Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Μαξίμου Ομολογητού:Προς Θαλάσσιον περὶ Διαφόρων Απόρων της Θείας Γραφής

Μαξίμου Ομολογητού:Προς Θαλάσσιον περὶ Διαφόρων Απόρων της Θείας Γραφής



  
 
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ
ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
ΠΡΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΟΝ, ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΩΝ
(ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α' - ΝΓ')
ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ

ΕΡΩΤΗΣΗ 1
Τα πάθη είναι κακά καθεαυτά ή ανάλογα με τη χρήση τους; Εννοώ την ηδονή και τη λύπη, την επιθυμία και το φόβο και όσα ακολουθούν.
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Αυτά τα πάθη, όπως και τα λοιπά, δεν συνδημιουργήθηκαν μαζί με τη φύση των ανθρώπων, γιατί θα συντελούσαν και στον ορισμό της φύσης του ανθρώπου. Υποστηρίζω αντίθετα, αυτό που έμαθα από το μεγάλο Γρηγόριο Νύσσης, ότι εισήλθαν μετά την έκπτωση από την τελειότητα και προσκολλήθηκαν στο αλογότερο μέρος του άνθρωπου, με τα οποία, αντί της θείας και μακάριας εικόνας, ευθύς αμέσως με την παράβαση έγινε φανε­ρή κι ευδιάκριτη στον άνθρωπο η ομοίωση του με τα άλογα ζώα. Γιατί έπρεπε, αφού κατακαλύφθηκε η αξία του λόγου από τα γνωρίσματα της αλογίας που με τη γνώμη του τράβηξε στον εαυτό του, δίκαια να τιμωρείται η ανθρώπινη φύση, οικονομώ­ντας σοφά έτσι ο Θεός να συναισθανθεί ο άνθρωπος το λογικό μεγαλείο του νου του.
Ωστόσο γίνονται καλά και τα πάθη στους σπουδαίους αν­θρώπους, όταν, αποχωρίζοντας τα σοφά από το σώμα, τα μετα­χειρίζονται προς απόκτηση του ουρανού. Για παράδειγμα την επιθυμία θα τη μετατρέψουν σε κίνηση που ορέγεται την νοερή έφεση των θείων, ενώ την ηδονή θα την κάνουν αγαθή ευφρο­σύνη της θελητικής ενέργειας του νου για τα θεϊκά χαρίσματα. Επίσης το φόβο θα τον κάνουν φροντίδα που προφυλάγει από τη μελλοντική τιμωρία εξαιτίας πλημμελημάτων, ενώ τη λύπη μεταμέλεια που διορθώνει ένα υπάρχον κακό, και μ' ένα λόγο, σύμφωνα με τους σοφούς γιατρούς που αφαιρούν με το δηλητηριώδες σώμα του ερπετού της έχιδνας τη λέπρα που πράγματι υπάρχει η υποθέτουν, χρησιμοποιούν αυτά τα πάθη για την αναίρεση μιας παρούσας η αναμενόμενης κακίας για την απόκτηση και τη φύλαξη της αρετής και της γνώσης. Είναι λοιπόν αυτά τα πάθη καλά, όπως είπα, σύμφωνα με τη χρήση τους σε εκείνους που αιχμαλωτίζουν κάθε σκέψη και την κά­νουν να υπακούει στο Χριστό.
Αν κάτι από αυτά λέγεται και για το Θεό από τη Γραφή ή για τους αγίους, για το Θεό για χάρη μας, επειδή κατάλληλα με τα δικά μας πάθη αποκαλύπτει τις σωτήριες για μας κι αγαθοποιές εκδηλώσεις της πρόνοιας, και για τους άλλους, επειδή δεν μπορούν μ' άλλο τρόπο να προσφέρουν τις νοερές σχέσεις τους και διαθέσεις προς το Θεό με σωματική ζωή, χωρίς τα γνωστά πάθη της φύσης μας.
ΣΧΟΛΙΑ
1. Τις διάφορες εκδηλώσεις της πρόνοιας, σχετικά μ' εμάς, τις διαμορφώνει η Γραφή ανάλογα με τα γνωστά σ' εμάς πάθη.
2. Την όποια σχέση των αγίων με το Θεό η Γραφή τη δηλώνει με τούτα τα ονόματα.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 2
Αν ο Δημιουργός δημιούργησε όλα τα είδη που αποτε­λούν τον κόσμο μέσα στις έξι μέρες, τι κάνει ο Πατέρας στη συνέχεια; Γιατί λέει ο Σωτήρας ο Πατέρας μου εργάζεται ως τώρα, και εγώ εργάζομαι. Μήπως εννοεί τάχα τη συντήρηση των ειδών που έχουν δημιουργηθεί;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Αφού ο Θεός ολοκλήρωσε τους πρώτους λόγους των Ιω. 5,17 δημιουργημάτων και τις γενικές ουσίες των όντων με μιας, όπως αυτός γνωρίζει, εργάζεται ακόμη όχι μονάχα για τη συ­ντήρηση αυτών των ίδιων των δημιουργημάτων στο είναι, αλλά και για την πραγματική δημιουργία των μερών που υπάρχουν δυνάμει σ' αυτά, αλλά και την εξέλιξη και τη σταθεροποίηση και ακόμα και την εξομοίωση με την πρόνοια των επιμέρους προς τα γενικά, ώσπου, ενώνοντας την αυτόγνωμη ορμή των μερικών με το γενικότερο φυσικό λόγο της λογικής ουσίας μέσω της κίνησης των μερικών προς το αγαθό είναι, τα κάνει σύμφωνα μεταξύ τους και με το όλο και ταυτοκίνητο, χωρίς να έχουν τα επιμέρους προς τα καθόλου τη διαφορά της γνώμης, αλλά να επικρατήσει σε όλα ο ίδιος λόγος και χωρίς να διαιρεί­ται ως προς τις εκδηλώσεις εκείνων στα οποία αποδίδεται εξί­σου, και να παρουσιάσει έτσι πραγματοποιούμενη την θεοποιητική χάρη των όλων, αυτήν για την οποία έγινε άνθρωπος ο Θεός και Λόγος και λέει ο Πατέρας μου εργάζεται ως τώρα κι εργάζομαι κι εγώ. Ο ένας δηλαδή εργάζεται ευδοκώντας κι ο άλλος πράττοντας ως αυτουργός και το άγιο Πνεύμα συμπλη­ρώνει κατ' ούσίαν την ευδοκία του Πατέρα για όλα και την αυτουργική πράξη του Υιού, για να γίνει δια μέσου όλων και μέσα σε όλα ένας ο τριαδικός Θεός, ανάλογα ολόκληρος στον καθέ­να σύμφωνα με τη χάρη που αξιώνονται και να θεωρείται μέσα σε όλα, έτσι όπως μέσα σε κάθε μέλος του σώματος ενυπάρχει η ψυχή φυσικά και χωρίς μείωση.
ΣΧΟΛΙΑ
1. Μέσα στην ύλη, δηλαδή την καθολική ουσία των όντων, υπάρχουν δυνάμει τα μερικά που γίνονται από την ύλη ανάλογα με το μέρος, τη γένεση των οποίων, λέει, κάνει πρόδηλα ο Θεός.
2. Εξομοίωση των μερικών προς το καθόλου λέει την ένωση όλων των ανθρώπων με μια κίνηση της γνώμης τους προς το λόγο της φύσης, ένωση που κάνει ο Θεός με την πρό­νοια του, για να πραγματοποιηθεί έτσι και μία γνώμη, όπως είναι μία η φύση όλων, καθώς θα είναι ενωμένοι όλοι μεταξύ τους και με το Θεό μέσω του Πνεύματος.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 3
Ποιός είναι αυτός που κατά το Ευαγγέλιο κρατάει το κανάτι με το νερό και γιατί με νερό, και τον οποίο συναντούν οι μα­θητές που στέλνει ο Χριστός και παίρνουν την εντολή να τον ακολουθήσουν; Και ποιος είναι ο οικοδεσπότης; Και γιατί οι ευαγγελιστές αποσιωπούν αυτό το όνομα; Τι είναι επίσης το ανώγι το μεγάλο και στρωμένο, όπου εκτελείται το φρικτό μυστήριο του θείου δείπνου;[Λουκά 22,7-13]
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Η Γραφή δεν αποσιώπησε μόνο το όνομα του άνθρωπου στον οποίο ο Σωτήρας έστειλε τους δύο μαθητές για την προε­τοιμασία του Πάσχα, αλλά και το όνομα της πόλης όπου είχαν σταλεί. Έτσι κατά μία πρώτη ερμηνεία, υποθέτω ότι με την πόλη δηλώνεται ο αισθητός κόσμος και με τον άνθρωπο στο σύνολο του το γένος των ανθρώπων στο οποίο αποστέλλονται, ως μαθητές του Θεού και Λόγου και πρόδρομοι του για να ετοι­μάσουν τη μυστική ευωχία του με τη φύση των ανθρώπων, οι δύο νόμοι, ο νόμος της πρώτης διαθήκης και ο νόμος της Και­νής, ο ένας αποκαθαίροντας τη φύση μας με την πρακτική φι­λοσοφία από κάθε μολυσμό, και ο άλλος ανυψώνοντας με τη θεωρητική μυσταγωγία από τα σωματικά το νου με τη γνώση στα συγγενή του νοητά θεάματα. Απόδειξη γι' αυτό είναι το γε­γονός ότι οι μαθητές που στάλθηκαν ήταν ο Πέτρος και ο Ιω­άννης. Γιατί ως γνωστόν ο Πέτρος είναι σύμβολο της πράξης και ο Ιωάννης της θεωρίας.
Γι' αυτό τους συναντά πρώτος όπως πρέπει αυτός που κρα­τεί το κανάτι με το νερό, σημαίνοντας με τον εαυτό του όλους όσοι βαστάζουν κατά την πρακτική φιλοσοφία των αρετών στους ώμους τους, όπως μέσα στο κανάτι, με τη νέκρωση των επίγειων μελών του σώματος τη χάρη του Πνεύματος που με την πίστη τους καθαιρεί από τους μολυσμούς. Έπειτα από αυ­τόν, δεύτερος, ο οικοδεσπότης που παρουσιάζει το στρωμένο ανώγι, διδάσκοντας επίσης με τον εαυτό του όλους όσοι έχουν στρώσει με γνωστικά νοήματα και δόγματα το θεωρητικό ύψος της καθαρής και μεγαλόπλαστης διάνοιας τους, όμοια με ανώγι, για να υποδεχθούν θεοπρεπώς το μεγάλο Λόγο. Το σπίτι πάλι είναι η απόκτηση της ευσέβειας, προς την οποία ο πρακτικός νους πορεύεται επιδιώκοντας την αρετή και της οποίας ευσέ­βειας αυτός είναι Κύριος και την έχει αποκτήσει ως δική του καταφύση, ο νους που καταλάμπεται από το θειο φως της μυστικής γνώσης και γι' αυτό μαζί με τον πρακτικό αξιώνεται την υπερφυή παρουσία και ευωχία του Σωτήρα Λόγου.
Έγινε λοιπόν λόγος για έναν άνθρωπο και για δύο, αν βέ­βαια έχει γραφεί ότι ο ένας κρατάει κανάτι με νερό κι ο άλλος έχει ονομαστεί οικοδεσπότης· γράφτηκε ότι ήταν ένας ίσως, όπως είπα, εξαιτίας της μιας φύσης, και δύο επειδή αυτή η μία φύση χωρίστηκε στους πρακτικούς και τους θεωρητικούς ανά­λογα με την ευσέβεια τους, τους οποίους πάλι ενώνοντας τους με το Πνεύμα ο Λόγος τους καλεί και τους κάνει ένα.
Αν όμως θέλει κάποιος να εφαρμόσει όσα ειπώθηκαν και στον καθένα άνθρωπο, δεν απομακρύνεται από την αλήθεια. Πόλη δηλαδή είναι η ψυχή του καθενός, στην οποία αποστέλ­λονται πάντοτε, σαν μαθητές του Θεού και Λόγου, οι λόγοι περί αρετής και γνώσης. Αυτός που κρατεί το κανάτι με το νερό είναι ο καρτερικός τρόπος και λογισμός που σηκώνει στους ώμους της εγκράτειας χωρίς να την πετάξει κάτω τη χάρη της πίστης που του δόθηκε στο βάπτισμα. Το σπίτι πόλι είναι η κα­τάσταση και η απόκτηση των αρετών που οικοδομήθηκε, σαν από πέτρες, από πολλά σταθερά και ανδρικά ήθη και λογι­σμούς. Το ανώγι είναι η πλατιά και ευρύχωρη διάνοια και η ικανότητα για γνώση που έχει κατακοσμηθεί από τα θεϊκά θεά­ματα των μυστικών κι απόρρητων δογμάτων. Ο οικοδεσπότης είναι ο νους που διαπλατύνεται με το λαμπρό ύψος, το κάλλος και μέγεθος της γνώσης του σπιτιού που έφτιαξε η αρετή· στον οικοδεσπότη μαζί με τους μαθητές του, δηλαδή με τα πρώτα πνευματικά νοήματα περί φύσεως και χρόνου ενδημώντας ο Λόγος μεταδίδει τον εαυτό του. Γιατί Πάσχα αληθινά είναι η διάβαση του Λόγου προς τον ανθρώπινο νού, κατά την όποια χαρίζει σ' όλους τους άξιους την πληρότητα με τη μετοχή των αγαθών του ερχόμενος σ' αυτή μυστικά ο Λόγος του Θεού.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 4
Πως ο Κύριος έδωσε εντολή στους μαθητές του να μην απο­χτήσουν δύο χιτώνες, [Ματθ 10,10·  Μάρκ. 6,9·  Λουκά 9,3] ενώ αυτός, σύμφωνα με τον ευαγγελι­στή Ιωάννη, είχε πέντε, [Ιω. 19,23] όπως είναι φανερό από τον αριθμό εκείνων που τους μοιράστηκαν, και ποια είναι αυτά τα φορέ­ματα;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο Σωτήρας δεν είχε πέντε χιτώνες, αλλά ένα που το φορούσε κατάσαρκα και το εξωτερικό φόρεμα, που το πρώτο το λένε χιτώνιο και το εξωτερικό φόρεμα το ονομάζουν ιμάτιο. Αλλά μυστικά με τα λόγια της διήγησης του φανέρωσε με το Πνεύμα ο μέγας Ιωάννης το άρρητο της θεωρίας, για να οδηγή­σει με τα ιστορούμενα το νου μας στην αλήθεια των νοουμέ­νων. Ο άνωθεν λοιπόν υφαντός εξολοκλήρου χιτώνας του Σωτήρα, που δεν τον έσχισαν οι σταυρωτές του, μολονότι τους επιτράπηκε να του τον βγάλουν, είναι η στενή συνοχή και συμ­πλοκή των αρετών μεταξύ τους και κάλυμμα φτιαγμένο από μας με το λόγο κατάλληλο και πρέπον, ή η χάρη του η υφασμέ­νη κατάλληλα για το νέο άνθρωπο από το Πνεύμα. Ενώ το εξω­τερικό φόρεμα είναι ο αισθητός κόσμος χωρισμένος σε τέσσε­ρα στοιχεία, κι αυτόν, σα να ήταν τέσσερα ιμάτια, τον μοιράζο­νται όσοι νοητά ανάμεσα μας σταυρώνουν τον Κύριο. Μοιράζονται λοιπόν οι δαίμονες την ορατή κτίση των τεσσάρων στοιχείων προετοιμάζοντάς μας να βλέπομε με την αίσθηση προς κάποιο πάθος όσοι αγνοήσαμε μέσα σ' αυτήν τους θείους λό­γους. Ενώ τον χιτώνα των αρετών, ακόμα κι αν τον παίρνουν από εμάς με την απραξία των καλών, όμως δεν μπορούν να πεί­σουν ότι η αρετή είναι κακία.
Ας μην θεωρήσομε λοιπόν τα πέντε ενδύματα του Σωτήρα αφορμή πλεονεξίας, αλλά ας κατανοήσομε τι απαιτεί η Γραφή και πως με τη δική μας αμέλεια σταυρώνεται ο Κύριος και ξε­γυμνώνεται με την δική μας απραξία για τα καλά, και υπηρετώ­ντας εμείς τα πάθη μοιράζονται, σαν φορέματα, οι δαίμονες την κτίση του, και ας γίνομε φύλακες ασφαλείς των αγαθών που μας χάρισε ο Θεός και την κτίση να τη βλέπομε καλώς για τη δόξα μόνο αυτού. Επίσης το χιτώνα του λόγου της γνώσης, εν­νοώ τις αρετές, να τον φυλάξομε αναφαίρετο με την επιμέλεια των αγαθών έργων.
Αν πάλι θέλετε, εκτός από τα όσα είπαμε, να εννοήσετε ως χιτώνα υφαντό τον ουράνιο κόσμο των ασωμάτων και νοη­τών ουσιών, ενώ εξωτερικό φόρεμα, που το χώρισε ο λόγος μας σε τέσσερα μέρη ως στοιχεία, να θεωρήσετε τη σωματική φύση, δε θ' αστοχήσετε την αλήθεια. Το σώμα των ανθρώπων το διέλυσαν με τη φθορά, παίρνοντας εναντίον μας ισχυρή αφορμή την παράβαση της εντολής του νόμου, ενώ την ψυχή τους δεν την καταξέσχισαν επειδή έχει συγγένεια με τον ουρά­νιο κόσμο.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 5
Ποια είναι μεταφορικά η καταραμένη γη στην εργασία του Αδάμ και τι σημαίνει το θα τη λάβεις αυτήν ως τροφή σου με λύπες; Επίσης τι σημαίνει το θα τρως χόρτο αφού φυ­τρώσουν αγκάθια και τριβόλια και τι το τελευταίο, θα φας το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου; [Γεν. 3,17-19] Και όμως ποτέ δεν θεάθηκε άνθρωπος να τρώει γη ούτε χόρτο, ούτε όσοι τρώνε ψωμί το τρώνε σύμφωνα με την απόφαση της ιε­ράς ιστορίας με τον ίδρωτα του προσώπου τους.
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Η γη η καταραμένη στην εργασία του Αδάμ είναι η σάρκα του Αδάμ, που γίνεται πάντοτε με τα έργα του Αδάμ, εννοώ τα πάθη του νου που έγινε γη, καταραμένη για την ακαρπία των αρετών ως έργων του Θεού, που τρώει με πολλή οδύνη και λύπη απολαμβάνοντας μικρή ηδονή από αυτήν. Γι' αυτή την φθαρτή απόλαυση γεννά για τον άνθρωπο φροντίδες και μέρι­μνες, όμοια μ' αγκάθια, και μεγάλους πειρασμούς και κινδύνους ωσάν τριβόλια, που τον κατατρυπούν επώδυνα από παντού στο λόγο και στο θυμό και την επιθυμία, ώστε, μόλις μπορέσει να περιποιηθεί την υγεία και την ευεξία της σαν χόρτο που μαραί­νεται και να τη φάει, δηλαδή να επιτύχει, και τότε έπειτα από πολλή επανακύκληση των δεινών με τον ιδρώτα του προσώπου του, δηλαδή με τον σωματικό κάματο και τον μόχθο της φιλοπερίεργης παρατήρησης των αισθητών, να έχει σαν ψωμί το μέσο για τη συντήρηση της παρούσας ζωής ή με την τέχνη ή με κάποιαν άλλη σοφή μεθόδευση για τή ζωή.
Ή καλύτερα, γη του Αδάμ είναι η καρδιά, που δέχτηκε την κατάρα της αφαίρεσης των ουράνιων αγαθών εξαιτίας της παράβασης. Τη γη αυτή είναι που τρώει κατά την πρακτική φι­λοσοφία με πολλές θλίψεις καθαρμένη από την κατάρα των έρ­γων της αισχύνης που βαραίνει τη συνείδηση. Και πάλι τους λογισμούς που όμοια μ' αγκάθια φυτρώνουν σ' αυτή για τη γέ­νεση των σωμάτων και όμοια με τριβόλια τους λογισμούς πρό­νοιας και κρίσης για τα ασώματα αποκαθαίροντάς τους με το λόγο θερίζει πνευματικά σαν χόρτο τη φυσική θεωρία. Και έτσι, σαν με τον ιδρώτα του προσώπου, με τον επιστημονικό κατά την γνώση τρόπο της διάνοιας τρώγει τον άρτο της θεολο­γίας, τον μόνο πραγματικά ζωτικό και που συντηρεί τη γένεση προς την αφθαρσία όποιων τον τρώνε. Γη λοιπόν είναι, που τρώγεται καλά, η κάθαρση της καρδίας με την πράξη, ενώ χόρ­το η γνώση των δημιουργημάτων που δίνει η φυσική θεωρία, και άρτος η αληθινή μυσταγωγία με τη θεολογία.
ΣΧΟΛΙΟ
1. Έργα του Αδάμ λέει τα πάθη της ατιμίας· γιατί τις αρε­τές τις πραγματοποιεί μόνο ο Θεός σ' οποίους θέλουν, λαμβάνοντας ως όργανο για τη φανέρωση των αρετών την πρόθεση μόνο όσων θέλουν.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 6
Αν, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη, όποιος έχει γεννηθεί από το Θεό δεν κάνει αμαρτία, γιατί το σπέρμα του Θεού που τον γέννησε μένει μέσα του και δεν είναι δυνατό να συνεχίσει ν' αμαρτάνει, και όποιος έχει γεννηθεί από νερό και Πνεύμα αυτός έχει γεννηθεί από το Θεό,[Ιω. 3,9·   Ιω. 3,5.] πως εμείς που γεννηθήκαμε από το Θεό με το βάπτισμα μπορούμε ν' αμαρτάνομε;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο τρόπος της γέννησης μας από το Θεό είναι διπλός- ο ένας δίνει δυνάμει παρούσα σ' αυτούς που γεννιούνται όλη τη χάρη της υιοθεσίας, ενώ ο άλλος την εισάγει ενεργεία όλη πα­ρούσα να μεταπλάθει εκούσια σύμφωνα με το Θεό που την γεν­νά όλη την προαίρεση αυτού που γεννιέται. Και ο ένας πιστεύει μόνο πως έχει δυνάμει παρούσα τη χάρη, ενώ ο άλλος έκτος από την πίστη δημιουργεί και τη θεϊκότατη ομοίωση του γνωσθέντος που ενεργεί κατ' επίγνωση σ' αυτόν που τη γνώρι­σε. Σε όποιους λοιπόν παρατηρείται ο πρώτος τρόπος της γέν­νησης, επειδή η γνώμη τους δεν έχει αποεξαρτηθεί τέλεια από την προσκόλληση στη σάρκα και δεν έχουν διαποτιστεί πλήρως με το πνεύμα κατά τη μέθεξη στη ν πράξη των θειων μυστηρίων, που είναι γνωστά τους, σ' αυτούς δεν είναι απούσα η ροπή σε κάποια στιγμή προς την αμαρτία, σε όποιους το επι­θυμούν. Γιατί δε γεννά γνώμη που δεν θέλει το Πνεύμα, αλλά εάν αυτή θέλει την μεταπλάθει για τη θέωση· αυτήν όποιος με­ταλάβει με την πείρα του συνειδητά δεν μπορεί από αυτό που κυρίως στ' αλήθεια εγνώρισε μια φορά στην πράξη, να μεταπέ­σει σε κάποιο άλλο κι αυτό να προσποιείται πως είναι το πρώτο, όπως και το μάτι που μια φορά είδε τον ήλιο, δεν μπο­ρεί να παραγνωρίσει έπειτα ως ήλιο τη σελήνη ή κάποια άλλα αστέρια στον ουρανό. Από όποιους όμως κατά τη γέννησή τους το Πνεύμα το άγιο έλαβε ακέρια την προαίρεση τους, αυτούς τους μετέθεσε εξολοκλήρου από τη γη στους ουρανούς και με την ενεργεία αληθινή επίγνωση άλλαξε το ποιο του νου τους με τις μακάριες ακτίνες του Θεού και Πατέρα, ώστε να νομιστεί πως είναι άλλος Θεός, μετέχοντας κατά την έξη με τη χάρη αυτό που όχι μετέχοντας αλλά υπάρχοντας στην ουσία του είναι ο Θεός. Σ' αυτούς η προαίρεση τους αποχτά σαφώς αναμάρτητη έξη της αρετής και της γνώσης, επειδή δεν μπορούν ν' αρνη­θούν αυτό που στην πράξη γνώρισαν με την πείρα. Κι αν ακόμα έχομε λοιπόν το Πνεύμα της υιοθεσίας, που είναι ζωτικό σπέρ­μα και που δίνει σ' αυτούς που γεννιούνται μορφή όμοια μ' αυ­τόν που τους γέννησε, ωστόσο δεν του δίνομε τη γνώμη μας καθαρή από τη ροπή και τη διάθεση για κάτι άλλο και αυτός εί­ναι ο λόγος που αμαρτάνομε με τη θέληση μας και μετά τη γέν­νηση μας με το νερό και το Πνεύμα. Αν όμως προετοιμάζομε τη γνώμη μας να δέχεται μ' επίγνωση την ενέργεια αυτών, εν­νοώ του νερού και του Πνεύματος, τότε με τις πράξεις μας το μυστικό νερό θα πετύχαινε την κάθαρση της συνείδησης και το ζωοποιό πνεύμα θα πραγματοποιούσε μέσα μας την άτρεπτη ολοκλήρωση του καλού με τη βίωση της γνώσης. Λείπει επο­μένως από τον καθένα από εμάς που μπορούμε ακόμα ν' αμαρτήσομε η βούληση να παραχωρήσομε στο Πνεύμα ολόκληρο τον εαυτό μας καθαρά και με τη θέληση μας.
1. Με τον ένα τρόπο δίδεται δυνάμει μόνο η χάρη της υιοθε­σίας, επειδή σ' όλους γενικά τους βαπτισμένους δίνεται η δυνατότητα να γίνουν υιοί του Θεού. Γιατί είπε˙ αν δε γεν­νηθεί κάποιος από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών. Επίσης λέει· σε όσους τον δέ­χτηκαν, τους έδωσε το δικαίωμα να γίνουν υιοί του Θεού. [Ιω. 3,5 και 1,12] Πως ενώ με τον άλλο τρόπο, με την εκτέλεση των εντολών και τη γνώση της αλήθειας, δίνεται η τελειότητα της ίδιας υιο­θεσίας, δηλαδή η αδυναμία γι' αμαρτία, με τη θέωση που δεν υπάρχει στον πρώτο τρόπο. Γιατί σ' αυτόν δεν αφαιρείται η δυνατότητα της αμαρτίας με την ελεύθερη θέληση του άν­θρωπου, επειδή δεν στρέφεται ακόμα στο Θεό όλος ο πόθος κατά χάρη.
2. Η αργή πίστη, λέει, έχει τη χάρη της υιοθεσίας δυνάμει, επειδή αυτοί που την έχουν δεν κινούνται με τις εντολές.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 7
Τι σημαίνει ο λόγος, γι' αυτό κήρυξε το ευαγγέλιο και στους νεκρούς, για να κριθούν βέβαια κατά σάρκα σαν άν­θρωποι, να ζουν όμως κατά Θεόν ως προς το πνεύμα. [Α' Πέτ. 4,6]οι νεκροί κρίνονται κατά σάρκα;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Είναι συνηθισμένο στη Γραφή να μεταλλάσσει τους χρό­νους και να παίρνει τον ένα στη θέση του άλλου και να εκφω­νεί τον μέλλοντα σαν χρόνο περασμένο και τον περασμένο σαν μέλλοντα και τον ενεστώτα στον πριν από αυτόν χρόνο και στον έπειτα από αυτόν, πράγμα που είναι φανερό σε όσους γνωρίζουν τη Γραφή. Λένε λοιπόν μερικοί ότι εδώ η Γραφή νε­κρούς ονομάζει τους ανθρώπους που απεβΙωσαν πριν από τον ερχομό στον κόσμο του Χριστού, όπως οι άνθρωποι του κατα­κλυσμού, της εποχής της κατασκευής του πύργου, οι νεκροί των Σοδόμων, της Αιγύπτου και οι άλλοι που σε διάφορους καιρούς και με διάφορους τρόπους δέχτηκαν την πολύτροπη εκδίκηση και τις φοβερές επιβουλές των θεΙων αποφάσεων. Αυτοί δεν τιμωρήθηκαν τόσο για την άγνοια του Θεού, όσο για το μεταξύ τους λυσσαλέο μίσος. Σ' αυτούς λέει ότι ευαγγελίσθηκε το μέγα κήρυγμα της σωτηρίας, και κρίθηκαν ήδη κατά σάρκα σαν άνθρωποι, δηλαδή έλαβαν την τιμωρία για το έγκλημα του ενός προς τον άλλο κατά την ένσαρκη ζωή τους, για να ζήσουν κατά Θεόν ως προς το πνεύμα, δηλαδή δεχόμενοι στην ψυχή τους, ενώ βρίσκονταν στον Άδη, το κήρυγμα της θεογνωσίας, πιστεύοντας μέσω του Σωτήρα που κατέβηκε στον άδη για να σώσει και τους νεκρούς. Για να κατανοήσομε λοι­πόν το χωρίο ας το εξηγήσομε ως εξής. Γι' αυτό ευαγγελίσθηκε και στους νεκρούς, για να κριθούν κατά σάρκα σαν άνθρω­ποι, να ζουν όμως κατά Θεόν ως προς το πνεύμα.
Ή πάλι νεκρούς ίσως λέει συγκεκαλυμμένα εκείνους που περιφέρουν στο σώμα τους τη νέκρωση του Ιησού, στους οποίους εύλογα έχει δοθεί, πραγματικά, εξαιτίας των έργα τους, το θειο Ευαγγέλιο, αφού βέβαια το Ευαγγέλιο διδάσκει την άρ­νηση της σαρκικής ζωής και την παραδοχή της πνευματικής, σ' αυτούς που σαν άνθρωποι, εννοώ την ανθρώπινη μέσα στη σάρ­κα ζωή κατά τον αιώνα τούτο, αποθνήσκουν και ζούνε μόνο κατά Θεόν ως προς το πνεύμα, σύμφωνα με τον θειο Απόστολο και τους γύρω του, που δεν ζούνε καθόλου δική τους ζωή, αλλά μόνο έχουν μέσα τους το Χριστό να ζει μέσα στην ψυχή τους. Έτσι οι νεκροί για χάρη του Θεού στον κόσμο τούτο κρίνονται κατά τη σάρκα ταλαιπωρούμενοι από θλίψεις και βάσανα πολ­λά και στενοχώριες και υπομένοντας με χαρά διωγμούς και μύ­ρια είδη πειρασμών.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 8
Επειδή πάλι ο άγιος Ιωάννης λέει ότι ο Θεός είναι φως και εάν περπατούμε μέσα στο φως, όπως αυτός είναι μέσα στο φώς [Α' Ιω 1,7], πως και φως λέγεται ο ίδιος, και είναι μέσα στο φως, σαν άλλος μέσα σε κάποιον άλλο;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο Θεός, που είναι στην ουσία του αληθινά φως, υπάρχει μέσα σ' εκείνους που περπατούν μέσα του με τις αρετές, που έγιναν φως αληθινό. Όπως λοιπόν όλοι οι άγιοι εξαιτίας της φιλοθεΐας τους γίνονται το κατά μέθεξη φως, μέσα στο κατ' ου­σίαν φως, έτσι το κατ' ουσίαν φως από φιλανθρωπία έρχεται μέσα στο κατά μέθεξη φως. Αν λοιπόν είμαστε με την αρετή και τη γνώση μας μέσα στον Θεό όπως σε φως και ο ίδιος ο Θεός ως φως υπάρχει μέσα σ' εμάς που είμαστε φως. Ο Θεός δηλαδή, το φύσει φως, έρχεται στο κατά μίμηση φως, όπως το αρχέτυπο μέσα στην εικόνα. Ή καλύτερα ο Θεός και Πατέρας είναι φως μέσα στο φως, δηλαδή μέσα στον Υιό και το άγιο Πνεύμα, χωρίς να είναι άλλο φως (ο Πατέρας) και άλλο (ο Υιός) και άλλο (το άγιο Πνεύμα), αλλά στην ουσία είναι ένα και το αυτό φως, τριπλόφωτο όμως ως προς τον τρόπο της ύπαρ­ξης·
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 9
Γιατί λέει πάλι ο άγιος Ιωάννης, αδελφοί, τώρα είμαστε παιδιά του Θεού και δεν φανερώθηκε ακόμα τι θα γίνομε [Α' Ιωάν. 3,2]; Αν δεν φανερώθηκε ακόμα τι θα γίνομε, πως ο άγιος Παύ­λος λέει, σ' εμάς όμως ο Θεός τα αποκάλυψε μέσω του Πνεύματος- γιατί το πνεύμα έρευνα τα πάντα και τα βάθη του Θεού;[ Α' Κορ. 2,10] Πως διατυπώνει και τέτοιες σκέψεις για το τι θα γί­νομε;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο άγιος ευαγγελιστής Ιωάννης λέει ότι αγνοεί τον τρόπο της μελλοντικής θέωσης όσων έγιναν εδώ παιδιά του Θεού με τις αρετές που ορίζει η πίστη, επειδή δεν έχει ακόμα φανερω­θεί η αυθύπαρκτη κατά την όψη υπόσταση των μελλοντικών αγαθών. Γιατί εδώ περπατούμε με την πίστη και όχι με το ίδωμα. Β' Κορ. 5,7 Ο άγιος Παύλος όμως λέει ότι πληροφορήθηκε με αποκάλυψη το θειο σκοπό για τα μελλοντικά αγαθά.Γαλ. 1,12., αλλά δεν γνωρίζει τον τρόπο της θέωσης σύμφωνα με το θείο σκοπό. Γι' αυτό λέει ερμηνεύοντας τη σκέψη του με σαφήνεια˙ προχωρώ επιδιώκοντας το σκοπό μου, το βραβείο της κλήσης μου στον ουρανό.Φιλιπ. 3,14, θέλοντας δηλαδή να μάθει από την πείρα τον τρόπο της εκπλήρωσης με την πράξη του θείου σκοπού, που έγινε εδώ γνωστός σ' αυτόν με αποκάλυψη, της θεοποιητικής δύναμης όποιων το αξιώνονται. Συμφωνούν λοιπόν οι απόστολοι, ομοφωνώντας μεταξύ τους στη φαινομενικά αντικρουόμενη διδα­σκαλία τους, επειδή κινούνται από το ένα και αυτό Πνεύμα. Ο ένας ομολογεί την άγνοια του τρόπου της μελλοντικής κατά χάρη θέωσης, ενώ ο άλλος παρουσιάζει μεγαλόπνευστα τη γνώση του σκοπού. Ότι έχει αυτή τη γνώμη ο μέγας Απόστο­λος, έγινε ο ίδιος μάρτυρας του εαυτού του με όλους τους θείους λόγους του, άλλοτε λέγοντας ότι θα καταργηθεί κάθε γνώση και προφητεία Α' Κορ. 13,8, άλλοτε δεν έχω ακόμα για τον εαυτό μου την ιδέα ότι το έκανα δικό μου Φιλιπ. 3,13, άλλοτε πάλι λέγει πως βλέπει τα μελλοντικά σαν μέσα σε καθρέφτη και μ' αινίγματα και ότι είναι καιρός ν' απολαύσει πρόσωπο με πρόσωπο τη μεγάλη και πάνω από νόηση χάρη Α' Κορ. 13,12, άλλοτε ομολογεί ότι γνωρίζει κατά ένα μέρος και ότι προφητεύει κατά ένα μέρος.  Β' Κορ. 13,9, κι άλλοτε φωνάζει δυνατά ότι πρέπει να γνωρίσει αυτόν όπως έχει γνωστεί,  Α' Κορ. 13,12 γιατί δηλαδή δεν έχει μάθει ακόμα αυτό που είναι να μάθει. Και μ' ένα λόγο, αυτό που είπε ο Απόστολος ότι όταν έρθει το τέλειο, θα καταργηθεί το μερικό, μου φαίνε­ται πως είναι το ίδιο μ' αυτό που είπε ο Θεολόγος, δε φανερώ­θηκε ακόμα τι θα γίνομε.
ΕΡΩΤΗΣΗ 10
Αν αυτός που φοβάται δεν είναι τέλειος στην αγάπη [Α' Ιω. 4,18], πως δεν υπάρχει υστέρημα σ' αυτούς που τον φοβούνται;[Ψαλμ. 33,10] Αν δεν υπάρχει υστέρημα, είναι φανερό ότι έγινε τέλειος. Πως λοιπόν οποίος φοβάται δεν έχει γίνει τέλειος;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Η καλή διάταξη των θείων Γραφών, που ορίζει τους βαθ­μούς εκείνων που βαδίζουν προς τη θεία ενότητα βγαίνοντας από το πλήθος των παθών σύμφωνα με τον σωτήριο νόμο του Πνεύ­ματος, όσους εισάγονται και βρίσκονται ακόμα κάπου στα πρό­θυρα της θείας αυλής των αρετών τους κάλεσε 'φοβουμένους', ενώ όποιους απόκτησαν τη σύμμετρη έξη των λόγων και των τρόπων της αρετής τους ονομάζει 'προκόπτοντας', κι όποιους έχουν ήδη φτάσει γνωστικά την ίδια την κορυφή της αλήθειας της αποκαλυπτικής των αρετών τους αποκαλεί 'τελείους'. Ούτε λοιπόν όποιος φοβάται τον Κύριο, έχοντας αποστραφεί τελείως την παλαιά του αναστροφή μέσα στη φθορά των παθών κι έχο­ντας από φόβο παραδώσει όλη του τη διάθεση στα θεία προσ­τάγματα υστερεί σε κάποιο καλό από όσα αρμόζουν σε όσους εισάγονται στην πίστη, κι αν ακόμα δεν αποκτήσει την έξη των αρετών και δεν έγινε μέτοχος της σοφίας που διαθέτουν οι τέ­λειοι. Ούτε όμως 'ο προκόπτων' υστερεί από κάποιο καλό που απαιτεί ο βαθμός του, κι αν ακόμα δεν έχει αποκτήσει την ίδια με τους τέλειους υπερέχουσα γνώση των θείων.
Και πάλι όσοι ασκούν ανδρικά την πρακτική φιλοσοφία, αλλά δεν έχουν ακόμα απαλλάξει την ψυχή τους από το φόβο και τη μνήμη των μελλοντικών θείων κολαστηρίων να εννοήσομε πως είναι οι φοβούμενοι, που δεν υστερούν γενικά, σύμ­φωνα με τον μακάριο Δαβίδ, σε τίποτε από όσους αγωνίζονται για χάρη της αλήθειας κατά της εχθρικής δύναμης, υπολείπο­νται όμως ακόμα στην κατά νου καθάρια παραχώρηση των μυστικών θεαμάτων στους τέλειους. Όσοι όμως έχουν ήδη αξιω­θεί μυστικά τη θεωρητική θεολογία και έκαναν το νου τους από κάθε υλική φαντασία καθαρό και εικόνα που αποδίδει όλη τη μίμηση της θείας ωραιότητας χωρίς έλλειψη, αυτοί ας είναι για μας 'όσοι αγαπούν'
Δεν έχουν λοιπόν υστέρημα οι φοβούμενους κατά τον μα­κάριο Δαβίδ, ως φοβούμενοι, κι αν ακόμα δεν έχει ο φοβούμε­νος την πλήρη και τέλεια άμορφη ένωση με το λόγο σε ίσο βαθμό με όσους αγαπούν τον Κύριο. Γιατί καθένας έχει την τε­λειότητα της τάξης του και της καθορισμένης γι' αυτόν θέσης, [Α' Κορ 15,23] κι αν ακόμα είναι ένας ψηλότερος από ένα άλλο κατά το ποιο ή το ποσό της πνευματικής ηλικίας.
Και επειδή είναι διπλός ο φόβος σύμφωνα με το λόγο να φοβηθείτε περισσότερο αυτόν που μπορεί και το σώμα και την ψυχή να οδηγήσει στην απώλεια της γέεννας,[Ματθ. 10,28] και με το λόγο ο φόβος του Κυρίου είναι αγνός και παραμένει στον αιώνα του αιώνα [Ψαλμ. 18,10] και είναι μέγας και φοβερός για όλους όσοι τον περι­κυκλώνουν,[Ψαλμ. 88,8] πρέπει να εξετάσομε πως η αγάπη εκδιώκει το φόβο,[Α' Ιω. 4,18] αν αυτός παραμένει στον αιώνα του αιώνα, και πως θα είναι φοβερός ο Θεός στους άπειρους αιώνες για όσους είναι ολόγυρα του.
Ή καλύτερα όπως είπα, ο φόβος είναι διπλός, ο ένας αγνός και ο άλλος όχι αγνός. Για παράδειγμα- ο φόβος που γεννιέται από την προσδοκία της κόλασης για αμαρτήματα μας έχοντας την αμαρτία ως αιτία της γένεσης του, επειδή δεν είναι αγνός, δε θα παραμείνει για πάντα, αφού συναφανίζεται μαζί με την αμαρτία με τη μετάνοια. Ενώ ο αγνός φόβος που μας συνέχει πάντα χωρίς θύμηση αμαρτημάτων, δε θα διαλυθεί ποτέ, επειδή έχει φυτευθεί κατά κάποιο τρόπο μέσα στην ουσία του κτίσμα­τος από το Θεό που κάνει έτσι έκδηλο σ' όλους πόσο ο φυσι­κός σεβασμός σ' αυτόν ξεπερνά κάθε βασιλεία και δύναμη. Όποιος λοιπόν δεν φοβάται το Θεό ως κριτή αλλά τον σέβεται για την υπερβολική υπεροχή της άπειρης δύναμής του, δικαιο­λογημένα δεν έχει υστέρημα, αφού έχει τέλεια αγάπη, κι αγαπά το Θεό με συστολή και τον πρέποντα σεβασμό, αυτός είναι που έχει αποκτήσει το φόβο που παραμένει στην αιώνα του αιώνα και δεν έχει απολύτως κανένα υστέρημα.
Συμφωνούν επομένως μεταξύ τους ο προφήτης κι ο ευαγγε­λιστής, ο ένας λέγοντας ότι, όσοι φοβούνται τον Κύριο δεν έχουν κανένα υστέρημα και ο άλλος οποίος τον φοβάται σαν κριτή εξαιτίας της ρυπωμένης συνείδησης του δεν είναι τέλειος στην αγάπη. Ίσως σύμφωνα μ' αυτή την εκδοχή, είναι και φο­βερός ο Θεός για όσους στέκονται ολόγυρα του, γιατί κάνει αναμιγμένη με φόβο την αγάπη όσων τον αγαπούν και όσων θα τον αγαπήσουν. Γιατί η αγάπη όταν χωριστεί από το φόβο μεταπίπτει πολλές φορές από τη φύση της σε περιφρόνηση, αφού ο φόβος δεν θέτει φραγμό κατά κάποιο τρόπο στην παρρησία που η αγάπη από τη φύση της γεννά.
Ας προσπαθήσομε να κατανοήσομε τώρα, εάν νομίζεις, τι θέλει να πει αυτό το ολόγυρα του [Ψαλμ. 88,8] που λέει ο προφήτης. Όποιος περικυκλώνεται έχει όσους τον περικυκλώνουν εμπρός και πίσω και δεξιά κι αριστερά. Επειδή λοιπόν και ο Κύριος έχει αυτούς που τον περικυκλώνουν, ας εννοήσομε ως πίσω του όσους πορεύτηκαν πίσω από τον Κύριο και Θεό μας άμεμπτα εφαρμόζοντας τις εντολές του με τις πράξεις τους· ως από τα αριστερά του, όσους κατόρθωσαν τη φυσική πνευματική θεω­ρία με την ευσεβή κατανόηση των κριμάτων του γιατί το βι­βλίο των Παροιμιών λέει για τη σοφία˙ στ' αριστερά της υπάρχει πλούτος και δόξα·[Παρμ. 3,16] ως από τα δεξιά του, όσους δέχτη­καν την άυλη γνώση των νοητών καθαρή από την αισθητή ει­κόνα· γιατί λέει, στα δεξιά της (της σοφίας) υπάρχουν χρόνια ζωής˙ ως εμπρός του, όσους από υπερβολική ερωτική θέρμη της νοερής επιθυμίας τους για τη θεία ομορφιά αξιώθηκαν να την απολαύσουν πρόσωπο με πρόσωπο.  Αν πάλι υπάρχει για το θέμα αυτό κι άλλος λόγος μεγαλύ­τερος κι ανώτερος, εξετάστε τον εσείς και οι θείοι άνδρες που είναι κοντά σας.
ΕΡΩΤΗΣΗ 11
Ποια είναι η αρχή (το αξίωμα) που δε φύλαξαν οι άγγελοι, ποιο είναι το κατοικητήριο που εγκατέλειψαν, ποια είναι τα αιώνια δεσμά, ποιος είναι ο ζόφος που μέσα σ' αυτόν φυλακίστηκαν και τι θα πάθουν κατά την κρίση της μεγά­λης ημέρας; [Ιούδα 6.]
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο λεπτομερής λόγος γι' αυτά τα ερωτήματα ας φυλαχθεί γι' αυτού μόνο που έχουν αποστολική διάνοια, που διδάχτηκαν κατ' ευθείαν από το Λόγο τόσο την αψευδή γνώση των όντων όσο και την αγαθή και δίκαιη εκδήλωση της σοφής πρόνοιας επάνω στα όντα, επειδή δεν έχουν αφήσει κανένα νοερό διατεί­χισμα ανάμεσα σ' αυτούς και το Λόγο.
Όσο λοιπόν φθάνει η δική μου σκέψη, εμένα που βρίσκο­μαι χαμηλά και υπάρχουν πολλά εμπόδια να φτάσει σ' έμενα ο λόγος, αρχή των αγγέλων που δεν τη φύλαξαν είναι ίσως ο λό­γος σύμφωνα με τον οποίο κτίστηκαν ή η δυνατότητα που τους έδωσε η χάρη για τη θέωσή τους η πάλι η θέση της τάξης στην οποία τους αξΙωσε η χάρη. Το κατοικητήριο είναι ο ουρανός ή η σοφία σύμφωνα με την κατοχή των πάνω από έννοια αγαθών που δημιουργήθηκαν για να κατοικούν -γιατί συχνά ο Λόγος μιλάει και για οίκο σοφίας [Παρμ. 9,1] - ή είναι η φρουρητική εποπτεία των φυσικών κι επίκτητων αγαθών της άχρονης Θεότητας που τους δόθηκε και που την έχασαν επειδή την άσκησαν τυραννι­κά. Αιώνιοι δεσμοί είναι η αυτόγνωμη πλήρης και συνεχής αδράνεια τους στο καλό, που δε θα τους αφήσει ν' απολαύσουν ποτέ την παραμικρή θεία άνεση. Ή πάλι η προνοητική δύναμη του Θεού που για χάρη της σωτηρίας μας εμπόδιζε την ενα­ντίον μας μανία τους, μη επιτρέποντας να ευοδωθούν οι ενα­ντίον μας επινοήσεις της κακίας τους. Ζόφος είναι η πλήρης και ολοκληρωτική άγνοια της θείας χάριτος, σύμφωνα με την οποία, έχοντας μεταβληθεί τελείως στη γνώμη, στερήθηκαν την πάμφωτη και ακήρατη μετάδοση σ' αυτούς του φωτός και ξόδεψαν όλη τη φυσική νοερή δύναμη που τους δόθηκε στο μη ον. Το τι θα πάθουν όμως κατά τη φοβερή ημέρα της κρίσης, το γνωρίζει μόνο ο δίκαιος κριτής [ Β' Τιμ. 4,8] που καθορίζει στον καθένα κατά την αξία του τη δίκαιη αμοιβή και που απονέμει το είδος της τιμωρίας όπως πρέπει ίσο με το μέτρο της κακίας τους και που βγάζει δίκαια την απόφαση του για τους ατελεύτητους αιώ­νες, σύμφωνα με τις αγαθές αποφάσεις του.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 12
Ποιος είναι ο χιτώνας ο σπιλωμένος από τη σάρκα; [Ιούδα 23]
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο χιτώνας ο σπιλωμένος είναι η ζωή η κηλιδωμένη με πολλά πλημμελήματα από τα παθήματα της σάρκας. Γιατί κα­θένας άνθρωπος διακρίνεται φυσικά από τη συμπεριφορά του στη ζωή είτε ως δίκαιος είτε ως άδικος, ο ένας έχοντας καθαρό χιτώνα τον ενάρετο βίο κι ο άλλος έχοντας ζωή σπιλωμένη από έργα πονηρά.
Ή καλύτερα, σπιλωμένος από τη σάρκα χιτώνας είναι η έξη και η διάθεση που σφραγίζει συνειδητά την ψυχή με τη μνήμη των πονηρών κινημάτων και ενεργημάτων. Αυτήν βλέ­ποντας για πάντα σαν ένα χιτώνα που έχει περιβληθεί γεμίζει από τη δυσωδία των παθών. Όπως δηλαδή το πνεύμα με τις αρετές που συνυφαίνονται κατά λόγον μεταξύ τους φτιάχνει το χιτώνα της αφθαρσίας για την ψυχή, που όταν τον ντυθεί γίνε­ται ωραία και λαμπρή, έτσι και η σάρκα, με τη συνύφανση των παθών κατά αλογία, φτιάχνει κάποιο χιτώνα ακάθαρτο και σπι­λωμένο που καθιστά την ψυχή γνωστή από τον εαυτό του, βά­ζοντας μέσα της μορφή και εικόνα άλλη από αυτήν που έβαλε ο Θεός.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 13
Τι σημαίνει ο λόγος, τα αόρατα του Θεού από τότε που χτί­στηκε ο κόσμος γίνονται ορατά καθαρά μέσω των δημιουργη­μάτων με τα μάτια της διάνοιας, καθώς και η αΐδια δύναμη και η Θεότητά του; [Ρωμ. 1,20] Ποια είναι τα αόρατα του Θεού και ποια η αΐδια δύναμη και Θεότητά του;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Οι λόγοι των όντων που προετοιμάστηκαν πριν από τους αιώνες μέσα το Θεό, όπως αυτός γνωρίζει, -αυτούς οι θείοι άν­δρες συνηθίζουν να τους καλούν και αγαθά θελήματα-, ενώ εί­ναι αόρατοι, γίνονται καθαρά ορατοί διαμέσου των δημιουργη­μάτων με τα μάτια της διάνοιας. Όλα δηλαδή τα δημιουργήμα­τα του Θεού εξεταζόμενα από εμάς κατά τη φύση τους με τη δέουσα επιστήμη, μας μαρτυρούν μυστικά τους λόγους για τους οποίους έγιναν και αποκαλύπτουν όλα μαζί το θειο σκοπό που αφορά κάθε δημιούργημα, σύμφωνα με το λόγο- οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού και το στερέωμα αναγγέλλει τη δημιουργία των χεριών του. [Ψαλμ. 18,2] Αΐδια δύναμη και Θεότητα είναι η πρόνοια που συγκρατεί τα όντα σε συνοχή και η σύμφωνη μ' αυτή θεοποιητική ενέργεια όσων δέχονται αυτή την πρόνοια.
Ή ίσως τα αόρατα του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η αΐδια δύναμη και Θεότητά του, που έχουν διαπρύσιους κήρυκες τους την υπερφυσική μεγαλοπρέπεια των δημιουργη­μάτων. Όπως δηλαδή από τα όντα πιστεύομε πως υπάρχει αυ­τός ο κυρίως Θεός, έτσι από την ουσιώδη διαφορά των όντων κατά το είδος, διδασκόμαστε την σοφία που υπάρχει έμφυτη στην ουσία του και συνεκτική των όντων. Και πάλι- από την κατά το είδος κίνηση της ουσίας των όντων πληροφορούμαστε την ζωή που υπάρχει έμφυτη στην ουσία του και συμπληρώνει τα όντα, παίρνοντας το λόγο για την αγία Τριάδα -εννοώ τον Πατέρα και τον Υιό και το άγιο Πνεύμα -από τη σοφή θεωρία της κτίσης. Γιατί η αΐδια δύναμη του Θεού είναι ο Λόγος ως ομοούσιος του και αΐδια Θεότητα το ομοούσιο άγιο Πνεύμα.
Είναι λοιπόν κατάκριτοι οποίοι δε συνδιδάχθηκαν την αι­τία των όντων από τη θεωρία των όντων και όσα προσιδιάζουν κατά φύση στην αιτία, εννοώ τη δύναμη και τη Θεότητα. Φωνά­ζει λοιπόν η κτίση με τα δημιουργήματα της και κατά κάποιο τρόπο διακηρύσσει σε οποίους μπορούν ν' ακούσουν νοερά την ίδια αιτία να υμνείται τριαδικά, εννοώ το Θεό και Πατέρα, και την άφατη δύναμη και Θεότητα του, δηλαδή τον μονογενή Λόγο και το άγιο Πνεύμα. Γιατί αυτά είναι τα αόρατα του Θεού που από την αρχή της δημιουργίας γίνονται ορατά με τα μάτια της διάνοιας.
ΣΧΟΛΙΟ
1. Από τα όντα, λέει, μαθαίνομε τον αίτιο των όντων, από τη διαφορά των όντων πληροφορούμαστε την ενυπόστατη σο­φία του όντος, και από τη φυσική κίνηση των όντων διδα­σκόμαστε την ενυπόστατη ζωή του όντος, τη ζωοποιό δύνα­μη των όντων, δηλαδή το Πνεύμα το άγιο.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 14
Τι σημαίνει ο λόγος, και σεβάστηκαν και λάτρευσαν την κτί­ση και όχι τον κτίστη; [Ρωμ. 1,25] Τι είναι σέβας και τι είναι λατρεία;
 
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Σέβας είναι η προσκύνηση του θείου με πίστη, ενώ λατρεία είναι η διακονία του με έργα. Αυτό το σέβας, δηλαδή την πίστη, μεταβιβάζοντας το οι άνθρωποι στην κτίση αντί στον κτίστη, πίστευαν και προσκυνούσαν και λάτρευαν δαιμόνια, προσφέροντας τους υπηρεσία με τα πονηρά τους έργα. Ενώ εμείς, που σεβόμαστε το Θεό με την πίστη μας σ' αυτόν, ας φροντίσομε να του προσφέρουμε και λατρεία καθαρή την πολι­τεία μας που γίνεται τέλεια με τις αρετές.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 15
Τι σημαίνει ο λόγος, γιατί το άφθαρτό σου Πνεύμα υπάρχει μέσα σε όλα, γι' αυτό και όποιους ξεκλίνουν λίγο τους ελέγ­χεις;[Σοφ. Σολ. 12,1] Αν το λέγει για το άγιο Πνεύμα, τότε πως σε καρ­διά ασύνετη δε θα εισέλθει σοφία και δε θα κατοικήσει σε σώμα καταχρεωμένο από αμαρτίες; [Σοφ. Σολ. 1,4] Το εσημεΙωσα αυτό επειδή λέγεται για όλα γενικά.
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Το Πνεύμα το άγιο δεν απουσιάζει από κανένα ον και μά­λιστα από όσα έχουν οπωσδήποτε προικισθεί με λόγο. Γιατί εί­ναι στοιχείο συνεκτικό της γνώσης του καθενός, διότι όντας Θεός και Πνεύμα Θεού προχωρεί ανάμεσα από όλα δυναμικά προνοώντας και ανακινεί το φυσικό λόγο του καθενός και έτσι οδηγεί σε συναίσθηση όσων πράχτηκαν πλημμελώς έξω από το νόμο της φύσης αυτόν που αισθάνεται και έχει προαίρεση που υποχωρεί εύκολα στην υποδοχή των ορθών λογισμών που προκαλούνται από τη φύση. Και πράγματι βρίσκομε πολλούς ακόμα και από τους εξαιρετικά βάρβαρους και νομάδες να εκ­δηλώνουν αισθήματα καλοκαγαθίας και ν' αθετούν τους θηριώ­δεις νόμους που επικράτησαν ανέκαθεν σ' αυτούς.
Έτσι λοιπόν σ' όλα γενικά υπάρχει το άγιο Πνεύμα προσ­διορισμένο όμως και με άλλη έννοια υπάρχει σε όλους εκείνους που ακολουθούν το Νόμο ως νομοθετικό και προαγγελτικό των μελλοντικών μυστηρίων, που τους προκαλεί αίσθηση της κατα­πάτησης των εντολών και γνώση της τελειότητας που έχει προ­αγγελθεί από το Χριστό. Γι' αυτό βρίσκομε κι από αυτούς πολ­λούς να εγκαταλείπουν την παλαιά και σκιώδη λατρεία [Εβρ. 8,5] και ν' αλλάζουν πρόθυμα στη νέα και μυστική.
Υπάρχει εκτός από τους τρόπους που προανέφερα και σ' όλους που κληρονόμησαν με την πίστη τους το θείο και θεοποιό πράγματι όνομα του Χριστού, όχι μόνο επειδή φρουρεί και ανακινεί προνοητικά τον καταφύση λόγο και αποδεικνύει την παράβαση των εντολών ή τη φύλαξη τους και μηνύει την προεξαγγελία του Χριστού, αλλά και επειδή δημιουργεί την υιοθε­σία που δόθηκε κατά χάρη με την πίστη. Επειδή δηλαδή παρέ­χει σοφία πηγαίνει σ' εκείνους μόνο που έχουν καθαρθεί και στην ψυχή και στο σώμα με την ακριβή συνάσκηση των εντο­λών, συναναστρεφόμενο αυτούς σα να είναι οικείοι του με την απλή και άυλη γνώση και διαπλάθει το νου τους για τη θέωση με τ' άχραντα νοήματα των απορρήτων πραγμάτων.
Βρίσκεται λοιπόν σε όλα γενικά, επειδή συνέχει όλα και προνοεί για όλα και ανακινεί τα φυσικά σπέρματα, ενώ προσ­διορισμένο βρίσκεται και σε όλους που υπακούουν στο Νόμο, επειδή υποδεικνύει την παράβαση των εντολών και φωτίζει την προαναγγελμένη υπόσχεση για την έλευση του Χριστού, ενώ σε όλους τους πιστούς του Χριστού εκτός από τα παραπάνω εί­ναι και πρόξενο της υιοθεσίας. Ως αυτό που παρέχει σοφία δεν βρίσκεται γενικά σε κανένα από όσους αναφέρθηκαν, εκτός από εκείνους που κατανόησαν και έκαναν τον εαυτό τους με την ένθεη πολιτεία τους άξιο για τη θεοποιό ενοίκησή του. Για­τί καθένας που δεν κάνει τα θεία θελήματα, κι αν ακόμα είναι πιστός, έχει ασύνετη καρδιά, επειδή είναι εργαστήρι πονηρών λογισμών και το σώμα καταχρεωμένο από αμαρτίες, επειδή εί­ναι συνεχώς ένοχο για μολυσμούς παθών που πάντοτε διασκορπίζεται και διασκορπίζει μαζί της το νου που τη διαπράττει και που τον χωρίζει από την ενική ταυτότητα γύρω από την αλήθεια και διασκορπίζοντας τον σε πολλές αθεμελίωτες φαντασίες και δοξασίες για τα μη όντα δημιουργεί μιαν αλόγιστη έξη. Αυτήν την λεπταίνει και τη σπέρνει κάτω από νερό η παρουσία του θείου λόγου, απαλύνοντας με τη λε­πτότητα της θεωρίας το πάχος της διάνοιας που διαπιστώνεται με την αίσθηση στην επιφάνεια των παθών και διαστέλλοντας ευκρινώς τη μεταβολή και τη σύγχυση των φυσικών δυνάμεων που προκαλεί το πάθος και επαναφέροντας έτσι πάλι την οι­κεία αρχή της γνώσης. Αυτό το νόημα έχει, νομίζω, η σπορά κάτω από το νερό.
Όλη την εξήγηση λοιπόν όσων ιστορούνται στο οικείο μέρος της Γραφής, συντομευμένη στα παραπάνω, την παρέθεσε ο λόγος μου. Για να γίνει όμως το χωρίο σαφέστερο, ας εξετάσομε, αν νομίζεις, κάθε σημείο με ένα ορισμό.
Μοσχάρι χυτό είναι η σύγχυση και η ανάμειξη μεταξύ τους των φυσικών δυνάμεων ή καλύτερα η εμπαθής και αλόγιστη συγκέντρωση των παρά φύση παθών που δημιουργεί την αλόγι­στη ενέργεια. Και είναι ένα το μοσχάρι, επειδή η έξη της κα­κίας είναι μία, που διασπάται σε πολλά είδη κακίας. Και είναι μοσχάρι, επειδή το μοσχάρι είναι καρτερικό και φιλόπονο και ικανό στη γεωργία και κατά κάποιο τρόπο είναι αναδοτικό και επινοητικό της κακής διάθεσης γύρω από τα πάθη, όπως συμ­βαίνει με το μηρυκασμό. Και είναι χυτό, επειδή η έξη των πα­θών και η ενέργεια σχηματίζεται σύμφωνα με το είδος της προτεθειμένης μέσα στη διάνοια κακής φαντασίας. Το αυτοί είναι οι θεοί σου, Ισραήλ λέγεται σε πληθυντικό αριθμό, επειδή το κακό από τη φύση του απλώνεται και είναι άστατο και πολύ­μορφο και χωριστικό. Αν δηλαδή το καλό ως από τη φύση του ενοποιεί και συνδέει τα χωρισμένα, το κακό είναι φανερό ότι διαίρει και φθείρει τα ενωμένα.
Ενώτια είναι οι λόγοι περί θεολογίας που ενυπάρχουν φυ­σικά μέσα στο νου προϊόντα της ευσεβούς κατανόησης των όντων. Τα περιδέρεια είναι τα ορθά διδάγματα για τα όντα. Τα ψέλλια είναι η πράξη και ενέργεια των αρετών. Ή αλλιώς ενώτια είναι ο έμφυτος λόγος -γιατί σύμβολο του νου είναι το αυτί-και περιδέραια είναι το θυμικό -γιατί ο τράχηλος είναι τύπος εξουσίας και τυραννίας-. Ψέλλια των χεριών είναι η επιθυμία που την δείχνει η πράξη της ηδονής. Όλη αυτά ανάλογα με την έννοια που δόθηκε στο καθένα ρίχνοντάς τα ο νους στη φωτιά των παθών χτίζει την άλογη κι ανόητη έξη της άγνοιας, τη μητέρα όλων των κακών. Τη λεπτύνει όμως, όταν ο νους, εξετάζοντας διανοητικά το πάχος του πάθους όπως φαίνεται εξωτερικά με την αίσθηση, αναγάγει διαιρώντας στην οικεία αρχή το καθένα από όσα συντελούν στη σύνθεση του πάθους. Και έτσι σπέρνει κάτω από το νερό, εννοώ τη γνώση της αλή­θειας, όσα διακρίθηκαν και απαλλάχτηκαν από την μεταξύ τους κακή συμπλοκή και σύνθεση.
Το εννοώ αυτό κάπως έτσι˙ κάθε πάθος συνίσταται οπωσ­δήποτε με τη συμπλοκή κάποιου αισθητού και κάποιας αίσθη­σης και κάποιας φυσικής δύναμης, εννοώ το θυμό και την επι­θυμία ή το λόγο που έχει παρεκτραπεί από το καταφύση. Αν λοιπόν μπορέσει ο νους, αφού θεωρήσει την τελική σύνθεση με­ταξύ τους, του αισθητού, της αίσθησης και της σχετικής φυσι­κής δύναμης, να ξεχωρίσει καθένα από αυτά και να το επαναφέ­ρει στον οικείο φυσικό του λόγο και να θεωρήσει καθεαυτό το αισθητό έξω από τη σχέση του με την αίσθηση και την αίσθη­ση έξω από την οικειότητα του αισθητού προς αυτήν και την επιθυμία, ας πούμε, ή κάποια άλλη από τις φυσικές δυνάμεις χωρίς την εμπαθή διάθεση προς την αίσθηση και το αισθητό, όσο η όποια κίνηση του πάθους προετοιμάζει να γίνει η θεωρία, λείανε και λέπτυνε τη σύσταση του μοσχαριού, του οποιουδή­ποτε δηλαδή πάθους που προκύπτει και το έσπειρε κάτω από το νερό της γνώσης, αφανίζοντας εντελώς κι αυτήν ακόμα την κούφια φαντασία των παθών με την αποκατάσταση στον εαυτό τους των πραγμάτων που καταφύση το αποτελούν. Είθε και εμείς να λεπτύνομε και να αφανίσομε το χυτό μοσχάρι της ψυχής και να της μείνει μόνη η ανόθευτη θεία εικόνα που να μην μολύνεται με τίποτε γενικά από τα έξω.
Και αυτό που λέγεται στο τέλος, και ο Μωυσής έδωσε να το πιουν οι υιοί του Ισραήλ,[Εξ. 32,20] σημαίνει τον τρόπο της διδασκα­λίας που παρέχουν οι δάσκαλοι στους μαθητές τους, ο οποίος καθαρίζει τα πάθη.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 17
Αν έστειλε ο Θεός το Μωυσή στην Αίγυπτο, για ποιο λόγο ο άγγελος του Θεού ζητούσε να φονεύσει τον απεσταλμένο του Θεού, και θα τον φόνευε, αν δεν προλάβαινε η γυναίκα να κάνει περιτομή στο παιδί και να σταματήσει με την ενέρ­γειά της την ορμή του αγγέλου; [Εξ. 4,24έ.] Κι αν ήταν ανάγκη να γίνει η περιτομή του παιδιού, γιατί πριν στείλει ο Θεός τον άγγελο δεν τον πρόσταξε με ήμερο τρόπο να κάνει περιτομή στο παι­δί; Και γιατί, κι όταν ακόμα ήταν τιμωρία, ο αγαθός άγγελος δεν νουθέτησε ήμερα τον απεσταλμένο του Θεού σε μια τέ­τοια διακονία;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Όποιος έρευνα με φόβο Θεού τα της Γραφής και μόνο για τη θεία δόξα, αφαιρώντας το γράμμα το ωσάν προκάλυμμα του Πνεύματος, θα βρει τα πάντα εμπρός του,[Παρμ. 8,9.] σύμφωνα με το λόγο της σοφίας και δε θα βρεθεί κανένα εμπόδιο για την άψο­γη πορεία της διανοίας προς τα θεία. Την ιστορία λοιπόν που πραγματοποιήθηκε ήδη σωματικά στα χρόνια του Μωυσή ας την αφήσομε κι ας προσπαθήσομε να κατανοήσομε με τα μάτια του νου το πνευματικό νόημα της ιστορίας που πραγματοποιεί­ται συνεχώς και που με την πραγματοποίηση της δυναμώνει όλο και περισσότερο.
Έρημος λοιπόν, από την οποία στέλνεται ο Μωυσής στην Αίγυπτο για να βγάλει τους υιούς του Ισραήλ, είναι η ανθρώπινη φύση ή αυτός εδώ ο κόσμος ή και η έξη που είναι στερημέ­νη από πάθη. Με αυτήν και μέσα σ' αυτόν μαθαίνοντας ο νους με τη θεωρία τη γνώση των όντων, δέχεται από το Θεό προτρο­πή κρυφή και μυστική στα άφαντα της καρδιάς να βγάλει από την Αίγυπτο, εννοώ από τη σάρκα και την αίσθηση, σαν Ισ­ραηλίτες, τις θείες έννοιες των όντων, που υποφέρουν ανώφελα μέσα στον πηλό, δηλαδή τα πάθη της σάρκας. Μ' αυτή τη θεία διακονία εμπιστευμένος ο νους, με τη δεμένη μαζί του με τη γνώση σοφία, σα να 'ταν συμβία του, και με τον ευγενικό τρόπο και λογισμό που γεννήθηκε από αυτήν πορεύεται οπωσδήποτε το δρόμο των αρετών της σεμνής πολιτείας του, που δεν δέχε­ται με κανένα τρόπο τη στάση όσων τον περπατούν, αλλά θέλει να τρέχουν ασταμάτητα και δυνατά σύμφωνα με το στόχο της ψυχής προς το βραβείο της άνω κλήσης,[Φιλιπ. 3,14.] επειδή το σταμάτημα της αρετής είναι αρχή κακίας, καθώς ο νους ασχολήθηκε εμπαθώς με κάποιο υλικό από όσα βρίσκονται από τη μια και την άλλη πλευρά του δρόμου και καθώς κάνει απερίτμητο και βέβη­λο τον καθαρό και ολότελα περιτμημένο τρόπο και λογισμό της ευσεβούς αγωγής.
Γι' αυτό θεωρεί ευθύς τον ελεγκτικό λόγο ως άγγελο που απειλεί θάνατο στη συνείδηση και διαβεβαιώνει ότι αιτία της απειλής είναι το σταμάτημα της αρετής, το οποίο δημιουργεί την ακροβυστία του λογισμού, τον οποίο η σύνοικος του νου σοφία ικετεύει, με πέτρα περιτομής το λόγο της πίστης, όπως η Σαπφείρα, περιτέμνοντας την υλική φαντασία που γεννήθηκε στο παιδί λογισμό και αποξεραίνοντας κάθε έννοια της αισθη­τής ζωής. Γιατί λέει, σταμάτησε το αίμα της περιτομής του παιδιού,[Εξ. 4,25] δηλαδή έληξε η ζωή των παθών και η φαντασία και η κίνηση, αφού καθάρθηκε με τη σοφία της πίστης ο μολυσμένος λογισμός. Μετά την κάθαρση αυτήν σταματά, σαν κάποιος άγ­γελος, ο λόγος που με τη συνείδηση χτυπά το νου που αμαρτάνει και διαβάλλει κάθε υπέρμετρο νόημα του που κινείται πέρα από εκεί που πρέπει. Γιατί στ' αλήθεια με πολλούς αγίους αγ­γέλους γέμισε ο δρόμος των αρετών, που ενεργούν κάθε μια αρετή ξεχωριστά, εννοώ τους λόγους και τους τρόπους και τους αγγέλους που συνεργούν μ' εμάς αόρατοι προς τα καλά και που ανακινούν μέσα μας τους λόγους αυτού του είδους.
Είναι καλά λοιπόν και με μεγαλοφυΐα διατυπωμένος ο λό­γος της αγίας Γραφής, που παριστάνει πάντοτε σε όσους έχουν υγιή τα μάτια της ψυχής όσα νοούνται πριν από όσα ιστορεί και δεν κρύβει καμμιά κατηγορία του Θεού ή των αγΙων αγγέλων του. Ο Μωυσής δηλαδή όταν τον έστειλε ο Θεός δεν είχε, σύμφωνα με το νόημα της Γραφής, ακρόβυστο υιό, δηλαδή λο­γισμό, γιατί θα τον έστελνε, αφού θα τον είχε προστάξει πρώτα να κάνει περιτομή. Ούτε ο θείος άγγελος ήταν σκληρός, μηνύο­ντας στο Μωυσή το θάνατο που του συνέβηκε από το λανθα­σμένο σταμάτημα των αρετών, θάνατο που ίσως τον προκάλεσε η ατονία των αρετών κατά την πορεία.
Εξετάζοντας και σεις λεπτομερέστερα την ιστορία, θα δια­πιστώσετε με σαφήνεια ότι ούτε στην αρχή ούτε στη μέση ούτε στο τέλος του δρόμου, αλλά ο άγγελος τον συνάντησε στο κα­τάλυμα και τον απείλησε με θάνατο για το πάθος που εισήλθε κρυφά στη διάνοια του.[Εξ. 4,24.] Γιατί, αν δεν είχε διακόψει το δρόμο του και δεν είχε σταματήσει την οδοιπορία του, δεν θα είχε κα­τηγορηθεί και δε θα είχε δεχτεί μέσω του αγγέλου την αγανά­κτηση (του Θεού) για την ακροβυστία του παιδιού.
Ας παρακαλέσομε το Θεό, αν βαδίζομε το δρόμο των εντολών, σε κάθε παραπάτημα μας, να μην παύσει να μας στέλ­λει, σαν κάποιο άγγελο, τον μηνυτή του θανάτου στη συνείδη­ση μας λόγο, ώστε, αφού λάβομε συναίσθηση, να μάθομε με την έμφυτη φρόνηση μας να κάνομε περιτομή στην ακροβυστία της ακαθαρσίας των παθών που μας συμβαίνει χωρίς να το νιώθομε κατά το δρόμο της ζωής μας.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 18
Αν όσοι εφαρμόζουν το νόμο θα δικαιωθούν,[Ρωμ2,13.] σύμφωνα με τον Απόστολο, πως πάλι λέει ότι όσοι λαμβάνετε δικαίωση από το νόμο, έχετε εκπέσει από τη χάρη;[Γαλ. 5,4]
 
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Δεν θα δικαιωθούν γενικά όσοι εφαρμόζουν το νόμο, αλλά θα δικαιωθούν όσοι εφαρμόζουν πνευματικά τον πνευματικό κανόνα του πνευματικού νόμου που νοείται πνευματικά και κατά τον εσωτερικό άνθρωπο, μη εκπίπτοντας από τη χάρη, επειδή ο λόγος έχει διαβεί στα μύχια της ψυχής τους με την κά­θαρση. Όσοι όμως ασκούν σωματική λατρεία κατά το φαινό­μενο του νόμου, εκπίπτουν οπωσδήποτε από τη θεία χάρη, επειδή αγνοούν την τελείωση του πνευματικού νόμου, που κα­θαιρεί το νου από κάθε κηλίδα με τη βοήθεια της χάριτος, και το τέλος είναι ο Χριστός.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 19
Τι σημαίνει το, όσοι αμάρτησαν χωρίς (γραπτό) νόμο, θα καταδικασθούν σε απώλεια χωρίς κατήγορο το νόμο αυτόν και όσοι αμάρτησαν ενώ είχαν νόμο, θα κριθούν με βάση το νόμο αυτόν.[Ρωμ. 10,4]Και πως πάλι ο ίδιος λέει, όταν ο Θεός θα κρίνει μέσω του Ιησού Χριστού όσα κρύβουν οι άνθρωποι σύμφωνα με το Ευαγγέλιο μου; Αν θα κριθούν με το νόμο, πως θα κριθούν μέσω του Ιησού Χριστού;
 
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, ως δημιουργός όλων είναι και του φυσικού νόμου δημιουργός, και ως προνοητής και νομοθέτης είναι σαφώς χορηγός και του γραπτού νόμου και του πνευματικού, δηλαδή του νόμου της χάριτος. Γιατί τέλος του νόμου είναι ο Χριστός, δηλαδή του γραπτού νόμου που τον νοούμε πνευματικά. Αν λοιπόν και ο φυσικός και ο γραπτός και ο νόμος της χάριτος συνενώνονται στο Χριστό ως δημιουργό και προνοητή και νομοθέτη και εξιλαστή, αληθεύει ο θείος απόστολος λέγοντας ότι ο Θεός πρόκειται να κρίνει όσα κρύβουν οι άνθρωποι σύμφωνα με το ευαγγέλιο του, δηλα­δή όπως ευαγγελίζεται μέσω του Ιησού Χριστού του μονογε­νούς, που είναι κατά την ουσία ο δικός του Λόγος, που προχω­ρεί διαμέσου όλων και άλλους ελέγχει, άλλους δέχεται πρόθυ­μα και σε εκείνους που ζούνε κατά φύση και κατά το νόμο και κατά τη χάρη απονέμει ό,τι τους αξίζει μέσω του μονογενούς άφραστου Λόγου. Γιατί κάθε φύσης και κάθε νόμου και θεσμού και τάξης ποιητής είναι ο Λόγος του Θεού και κριτής όσων υπόκεινται στη φύση, στο νόμο, στο θεσμό και την τάξη. Γιατί χωρίς τον λόγο που υπαγορεύει δεν υπάρχει νόμος. Είτε λοιπόν κάποιος κρίνεται σύμφωνα με το νόμο, στο όνομα του Χριστού θα κριθεί, είτε χωρίς νόμο, πάλι στο όνομα του οπωσδήποτε θα κριθεί. Γιατί όλων όσα υπάρχουν και λέγονται και νοούνται αρχή και μέση και τέλος είναι ως δημιουργός ο Λόγος.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 20
Ποια είναι η συκιά του Ευαγγελίου που ξεράθηκε φαινομενικά παράλογα; Και ποια είναι η ακρότατη πείνα που ζητού­σε καρπό πριν από την ώρα; Και τι σημαίνει η κατάρα για ένα αναίσθητο πράγμα.[Μάρκ. 11,12-14.,Ματθ. 21,18ε]
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο Θεός Λόγος που οικονομεί τα πάντα για χάρη της σωτηρίας των ανθρώπων, αφού παιδαγώγησε πρώτα τη φύση μας με το νόμο που περιέχει σωματικότερη λατρεία -γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί την αλήθεια γυμνή από τυπικά προκαλύμματα εξαιτίας της άγνοιας και της αλλοτρίωσης που της προ­κλήθηκε προς τα αρχέτυπα θεία πράγματα- ύστερα, ερχόμενος στον κόσμο αφού έγινε φανερά από τον εαυτό του άνθρωπος παίρνοντας σάρκα που είχε νοερή, και λογική ψυχή, κι αφού ως Λόγος μετέφερε τη φύση μας στην άυλη, γνωστική, πνευματική λατρεία, δεν ήθελε, αφού πια φάνηκε στη ζωή η αλήθεια, να εξουσιάζει η σκιά, που τύπος της ήταν η συκιά.
 
Γι' αυτό λέει· επιστρέφοντας από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα,[Ματθ. 21,18· Μάρκ. 11,11ε.] δηλαδή μετά την τυπική και σκιώδη και που ήταν κρυμμένη μέσα στο νόμο παρουσία του, ερχόμενος ξανά στους ανθρώπους με τη σάρκα -γιατί έτσι πρέπει να εκληφθεί το επιστρέφοντας-είδε στο δρόμο μια συκιά που είχε μόνο φύλλα,[Ματθ. 21,18· Μάρκ 11,13] που υπήρχε στη σκιά και στους τύπους, δηλαδή τη σωματική λατρεία του νόμου κατά την άστατη και παροδική -επειδή ήταν δίπλα στο δρόμο- παράδοση, τη λατρεία των τύπων μόνο και των θεσμών που περνούν.
 Όταν ο Λόγος την είδε σαν συκιά ωραία και με­γαλοπρεπή και στολισμένη, ωσάν με φύλλα, με τα εξωτερικά περιβλήματα των σωματικών παραγγελμάτων του νόμου και μη βρίσκοντας καρπό, δηλαδή δικαιοσύνη, την καταράστηκε επει­δή δεν έδινε τροφή στο Λόγο, η καλύτερα πρόσταξε να μη κα­λύπτει πια δυναστεύοντας την αλήθεια με τους νομικούς τύ­πους, πράγμα που αποδείχτηκε στη συνέχεια με τα έργα, αφού καταξεράθηκε εντελώς η νομική ωραιότητα που είχε την ύπαρ­ξή της στα σχήματα μόνο και έσβησε η έπαρση των Ιουδαίων γι' αυτή.
Γιατί δεν ήταν εύλογο αλλά ούτε κι επίκαιρο, αφού πια είχε φανεί λαμπρή η αλήθεια των καρπών της δικαιοσύνης να παρασύρεται και να ξεγελιέται από τα φύλλα η όρεξη όσων παράτρεχαν σαν δρόμο την παρούσα ζωή και να αφήνουν τους πλούσιους φαγώσιμους καρπούς του Λόγου. Γι' αυτό λέει δεν ήταν ο καιρός των σύκων·[Μάρκ. 11,13] ο χρόνος δηλαδή κατά τον οποίο κυριαρχούσε στην ανθρώπινη φύση ο νόμος, δεν ήταν καιρός καρπών της δικαιοσύνης, αλλά εικόνιζε τους καρπούς της δι­καιοσύνης και μυούσε κατά κάποιο τρόπο τη μέλλουσα θεία κι απόρρητη και σωτήρια όλων χάρη, στην οποία δεν είχε φτάσει από την απιστία του ο παλαιός λαός και γι' αυτό χάθηκε.
 
Γιατί ο Ισραήλ, λέει ο θείος απόστολος, με το να επιδιώκει το νόμο της δικαιοσύνης, δηλαδή το νόμο της σκιάς και των τύπων, δεν έφτασε στο νόμο της δικαιοσύνης,[Ρωμ. 9,31] δηλαδή το νόμο που ολοκληρώνεται με το Πνεύμα του Χριστού.
Ή πάλι˙ επειδή το πλήθος των ιερέων και γραμματέων και νομικών και Φαρισαίων, άρρωστοι από την κενή δόξα με την επίδειξη της πλαστής ευλάβειας των ηθών, φαινόμενοι ότι ασκούσαν δικαιοσύνη, έτρεφαν την έπαρση της οίησης, ο Λό­γος λέει ότι η οίηση αυτών που αναφέρθηκαν είναι συκιά άκαρ­πη πλούσια μόνο σε φύλλα, την οποία, αυτός που επιθυμεί τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και πεινά τη θέωσή τους, την κα­ταριέται ως άκαρπη και την ξεραίνει, ώστε, προκρίνοντας από το να φαίνονται το να είναι δίκαιοι, αφού ξεντυθούν το χιτώνα της ηθικής υπόκρισης και φορέσουν το γνήσιο χιτώνα της αρετής, όπως θέλει ο θείος Λόγος, να περάσουν μ' ευσέβεια τη ζωή τους παρουσιάζοντας στο Θεό της ψυχής μάλλον τη διάθε­ση, παρά την πλαστότητα των ηθών στους ανθρώπους.
Αν τώρα και μερικοί από τους Χριστιανούς είμαστε τέ­τοιοι, πλάθοντας την ευλάβειά μας με τους τρόπους χωρίς έργα δικαιοσύνης, αν δεχτούμε το Λόγο ως φιλάνθρωπο που πεινά τη σωτηρία μας, αποξηραίνει το σπέρμα της κακίας μέσα στην ψυχή, την οίηση, για να μη μας δίνει πια την ανθρωπαρέσκεια, καρπό της φθοράς.
Έχετε, σύμφωνα με τις δικές μου πενιχρές δυνάμεις, το νόημα του λόγου, που κατά την αφήγηση που έκανα έδειξε τον Κύριο να πεινά ορθά και χρήσιμα να καταριέται τη συκιά και να την ξεραίνει σε κατάλληλη ώρα, γιατί ήταν εμπόδιο στην αλήθεια, και που ήταν είτε η σύμφωνη με το νόμο παλαιά παρά­δοση των σωματικών τύπων είτε και η επαρμένη συμπεριφορά των Φαρισαίων και η δική μας.

ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
ΠΡΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΟΝ, ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΩΝ
(ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α' - ΝΓ')
ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ


Read more: http://www.egolpion.com/pros_thalassion_apories_grafhs.el.aspx#ixzz2rCsvdcV3

Μάξιμος ο Ομολογητής και η αίρεση του μονοθελητισμού



Μάξιμος ο Ομολογητής και η αίρεση του μονοθελητισμού



Μάξιμος ο Ομολογητής
και η αίρεση του μονοθελητισμού
Τού Αρχιμ. Μαξίμου Ματθαίου

"Τόν δι οίκτον γενόμενον, ως ευδόκησεν, άνθρωπον, εν δυσί θελήσεσιν, ενεργείαις τε, κατανοούμενον, Οσιε, εκήρυξας Μάξιμε, αποφράττων μιαρών, τα απύλωτα στόματα,μονοθέλητον, μονενέργητον τούτον δοξαζόντων..."

(Στιχηρό προσόμοιο του Εσπερινού)

 

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναδείχθηκε μέγας υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως, εναντιωθείς σε αποφάσεις αυτοκρατόρων και πατριαρχών, οι οποίοι χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων προχώρησαν σε ενέργειες δημιουργίας αιρετικών δοξασιών και υπερασπίσεως αιρετικών ομάδων και λαών και συγκεκριμένα των μονοφυσιτών, προκειμένου να τους προσεταιρισθούν, νοθεύοντας το ορθόδοξο δόγμα και την εξ αυτού απορρέουσα δυνατότητα ανθρωπίνης λυτρώσεως και σωτηρίας, την οποία μας εχάρισε η Θεία Ενανθρώπιση του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Ως γνωστόν η Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος (451) κατεδίκασε την αίρεση του μονοφυσιτισμού, το αυτό έπραξε και η Ε΄ εν Κωνστανινουπόλει (553).

Παρά τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τους αυστηρούς νόμους των αυτοκρατόρων, ο μονοφυσιτισμός δεν εξαλείφθηκε και έτσι οι περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης, Αιγύπτου, Μεσοποταμίας και Αρμενίας παρέμειναν χωρισμένες από το κέντρο της αυτοκρατορίας, συνέστησαν δε εκκλησίες αποκομμένες από την κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Κατά τον έβδομο αιώνα, εποχή της αραβικής εξαπλώσεως, των περσικών και αβαρικών επιδρομών, η αυτοκρατορία αντιμετωπίζει μείζον πρόβλημα με τις ανατολικές μονοφυσιτικές περιοχές, από τις οποίες προερχόταν κατά μέγα μέρος και το στράτευμα του αυτοκράτορος.
Ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος (610-641), Αρμένιος στην καταγωγή και ο πατριάρχης Σέργιος (610-638), Σύρος, μεγάλοι ηγέτες και οι δύο (διάσωση ΚΠόλεως από την πολιορκία Περσών και Αβάρων το 626 και επανάκτιση του Τιμίου Σταυρού το 630), για να μη χάσει η αυτοκρατορία τις ανατολικές επαρχίες, θέλησαν να συγκρατήσουν τους μονοφυσιτικούς πληθυσμούς με θεολογικές εκφράσεις οικειότερες προς τον δικό τους τρόπο κατανοήσεως του ανθρώπου και του κόσμου.

Επί μεγάλο χρονικό διάστημα ανεζητείτο και εκυοφορείτο λύση, που να συμβιβάζει το ορθόδοξο - κατά τον όρο της Χαλκηδόνος - δόγμα, με τις μονοφυσιτικές απόψεις προς όφελος της αυτοκρατορίας.

Η λύση που επινοήθηκε ήταν ο μονοθελητισμός και, ως συνέπειά του, ο μονοενεργητισμός, του οποίου εισηγητής υπήρξε ο πατριάρχης Σέργιος, υποστηρικτής ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος και εκφραστής ο, διαδεχθείς στον πατριαρχικό θρόνο τον Σέργιο, Πύρρος (638-642, 654).

 Σέργιος και Πύρρος συντάσουν την "Έκθεση", μονοθελητικού περιεχομένου, προκειμένου να επιτευχθεί η ένωση των μονοφυσιτικών εκκλησιών της ανατολής με την αυτοκρατορία, που δημοσιεύθηκε το 638 με την υπογραφή του Ηρακλείου και επικύρωθηκε από ενδημούσα στην Κωνσταντινούπολη Πατριαρχική Σύνοδο, που συνεκάλεσε ο Πύρρος, για να υποστηρίξει τις μονοθελητικές απόψεις.
Όμως η λύση αυτή αντί να αποκαθιστά μια ισορροπία, όπως επεδιώκετο, έφερε τον χριστιανικό κόσμο της αυτοκρατορίας ένα βήμα πιο κοντά στον μονοφυσιτισμό. Κι αυτό γιατί με την μία θέληση -και μία ενέργεια- εν Χριστώ, υπερισχύει της ανθρωπίνης Του θελήσεως και ενεργείας η θεία θέληση και ενέργεια, η ανθρώπινη καταργείται, κι έτσι η ανθρωπότης του Χριστού παύει να συμμετέχει στην σωτηρία του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος παραμένει σχεδόν όπου βρισκόταν πριν να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος, παθητικά υποταγμένος στο θείο θέλημα, χωρίς να μπορεί με ελεύθερη βούληση να αποφασίσει ως ξεχωριστή προσωπικότητα τη σωτηρία του. Το έργο της ενανθρωπήσεως μένει στο χώρο του συμβόλου και όχι της αληθινής εν ελευθερία ζωής.

Η εφεύρεση του μονοθελητισμού και μονοενεργητισμού, ως "ορθόδοξη" λύση, δεν διέφερε από την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Ολα αυτά δεν τα υπολόγισαν οι εισηγητές του μονοθελητισμού, στην προσπάθειά τους να δώσουν πολιτική λύση στο μεγάλο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν.

 Ο μοναχός Μάξιμος (580-662), όμως, γνωρίζει καλά τις διαστάσεις του προβλήματος.

Έλληνας εκ Κωνσταντινουπόλεως, γόνος επιφανούς βυζαντινής οικογένειας, με μεγάλη εγκυκλοπαιδική και ιδιαιτέρως φιλοσοφική παιδεία, σε ηλικία 30 ετών ανέλαβε τα καθήκοντα του πρώτου γραμματέως του Ηρακλείου, γρήγορα όμως απεσύρθη και εκάρη μοναχός στη μονή Φιλιππικού στη Χρυσούπολη. Μετά δε δεκαετή παραμονή εκεί, εμόνασε επί διετία στη μονή Αγίου Γεωργίου της Κυζίκου και το 626 εξ αιτίας της επιδρομής Περσών και Αβάρων έφυγε στην Αφρική, όπου και συνδέθηκε με το μοναχό Σωφρόνιο, μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων, πολέμιο του μονοθελητισμού. Στην Καρχηδόνα, συναντάται με τον εκθρονισμένο Πατριάρχη Πύρρο, ο οποίος είχε καταφύγει εκεί μετά τον θάνατο του Ηρακλείου (642).

Ο Μάξιμος σε δημόσια συζήτηση με τον έκπτωτο Πύρρο το 645 (J.P.Minge, Patrologia Graeca, τ.91, σ. 287-354), και σε επιστολή του "προς Μαρίνον τον οσιώτατον πρεσβύτερον" στην Κύπρο, την οποία έγραψε το ίδιο έτος (J.P.Minge, Patrologia Graeca, τ.91, σ. 9-38), διατυπώνει με εντυπωσιακή ευκρίνεια τα επιχειρήματά του εναντίον του μονοθελητισμού και του μονοενεργητισμού.

Ομολογεί τις δύο εν Χριστώ θελήσεις, την θεία και την ανθρωπίνη, και μας παρουσιάζει τις άμεσες συνέπειες του ορθοδόξου δόγματος στη σωτηρία και λύτρωση του ανθρώπου, κάτι που μας ενδιαφέρει άμεσα στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Με βάση τις απόψεις των μεγάλων Πατέρων και τις αποφάσεις των Οικουμενικών συνόδων καταδεικνύει την συγκεκαλυμμένη "ορθοδόξως" αίρεση. "Ημείς δε τοις αγίοις Πατράσιν επόμενοι, φαμέν, ότιπερ αυτός (ο Χριστός) ο των όλων Θεός, ατρέπτως γενόμενος άνθρωπος, ου μόνον ως Θεός ο αυτός καταλλήλως τη αυτού θεότητι ήθελεν, αλλά και ως άνθρωπος ο αυτός καταλλήλως τη αυτού ανθρωπότητι (ήθελεν)" (297Β). Δεν είναι δυνατόν, τονίζει, και να παραμένουμε σταθεροί στις αποφάσεις και τον δογματικό όρο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου περί των δύο εν Χριστώ φύσεων - "Ένα και τον αυτόν Χριστόν υιόν, Κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον" - και να ενώνουμε τα θελήματα και τις ενέργειες σ ένα.

Δεν χωρίζονται οι φύσεις από τις ιδιότητες. "Ει το λέγειν τας φύσεις άνευ της εκάστη προσούσης ιδιότητος, ή Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον τον Χριστόν, άνευ των της τελειότητος γνωρισμάτων, αναθεματιζέσθωσαν αι σύνοδοι και προ τούτων οι Πατέρες. Ου μόνον τας φύσεις, αλλά και την εκάστης φύσεως ιδιότητα, ομολογείν ημίν νομοθετήσαντες. Και ου μόνον Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον τον αυτόν, αλλά και της τελειότητος τα γνωρίσματα, τουτέστιν, ορατόν και αόρατον τον αυτόν και ένα λέγοντες, θνητόν και αθάνατον, φθαρτόν και άφθαρτον, απτόν και αναφή, κτιστόν και άκτιστον. Και κατ αυτήν την ευσεβή έννοιαν, και δύο ευσεβώς θελήματα του αυτού και ενός εδογμάτισαν" (300ΑΒ).

Και "ήθελεν" ο Χριστός, βεβαίως, και υπέταξε εκουσίως την ανθρώπινη θέληση στον Θεό και Πατέρα, και δεν ήθελε παρά εκείνο που ο Θεός θέλει. Αυτός είναι ο δρόμος και για τον άνθρωπο, να προσβλέπει προς τον Χριστό ως προς τύπο και υπογραμμό της δικής του θελήσεως (Α΄ Πέτρ. β΄ 21) και να τον μιμείται ελευθέρως. "῾Ο αυτός (Χριστός) όλος ην Θεός μετά της ανθρωπότητος, και όλος ο αυτός άνθρωπος μετά της θεότητος · αυτός ως άνθρωπος, εν εαυτώ και δι εαυτού το ανθρώπινον υπέταξε τώ Θεώ και Πατρί, τύπος ημίν εαυτόν άριστον και υπογραμμόν διδούς προς μίμησιν, ίνα και ημείς προς αυτόν ως αρχηγόν της ημών αφορώντες σωτηρίας, το ημέτερον εκουσίως προσχωρήσωμεν τώ Θεώ, εκ του μηκέτι θέλειν παρ ό αυτός θέλει" (305D) (Πρβλ. ῾Εβρ. β΄ 10, ιβ΄ 2).

Στην επιστολή προς Μαρίνον ορίζει την έννοια της θελήσεως και της βουλήσεως ως εξατομικευμένης και ελλόγου θελήσεως του ανθρώπου, η οποία αποφασίζει για το περιεχόμενό της με μια άνευ προηγουμένου ελευθερία. Εκεί αναφαίνεται ο νέος τύπος του θέλοντος ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν συνειδητοποιεί πια τη θέλησή του ως ελκόμενη από το αντικείμενό της και τις ιδιότητές του (Αριστοτέλης), αλλά μ ένα τρόπο αυστηρά προσωπικό.

Στη συζήτηση μετά Πύρρου διευκρινίζει ότι, η μεν φυσική θέληση είναι κοινή σε όλους, αλλά το "πώς θέλειν", ο τρόπος δηλ. της χρήσεως, είναι προσωπικός και μάλιστα δημιούργημα του θέλοντος, ως αποτέλεσμα της πνευματικής εσωτερικής καλλιέργειας και ωριμότητος και της υποταγής - υπακοής στο θέλημα του Θεού. "Ου ταυτόν το θέλειν και το πώς θέλειν· ώσπερ ουδέ το οράν και το πώς οράν. Το μεν γάρ θέλειν, ώσπερ και το οράν, φύσεώς (εστι)· και πάσι τοίς ομοφυέσι και ομογενέσι προσόν· το δε πώς θέλειν, ώσπερ και το πώς οράν, τουτέστι θέλειν περιπατήσαι, και μη θέλειν περιπατήσαι, και δεξιά οράν, ή αριστερά, ή άνω, ή κάτω, ή προς επιθυμίαν, ή κατανόησιν των εν τοίς ούσι λόγων, τρόπος εστί της του θέλειν και οράν χρήσεως, μόνω τώ κεχρημένω προσόν, και των άλλων αυτόν χωρίζον, κατά την κοινώς λεγομένην διαφοράν" (293Α). Το οράν εδώ ως αίσθηση κατ εξοχήν οικεία στο νοείν, σημαίνει σχεδόν ό,τι και το θέλειν.

Ο θέλων άνθρωπος έχει εκ των προτέρων αποφασίσει ότι το βλέμμα του έχει σκοπό να επιθυμήσει το αντικείμενο ή αντιθέτως να δει μέσα σ αυτό την εκπεφρασμένη βούληση του Δημιουργού και ο σκοπός αυτός είναι μόνο αυτού του θέλοντος και κανενός άλλου. Έτσι αναδεικνύεται η μοναδικότης του θέλοντος και εν συνεχεία του πράττοντος ανθρώπου. Πώς όμως αυτή η σαφήνεια της μοναδικότητος εκάστου μπορεί να υποταχθεί παθητικά - ανενεργά - στη θεία θέληση, που θα ήθελε και θα ενεργούσε τα εαυτής ερήμην του "κεχρημένου", δηλαδή της συγκεκριμένης ανθρωπίνης προσωπικότητος; "Θέλησις γάρ το αυτεξούσιον είναι" (301C) λέει στον Πύρρο.

Και πώς μπορεί να καταργηθεί το αυτεξούσιο;

 Ο νέος τύπος του θέλοντος ανθρώπου, που είναι ο νέος άνθρωπος, ο ανακαινισμένος εν Χριστώ, είναι ο αποσπασμένος από τις αισθήσεις, ο ελεύθερος εσωτερικά. Η ψυχή του ανθρώπου επιλέγει ελευθέρως ή να ζήσει αληθινά, ελεύθερα και αιώνια ή να παραδώσει την ελευθερία της, ως ευκαιρία για αληθινή ζωή, και να υποκλιθεί σε τυράννους γνωστούς και δοκιμασμένους, τα πάθη, τη ζωή του κακού ως έξη (αμέλεια καλού ορίζει το κακό ο Μάξιμος), τη φθοροποιό τυραννίδα του διαβόλου.

 Η θέληση του Θεού και των ανθρώπων, βεβαίως, έχουν κοινό σκοπό, τη σωτηρία των όλων: "πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι" (Α΄ Τιμ. β΄ 4). Αλλά δεν είναι μία η θέληση του Θεού και των ανθρώπων, παρ όλο που είναι ένα το θεληθέν και από το Θεό και από τους ανθρώπους, η σωτηρία των σωζομένων. "Ει γάρ του μεν Θεού το θέλημα φύσει σωστικόν, το δε των ανθρώπων φύσει σωζόμενον, ταυτόν ουκ αν είη ποτέ, το φύσει σώζον και το φύσει σωζόμενον · κάν είς αμφοτέρων σκοπός, η σωτηρία των όλων καθέστηκεν · υπό μεν Θεού προβεβλημένη, υπό δε των αγίων προηρημένη" (25Β).

 Ο Θεός προβάλλει το θέλημά Του, οι άνθρωποι -οι άγιοι- το προαιρούνται με το δικό τους θέλημα.Ετσι, λοιπόν, ο Χριστός παρέχει σε όλους τους ανθρώπους τη δυνατότητα, όπως το ανθρώπινο θέλημα του και οι απορρέουσες ενέργειές του, να γίνωνται τόπος, υλοποίηση και τρόπος υπάρξεως του είναι. Αν καταργείται το ανθρώπινο θέλημα και οι ενέργειες του Θεανθρώπου, πώς μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί;
 

Συμπερασματικά:

"Είς ούν εκ δύο φύσεων ο Χριστός, θεότητός τε και ανθρωπότητος, μονογενής Λόγος και Υιός και Κύριος της δόξης· εν αίς γνωρίζεται και αίς αληθώς υπάρχων πιστεύεται, δύο τε φυσικάς και γενικάς, και των εξ ων ήν συστατικάς κινήσεις, ήγουν ενεργείας έχων, ων αποτελέσματα τα κατά μέρος ήν ενεργήματα, εξ αυτού τε προβαλλόμενα, και υπ αυτού τελειούμενα, χωρίς τομής των εξ ων υπήρχε, και της οιασούν δίχα συγχύσεως. Ου γάρ υπομένει τομήν ή σύγχυσιν ο μηδέποτε τροπαίς υποκείμενος, και πάσι τοίς ούσι την τε του είναι και πώς είναι διαμονήν τε και σύστασιν παρεχόμενος" (36D).

 Οι ορθόδοξες αυτές θέσεις, είναι η μεγάλη προσφορά του Αγίου Μαξίμου στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητος.Ο Πύρρος, αφού εξήντλησε όλα τα αντίθετα επιχειρήματα και αφού επείσθη από την καθαρότητα της σκέψεως του Αγίου Μαξίμου συνεπικουρουμένης από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, υποσχέθηκε ότι θα δηλώσει έμπρακτα τη μετάνοιά του στη Ρώμη ενώπιον του Πάπα, πράγμα το οποίο και έκανε. Μεταμελήθηκε όμως αργότερα και επανήλθε στις προηγούμενες αιρετικές απόψεις του, επέστρεψε δε και στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως για λίγους μήνες (654) επί του ομόφρονος αιρετικού αυτοκράτορος Κώνσταντος του Β΄ (641-668), εγγονού του Ηρακλείου, ο οποίος εξέδωσε τον "Τύπον", διάταγμα υπερασπίζον την αίρεση του μονοθελητισμού.

 Στα τέλη του 645 ο Μάξιμος μετέβη στη Ρώμη μαζί με τους μαθητές του, δύο Αναστασίους, Θεόδωρον και Ευπρέπιον, όπου έπεισε τον Πάπα Μαρτίνο τον Α΄ να συγκαλέσει Σύνοδο. Από κοινού αποφάσισαν τη σύγκληση της Συνόδου του Λατερανού του 649, η οποία κετεδίκασε την αίρεση των μονοθελητών, τα αιρετικά διατάγματα των αυτοκρατόρων - την Εκθεση του Ηρακλείου και τον Τύπο του Κώνσταντος του Β΄ - και ανεθεμάτισε τους υπαιτίους και αρχηγούς της αιρέσεως Σέργιο και Παύλο πατριάρχας ΚΠόλεως, Κύρο Αλεξανδρείας, Μακάριο Αντιοχείας και Θεόδωρο επίσκοπο Φαράν. Την ενέργεια αυτή ο αιρετικός αυτοκράτορας Κώνστας ο Β΄ την θεώρησε στάση και διέταξε τη σύλληψη του Πάπα Μαρτίνου, και κατόπιν του Μαξίμου και των μαθητών του, οι οποίοι το 653 ωδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.

 Ο Άγιος Μάξιμος μετά από πιέσεις, ανακρίσεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια (κόψιμο της γλώσσης και της δεξιάς χειρός) και διαδοχικές εξορίες, εκοιμήθη τη 13η Αυγούστου του 662 στο φρούριο Σχίμαρι της Λαζικής και ετάφη στη Μονή του Αγίου Αρσενίου.

 Τα αυτά έπαθαν και οι μαθητές του εξόριστοι σε φρούρια της Θράκης και ο Αγιος Μαρτίνος Πάπας Ρώμης, ο ῾Ομολογητής, ο οποίος εκοιμήθη το 655, εξόριστος στη Χερσώνα.῾Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος του 680/681, η οποία συνεκλήθη στη Κωνσταντινούπολη, βασιλεύοντος Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου (668-685), με τη συμμετοχή εκατόν εβδομήκοντα Πατέρων, κατεδίκασε τον μονοθελητισμό και μονοενεργητισμό και τους επιφανέστερους εκπροσώπους τους, τον επίσκοπο Φαράν Θεόδωρο, τον πάπα Ρώμης Ονώριο Α΄, τους πατριάρχες ΚΠόλεως Σέργιο, Παύλο, Πύρρο και Πέτρο, τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύρο, τον Αντιοχείας Μακάριο και Στέφανο τον μαθητή του, και Πολυχρόνιο τον νηπιόφρονα γέροντα "τους τολμήσαντας έν θέλημα και μίαν ενέργειαν δογματίσαι έχειν μετά την σάρκωσιν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· ούς μετά των συμφρονούντων αυτοίς εξέκοψε της Εκκλησίας και ανεθεμάτισεν η αγία αύτη σύνοδος · δύο θελήματα φυσικά, και δύο ενεργείας ομοίως έχειν μετά την σάρκωσιν δογματίσασα, και κυρώσασα, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ουκ εν διαιρέσει προσώπων, αλλ' ότι ουδεμία φύσις των δύο φύσεων επί Χριστού αθέλητος ήν, ή ανενέργητος, ίνα μη, των ιδιωμάτων τούτων εκατέρας της φύσεως αναιρουμένων, της ενεργείας και της θελήσεως, και αι φύσεις, ων εισιν ιδιώματα, συναναιρείσθαι δοκώσιν" (Ζωναράς).

 Η Αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Μαξίμου, του Ομολογητού, την 21η Ιανουαρίου (τιμητική μνήμη μέσα στο μήνα των Μεγάλων Πατέρων), τη 13η Αυγούστου, ημέρα της κοιμήσεώς του (που το Συναξάρι εσφαλμένως αναγράφει μνήμη της μεταθέσεως του Λειψάνου του;) και την 20ή Σεπτεμβρίου μετά των μαθητών του Αναστασίου, Αναστασίου ετέρου, Θεοδώρου και Ευπρεπίου και του Αγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης, του Ομολογητού (η μνήμη του Αγίου Μαρτίνου, τιμάται και χωριστά τη 13η Απριλίου).
 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/D19AB9F1.el.aspx#ixzz2rCs7aAhd

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

“Οικοδομώντας τον Ναό του Θεού μέσα μας και μέσα στους αδελφούς μας”

“Οικοδομώντας τον Ναό του Θεού μέσα μας και μέσα στους αδελφούς μας”

Δημοσιεύθηκε: 27 Οκτωβρίου 2013 Κατηγορίες: Άγιοι - Πατέρες - Γέροντες
father-zacharias-essex-1(Αρχιμ. Ζαχαρίας Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας) Την Δευτέρα 15 Απριλίου ο π. Ζαχαρίας, επισκεπτόμενος την Ναύπακτο και την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Βομβοκούς της οποίας είναι ο Πνευματικός, ομίλησε στην Σύναξη της Δευτέρας, αντί του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου, ο οποίος απουσίαζε στην Κρήτη. Το κείμενο της ενδιαφέρουσας ομιλίας του π. Ζαχαρία δημοσιεύουμε κατωτέρω.
Ακόμη και όταν βρισκόμαστε για πολλά χρόνια «επί της οδού», και πάλι δεν πρέπει να χαλαρώσουμε. Οι Πατέρες συνήθιζαν να λένε ότι κάθε μέρα πρέπει να βάζουμε μια καινούργια αρχή και να ζητάμε από τόν Θεό βοήθεια για να κάνουμε αυτήν την καινούργια αρχή. Όταν έχουμε μια τέτοια στάση και προσευχόμαστε για να κάνουμε μιά καινούργια αρχή, τότε αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στην αρχή της σωτηρίας. Εάν κάθε μέρα ζητάμε από τόν Θεό να μας βοηθήση να κάνουμε μια καινούργια αρχή και εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε, τότε αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στην οδό προς την σωτηρία. Έτσι, «ηρξαίμην ποτέ τή ευδοκία Σου».
Είναι πολύ σημαντικό να εξετάζουμε τους εαυτούς μας για να δούμε κατά πόσον ίσως έχουμε χαλαρώσει, κατά πόσον έχουμε πέσει σε αμέλεια. Δεν αρκεί το να απέχουμε από τό κακό, πρέπει νά εργαζόμαστε και το αγαθό. Δεν αρκεί το να έχουμε μια ψυχολογική ειρήνη, πρέπει να αποκτήσουμε την πνευματική ειρήνη που προέρχεται από το «περισσόν» της παρακλήσεως που μας δίνει ο Θεός. Ακούμε στην Παραβολή των Ταλάντων να κατακρίνεται ο οκνηρός δούλος, όχι επειδή έκανε κάτι κακό -μάλιστα είχε φυλάξει και το τάλαντο που του είχε δώσει ο κύριός του -, αλλά καταδικάζεται επειδή δεν το πολλαπλασίασε, δεν εργάστηκε με αυτό, δεν έδειξε ζήλο. Το να έχουμε ζήλο είναι πολύ σημαντικό.
Βρισκόμαστε όλοι «επί της οδού» και δεν πρέπει νά ξεχνάμε ότι ο Χριστιανισμός ονομάζεται «η Οδός». Διαβάζουμε ότι ο Απ. Παύλος πήγαινε στήν Αντιόχεια γιά νά συλλάβη όλους εκείνους πού ήταν «επί τής οδού», «όπως εάν τινας εύρη τής οδού όντας» (Πρ. θ’ 2), τής οδού τού Ιησού, τής οδού τού νέου Προφήτη πού αποκαλούσε τόν Εαυτό του Μεσσία, Υιό τού Θεού. Βεβαίως, ο ίδιος ο Κύριος είπε «εγώ ειμι η οδός» (Ιω. ιδ’, 6) καί είναι σημαντικό νά γνωρίζουμε τήν δική Του οδό. Γνωρίζουμε ότι τό «σημείο» τής οδού τού Κυρίου είναι η ταπείνωση, επειδή η οδός Του είναι οδός καταβάσεως από τόν ουρανό μέχρις εμάς τούς ανθρώπους καί ακόμη περισσότερο μέχρι τά κατώτατα μέρη τής γής. Επομένως, καί εμείς γινόμαστε όμοιοι μέ τόν Κύριο, μόνον όταν ταπεινώσουμε τούς εαυτούς μας καί όχι όταν έχουμε υπερηφάνεια.
Όλοι οι λόγοι πού εκπορεύονται από τό στόμα τού Κυρίου είναι λόγοι ταπεινώσεως καί τόν λόγο πού δεχόμαστε από Εκείνον, όταν τόν εφαρμόσουμε στήν ζωή μας, κατεργάζεται μέσα μας πνεύμα ταπεινώσεως καί προετοιμάζει τήν καρδιά γιά νά μπορέση νά δεχθή τό έλεός Του, όπως Εκείνος είπε: «έλεον θέλω καί ου θυσίαν. ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ’, 13), δηλαδή, «δέν θέλω εξωτερικές λατρευτικές πράξεις ευσεβισμού, θέλω η καρδιά σας νά μπορή νά ανοίξη γιά νά δεχθή τό έλεός μου».
Ο Κύριος ήλθε γιά τούς αδυνάτους καί τούς ασθενείς καί όχι γιά όσους είναι αυτάρκεις καί ικανοποιημένοι μέ τούς εαυτούς τους. Μέ άλλα λόγια, γιά νά πορευθούμε τήν οδό τού Κυρίου πρέπει νά έχουμε πνευματικό ζήλο. Ο πνευματικός ζήλος είναι κάτι πολύ παράδοξο, όπως καί όλα όσα έχουν νά κάνουν μέ τον Θεό μας είναι παράδοξα, καί τό Ευαγγέλιό Του είναι ένα παράδοξο Ευαγγέλιο, μέ τήν έννοια ότι δέν είναι κατά άνθρωπον, είναι από έναν άλλον κόσμο.Ο Απ. Παύλος λέει ότι τό Ευαγγέλιον τού Κυρίου δέν είναι κατά άνθρωπον «τό ευαγγέλιον τό ευαγγελισθέν υπ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον ουδέ γάρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11-12).
Έτσι, λοιπόν, τά λόγια τού Κυρίου μάς βάζουν μέσα στήν δική Του οδό. Είναι πολύ σημαντικό νά μπούμε καί πάλι στήν δική Του οδό, όσο μακριά καί άν βρισκόμαστε, αρκεί νά βρεθούμε καί πάλι μέσα στήν οδό τού Κυρίου, επειδή Εκείνος είναι η οδός καί Εκείνος θά γίνη καί ο δικός μας συνοδοιπόρος. Στήν παραβολή τών ταλάντων είδαμε ότι εκείνος πού δέχθηκε πέντε τάλαντα εργάσθηκε καί «εποίησεν» άλλα πέντε καί εκείνος πού έλαβε δύο εργάσθηκε καί κέρδισε καί άλλα δύο. Καί στούς δύο δόθηκε ο ίδιος έπαινος, η ίδια ανταμοιβή, επειδή εκείνο πού έχει σημασία είναι νά αυξηθούμε μέσα στήν οδό τού Κυρίου καί έτσι νά εισέλθουμε στήν αιώνια αύξησή μας εν τώ Θεώ. Στήν πρός Κολοσσαείς επιστολή του ο Απ. Παύλος μιλάει γιά τήν αιώνια αύξηση «τήν αύξησιν τού Θεού» (Κολ. β’ 19).
Πρέπει νά εξασκηθούμε σέ αυτήν τήν οδό καί ο ίδιος ο Κύριος μάς καθοδηγεί λέγοντάς μας: « Δεύτε πρός με καί μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί καί ταπεινός τή καρδία καί ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών» (Ματθ. ια’, 28-29). Δέν είπε: «Δεύτε πρός με, ότι παντοδύναμος καί πάνσοφος ειμί», αλλά «ότι πράος ειμί καί ταπεινός τή καρδία». Αυτοί είναι οι δύο απαραίτητοι όροι, νά είμαστε πράοι καί ταπεινοί τή καρδία, γιά νά μπορέσουμε νά νεκρώσουμε τόν εγωϊσμό μας, νά νεκρώσουμε τόν παλαιό εαυτό μας πού «απ’ αρχής» εξεγείρεται εναντίον τού Θεού. Πρέπει, λοιπόν, νά διδαχθούμε από τόν Κύριο ταπείνωση καί πραότητα.
Καί οι νόμοι πού μάς κατευθύνουν σέ αυτήν τήν οδό τού Κυρίου είναι οι Μακαρισμοί. Οι Μακαρισμοί είναι η περίληψη ολοκλήρου τού Ευαγγελίου καί απαρτίζουν τήν νομοθεσία πού μάς κατευθύνει στήν οδό. Ακόμη καί όταν μελετούμε ανώτερα Μαθηματικά, πρέπει νά θυμόμαστε καί τήν απλή αριθμητική, ότι ένα καί ένα κάνουν δύο. Μέ τόν ίδιο τρόπο καί η βάση τής νομοθεσίας τού Ευαγγελίου είναι η πνευματική πτωχεία «Μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι ότι αυτών εστίν η βασιλεία τών ουρανών» (Ματθ. ε’, 3). Πάνω απ? όλα πρέπει νά έχουμε συναίσθηση τής μηδαμινότητάς μας, τής πτωχείας μας, τής αχρειότητάς μας, γιατί τότε μπορεί νά ποθήσουμε νά βγούμε πάνω από όλα αυτά. Εκτός τού ότι είναι ο πρώτος Μακαρισμός, αποτελεί καί τό θεμέλιο τής ζωής μας, πού είναι ταπείνωση καί αυταπάρνηση, δηλαδή, τό νά αποδεχτούμε τήν μηδαμινότητά μας, τήν αμαρτωλότητά μας, τήν αχρειότητά μας, πού είναι μία πραγματικότητα καί νά τά ξεπεράσουμε.
Αυτά είναι τα θεμέλια τού ναού τού Θεού μέσα μας. Βεβαίως, όταν έχουμε τέτοια στερεά θεμέλια, τότε αρχίζουμε νά χτίζουμε πάνω σέ αυτά καί αμέσως ακολουθεί ο δεύτερος Μακαρισμός, ο δεύτερος νόμος πού διέπει τήν οδό τού Θεού, πού λέει «Μακάριοι οι πενθούντες, (οι κλαίοντες λέει ο Λουκάς) ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’, 4). Βέβαια, εκείνοι πού έθεσαν τά σωστά θεμέλια καί στέκουν ενώπιον τού Θεού μεμφόμενοι τούς εαυτούς τους ως αχρείους καί αναξίους εξαιτίας τής αθλιότητάς τους, σίγουρα θά χύνουν δάκρυα, σίγουρα θά θρηνούν τόν νεκρό πού φέρουν μέσα τους, ο οποίος νεκρός είναι η καρδιά μας πού στερείται τής αισθήσεως τού Θεού. Φέρουμε μέσα μας ένα πτώμα. Εάν δέν ζωοποιηθή η καρδιά μας μέ τήν αίσθηση τού Θεού, νομίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί -έχουμε μία αντλία μέσα μας πού στέλνει αίμα, αλλά, όμως, εκείνο πού πραγματικά φέρουμε μέσα μας είναι ένα πτώμα. Η καρδιά μας είναι ζωντανή, μόνον όταν έχουμε τήν «ειρήνην τήν πάντα νούν υπερέχουσαν» (Βλ. Φιλιπ.δ’, 7), όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, καί τήν γλυκύτητα τής θείας παρακλήσεως.
Αρχίσαμε νά χτίζουμε πάνω σέ αυτό τό μονοπάτι, «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται». Καί άν δέν παρηγορηθούμε σέ αυτήν τήν ζωή, δέν θά μπορέσουμε νά κάνουμε πρόοδο, δέν θά μπορέσουμε νά δράμουμε τήν οδό τών εντολών Του, επειδή είναι η δική Του παρηγοριά πού μάς ενδυναμώνει γιά νά δράμουμε τήν οδόν Του.
«Ευλογητός ο Θεός καί Πατήρ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ο πατήρ τών οικτιρμών καί Θεός πάσης παρακλήσεως, ο παρακαλών ημάς εν πάση τή θλίψει ημών, εις τό δύνασθαι ημάς παρακαλείν τούς εν πάση θλίψει διά τής παρακλήσεως ής παρακαλούμεθα αυτοί υπό τού Θεού» (Β’Κορ. α’, 3)
Η παρηγοριά πού μάς δίδεται είναι κατά τό μέτρο τών θλίψεων πού βαστάζουμε (Βλ. Β’ Κορ. α’, 5). Μέσα σέ πέντε στίχους ο Απόστολος χρησιμοποιεί δέκα φορές τή λέξη παράκληση ή παρηγοριά. Καί είναι απολύτως απαραίτητο γιά εμάς νά έχουμε αυτήν τήν παρηγοριά, γιά νά μπορέσουμε νά σταθούμε στήν μοναχική ζωή έναντι τών επιθέσεων τού εχθρού, καί γιά νά έχουμε έμπνευση νά δράμουμε τήν οδόν χαίροντες. Δέν υπάρχει καμία χαρά στή ζωή μας, εάν δέν μπορούμε νά τρέξουμε τήν οδό μέ προθυμία.
Ο λόγος πού τά λέω όλα αυτά είναι γιά νά δείξω ότι μέ τήν εφαρμογή τών Μακαρισμών η ταπείνωση πού εμπεριέχεται μέσα τους μεταδίδεται καί σέ εμάς. Καί συνεχίζει, «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κατακληρονομήσουσι τήν γήν» (Ματθ. ε’, 5). Πραότητα είναι, όπως συνήθιζε νά λέη ο Γέροντας, αυτό πού εκφράζει στήν Κλίμακα ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, τό νά παραμένη ασάλευτος ο άνθρωπος είτε τόν προσβάλουν είτε τόν επαινούν. Καί τά δύο είναι δύσκολα. Εάν καί στίς δύο περιπτώσεις παραμένουμε οι ίδιοι, αυτό είναι πραότητα. Αυτοί, λοιπόν, πού είναι πραείς καί έχουν πάντοτε ειρήνη, θά κληρονομήσουν τήν γή, θά κατέχουν, δηλαδή, τήν καρδιά τους. Ο Γέροντας συχνά χρησιμοποιεί τόν όρο γή, όταν αναφέρεται στήν καρδιά : «Γενηθήτω τό θέλημά σου, ως εν ουρανώ καί επί τής γής» (Ματθ. στ’ 10), δηλαδή, «μακάρι νά κυριαρχήση στήν καρδιά μας τό θέλημά Σου, όπως βασιλεύει καί στόν ουρανό».
Όταν είμαστε πράοι, μπορούμε νά κληρονομήσουμε τήν γή. Στήν αρχαιότητα η γή ήταν η Χαναάν, η Παλαιστίνη, τήν οποία ο Κύριος υποσχέθηκε στούς Εβραίους τόν καιρό τής αιχμαλωσίας. Η γή όμως τήν οποία ο Κύριος τώρα μάς υπόσχεται είναι η «καινή γή», η «καινή κτίσις» καί αυτή η «καινή κτίσις» μάς αποκαλύπτεται, όταν ακολουθούμε τούς Μακαρισμούς τού Κυρίου.
«Μακάριοι οι πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην ότι αυτοί χορτασθήσονται»(Ματθ. ε’ 6) Εδώ χρονίζοντες στήν μέση τών Μακαρισμών, ο Κύριος αναμοχλεύει τόν ζήλο μας, λέγοντας ότι η πείνα καί η δίψα μας δέν πρέπει ποτέ νά ελαττωθούν, αλλιώς δέν είμαστε γιά Εκείνον. Έχουμε ανάγκη από ζήλο. Ο Κύριος μάς αποκάλυψε τήν οδόν Του καί μάς αποκάλυψε καί τον δικό Του ζήλο. Καί ο ζήλος Του ήταν νά εξαγνίση τόν Οίκο τού Θεού, δηλαδή νά «κτίση καρδιές καθαρές» (Πρβλ. Ψαλ. ν’ 12) πού γνωρίζουν τόν Κύριο, πού δέν έχουν ανάγκη νά τούς διδάξουν οι άλλοι «Ου μή διδάξωσιν έκαστος τόν πολίτην αυτού καί έκαστος τόν αδελφόν αυτού, λέγων, γνώθι τόν Κύριον» (Εβρ. η’ 11), αλλά καρδιές πού ήδη γνωρίζουν τόν Κύριο. Η οδός τού Κυρίου είναι γεμάτη από τόν ζήλο Του γιά τόν ναό τού Θεού. Καί ο ζήλος Του ήταν τέτοιος, πού τελικά Τόν κατέφαγε καί ο Κύριος τό θεωρούσε αυτό ως τό βάπτισμα μέσα από τό οποίο επρόκειτο νά περάση γιά χάρη τών ανθρώπων. Αυτός ο ζήλος τού Κυρίου εκφράστηκε ακόμη καί μέ εξωτερικό τρόπο, όταν καθάρισε τόν Ναό καί προκάλεσε τήν οργή τών εχθρών Του καί όλη η οργή καί η κακία τών εχθρών Του έπεσε πάνω Του. Ο ζήλος τού Κυρίου νά οικοδομήση, νά χτίση τόν ναό Του μέσα μας ήταν τόσο μεγάλος, πού τελικά τόν κατέφαγε μέχρι τέλους.
Πρέπει καί εμείς νά έχουμε αυτόν τόν ζήλο γιά τόν ναό τού Θεού μέσα μας. Πρέπει πάντοτε νά διαφυλάττουμε αυτόν τόν ναό -καί ο τρόπος γιά νά κάνουμε αυτό είναι μέσα από τήν νήψη, όπως είπαμε, ώστε κανένας αλλότριος λογισμός νά μήν μπορή νά κυριαρχήση εκεί καί νά αιχμαλωτίση τήν καρδιά. Δέν φτάνει, όμως, νά μήν έχουμε κακούς λογισμούς, αλλά πρέπει καί νά εργαζόμαστε λίγο-λίγο, μέρα μέ τή μέρα, ώστε νά συσσωρευθή στήν καρδιά μας η αίσθηση τού Θεού, όλη η παρηγοριά τού Θεού ή ο εξαγνισμός τού ναού τού Κυρίου. Μέρα μέ τή μέρα «επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β’Κορ. ζ’ 1). Εάν έχουμε αυτόν τόν ζήλο, τότε παραμένουμε στήν οδό τού Κυρίου. Εάν έχουμε ταπείνωση καί ζήλο, τότε όλες οι δυνάμεις τής ψυχής μας κατευθύνονται πρός τόν Θεό καί τότε χτίζουμε τόν ναό τού Κυρίου μέσα μας.
Ακόμη καί αυτό όμως δέν είναι αρκετό. Πρέπει νά φροντίσουμε τό ναό τού Θεού πού υπάρχει μέσα στούς άδελφούς μας καί νά κάνουμε ό,τι μάς είναι δυνατόν γιά νά προστατέψουμε τό ναό αυτόν μέσα τους, νά μήν προσβάλουμε μέ κανέναν τρόπο τόν αδελφό μας. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ει βρώμα σκανδαλίζει τόν αδελφόν μου, ου μή φάγω κρέα εις τόν αιώνα ίνα μή τόν αδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α’ Κορ. η’ 13). Επειδή γνώριζε αυτό τόν ζήλο καί φύλαγε καλή συνείδηση μέ τούς αδελφούς του, λέει, γιατί νά φέρω πρόσκομμα στόν αδελφό μου «δι’ όν Χριστός απέθανεν» (Α’Κορ. η’ 11), γιατί νά προσβάλλω τόν αδελφό μου καί νά τόν εμποδίσω από τό νά χτίση τόν δικό του ναό στήν καρδιά του;
Έτσι ο κάθε ένας από τούς εν Χριστώ αδελφούς μας, κάθε ένας από τούς αδελφούς μας είναι ναός τού Θεού, κατοικητήριον τού Αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι τό καθήκον τής ζωής μας : νά χτίσουμε τόν ναό τού Θεού μέσα μας καί νά τόν διαφυλάξουμε ακόμα καί μέσα στούς αδελφούς μας, μέ τήν ευγένεια, μέ τήν προσευχή, μέ τήν αγαθοεργία μας, ό,τιδήποτε προωθεί τό χτίσιμο τού ναού τού Θεού μέσα στούς αδελφούς μας, καί κατά έναν παράδοξο τρόπο αυτό θά αντανακλάται καί σέ εμάς τούς ίδιους.
Έτσι, όταν έχουμε μιά αρνητική σκέψη γιά τούς αδελφούς μας, αυτό είναι μία επίθεση – προσβολή κατά τού ναού τού Θεού πού υπάρχει μέσα τους. Καί όταν κρατάμε μνησικακία εναντίον τού αδελφού μας, αυτό διατηρεί τό πνεύμα τής κακίας μέσα μας καί διατηρεί τήν αντίσταση στήν οικοδόμηση τού ναού τού Θεού. Είναι όμως φοβερό νά ακούη κανείς τόν λόγο τού Κυρίου μέσω τού Αποστόλου Παύλου «Εί τις τόν ναόν τού Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α’Κορ. γ’ 17). Καθώς δουλεύουμε μαζί, πρέπει νά είμαστε προσεκτικοί μεταξύ μας, ώστε νά κάνουμε τά πάντα γιά νά χτίσουμε τόν ναό τού Θεού μέσα μας καί επίσης αυτόν τόν ναό νά τόν διαφυλάξουμε καί ακόμη καί νά προωθήσουμε τήν οικοδομή του μέσα στούς αδελφούς μας. Όταν μάς έχουν προσβάλει μέ κάτι, δέν κερδίζουμε τίποτα μέ τό νά ανταποδώσουμε τήν προσβολή, εάν ακούσουμε έναν κακό λόγο γιά εμάς καί ανταποδίδουμε άλλους πέντε κακούς λόγους ή όταν μάς κάνουν κριτική καί δικαιολογούμαστε, μέ αυτόν τόν τρόπο δέν οικοδομούμε τόν ναό τού Θεού ούτε σέ μάς, αλλά ούτε καί στούς αδελφούς μας. Αλλά όταν μάς προσβάλλουν καί εμείς ταπεινωνόμαστε γιά χάρη τής προστασίας τού ναού τού Θεού, τότε σίγουρα θά φέρουμε σέ φιλότιμο τόν αδελφό μας, ώστε νά αρχίση καί εκείνος νά ταπεινώνη τόν εαυτό του καί νά αναζητά συμφιλίωση – καταλλαγή μέ τόν Θεό, νά αναζητά μιά καλύτερη σχέση μέ τόν Θεό καί μέ τούς αδελφούς του καί νά μπορέση τελικά νά οικοδομήση καί αυτός τόν ναό τού Θεού μέσα του.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι πού μπορεί νά γίνη αυτό. Ο πιό σημαντικός είναι τό νά προσευχόμαστε ο ένας για τόν άλλον. Όταν ετοιμαζόμαστε γιά τήν Λειτουργία, ο κάθε ένας έρχεται στήν Λειτουργία μέ μεγάλη αγωνία, ώστε νά τόν δεχθή ο Κύριος καί νά γίνη δεκτός σέ αυτήν τήν ανταλλαγή ζωής πού γίνεται μέσα στήν Λειτουργία. Η αγωνία μας είναι : «Θά μέ δεχθή ο Κύριος, εμένα πού είμαι τόσο ανάξιος;». Γιατί νά μήν θυμηθούμε τούς αδελφούς μας πού περνάνε μέσα από τήν ίδια αγωνία καί νά πούμε: «Κύριε, ευλόγησον καί τήν παράσταση τών αδελφών μου καί πλήρωσον τάς καρδίας αυτών μέ τά δώματα τού Πνεύματός Σου καί μέ τήν άφθαρτη παράκληση τής χάριτός Σου». Άν έχουμε τέτοιες διαθέσεις, η ζωή μας θά αυξάνη μέ θαυμαστό τρόπο, θά «κτίζουμε τήν ζωή», όπως θά έλεγε ο Γέροντας. Ο Γέροντας συχνά θά τό εξέφραζε αυτό μέ έναν πολύ γενικό τρόπο : «Νά κτίσουμε ζωή», καί εννοούσε τήν οικοδομή τού ναού τού Θεού μέσα μας καί μέσα στούς αδελφούς μας. Είναι πραγματικά θαυμάσιο, όταν ξέρουμε ότι ο αδελφός μας λειτουργεί ή προσέρχεται νά κοινωνήση, νά προσευχηθούμε ώστε νά έχη μία ευλογημένη παράσταση καί νά γίνη δεκτός από τόν Κύριο. Άν επιθυμούμε αυτό γιά τούς αδελφούς μας, σίγουρα καί η δική μας Θεία Μετάληψη θά ειναι διαφορετική. Δοκιμάστε καί θά δείτε, θά είναι σάν νά κοινωνείτε γιά πρώτη φορά. Ακόμη καί όταν δέν μπορούμε νά είμαστε στήν Λειτουργία καί βρισκόμαστε στό δωμάτιό μας λόγω κάποιας ασθένειας ή κάποιας επείγουσας εργασίας καί προσευχόμαστε γιά τούς αδελφούς μας πού είναι στήν Λειτουργία καί γιά τόν Ιερέα πού λειτουργεί, σάς λέω, θά λάβετε τήν ίδια χαρά καί τήν ίδια παρηγοριά, όπως καί οι αδελφοί σας μέσα στήν Λειτουργία. Έτσι, πρέπει νά κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν γιά νά στηρίξουμε, νά διατηρήσουμε τόν ναό τού Θεού.
Μέρα μέ τή μέρα πρέπει νά κάνουμε καινούργια αρχή. Εάν βάζουμε καινούργια αρχή, οι Πατέρες μας μάς διαβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε εις οδόν σωτηρίας. Μιά νέα αρχή οικοδόμησης τού ναού τού Θεού μέσα μας, αλλά καί διαφύλαξης τής οικοδομής τού ναού τού Θεού μέσα στούς αδελφούς μας. Όταν κάνουμε έτσι, εκπληρώνουμε τίς δύο μεγάλες εντολές από τίς οποίες κρέμονται τά πάντα: Τό νά αγαπούμε τόν Θεό δίνοντάς Του όλον τόν χώρο μέσα μας, καί νά αγαπούμε τούς αδελφούς μας, συμβάλλοντας στό νά γίνη τό ίδιο μέσα τους( δηλαδή νά δώσουν καί εκείνοι όλον τόν χώρο στόν Θεό).
Όταν ήμουν μικρό παιδί, άκουσα μιά γριά στό χωριό μας νά λέη στόν γιό της : «Μήν τό κάνεις αυτό, όχι επειδή είναι ανήθικο ή κακό, αλλά επειδή φθείρεις τόν ναό τού Θεού». Ήταν απλή γυναίκα, αλλά ο νούς της ήταν πολύ θεολογικός: δέν ήθελε τήν αμαρτία επειδή η αμαρτία φθείρει, καταστρέφει τόν ναό τού Θεού. Πολύ θεολογική, πολύ ευαγγελική! Ενώ, άν πούμε ότι η αμαρτία είναι κάτι ανήθικο, αντικοινωνικό ή κάτι κακό κλπ. θά υπάρχη πάντοτε ένα ενάντιο επιχείρημα σέ όλα αυτά. Όταν όμως βάλουμε τόν νού μας στήν οικοδομή τού ναού τού Θεού, αυτό είναι τόσο αληθινό, τόσο πραγματικό καί αιώνιο πού δέν μπορεί νά υπάρξη αντίλογος.
Ο Κύριος επετέλεσε μία παγκόσμια νίκη κατά τού εχθρού καί κατά τού θανάτου – αυτούς τούς δύο εχθρούς τής ανθρωπότητας. Επετέλεσε αυτήν τήν νίκη μέ έναν παράδοξο τρόπο: οι επιθέσεις (προσβολές) καί η οργή τού εχθρού, όπως λέει ο Προφήτης Ησαΐας, συνέτριψαν τόν Κύριο. Εάν ήταν δυνατόν, ο εχθρός θά συνέτριβε ακόμη καί τά οστά του. Γιά χάρη μας ο Κύριος έγινε όλος μιά πληγή, από τήν κορυφή ως τά άκρα τών ποδών Του, έτσι πού νά μήν υπάρχη τόπος γιά νά μπή επίδεσμος πάνω Του, λέει ο Ησαΐας ( Βλ. Ησαΐα 1, 6). Διέκρινε ο Προφήτης μέ έναν τόσο ρεαλιστικό τρόπο τό τραγικό γεγονός τής θυσίας τού Θεού γιά τήν σωτηρία μας. Όλη η σκαιότητα τού κακού πού είχε συσσωρευθή από τήν αρχή τής πτώσεως τού Εωσφόρου μέχρι τήν πτώση τού ανθρώπου, έπεσε πάνω στόν Κύριο. Καί ο Κύριος έσκυψε κάτω από αυτό τό κύμα χωρίς νά αντισταθή. Τά αποδέχτηκε όλα γιά χάρη μας, επειδή «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν» (Ιω. γ’ 16). Αναδύθηκε πίσω από αυτό τό κύμα, εγηγερμένος εκ νεκρών, καί βασιλεύει εις τούς αιώνας. Έτσι καί εμείς, όταν ένας πειρασμός ξεσηκώνεται εναντίον μας, είτε από έναν αδελφό, είτε από μία ασθένεια ή από κάτι άλλο, καί εμείς ταπεινώνουμε τους εαυτούς μας στερεώνοντας τό βλέμμα μας σέ Εκείνον πού πορεύθηκε αυτήν τήν οδό πρίν από εμάς καί μπορεί νά μάς ελεήση, καί πηγαίνουμε κάτω από τό κύμα, τότε θά αναδυθούμε αβλαβείς από τήν άλλη πλευρά τού κύματος, δηλαδή θά γίνουμε μέτοχοι τής νίκης τού Κυρίου.
Αληθινά μεγάλος, λοιπόν, δέν είναι εκείνος πού δείχνει τήν δύναμή του, βάζει τόν «αντίπαλό» του στή θέση του καί αφήνει τόν εγωϊσμό του νά κυριαρχή. Αυτό δέν είναι νίκη γιατί τό κακό γίνεται διπλό, τριπλό καί πολλαπλασιάζεται. Η αληθινή νίκη είναι νά μπορούμε νά σκύψουμε κάτω καί νά αναδυθούμε από πίσω, μέτοχοι τής νίκης τού Χριστού. Η ταπείνωση είναι η νίκη. Τό έχουμε δεί αυτό πολλές φορές στίς διηγήσεις τών Πατέρων. Στόν άγιο Αββά Δωρόθεο διαβάζουμε ότι ένας από τούς συμμοναστές του, πού έμενε πάνω από τόν Αββά Δωρόθεο, έριχνε πάνω του τά ούρα του καί τίναζε τίς κουβέρτες του πού ήταν γεμάτες κοριούς. Ο Αββάς Δωρόθεος όπως ήταν κουρασμένος από τίς δουλειές πού έκανε γιά τή Μονή, κοιμόταν τήν νύχταν αλλά τό πρωΐ έβρισκε τόν εαυτό του τσιμπημένο παντού από τούς κοριούς πού είχε ρίξει ο συμμοναστής του πάνω του. Καί ποτέ του δέν είπε κουβέντα σέ αυτόν τόν μοναχό, γιά νά μήν ταράξη τήν συνείδησή του. Εκείνος ο μοναχός, όντας απλός καί χωρίς νά γνωρίζη ακριβώς τί έκανε, ίσως νά σώθηκε μέ τίς ευχές τού Αββά Δωροθέου. Καί ο Αββάς Δωρόθεος είναι ζωντανός καί δοξασμένος σέ όλη τήν αιωνιότητα ενώπιον τού Θεού καί εμείς τόν τιμούμε ως Διδάσκαλο καί Πατέρα μας.
Στούς Πατέρες τής ερήμου βρίσκουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Έβγαιναν νικητές όταν, ενώ τούς ράπιζαν “επί τήν δεξιά σιαγόνα» (Βλ. Ματθ. ε’, 39) αυτοί έστρεφαν καί τήν αριστερή χωρίς νά ανταποδίδουν τό κακό. Νίκη γιά αυτούς ήταν τό νά αντιδράσουν μέ ταπείνωση καί νά μήν ανταποδώσουν τό κακό. Ο θυμός είναι σάν νά ανάβη κανείς μιά φωτιά, όπως μάς λένε οι Πατέρες μας. Γι’ αυτόν τόν λόγο καί οι Άγιοι Πατέρες λένε ότι απλώς καί μόνον τό νά δικαιολογούμε τόν εαυτό μας – πόσο μάλλον όταν ανταποδίδουμε τό κακό – σημαίνει ότι μισούμε τήν ψυχή μας, επειδή, όταν δικαιολογούμαστε καί υπερασπιζόμαστε τά δικαιώματά μας, χάνουμε τήν ευκαιρία πού μάς δίδεται νά αποκτήσουμε μιά νίκη γιά τήν ψυχή μας. Όπως λέει καί ο Απόστολος Παύλος: «διατί ουχί μάλλον αδικείσθε; διατί ουχι μάλλον αποστερείσθε;» (Α’ Κορ. στ’, 7). Γιατί έτσι θά γίνετε μέτοχοι τής νίκης τού Κυρίου, ο Οποίος είπε γιά τόν εαυτό του ότι: «Εγενόμην νεκρός, καί ιδού ζών ειμί εις τούς αιώνας τών αιώνων» (Αποκ. α’ 18).
Αυτή είναι η οδός γιά κάθε νίκη, νά μήν δικαιολογούμαστε, αλλά πάντοτε νά ταπεινώνουμε τούς εαυτούς μας καί μέ αυτόν τόν τρόπο θά βγαίνουμε νικητές. Άς είμαστε πάντοτε έτοιμοι νά ζητήσουμε συγνώμη, ακόμη καί όταν νομίζουμε ότι δέν φταίμε καί τόσο πολύ, γιατί είμαι βέβαιος ότι αυτό θά φέρη τόν αδελφό μας σέ φιλότιμο καί θά τόν κάνη νά υπολογίση σοβαρά καί εμάς, αλλά καί τίς εντολές τού Θεού καί νά βρή τήν δύναμη νά αρχίση καί αυτός νά κτίζη τόν ναό τού Θεού μέσα του. Αληθινή νίκη είναι νά μάθουμε ταπείνωση καί όλα όσα κάνουμε στήν μοναχική ζωή αποσκοπούν στό νά δράμουμε τήν ταπεινή οδό τού Κυρίου, επειδή «εν τή ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη» (Ησ. νγ’ 8), δηλαδή, μέσα από τήν ταπείνωσή Του ο Κύριος έφερε τή νίκη.
Εάν αγαπούμε τήν αθάνατη ψυχή μας – καί όχι τό κακό πού έχει γίνει ψυχή μας, τό οποίο θά έπρεπε νά μισούμε – τότε δέν πρέπει ποτέ νά δικαιολογούμαστε, αλλά πάντοτε νά μεμφόμαστε τούς εαυτούς μας ενώπιον τού Θεού καί κάνοντας αυτό εκπληρώνουμε όλες τίς εντολές. Ο Κύριος είπε: «Όταν ποιήσετε πάντα τά διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’ 10).
Μόνον όταν ένεργούμε κατ’ αυτόν τόν τρόπο ανοίγουμε χώρο γιά τήν Χάρη τού Θεού νά εργαστή μέσα μας. Η αρχή είναι πάντοτε δύσκολη, όταν όμως δείξουμε επιμονή στό ξεκίνημα, τότε έρχεται η παράκληση τής Χάριτος τού Θεού καί αυτή η παράκληση κάνει τήν δουλειά γιά εμάς καί γίνεται εύκολη η οδός, τότε γνωρίζουμε μεγάλη ανάπαυση, μεγάλη παρηγοριά σέ αυτήν τήν οδό γιατί τότε πραγματικά αρχίζουμε νά γινόμαστε «διδακτοί θεού» (Ιω. στ’ 45).
Ερώτηση: Πάτερ, σέ περίπτωση ασθένειας πώς πηγαίνει κάποιος κάτω από τό κύμα;
Απάντηση: Μέ τό νά λέμε στόν Κύριο: «Κύριε, γνωρίζω πώς είσαι αγαθός καί η πηγή κάθε αγαθού καί άν Εσύ επέτρεψες νά μέ βρή αυτή η ασθένεια, αυτό σημαίνει πώς είναι γιά τό καλό μου. Αλλά όμως, επειδή είμαι τυφλός, βοήθησέ με νά δώ πώς θά βρώ αυτό πού είναι καλό γιά εμένα βοήθησέ με νά μάθω ταπείνωση, ώστε νά αποκτήσω τήν χάρη Σου, καί η δική Σου χάρη θά σκεπάση τήν ασθένειά μου καί ακόμη θά αναπληρώση τά υστερήματά μου».
Πολλές φορές, εάν ταπεινωθούμε, μπορεί νά μήν γίνουμε καλά, αλλά όμως η παρηγοριά πού θά λάβουμε θά μάς ανεβάση πάνω από τήν ασθένειά μας, καί αυτή είναι η αληθινή νίκη.
Εάν μετατρέπουμε τήν ασθένειά μας σέ γιορτή, έχουμε τήν άφθαρτη παρηγοριά τού Θεού πού μάς σκεπάζει καί αυτό είναι «κρείσσον υπέρ ζωάς» (Πρβλ. Ψαλ. ξδ’ 4). Έτσι, πρέπει πάντοτε νά μαθαίνουμε νά μεμφόμαστε τούς εαυτούς μας ότι πάνω από όλα μάς αξίζει αυτή η ασθένεια πού μάς βρήκε, ότι ίσως ο Θεός τό επέτρεψε γιά νά μάς διδάξη κάτι καινούργιο, νά μάς θυμίση τήν ταπεινή οδό πού θά έπρεπε νά έχουμε στήν ζωή μας. Πρέπει νά πιστεύουμε πώς είναι γιά τό καλό μας καί ακόμη καί όταν δέν τό βλέπουμε αυτό, πρέπει νά ζητάμε από τόν Θεό νά μάς τό δείχνη. Ο Θεός, όμως, πάντα παραμένει ευλογητός εις τούς αιώνας (Βλ. Ιώβ α’ 21), όπως συνήθιζε νά μάς διδάσκη ο Γέροντας. Αυτή είναι μία σταθερά στή ζωή μας, ότι ο Θεός παραμένει ευλογητός επειδή είναι αγαθός. Κρατάμε αυτήν τήν σταθερά ως ένα στύλο τής ζωής μας καί περιστρεφόμαστε γύρω του, μέχρι νά δούμε τό καλό πού βγαίνει από τήν ασθένειά μας.
Μερικές φορές φοβόμαστε νά μιλήσουμε, όμως άν μελετήσουμε τήν οδό τού Κυρίου, θά δούμε τί υπέφερε Εκείνος σέ αυτήν τήν οδό, καί θά δούμε καί όλα όσα είναι πολύτιμα στά μάτια τού Κυρίου. Γι’ αυτό τό νά πάσχη κανείς μέ καλή συνείδηση ενώπιον τού Θεού, δηλαδή, γιά χάρη τών εντολών Του, έχει μεγάλη δόξα, λέει ο Απόστολος Πέτρος (Α’Πετ. α’ 20) Κάθε είδους πάθημα όμως μπορεί νά γίνη δεκτό μέ τρόπο σύμφωνο πρός τίς εντολές Του, εάν ταπεινώνουμε τούς εαυτούς μας, οπότε καί θά λάβουμε μεγαλύτερη δόξα.
Αυτό πού πραγματικά όμως ήθελα νά πώ είναι: Νά θυμόμαστε ότι είμαστε ο ναός τού Θεού καί πώς ο σκοπός τής ζωής μας είναι νά κτίσουμε αυτόν τόν ναό μέσα μας. Αλλά αυτό είναι μόνον τό μισό τού πράγματος. Τό άλλο μισό είναι νά βοηθήσουμε τούς αδελφούς μας καί νά έχουμε τέτοια συναναστροφή μαζί τους, ώστε να στηρίζουμε καί νά διαφυλάττουμε τόν ναό τού Θεού μέσα τους. Όλο αυτό γιά νά γίνη πρέπει νά φυλάττουμε τά λόγια τού Κυρίου, επειδή τά λόγια Του καί οι εντολές Του προέρχονται από τό ταπεινό Πνεύμα καί η ταπείνωση φέρνει τήν χάρη πού κάνει τά πάντα γιά εμάς.
Σέ όλα τά αναγνώσματα τών Ευαγγελίων τών Κυριακών πρίν τήν Μεγάλη Σαρακοστή -τού Τελώνη καί τού Φαρισαίου, τού Ασώτου υιού, τών Ταλάντων, τής Κυριακής τής Κρίσεως- βλέπουμε ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα χωρίζεται σέ δύο κατηγορίες: σέ εκείνους πού δικαιώνουν τούς εαυτούς τους καί σέ εκείνους πού μέμφονται τούς εαυτούς τους καί παίρνουν τό πταίσμα επάνω τους. Εκείνοι πού μπορούν νά μεμφθούν τούς εαυτούς τους στέκουν μέ τόλμη ενώπιον τού Κυρίου, όπως γιά παράδειγμα αυτοί πού εργάστηκαν μέ επιμέλεια τά τάλαντα πού τούς δόθηκαν είπαν: «Κύριε, ιδού…», καί ο Κύριος τούς δόξασε, αλλά αντίθετα καταδίκασε εκείνους πού δικαίωναν τούς εαυτούς τους.
Αυτές είναι οι δύο στάσεις πού βρίσκουμε στίς δύο κατηγορίες τής ανθρωπότητας, οι οποίες μάς συνοδεύουν καί μετά τόν τάφο.
Άς επιλέξουμε τήν αγαθή στάση.
Συγχωρέστε με.
Πηγές: “Εκκλησιαστική Παρέμβαση” Μάιος 2013-trelogiannis.blogspot.gr