιο, λόγῳ τοῦ κατ’ εἰκόνα, συμβαίνει μέ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα καί πάλι μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἄν κατά τόν π.Ἰ.Δ. εἶναι παντελῶς ἀδύνατη ἡ γνώση τῆς ψυχῆς, τότε εἶναι παντελῶς ἄγνωστος καί ὁ Θεός.
Ἀλλά τότε γιατί ὁ Χριστός ἀπευθυνόμενος στόν Πατέρα Του εἶπε: «...αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17, 3); Εἶναι λοιπόν σαφές ὅτι ἔχουμε τήν δυνατότητα γνώσης τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀπεσταλμένου Του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ γνώση αὐτή μάλιστα ταυτίζεται μέ τήν «αἰώνιο ζωή». Δέν φοβᾶται λοιπόν ὁ π.Ἰ.Δ. ὅτι ἀποκόπτει τόν ἑαυτό του καί τούς πιθανούς ὁμόφρονές του ἀπό τήν αἰώνιο ζωή, ἀφοῦ αὐτή ταυτίζεται μέ τήν γνώση τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού ἀπέστειλε στόν κόσμο;
Ἐπίσης, ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἄν ἴσχυε ὁ ἀγνωστικισμός τοῦ π.Ἰ.Δ., θά παραπλανοῦσε τούς ἀποδέκτες τῆς πρώτης του ἐπιστολῆς, ἀφοῦ ἐκεῖ γράφει: «γράφω ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς» (Ἰω. 2, 13), δηλαδή γνωρίσατε τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ. Θά ἦταν ἐπίσης πολύ ἐξωπραγματικό τό κριτήριο πού παρουσιάζει γι’ αὐτούς πού ἀκοῦνε τόν λόγο τῶν Ἀποστόλων: «ἡμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν· ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡμῶν» (Ἰω. 4, 6). Ἀκούει τούς Ἀποστόλους, δηλαδή, αὐτός πού γνωρίζει τόν Θεό. Μέ τίς γνωσιολογικές ἀρχές τοῦ π.Ἰ.Δ. κανείς δέν θά μποροῦσε νά ἀκούση καί νά δεχθῆ τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων.
Μέ τίς ἀντιλήψεις περί γνώσεως πού διαθέτει ὁ π.Ἰ.Δ. θά τοῦ εἶναι σκανδαλιστικοί πολλοί λόγοι τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Σέ πολλά σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιά παράδειγμα, γίνεται λόγος γιά «γνώση» ἤ «ἐπίγνωση» μυστηρίου. Καταγράφω ὁρισμένα χαρακτηριστικά χωρία:
«Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ὅτι ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐκείνοις δὲ οὐ δέδοται»[1].
«...γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ, ἣν προέθετο ἐν αὐτῷ»[2].
«...ὅτι κατὰ ἀποκάλυψιν ἐγνώρισέ μοι τὸ μυστήριον, καθὼς προέγραψα ἐν ὀλίγῳ»[3].
«...ἐν παρρησίᾳ γνωρίσαι τὸ μυστήριον τοῦ εὐαγγελίου»[4].
«Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο, ἵνα μὴ ἦτε παρ᾿ ἑαυτοῖς φρόνιμοι»[5].
«...λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν»[6].
Χριστός λέει στούς μαθητές Του, ὅτι τούς δόθηκε νά γνωρίσουν τά «μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν» –ὄχι ἁπλῶς τό «μυστήριο» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου– καί ὁ ἀπ. Παῦλος δέχεται «κατά ἀποκάλυψιν» τήν γνώση μυστηρίων, τά ὁποῖα στή συνέχεια μέ τίς ἐπιστολές του «γνωρίζει» στούς πιστούς, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική τους ἡλικία. Γι’ αὐτό ἄλλους τούς «ποτίζει γάλα»[7] καί σέ ἄλλους –τούς τελείους– «[λαλεῖ] σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην», τήν σοφία πού «προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν». Εἶναι «δόξα» τοῦ δούλου, λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, «τό νά κοινωνήσῃ τό ἀπόκρυφον μυστήριον τοῦ αὐθέντου του»[8]. Ὁ βαπτισμένος καί βεβαιόπιστος Χριστιανός «κοινωνεῖ τό ἀπόκρυφο μυστήριο τοῦ αὐθέν-του του» ὄχι μέ μιά γνώση ἐξωτερική, διανοητική, ἀλλά μέ γνώση ἐσωτερική, ὑπαρξιακή, ζώντας μέσα στόν Χριστό καί ζώντας ὁ Χριστός μέσα του. Γι’ αὐτό ἄλλωστε αὐτή ἡ γνώση εἶναι «εἰς δόξαν ἡμῶν»· ταυτίζεται μέ τήν μετοχή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς δόξης τοῦ προσώπου Του· ὄχι μόνο μέ τήν ψυχή, ἀλλά μέ τόν ὅλο ἄνθρωπο, ψυχῇ τε καί σώματι.
 Πολύ σκανδαλιστικές γιά τόν π.Ἰ.Δ. θά εἶναι καί κάποιες διατυπώσεις τοῦ Μ. Βασιλείου ἀπό τόν λόγο του «Εἰς τό “Πρόσεχε σεαυτῷ”». Καταγράφω ὁρισμένες:
«“Πρόσεχε σεαυτῷ” τουτέστι τῇ ψυχῇ σου... Ἐξέτασον σεαυτόν τίς εἶ, γνῶθι σαυτοῦ τήν φύσιν, ὅτι θνητόν μέν σου τό σῶμα, ἀθάνατος δέ ἡ ψυχή, καί ὅτι διπλῆ τίς ἐστιν ἡμῶν ἡ ζωή»[9]. Καί παρακάτω: «“Πρόσεχε σεαυτῷ”, ἵνα γνωρίζῃς ψυχῆς εὐρωστίαν καί νόσον»[10]. Καί τό σκανδαλιστικότερο: «ὅλως σοι ἡ ἀκριβής σεαυτοῦ κατανόησις αὐτάρκη παρέξει χειραγωγίαν πρός τήν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ»[11].
Ἡ «ἀκριβής κατανόησις» πού χειραγωγεῖ στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ κατά τόν Μ. Βασίλειο εἶναι ἡ ἀκριβής κατανόηση τῆς ψυχῆς.
Μποροῦμε νά βάλουμε τίς διατυπώσεις τοῦ Μ. Βασιλείου παράλληλα μέ τό παράθεμα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία πού ἐξηρέθησε τήν μαχητική θεολογική εὐαισθησία τοῦ π.Ἰ.Δ.. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καταληκτικά, ἀφοῦ ἐκθέτει μέ πυκνή ἀναφορά στήν Ἁγία Γραφή καί τήν πατερική γραμματεία τήν ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία περί ψυχῆς, γράφει: «Δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε τήν πτώση καί τήν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς ἄν ἀγνοοῦμε τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ψυχή καί πῶς συνδέεται μέ τό σῶμα»[12] Καί ὁ Μ. Βασίλειος στόν λόγο πού προαναφέραμε προτρέπει: «Ἐξέτασον σεαυτόν τίς εἶ, γνῶθι σαυτοῦ τήν φύσιν», «“Πρόσεχε σεαυτῷ”, ἵνα γνωρίζῃς ψυχῆς εὐρωστίαν καί νόσον». «...ὅλως σοι ἡ ἀκριβής σεαυτοῦ κατανόησις αὐτάρκη παρέξει χειραγωγίαν πρός τήν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ». Στήν συνέχεια μάλιστα ὁ Μ. Βασίλειος ὑποδεικνύει καί τό πῶς ἀπό τήν γνώση τῆς ψυχῆς χειραγωγούμαστε «πρός τήν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ».
π.Ἰ.Δ. μᾶλλον θά πρέπη νά ἐλέγξη μετά ζέοντος ζήλου καί τόν Μ. Βασίλειο, γιατί μετά «τάς δεδομένας γνωστικάς καί ἀκριβολογικάς ἐννοίας, ἔχει τήν ἀντίληψιν, ὡς ὁ Ναυπάκτου, ὅτι εἶναι δυνατή “ἡ ἀκριβής σεαυτοῦ κατανόησις”», ἡ ὁποία μάλιστα «αὐτάρκη παρέξει χειραγωγίαν πρός τήν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ».
Ἄν ὁ π.Ἰ.Δ. δέν ἐλέγξει καί τόν Μ. Βασίλειο –γιά νά αἰσθανθῆ ἴσως τό πόσο μακριά ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες εἶναι ὁ δρόμος πού πῆρε, ὁ ὁποῖος τόν ὁδηγεῖ σέ ἕναν ἀγνωστικισμό– προφανῶς τότε μεροληπτεῖ εἰς βάρος τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου.


Read more: http://www.egolpion.com/diwtis_6a.el.aspx#ixzz3YLZGPahI

ΠΕΡΙ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΥΓΧΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ [6Β]




Περί καρδίας συγχύσεις καί θάνατος τῆς ψυχῆς
πόσπασμα πό τό βιβλίο το π. Θωμ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
 πάντηση στόν π. ωάννη Διώτη»
[6Β ΜΕΡΟΣ]
Σημείωση: Το παρόν κείμενο, δημοσιεύεται σε ηλεκτρονική μορφή, για πρώτη φορά στην ιστοσελιδα Αντίβαρο (http://www.antibaro.gr/), με την άδεια του συγγραφέα. Είναι απόσπασμα από το βιβλίο«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία. Απάντηση στόν π. Ιωάννη Διώτη», Έκδ. Ι. Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ναύπακτος 2010. Ο π. Θωμάς παραχώρησε το βιβλίο στην Ιερά Μητρόπολη, η οποία το διανέμει δωρεάν.
Όσα συζητούνται στο παρόν κείμενο, έχουν σημαντικές εφαρμογές και για θέματα όπως οι μεταμοσχεύσεις ζωτικών οργάνων και ο εγκεφαλικός θάνατος. Περισσότερα αποσπάσματα του βιβλίου, δημοσιεύθηκαν, σε ηλεκτρονική μορφή, στις ιστοσελίδες:
1) Αντιαιρετικό Εγκόλπιο όπου θα δημοσιευθεί ολόκληρο το βιβλίο,
Σύντομα θα δημοσιευθεί στο Αντίβαρο και μια ανασκόπηση του όλου θέματος: Η Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία (Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος) και η κριτική της.
Ταγαράκης Χρήστος.
   Σχετικά μέ τά περί ψυχῆς εἶναι ὅσα γράφει ὁ π.Ἰ.Δ. (π. Ἰωάννης Διώτης) γιά τήν καρδιά, ὅπως τήν γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἡ παρανόηση εἶναι τραγική.
Ἄς δοῦμε ὅμως μέ συντομία τήν διαστρεβλωτική προσέγγιση ἀπό μέρους τοῦ π.Ἰ.Δ. τοῦ σημαντικότερου ἴσως κεφαλαίου τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας, τοῦ 3ου κεφαλαίου.
Κατ’ ἀρχήν ὁ π.Ἰ.Δ. κατηγορεῖ τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου γιατί, ὅπως ὑποστηρίζει, «μέ ὅσα γράφει ὑποβαθμίζεται... τό ἀλάθητον τοῦ Θεοῦ». Αὐτό τό συμπέρασμα βγάζει ἀπό τό ἑξῆς ἀπόσπασμα τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας, τό ὁποῖο, βέβαια, εἶναι καταλλήλως τροποποιημένο ἀπό τόν ἴδιο. Δέν βρίσκεται δηλαδή ἔτσι ἀκριβῶς διατυπωμένο στό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου. Τό παράθεμα τοῦ π.Ἰ.Δ. λέει:
«Ὅποιος ἐντρυφᾶ στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων καί τήν Καινή Διαθήκη τό πρῶτο πρόβλημα πού ἀντιμετωπίζει εἶναι ἡ σύγχυση μεταξύ αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν καί ὅρων ψυχῆς, νοός, καρδίας καί διανοίας...»1.
Τό κείμενο τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας, εἶναι λίγο διαφορετικά διατυπωμένο καί λέει τά ἐξῆς:
«Στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων γίνεται μιά σύγχυση ἀλλά καί διάκριση μεταξύ τῶν ὅρων ψυχῆς, νοός, καρδίας καί διανοίας. Ὅποιος ἐντρυφᾶ στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων καί τήν Καινή Διαθήκη τό πρῶτο πρόβλημα πού ἀντιμετωπίζει εἶναι αὐτή ἡ σύγχυση μεταξύ αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν καί ὅρων»2.
Στήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία λοιπόν ἀναφέρεται «σύγχυση», ἀλλά καί «διάκριση» τῶν ὅρων ψυχή, νοῦς, καρδιά καί διάνοια. Αὐτή ἡ  «σύγχυση» καί «διάκριση» ὀφείλεται στό ὅτι κείμενα πού συντάχθηκαν ἀπό θεόπτες, Ἀποστόλους ἤ Πατέρες, πρίν κατοχυρωθῆ ἡ θεολογική ὁρολογία ἀπό τίς Οἰκουμενικές Σύνοδους, ὅπως εἶναι τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, παρουσιάζουν σέ ὁρισμένες περιπτώσεις μιά διαφορετική ἀπ’ τήν καθιερωμένη ὁρολογία, ἡ ὁποία χρειάζεται προσεκτική μελέτη καί ἑρμηνεία. Ἐπίσης, σέ θέματα πού δέν ἀφοροῦν τά δόγματα καί τούς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως εἶναι ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Φιλοκαλίας, ἡ ὁρολογία σέ ὁρισμένους συγγραφεῖς παρουσιάζει μιά ἰδιομορφία, ἡ ὁποία, ἐπίσης, χρειάζεται προσεκτική μελέτη καί ἑρμηνεία.
Ἡ ἀναφορά πάντως στήν σύγχυση τῶν ὅρων ἔκανε τόν π.Ἰ.Δ. νά ἐπαναστατήση:
«Ἀνήκουστον τοῦτο καί πρωτόγνωρον, ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος νά γράφῃ ὅτι ὑπάρχει σύγχυσις εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν καί εἰς τά Πατερικά κείμενα».
Γιά νά μιλήσουμε λίγο ἐλεύθερα, αὐτό τό συμπέρασμα τοῦ π.Ἰ.Δ. μόνο ὡς θεολογικός γκεμπελισμός μπορεῖ νά κατανοηθῆ.
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου ἔγραψε ὅτι «στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων γίνεται μιά σύγχυση ἀλλά καί διάκριση μεταξύ τῶν ὅρων ψυχῆς, νοός, καρδίας καί διανοίας» –πρόταση πού ἀφήρεσε ἀπό τό παράθεμά του ὁ π.Ἰ.Δ.– καί ὅτι τό πρῶτο πού ἀντιμετωπίζει «ὅποιος ἐντρυφᾶ στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων καί τήν Καινή Διαθήκη» εἶναι ἡ σύγχυση τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ διάκριση τῶν ὅρων καί τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν, ὅπως καί τά πλαίσια μέσα στά ὁποῖα κάθε ὅρος κινεῖται, δέν εἶναι κάτι πού διαπιστώνεται μέ τήν «πρώτη μελέτη», ἀλλά κάτι πού γίνεται φανερό μετά ἀπό προσεκτική ἔρευνα μέ βάση τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή τήν ἔρευνα πραγματοποίησε μέ πολύ ἐπιτυχία ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου. Χάραξε τά πλαίσια τῶν ὅρων. Ἐπεσήμανε τίς συγχύσεις, ἀλλά καί τίς διακρίσεις, οἱ ὁποῖες δέν ὁδηγοῦν σέ «ὑποβιβασμό τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Θεοῦ», γιατί δέν ὀφείλονται σέ «ἀδυναμία τῆς θεοπνευστίας», ἀλλά στίς φυσικές ἀδυναμίες τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας.
Θά ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα ἀπό τόν ἐντοπισμό συγχύσεων καί διακρίσεων, τό ὁποῖο θά μᾶς δώση νά καταλάβουμε τήν τραγικότητα κάποιων συμπερασμάτων τοῦ π.Ἰ.Δ..
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου παρουσιάζει χωρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στά ὁποία  ὁ νοῦς ταυτίζεται μέ τήν ψυχή, ἀλλά καί διακρίνεται ἀπό αὐτήν καί ἐπίσης χωρία στά ὁποῖα ὁ νοῦς ταυτίζεται μέ τήν καρδιά, ἀλλά καί πάλι διακρίνεται ἀπό αὐτήν.
Ἡ ψυχή ταυτίζεται μέ τόν νοῦ στό χωρίο:
«Τό γάρ κατ’ εἰκόνα τοῦτο, οὐχ ἡ τοῦ σώματος ἔχει θέσις, ἀλλ’ ἡ τοῦ νοῦ πάντως φύσις, οὗ μηδέν κατά φύσιν κρεῖττον»3.
Δέν μιλᾶ ὁ Ἅγιος γιά σῶμα καί ψυχή στόν ἄνθρωπο, ἀλλά γιά σῶμα καί νοῦ, ταυτίζοντας τόν νοῦ μέ τήν ψυχή. Ὁ νοῦς ὅμως εἶναι καί μιά ἀπό τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς: νοῦς, λόγος, πνεῦμα.
Ὁ νοῦς ταυτίζεται καί διακρίνεται ταυτόχρονα ἀπό τήν καρδιά στό χωρίο:
«Νοῦς λέγεται καί ἡ τοῦ νοῦ ἐνέργεια ἐν λογισμοῖς συνισταμένη καί νοήμασι. Νοῦς ἐστι καί ἡ ἐνεργοῦσα ταῦτα δύναμις, ἥτις καί καρδία καλεῖται παρά τῆς Γραφῆς»4.
Ἑρμηνεύοντας τίς σχετικές διδασκαλίες ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου σημειώνει:
«Εἴχαμε δῆ προηγουμένως ὅτι τό κατ’ εἰκόνα ἀναφέρεται ἀπό τούς Πατέρας στήν ψυχή. Ἀλλά ταυτόχρονα λέγεται ὅτι τό κατ’ εἰκόνα ἀναφέρεται καί στόν νοῦ...
Ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια, καί ἡ ψυχή, πού εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Ἀλλά ἐπειδή, ὅπως εἴδαμε, καί ὁ νοῦς ταυτίζεται μέ τήν ψυχή, ἀφοῦ νοῦς καί ψυχή εἶναι ὅροι πού ἐναλλάσσονται, γι’ αὐτό καί ὁ νοῦς ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια»5.
Μέ βάση τό χωρίο πού λέει ὅτι «νοῦς ἐστι καί ἡ ἐνεργοῦσα ταῦτα δύναμις, ἥτις καί καρδία καλεῖται παρά τῆς Γραφῆς» βγαίνουν τά ἀκόλουθα συμπεράσματα. Ἐπειδή ὁ νοῦς ὡς ἡ «ἐνεργοῦσα δύναμη» δέν ταυτίζεται μέ τήν ἐνέργεια, ἡ ὁποία συνίσταται στούς λογισμούς καί τά νοήματα, καί ἐπειδή ὅπως χαρακτηριστικά λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: «ἄλλο μέν οὐσία νοῦ καί ἄλλο ἐνέργεια»6, ἡ «ἐνεργοῦσα δύναμη» τήν ὁποία ἡ Ἁγία Γραφή ὀνομάζει «καρδία», εἶναι ἡ οὐσία νοῦ.
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ἡ οὐσία τοῦ νοῦ εἶναι ἡ καρδιά καί ἐπειδή, σύμφωνα μέ τόν ἴδιο ἅγιο, ὁ νοῦς ταυτίζεται μέ τήν ψυχή, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου συμπερασματικά ἔγραψε:
 «Οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ καρδιά καί ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ “ἐν λογισμοῖς συνισταμένη καί νοήμασι”»7.
Διαβάζοντας ὁ π.Ἰ.Δ. τήν πρόταση «Οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ καρδιά» καί θεωρώντας ὅτι ἐδῶ μέ τόν ὅρο «καρδιά» ἐννοεῖται τό σωματικό ὄργανο καί ὄχι ἡ «οὐσία τοῦ νοῦ», ὄχι δηλαδή ἡ δύναμη πού ἐνεργεῖ τούς λογισμούς καί τά νοήματα, ἀναλύθηκε σέ στοχασμούς πού δέν ἀξίζουν ἰδιαίτερης μνείας, ἀλλά κατέληξε καί σέ ἕνα συμπέρασμα ὄντως τραγικό, τό ὁποῖο πρέπει νά ἐπισημανθῆ. Γράφει ὁ π.Ἰ.Δ.:
«Ἐάν ἦτο πραγματικότης ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ καρδιά, ὅπως φρονεῖ ὁ κ. Ἱερόθεος, τότε ἡ ψυχή δέν θά ἦτο ἀθάνατος, διότι μετά τήν νέκρωσιν τοῦ σώματος θά ἐξηφανίζετο μαζί μέ τήν καρδίαν καί ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς, δηλαδή αὐτή  αὕτη ἡ ψυχή, ἐάν δεχθῶμεν ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ καρδία.
Κατ’ αὐτήν τήν χονδροειδῆ ἄγνοιαν καί τήν κακόδοξον πλάνην τοῦ “σοφοῦ” Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ἡ ψυχή δέν εἶναι ἀθάνατος»8.
Τό εὐγενικότερο πού μπορεῖ νά πῆ κανείς εἶναι ὅτι πρόκειται γιά χονδροειδῆ ἀπροσεξία τοῦ π.Ἰ.Δ., πρῶτον, στό ὅτι ἡ διδασκαλία πού μέ τέτοια σκληρότητα κατακρίνει δέν εἶναι τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου, ἀλλά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί δεύτερον, ὅτι ἐδῶ δέν γίνεται λόγος γιά τό σαρκικό ὄργανο τῆς καρδιᾶς, ἀλλά γιά τήν «μεταφυσική (πνευματική) καρδιά... τό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας, μέσα στό ὁποῖο γίνεται ἡ κοινωνία καί ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό»9, στήν ὁποία ἀφιερώνονται πολλές σελίδες τῆς Ὀρθόδοξης Ψυχοθεραπείας, τίς ὁποῖες, ὅπως φαίνεται, δέν μελέτησε ὁ π.Ἰ.Δ..
Αὐτή ἡ «πνευματική καρδιά» δέν εἶναι ἀνακάλυψη τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου, οὔτε τῶν ἁγίων Πατέρων στούς ὁποίους στηρίζεται. Λόγος γι’ αὐτήν γίνεται στήν Ἁγία Γραφή. Ἡ καρδιά τοῦ 50ου ψαλμοῦ, γιά παράδειγμα, πού εἶναι «συντετριμμένη καί τεταπεινωμένη» δέν μπορεῖ νά εἶναι ἕνας σωματικός ἱστός, ἀλλά κάποιο λογικό κέντρο πού ἐκφράζει φρόνημα καί ἦθος. Ἐπίσης, ἄν ἡ καρδιά γιά τήν Καινή Διαθήκη ἦταν μόνο τό σωματικό ὄργανο, τότε πῶς θά μποροῦσαν νά ἑρμηνευτοῦν οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ: «τί τεταραγμένοι ἐστέ, καί διατί διαλογισμοί ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» (Λουκ. 24, 38) ἤ «ἐκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί» (Ματθ. 15,19). Ἡ καρδιά σ’ αὐτά τά χωρία παρουσιάζεται ὡς «ὄργανο λογιστικό» καί ὄχι σάν μιά ἁπλή ἀντλία τοῦ αἵματος.  Ἀκόμη, στήν προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου: «ἄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Ἐφεσ. 5,19) ἡ καρδιά φανερώνεται ὡς τόπος πού δέχεται τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο τήν κινεῖ, ὡς ὄργανο πού ἔχει λόγο, σέ ψαλμούς καί ὕμνους καί ὠδές πνευματικές. Αὐτή ἡ καρδιά δέν εἶναι θνητή. Δέν εἶναι ἕνας ἱστός τοῦ σώματος μέ ἀναπόδραστο βιολογικό τέλος. Εἶναι ἡ πνευματική (μεταφυσική) καρδιά.
Πάντως, οἱ σελίδες τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας πού ἀναφέρονται στήν «πνευματική καρδιά» καί ἰδιαίτερα οἱ σελίδες πού μιλοῦν γιά τίς ἀσθένειές της, μιά ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ἡ τραχύτητα, θά ὠφελοῦσαν πολύ τόν π.Ἰ.Δ. στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γράφει καί κρίνει ἀνθρώπους καί κείμενα τῆς Ἐκκλησίας. Γράφει σχετικά ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου:
«Τά πάθη τά ὁποῖα βρίσκονται στήν καρδιά καθιστοῦν αὐτήν τραχεία καί αὐτή ἡ τραχύτης ἐκδηλώνεται καί ἐξωτερικά. Ἑπομένως μέσα στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση γίνεται διαρκής λόγος γιά τήν εὐγένεια ὄχι τόσο τήν ἐξωτερική ὅσο τήν ἐσωτερική. Ἡ καρδιά πρέπει νά εἶναι ἁπλή, λεπτή. Ἕνας ἄνθρωπος μέ ἁπλή καρδιά εἶναι καί ἐξωτερικά εὐγενής»10.
Ἕνας ἄνθρωπος μέ ἁπλή καί λεπτή καρδιά εἶναι εὐγενής καί στό τρόπο πού γράφει καί στόν τρόπο πού κρίνει, ὅταν ὑπάρχη ἀπόλυτη ἀνάγκη γιά νά κρίνη. Πρίν ἀπ’ ὅλα βέβαια δέν ἀφήνει τόν «ἀμυνόμενο θυμό» του νά καθοδηγῆ τήν κρίση καί τόν λόγο του.
Πάντως, γιά νά ἐπανέλθουμε στήν σύνδεση τῆς ψυχῆς μέ τήν καρδιά, πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς συνδέεται μέ τήν «πνευματική καρδιά», τό κέντρο ἐκεῖνο τῆς ὑπάρξεώς μας τό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση καί στό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται καί κατοικεῖ ὁ Θεός11. Κάθε ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι δοκησισοφία.


1 Πρωτ. Ἰωάννου Κ. Διώτη, θεολόγου καί δημοσιογράφου, Ἡ θεολογική τραγωδία τοῦ Ναυπάκτου Ἱεροθέου (κακοδοξίαι-πλάναι-αἱρετικά), Ἀθήνα  2008, σ. 30.
2 Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, πατερική θεραπευτική ἀγωγή, ἔκδοση Θ΄, Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λιβαδειά 2008, σ. 111.
3 Φιλοκαλία  τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἐκδοτικός Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1976, τόμος Δ΄, σ. 142, κζ΄.
4 ἔνθ. ἀνωτ., σ. 133, γ΄.
5 Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 113.
6 Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἔργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σ. 128.
7 Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 113.
8 Πρωτ. Ἰωάννου Κ. Διώτη, Ἡ θεολογική τραγωδία τοῦ Ναυπάκτου Ἱεροθέου, σ. 34-35.
9 Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 147.
10 ἐνθ. ἀνωτ., σ. 164-165
11 «Καρδιά εἶναι ὁ χῶρος ἐκεῖνος πού ἀποκαλύπτεται μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση καί στόν ὁποῖο ἀποκλύπτεται καί κατοικεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτός ὁ χῶρος εἶναι ἀντιληπτός ἀπό τόν ἐντεταγμένο ὀργανικά καί οὐσιαστικά μέσα στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση», ἔνθ. ἀνωτ. σ. 157.


Πηγή: http://www.antibaro.gr/node/3517.
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
5   ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ   2011 
 

θεολογια & αποκαλυψη




 Θεολογία καί ἀποκάλυψη
πόσπασμα πό τό βιβλίο το π. Θωμ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
 πάντηση στόν π. ωάννη Διώτη»
[5Α ΜΕΡΟΣ]

   Ὁ π.Ἰ.Δ. γράφει: «κυκεών, τελεία σύγχυσις, συσκοτισμός. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι ἀποκάλυψις», χωρίς νά διευκρινίζει τί εἶναι τό ἀποκαλυπτόμενο, ὥστε νά δώση μιά ἰδέα τοῦ πῶς ἐννοεῖ ὁ ἴδιος τήν ἀποκάλυψη. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου πάντως, στηριζόμενος στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δέν φαίνεται νά συμφωνῆ μέ τήν ἀσαφῆ ἀντίληψη τοῦ π.Ἰ.Δ. γιά τήν θεολογία ὡς «ἀποκάλυψη». Ἡ πλήρης πρόταση τοῦ Μητροπολίτου ἀπό λέξεις τῆς ὁποίας ὁ π.Ἰ.Δ. ἀπάρτησε τήν πρόταση: «Ἡ Θεολογία εἶναι ἀποκάλυψη», λέει: «Ἡ θεολογία εἶναι πέρα ἀπό τήν λογική, εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί οἱ Πατέρες τήν ὁρίζουν ὡς θεωρία. Καί ἐδῶ ἡ θεολογία εἶναι κυρίως θεωρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή θέα τοῦ Θεοῦ»[1]. Ἡ θεολογία λοιπόν γιά τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί τούς Πατέρες στούς ὁποίους στηρίζεται εἶναι, πρῶτον, «πέρα ἀπό τήν λογική», πού σημαίνει πέρα ἀπό λέξεις καί σημασίες λέξεων, καί, δεύτερον, εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἁπλῶς καί γενικῶς ἀποκάλυψη.
Οἱ δύο τελευταῖες διατυπώσεις, πού ἐκ πρώτης ὄψεως δέν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, μποροῦν νά μᾶς ὁδηγήσουν ἑρμηνευόμενες σέ ἀπόψεις μέ μεγάλη θεολογική διαφορά. Κι’ αὐτό διότι ἡ φράση: «Ἡ θεολογία εἶναι ἀποκάλυψη» ἐνέχει τόν κίνδυνο νά μᾶς ὁδηγήση στήν ἀντίληψη, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτει ἀπευθείας τούς θεολογικούς ὅρους καί τίς διατυπώσεις τῶν διαφόρων δογμάτων, ἀποκαλύπτει δηλαδή ἀνθρώπινες λέξεις καί νοήματα. Ἐνῶ ἡ φράση: «Ἡ θεολογία εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο», σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτει ὅρους καί διατυπώσεις ἀλλά τόν ἑαυτό Του στόν ἄνθρωπο. Καί γιά νά μήν ὑπάρχει καμμία παρανόηση στό νόημα αὐτῆς τῆς προτάσεως ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου συμπληρώνει: «Καί ἐδῶ ἡ θεολογία εἶναι κυρίως θεωρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή θέα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του στόν ἄνθρωπο, τοῦ δείχνει τήν ἄκτιστη δόξα Του καί ὁ ἄνθρωπος κατόπιν περιγράφει αὐτή τήν θεοπτική ἐμπειρία μέ ἀνθρώπινες λέξεις.
π.Ἰ.Δ. θεωρεῖ θεολογία μόνο τίς ἀνθρώπινες λέξεις πού ἑρμηνεύουν τήν «ὑφισταμένη θεία ἀποκάλυψη», χωρίς νά θέτη ὡς προϋπόθεση γιά τόν θεολόγο τήν μετοχή στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνδέουν καί ταυτίζουν τήν θεολογία μέ τήν θεοπτία. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ μεγάλη, ἡ χαώδης διαφορά τοῦ π.Ἰ.Δ. ἀπό τήν ἐμπειρική πατερική θεολογία.
Ἡ ἐπαναβεβαίωση τῆς ἀποκάλυψης
Ὁ π.Ἰ.Δ. προβάλλει ἕνα «χριστιανισμό» δικῆς του ἐμπνεύσεως, τελείως ξένο πρός τήν πατροπαράδοτη πίστη μας, μέ Θεό ἀλλότριο πρός τόν Θεό τῶν Πατέρων μας. Ὁ Θεός τοῦ π.Ἰ.Δ. εἶναι προκλητικά προσωπολήπτης. Ἰσχυριζόμενος μάλιστα ὁ π.Ἰ.Δ. ὅτι αὐτά πού λέει ἀφοροῦν τόν Τριαδικό Θεό τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλουμε νά τοῦ ποῦμε ὅτι ὑβρίζει τόν Θεό μας, ὑβρίζει τήν πλουτοπάροχο ἀγαθότητά του.
Ὁ π.Ἰ.Δ. λέει μέ φανατισμό καί σκληρή γλώσσα γιά τούς ἀντιφρονοῦντες, ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους δέν εἶναι γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά δέν ὑπάρχει ἀνάγκη «ἐπανάληψης» τῆς ἀποκαλύψεως. Κατά τόν π.Ἰ.Δ. ὁ Θεός ὅ,τι εἶχε νά πῆ τό εἶπε μιά φορά σέ ὁρισμένους ἐκλεκτούς Του ἀνθρώπους. Δέν χρειάζεται νά μᾶς τά ξαναπῆ. Καί πρό παντός δέν χρειάζεται νά μᾶς τό λέη προσωπικά στόν καθένα. Τώρα, πῶς μποροῦν νά σταθοῦν αὐτά τά προκλητικά καί ἀντιευαγγελικά λόγια μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στόν ὁποῖο καλούμαστε ὅλοι νά γίνουμε «διδακτοί Θεοῦ», νά γνωρίσουμε προσωπικά τόν Θεό καί νά γίνουμε κατοικητήρια τῆς Ἁγίας Τριάδος, μόνον ὁ π.Ἰ.Δ. τό γνωρίζει.
Πάντως, ὁ Χριστός θυμίζοντας στούς ἀκροατές Του τούς Προφῆτες ἔλεγε: «ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καί ἔσονται πάντες διδακτοί Θεοῦ. Πᾶς ὁ ἀκούσας παρά τοῦ Πατρός καί μαθών ἔρχεται πρός με» (Ἰωάν. 6,45). Στόν Χριστό ἔρχονται ὅσοι ἄκουσαν καί ἔμαθαν τά σχετικά μέ Αὐτόν «παρά τοῦ Πατρός». Ἀμέσως προηγουμένως ὁ Χριστός εἶχε πεῖ: «οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν». Καί ἐπειδή ὁ Πατήρ «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι», «ἔσονται πάντες διδακτοί Θεοῦ». Ὁ π.Ἰ.Δ. θά πρέπη προφανῶς καί σ’ αὐτό νά ἀντιδράση. «Διά ποῖον λόγον ὁ Θεός» ὅρισε νά γίνουν ὅλοι «διδακτοί Θεοῦ», τήν στιγμή πού ἔχει δώσει τήν διδασκαλία Του σέ ὁρισμένους ἐκλεκτούς Του;
Τίς ἀντορθόδοξες ἀπόψεις του σχετικά μέ τήν ἄρνηση τῆς δυνατότητας ἀπόκτησης ἀπό μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐμπειριῶν πού βλέπουμε στούς Προφῆτες, τίς διατυπώνει σχολιάζοντας τό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Οἶδα ἀνθρωπον ἐν Χριστῷ. Τό ἀπόσπασμα πού παραθέτει γράφει:
«Ὁ Γέροντας ἀξιώθηκε σπανίων δωρεῶν ἀπό τόν Θεό, ὅπως τήν ἀποκάλυψη τοῦ “Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν”, τήν μνήμην τοῦ θανάτου, τήν σχοινοβασία πάνω στήν ἄβυσσο, τήν αἰώρηση πάνω ἀπό τό πῦρ τοῦ Ἅδη» (σ. 421). «Αὐτή ἡ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός εἶναι προσωπικός –τό “ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν”– δέν ἦταν μία σκέψη καί ἕνας καλός λογισμός ἀλλά μιά ἐνυπόστατη ἔλλαμψη» (σ. 77-78).
Βέβαια στό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου τό δεύτερο παρατιθέμενο ἀπόσπασμα δέν ξεκινᾶ μετά ἀπό σημεῖο στίξεως, οὔτε τελειώνει σέ τελεία. Ἔχει προηγούμενα καί ἑπόμενα πού ἐξηγοῦν θεολογικά τήν ἐμπειρία τοῦ «ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν». Ἄς δοῦμε ὅμως πρῶτα τόν σχολιασμό τοῦ π.Ἰ.Δ., τόν ὁποῖο ἀφήνουμε ἀχαρακτήριστο...
«Ἀδελφοί ἀναγνῶσται... Τό “Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν” ἔχει ἀποκαλυφθῆ εἰς τόν Μωυσῆν, ὡς γνωστόν. Ἰδού: “Καί εἶπεν ὁ Θεός πρός Μωυσῆν λέγων ἐγώ εἰμί ὁ ὤν” (Ἔξ. γ΄14).
Αὐτή ἡ ἀποκάλυψις εἶναι καταγεγραμμένη εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην. Ἀγνοεῖ αὐτό ὁ Δεσπότης τῆς Ναυπάκτου καί θαυμάζει τόσον πολύ τήν ψευδοαποκάλυψιν αὐτήν τοῦ Σωφρονίου; Διά ποῖον λόγον ὁ Θεός ἔκαμε πάλιν τήν αὐτήν ἀποκάλυψιν εἰς τόν ἱερομόναχον Σωφρόνιον Σαχάρωφ;
Ἐπίσης, καί ἡ “μνήμη τοῦ θανάτου” εὑρίσκεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν. Ἰδού: “Μνήσθητι τά ἔσχατα καί παῦσαι ἐχθραίνων, καταφθοράν καί θάνατον, καί ἔμμενε ἐντολαῖς” (Σοφ. Σειρ. κη΄ 6). Διδάσκεται δέ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου συνεχῶς ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων. Τί τό νέον ἀπεκαλύφθη εἰς τόν π. Σωφρόνιον καί διακηρύσσει αὐτό ὁ Ποιμενάρχης τῆς Ναυπάκτου; Τά δέ γελοῖα ἀκροβατικά, σχοινοβατικά, ἀεροβατικά καί τά ἄλλα “θαυμαστά” τοῦ Σωφρονίου νά τά ἑρμηνεύσῃ καί νά τά σχολιάσῃ ὁ θαυμαστής αὐτῶν... Ἡμεῖς δέν ἐνδιαφερόμεθα δι’ αὐτά τά παγανιστικά. Ἀποποιούμεθα τήν τοιαύτην προσφοράν τοῦ κ. Ἱεροθέου» (σ. 64-65).
Σάν πρῶτες ἄμεσες παρατηρήσεις θεωροῦμε ὅτι πρέπει νά ἀναφερθοῦν τρία πράγματα.
Πρῶτον, ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ π.Ἰ.Δ. γιά τό «ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» καί τήν μνήμη τοῦ θανάτου ἀντιστρατεύεται, καί προσπαθεῖ νά νεκρώση, κάθε ἔμπνευση γιά προσωπική βίωση τοῦ ἁγιογραφικοῦ λόγου. «Αὐτή ἡ ἀποκάλυψις εἶναι καταγεγραμμένη εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην... Διά ποῖον λόγον ὁ Θεός ἔκαμε πάλιν τήν αὐτήν ἀποκάλυψιν εἰς τόν ἱερομόναχον Σωφρόνιον Σαχάρωφ; Ἐπίσης, καί ἡ “μνήμη τοῦ θανάτου” εὑρίσκεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν...  Τί τό νέον ἀπεκαλύφθη εἰς τόν π. Σωφρόνιον». Δηλαδή, κατά τόν π.Ἰ.Δ., ὅ,τι εἶναι καταγεγραμμένο στήν Ἁγία Γραφή δέν χρειάζεται νά γίνη προσωπικό μας βίωμα, προσωπική μας ἐμπειρία. Ἀρκεῖ νά τό ξέρουμε ὅτι εἶναι καταγεγραμμένο καί σωθήκαμε... Συνεπῶς, κατά τόν π.Ἰ.Δ., δέν χρειάζεται νά καταγράφονται καί νά διαβάζονται οἱ ἐμπειρίες καί οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, πού ἀποτελοῦν τήν ἐπαλήθευση τοῦ Εὐαγγελίου, ὁπότε, ὡς περιττά θά πρέπη νά ἐξαφανίσουμε τά Συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας.
Δεύτερον, εἶναι καταπληκτικό τό παγανιστικό ὑπόβαθρο τῆς σκέψης τοῦ π.Ἰ.Δ.. Τήν «σχοινοβασία πάνω στήν ἄβυσσο» καί τήν «αἰώρηση πάνω ἀπό τό πῦρ τοῦ Ἅδη» τά βλέπει μέ τελείως ὑλιστική ματιά, γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά τά δῆ ὡς πνευματικά γεγονότα. Ἴσως γιατί ἀγνοεῖ παντελῶς αὐτό τό ἐπίπεδο ὑπάρξεως, πού εἶναι ἔξω ἀπό τό πλαίσιο τῆς «σαρκικῆς» καί «ψυχικῆς» ζωῆς. Τά γεγονότα αὐτά συντελοῦνται, ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἰσέρχεται μέσα στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τά συναντοῦμε περιγραφόμενα σέ κείμενα νηπτικῶν Πατέρων.
Τρίτον, ὁ χαρακτηρισμός μέ σκωπτικό τρόπο ὡς «γελοίων ἀκροβατικῶν, σχοινοβατικῶν, ἀεροβατικῶν», ἀλλά καί ὡς «παγανιστικῶν» τῶν πνευματικῶν ἐμπειριῶν τοῦ Γέροντος Σωφρονίου συνιστᾶ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  Διότι εἶναι ἄρνηση καί θρασεία διακωμώδηση τῶν ἐνεργειῶν Του.
Γιά νά φανῆ ὅμως ἡ ἀρχοντιά τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς καί ἡ δύναμη τῆς ἔμπνευσης πού προσπαθεῖ νά νεκρώση ὁ π.Ἰ.Δ., παραθέτουμε ἕνα εὐρύ ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Οἶδα ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ, στό ὁποῖο ἑρμηνεύεται ἡ ἐμπειρία τοῦ π. Σωφρονίου ἡ σχετική μέ τό «ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν», πού σήμανε τό τέλος τῆς περιπλάνησής του σέ ξένες πρός τόν Χριστιανισμό ἀτραπούς.
 «Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας βεβαιώνει ὅτι αὐτή ἡ ἐπιδίωξη νά ἀναζητᾶ τήν ἐποχή ἐκείνη τόν Θεό ἔξω ἀπό τόν Χριστό ὑπῆρξε “νόθος” καί δέν μποροῦσε ποτέ νά ἐξέλθη ἀπό αὐτήν μέ τίς δικές του δυνάμεις. Γράφει: “Δέν γνωρίζω τίνι τρόπῳ νά διηγηθῶ τήν ἀκολουθίαν τῶν πνευματικῶν γεγονότων ἐκείνου τοῦ καιροῦ[2].
Ὡς πρῶτο γεγονός ἦταν μιά ἀποκάλυψη οὐσιώδους σημασίας: “Αἴφνης κατέστη εἰς ἐμέ σαφές μέχρις ὀφθαλμοφανείας, ὅτι ἡ τεχνητή κατάδυσίς μου εἰς τήν ἀφῃρημένην νοητήν σφαῖραν δέν θά ὡδήγει ἐμέ πρός τήν αὐθεντικήν γνῶσιν τῆς Πρωταρχικῆς Ἀρχῆς πασῶν τῶν ἀρχῶν. Διά τῆς ἀσκητικῆς ἀπεκδύσεώς μου ἀπό παντός σχετικοῦ δέν ἐπετύγχανον τῆς πραγματικῆς ἑνώσεως μετά τοῦ ὑπ’ ἐμοῦ Ποθουμένου. Αἱ μυστικαί ἐμπειρίαι μου ἔφερον ἀρνητικόν χαρακτῆρα. Ἐνώπιόν μου ἐνεφανίζετο οὐχί τό “καθαρόν Εἶναι”, ἀλλά ὁ θάνατος ὁλοκλήρου τοῦ εἶναι μου, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ὑποστατικῆς μου ἀρχῆς”. Ἀποκαλύφθηκε στόν Γέροντα ὅτι ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό συντελεῖται διά τῆς ἀγάπης καί τό “ἀγαπήσεις” τοῦ Εὐαγγελίου “εἰσέδυσεν εἰς τήν καρδίαν καί τόν νοῦν μου ὡς φῶς ἀληθοῦς γνώσεως[3].
Σέ ἄλλο σημεῖο χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τῆς “μικρᾶς λέμβου” πού κλυδωνίζεται στά κύματα κατά τήν διάρκεια σκοτεινῆς νύχτας γιά νά παρουσιάση πῶς ὁ νοῦς του ἀνέβαινε στήν κορυφή τοῦ κύματος καί στήν συνέχεια γκρεμιζόταν στό βάθος μέ ὀργή ἀπό ἄλλο κύμα. Ὅμως, στήν συνέχεια ὁ Θεός πού ἀναζητοῦσε τήν εὐκαιρία ἔθεσε ἐνώπιόν του “τό βιβλικόν κείμενον τῆς Σιναϊτικῆς Ἀποκαλύψεως: “Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν” (Ἔξοδ. γ΄, 14). Τό Εἶναι εἶμαι Ἐγώ. Ὁ Θεός, ὁ ἀπόλυτος Δεσπότης ὅλων τῶν ἀστρικῶν κόσμων, εἶναι προσωπικός. Ἐγώ εἰμί. Δι’ αὐτοῦ τοῦ Ὀνόματος διηνοίχθησαν ἔμπροσθέν μου ἀτέρμονοι ὁρίζοντες. Ὁ προσωπικός οὗτος Θεός ἀπέβη δι’ ἐμέ ὀφθαλμοφανής πραγματικότης, τήν ὁποίαν ἔζων οὐχί ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς ἀφῃρημένης διανοήσεως, ἀλλ’ ὑπαρκτικῶς, δι’ ὅλου τοῦ εἶναί μου. Ἡ ὅλη δομή τῆς πνευματικῆς μου ζωῆς μετεμορφώθη[4].
Συνδυάζοντας καί τά δύο αὐτά χωρία, πού παρετέθησαν ἀνωτέρω, βλέπουμε ὅτι αὐτή ἡ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός εἶναι προσωπικός –τό «ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν»– δέν ἦταν μιά σκέψη καί ἕνας καλός λογισμός, ἀλλά μιά ἐνυπόστατη ἔλλαμψη, πού θά τόν καθορίση σέ ὅλη του τήν μετέπειτα ζωή. Αὐτό ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας γράφει: “ὅτι κατέστη εἰς ἐμέ σαφές μέχρι ὀφθαλμοφανείας” καί ὅτι ὁ Θεός “ὁ ἴδιος ἀνεζήτει εὐκαιρίαν νά ἐμφανισθῆ” καί ὅτι διά τοῦ ὀνόματος “ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν”, ὅπως γράφει, “ὁ Θεός ἀπέβη δι’ ἐμέ ὀφθαλμοφανής πραγματικότης”, μέ τήν ὁποία “ὅλη ἡ δομή τῆς πνευματικῆς μου ζωῆς μετεμορφώθη”.
Φαίνεται ὅτι ἐπρόκειτο γιά μιά σημαντική ἐμπειρία, παρομοία μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Μωϋσέως πού τοῦ εἶπε ὁ Θεός: “ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν” (Ἔξοδ. γ΄, 14)... Καί φαίνεται πώς ἦταν καί προπομπός τῆς μεγάλης ἐμπειρίας πού θά ἀκολουθοῦσε...
Γιά νά ἀξιολογηθῆ θεολογικά ἡ πρώτη αὐτή ἐμπειρία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου θά πρέπη νά σημειωθῆ ὅτι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ αὐτό πού ἔζησε ἐκείνη τήν στιγμή ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν μιά ἔλλαμψη, ἡ ἀρχή τῆς θεωρίας τοῦ Φωτός...
Ἡ ἔλλαμψη αὐτή τῆς ὁποίας ἀξιώθηκε ἐκείνη τήν στιγμή ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ἀνώτερη τῆς κατ’ ἀφαίρεση – στοχαστικῆς θεολογίας...»[5].
Μέ τήν ἐνυπόστατη ἔλλαμψη ἄνοιξαν οἱ νοεροί ὀφθαλμοί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καί ὁ προσωπικός Θεός τοῦ Μωυσῆ καί τῶν ἁγίων Πατέρων μας ἀπέβη γι’ αὐτόν «ὀφθαλμοφανής πραγματικότης», τήν ὁποίαν ζοῦσε «ὑπαρκτικῶς, δι’ ὅλου τοῦ εἶναι» του καί ὄχι ἁπλῶς διανοητικῶς, ὄχι δηλαδή μόνο στό ἐπίπεδο τῆς ἀφηρημένης διανοήσεως.
Ἡ ἔλλαμψη αὐτή δέν ἦταν ἡ «μεγάλη ἐμπειρία», ἀλλά ὁ προπομπός της, «ἡ ἀρχή τῆς θεωρίας τοῦ Φωτός», στήν ὁποία σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὑπάρχει «καί ἀρχή καί τά μετά τήν ἀρχήν, κατά τέ τό ἀμυδρότερον καί τηλαυγέστερον διαφέροντα πρός ἄλληλα»[6].
Αὐτή ἡ ἐνυπόστατη ἔλλαμψη ἐπαναβεβαίωσε προσωπικά στόν π. Σωφρόνιο τήν ἐμπειρία τοῦ Μωυσῆ, σέ στιγμή πού μελετοῦσε τό κείμενο τῆς Σιναϊτικῆς ἀποκαλύψεως, ἐνόσω μάλιστα δέν εἶχε ἀπαλλαγῆ ἀκόμη πλήρως ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ ὑπερπροσωπικοῦ ἀπολύτου.
Ἡ μελέτη τῶν ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν κειμένων δέν ἔχει σκοπό τήν ἁπλή πληροφόρηση ἤ τήν διανοητική ἀποδοχή κάποιων γεγονότων, ἀλλά τήν ἐμπειρική «ὑπαρκτική» εἴσοδό μας στά ἀποκαλυπτόμενα μυστήρια. Αὐτό δέν εἶναι μιά πολυτέλεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, οὔτε μιά ἰδιορρυθμία κάποιων πού θέλουν νά εἰσαγάγουν στήν Ἐκκλησία καινοφανῆ πράγματα. Τό ἀντίθετο ἀκριβῶς συμβαίνει. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται πολύ καθαρά μέσα στήν Θεία Λειτουργία.
π.Ἰ.Δ. ὡς Ἱερέας θά ἔχη διαβάσει πολλές φορές, τελώντας τήν Θεία Λειτουργία, τήν εὐχή πού προηγεῖται τοῦ ἀποστολικοῦ καί εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, στήν ὁποία ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό ἔλλαμψη «ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» καί διάνοιξη τῶν «ὀφθαλμῶν τῆς διανοίας» μας, γιά νά κατανοήσουμε τά «εὐαγγελικά κηρύγματα». Παραθέτουμε τήν εὐχή πού δείχνει τίς προϋποθέσεις καί τό σκοπό τῆς μελέτης τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων.
«Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμούς εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν καί τόν τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα, τάς σαρκικάς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τά πρός εὐαρέστησιν τήν σήν καί φρονοῦντες καί πράττοντες. Σύ γάρ εἶ ὁ φωτισμός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν, Χριστέ ὁ Θεός, καί σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν σύν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί καί τῷ παναγίῳ καί ἀγαθῷ καί ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.».
Ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά λάμψη μέσα στίς καρδιές μας τό «ἀκήρατον φῶς» τῆς «θεογνωσίας» Του καί νά ἀνοίξη τά μάτια τῆς διανοίας μας, γιά νά κατανοήσουμε τά εὐαγγελικά κηρύγματα. Ἡ Ἐκκλησία μέσῳ τῆς λειτουργικῆς της πράξεως μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι γιά νά προσλάβουμε τόν ἀποκαλυπτικό λόγο τῶν Ἀποστόλων χρειαζόμαστε φωτισμό τῆς καρδιᾶς μέ τό ἀκήρατο Φῶς τῆς θεότητος καί διάνοιξη ἀπό τόν Θεό τῶν ὀφθαλμῶν τῆς διάνοιας μας. Κι’ αὐτά ὄχι ἁπλῶς γιά νά πληροφορηθοῦμε κάποια θαυμαστά γεγονότα πού ἔγιναν στό παρελθόν ἤ γιά νά ἀκούσουμε ὑποδείξεις τρόπου ζωῆς, ἀλλά γιά νά ζήσουμε στά ὅρια τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς τήν δύναμη τῶν γεγονότων. Γιά νά ἐπαναβεβαιωθοῦν μέσα στήν προσωπική μας ζωή οἱ ἐμπειρίες τῶν Ἀποστόλων καί Προφητῶν.
Γιά νά μᾶς δωρηθῆ ὅμως αὐτή ἡ ἐπαναβεβαίωση χρειάζεται ὅλη μας ἡ ὕπαρξη νά ἀνέβη ψηλότερα ἀπό τά χαμερπῆ σαρκικά φρονήματα καί πάθη. Γι’ αὐτό ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά βάλη Αὐτός μέσα μας τόν φόβο τῶν ἐντολῶν του. Προφανῶς, ὁ Πατέρας πού συνέταξε τήν εὐχή γνώριζε τήν «ὑφισταμένη» διδασκαλία γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ζητᾶ νά τόν ἐμβάλη μέσα μας ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὡς χάρισμα, προκειμένου νά «καταπατήσουμε» τίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί νά φρονοῦμε καί νά πράττουμε ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο στόν Θεό[7].
  Ἄλλο λοιπόν εἶναι ἡ γνώση τῆς «ὑφισταμένης» διδασκαλίας γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐντολῶν Του καί ἄλλο ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὡς χάρισμα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἄλλο εἶναι ἡ «ὑφισταμένη» διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τήν μνήμη τοῦ θανάτου καί ἄλλο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὡς χάρισμα, τό ὁποῖο βίωσε σέ μεγάλη ἔνταση ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.
 Μέ τήν ἐπαναβεβαίωση τῶν ἀποστολικῶν ἐμπειριῶν στήν προσωπική μας ζωή ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποδεικνύεται ρεῦμα ζωῆς. Διότι, ἔτσι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ μεταδίδεται ἀπό γενιά σέ γενιά καί ἔτσι γίνεται αἰσθητή ἡ ἀδιάλειπτη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία.


[1]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 31.
[2]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 90.
[3]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 90.
[4]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 91.
[5]. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 77-79.
[6]. Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα, τόμ. 2, ΕΠΕ, σ. 478, ἀπό τό Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ. σ. 78.
[7]. Γιά τήν ἐρμηνεία τῆς εὐχῆς «Ἔλλαμψον...» βλέπε: Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἡσυχία καί Θεολογία, σ. 494-495.
 
Σημ: Τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη: «Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία. Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη», σέ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιά τό θέμα του, διατίθεται δωρεάν ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.
 
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
28   ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ  2011