Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Οι τελευταίες μέρες του Γέροντος Σωφρονίου του Αγιορείτου, της Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας (+11 Ιουλίου 1993)

Οι τελευταίες μέρες του Γέροντος Σωφρονίου του Αγιορείτου, της Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας (+11 Ιουλίου 1993)

Τέσσερις μέρες πριν πεθάνει έκλεισε τα μάτια του και δεν ήθελε να μας μιλήσει περαιτέρω. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό κι όχι θλιμμένο, αλλά γεμάτο ένταση. Είχε την ίδια έκφραση, όπως όταν θα τελούσε τη λειτουργία. Δεν άνοιγε τα μάτια του, ούτε πρόφερε λέξεις αλλά σήκωνε το χέρι του ευλογώντας μας. Μας ευλογούσε χωρίς λόγια κι εγώ κατάλαβαινα ότι θα έφευγε. Έτσι δεν ήθελα να τον απασχολώ. Προηγουμένως συνήθιζα να προσεύχομαι ώστε ο Θεός να επεκτείνει το γήρας του, όπως λέμε στη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου «το γήρας περικράτησον». Αλλά κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών είδα ότι έφευγε κι έτσι άρχισα να λέγω: «Κύριε δώρισε στο δούλο σου πλουσίαν είσοδον στη βασιλεία σου». Προσευχόμουν χρησιμοποιώντας τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, όπως διαβάζουμε στη Β’ Επιστολή του (Β’ Πέτρου α’ 11).
Έτσι έλεγα επιμόνως :«Θεέ μου, δώρισε πλουσίαν είσοδον στο δούλο σου και τοποθέτησε την ψυχή του μαζί με τους Πατέρες του» και ονόμαζα όλους τους συντρόφους του ασκητές πού ήξερα ότι είχε στο Αγιον Όρος, αρχίζοντας από τον Άγιο Σιλουανό και μετά όλους τους άλλους.
Την τελευταία μέρα πήγα να τον δω στις έξι το πρωΐ. Ηταν Κυριακή και τελούσα την πρωϊνή λειτουργία, ενώ ο πάτερ Κύριλλος μαζί με τους άλλους ιερείς θα τελούσαν τη δεύτερη. Αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο να μας αφήσει τη μέρα εκείνη. Πήγα και άρχισα την Πρόθεση. Οι Ώρες άρχισαν στις εφτά και μετά ακολούθησε η λειτουργία. Είπα μόνο τις ευχές της Αναφοράς, διότι στο μοναστήρι μας έχουμε τη συνήθεια να τις διαβάζουμε εκφώνως. Για τις υπόλοιπες η προσευχή μου ήταν συνεχώς: «Κόριε, δώρισε πλουσίαν είσοδο στη βασιλεία σου στο δούλο σου». Η λειτουργία εκείνη ήταν διαφορετική απ΄όλες τις άλλες. Τη στιγμή που είπα «Τα άγια τοις αγίοις» ο πάτερ Κύριλλος εισήλθε το ιερό. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο, άρχισε να κλαίει κι εννόησα ότι ο πάτερ Σωφρόνιος είχε φύγει. Ρωτώντας ποιά ώρα είχε αναχωρήσει ήξερα ότι ήταν η ώρα πού διάβαζα το ευαγγέλιο. Πήγα παράμερα, διότι ο πάτερ Κύριλλος ήθελε να μιλήσει μαζί μου και μου είπε: «Μετάδωσε την Κοινωνία στους πιστούς και μετά ανακοίνωσε την αναχώρηση του πατρός Σωφρονίου και κάνε το πρώτο Τρισάγιο θα κάνω το ίδιο στη δεύτερη λειτουργία». Έτσι διαμοίρασα τον Αμνό και μετάλαβα· μετέδωσα στους πιστούς τη Θεία Κοινωνία και τελείωσα τη Θεία Λειτουργία. Δεν γνωρίζω πώς τα κατάφερα. Μετά βγήκα έξω και είπα στον κόσμο: «Αγαπητοί μου αδελφοί, ο Χριστός ο Θεός μας είναι το σημείο του Θεού για όλες τις γενεές αυτής της εποχής, διότι στα λόγια του βρίσκουμε τη σωτηρία και τη λύση κάθε ανθρώπινου προβλήματος. Και τώρα πρέπει να κάνουμε όπως μας διδάσκει η λειτουργία, δηλαδή να ευχαριστήσουμε, να ικετεύσουμε, να παρακαλέσουμε. Έτσι ας ευχαριστήσουμε το Θεό πού μας έχει δώσει τέτοιο πατέρα κι ας προσευχηθούμε για την ανάπαυση της ψυχής του». «Ευλογητός ο Θεός ήμων…», κι άρχισα το Τρισάγιο. Τον βάλαμε στην εκκλησία για τέσσερις μέρες, διότι η Κρύπτη δεν ήταν ακόμη τελειωμένη κι ο τάφος δεν είχε ακόμην κτισθεί. Τον αφήσαμε ακάλυπτο στην εκκλησία για τέσσερι μέρες και συνεχώς διαβάζαμε τα άγια Ευαγγέλια από την αρχή ως το τέλος, ξανά και ξανά, όπως είναι το έθος για ιερείς. Διαβάζαμε τα άγια εϋαγγέλία και διαβάζαμε Τρισάγια καιι άλλες προσευχές. Είχαμε τις ακολουθίες, τη λειτουργία αυτός ήταν εκεί, στη μέση της εκκλησίας για τέσσερεις μέρες Ήταν σαν Πάσχα, ήταν τέτοια όμορφη κι ευλογημένη ατμόσφαιρα! Κανένας δεν έδειξε οποιανδήποτε υστερία, καθένας προσευχόταν με έμπνευση. Είχα ένα φίλο αρχιμανδρίτη πού συνήθιζε να έρχεται στο Μοναστήρι κάθε χρόνο και να περνά λίγες εβδομάδες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τον πατέρα Ιερόθεο Βλάχο, ο οποίος έγραψε το βιβλίο «Μια βραδιά στην έρημο του Αγίου Όρους». Τώρα είναι μητροπολίτης Ναυπάκτου. Έφτασε μόλις έμαθε ότι ο πάτερ Σωφρόνιος πέθανε. Αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα και μου είπε: «Αν ο πάτερ Σωφρόνιος δεν είναι άγιος, τότε δεν υπάρχουν άγιοι». Έτυχε να έχουμε μερικούς μοναχούς από το Άγιον Όρος, οι οποίοι ήρθαν για να δουν τον πάτερ Σωφρόνιο, μα δεν τον βρήκαν ζωντανό. Ο πάτερ Τύχων από τη Σιμωνόπετρα ήταν ένας από αυτούς. Κάθε φορά πού έρχονταν Έλληνες στην Αγγλία για ιατρικούς λόγους είχαν την συνήθεια να έρχονται στο Μοναστήρι για να τους διαβαστεΐ μια προσευχή από τον πάτερ Σωφρόνιο, διότι πολλοί είχαν θεραπευθεί. Την τρίτη ή την τέταρτη μέρα μετά το θάνατο του πάτερ Σωφρονίου ήρθε μια οικογένεια με ένα παιδί δεκατριών χρονών. Είχε όγκο στον εγκέφαλο κι η εγχείρηση του ήταν καθορισμένη για την επόμενη μέρα. Ο πάτερ Τύχων ο Σιμωνοπετρίτης ήλθε και μου είπε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ λυπημένοι ήρθαν και δεν βρήκαν τον πάτερ Σωφρόνιο. Γιατί δεν διαβάζεις μερικές προσευχές για το παιδί»; Του είπα: «ας πάμε μαζί. Έλα και κάνε μου τον αναγνώστη. Θα διαβάσουμε μερικές προσευχές στο άλλο παρεκκλήσι». Πήγαμε και διαβάσαμε τις προσευχές για το παιδί και στο τέλος ο πάτερ Τύχων είπε: «Ξέρεις, γιατί δεν περνάτε το παιδί κάτω από το φέρετρο του πάτερ Σωφρονίου; Θα θεραπευθεί. Χάνουμε το χρόνο μας διαβάζοντας προσευχές». Του απάντησα ότι δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, διότι ο κόσμος μπορούσε να πει ότι μόλις έχει πεθάνει και ήδη προσπαθούμε να προωθήσουμε την αγιοποίηση του. «Να το κάνεις εσύ», του είπα. «Είσαι Αγιορείτης μοναχός. Δεν θα πει κανένας τίποτε». Πήρε το αγόρι από το χέρι και το πέρασε κάτω από το φέρετρο. Την επομένη έκαναν εγχείρηση στο παιδί και δεν βρήκαν τίποτε. Έκλεισαν το κρανίο και είπαν: «Λανθασμένη διάγνωση. Θα ήταν πιθανώς φλόγωση». Έτυχε το παιδί να συνοδεύεται από ένα γιατρό από την Ελλάδα, πού είχε τις πλάκες ακτίνων Χ πού έδειχναν τον όγκο, πού τους είπε: «Ξέρετε καλά τί σημαίνει αυτή η “λανθασμένη διάγνωση”». Το παιδί μεγάλωσε. Τώρα είναι 27 χρονών και είναι πολύ καλά.
Αρχ. Ζαχαρίας – Μετάφραση Θ. Κυριάκου.
Πηγή: Οι τελευταίες μέρες του Γέροντος Σωφρονίου (+11 Ιουλίου 1993), Περιοδικό «Παρά την Λίμνην», Μηνιαία έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου, περίοδος β΄, έτος ιη΄, αρ. 7, Ιούλιος 2008

Ο Γέροντας Σωφρόνιος μιλά για τον Χριστό και τον εθνικισμό

Ο Γέροντας Σωφρόνιος μιλά για τον Χριστό και τον εθνικισμό

Δημοσιεύθηκε: 10 Αυγούστου 2010 Κατηγορίες: Γέρ. Σωφρόνιος 'Εσσεξ
Η κοίμηση του Γέροντος Σωφρονίου 11-7-1993
Αν όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της πίστεως ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός, ο Σωτήρας του κόσμου, ο Δημιουργός του σύμπαντος πώς μπορούμε να συμβιβάσουμε αυτή τη θεωρία μας με την ιδέα της εθνικότητας, του τόπου, της εποχής …;
Δε γνωρίζω Χριστό Έλληνα, Ρώσο, Άγγλο, Άραβα … Ο Χριστός είναι για μένα το παν, το υπερκόσμιο Είναι.
Στην Γραφή αναφέρεται συχνά ότι ο Χριστός πέθανε για όλο τον κόσμο, για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων. Μόλις περιορίσουμε το πρόσωπο του Χριστού μόλις το κατεβάσουμε στο επίπεδο των εθνοτήτων, χάνουμε το παν και βυθιζόμαστε στο σκοτάδι. Τότε ανοίγει ο δρόμος προς το μίσος ανάμεσα στα έθνη, προς την έχθρα μεταξύ των κοινωνικών ομάδων.
Όποιος αγαπά τον Χριστό αφομοιώνει και φέρει μέσα του τα αισθήματα που είχε ο Ιησούς Χριστός, ζει την ανθρωπότητα ως ένα Αδάμ, προσεύχεται για τον «Αδάμ παγγενή». Ιδού ο αληθινός Χριστιανισμός.
Ο Χριστός είναι ο άπειρος Θεός. Δε σταυρώθηκε μόνο για τους πιστούς, αλλά για όλους τους ανθρώπους, από τον Αδάμ ως τον τελευταίο που θα γεννηθεί από γυναίκα. Να ακολουθεί κάποιος τον Χριστό, σημαίνει να πάσχει, για να θεραπευθεί και να σωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα. Δεν μπορεί να είναι διαφορετικά.
Πηγή: Αρχιμ. Σωφρονίου, Περί Πνεύματος και Ζωής, Έσσεξ Αγγλίας 1995, σ. 26-28.
 

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Περί των Μοναχών – Τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου.

Περί των Μοναχών – Τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου.



Ὑπάρχουν τινες οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι οἱ μοναχοὶ ὀφείλουν νὰ ὑπηρετοῦν τὸν κόσμον, ἵνα μὴ τρώγουν τὸν ἄρτον δωρεάν. Πρέπει ὅμως νὰ ἐννοήσωμεν εἰς τί ἔγκειται ἡ ὑπηρεσία αὕτη καὶ τίνι τρόπῳ ὀφείλει ὁ μοναχὸς νὰ βοηθῇ τὸν κόσμον.
Ὁ μοναχὸς εἶναι ἱκέτης ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου· θρηνεῖ δι᾿ ὅλον τὸν κόσμον· καὶ εἰς τοῦτο ἔγκειται τὸ κύριον ἔργο αὐτοῦ.
Ποῖος ἆρά γε προτρέπει αὐτόν, ὅπως χέῃ δάκρυα δι᾿ ὅλον τὸν κόσμον;
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐμπνέει τὸν μοναχόν. Αὐτὸς δίδει εἰς τὸν μοναχὸν τὴν ἀγάπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἐκ τῆς ἀγάπης αὐτῆς ἡ καρδία τοῦ μοναχοῦ εἶναι πάντοτε περίλυπος διὰ τὸν λαόν, ἐπειδὴ δὲν σῴζονται πάντες. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἦτο τοσοῦτον περίλυπος διὰ τὸν λαόν, ὥστε παρέδωκεν Ἑαυτὸν εἰς τὸν διὰ σταυροῦ θάνατον. Καὶ ἡ Παναγία τὴν αὐτὴν λύπην διὰ τοὺς ἀνθρώπους ἔφερεν ἐν τῇ καρδίᾳ Αὐτῆς καὶ ὁμοίως πρὸς τὸν Ἠγαπημένον Αὐτῆς Υἱὸν εἰς τέλος ἐπόθει τὴν σωτηρίαν τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Τὸ αὐτὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔδωκεν ὁ Κύριος καὶ εἰς τοὺς Ἀποστόλους, καὶ εἰς τοὺς Ἁγίους ἡμῶν Πατέρας, καὶ εἰς τοὺς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ διακονία ἡμῶν ἐν τῷ κόσμῳ. Καὶ διὰ τοῦτο οὔτε οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ἀπασχολῶνται εἰς κοσμικὰ προβλήματα, ἀλλὰ νὰ μιμῶνται τὴν Θεομήτορα, Ἥτις ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐμελέτα ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου καὶ ἔμενε πρεσβεύουσα ὑπὲρ τοῦ λαοῦ.
Δὲν εἶναι ἔργον τοῦ μοναχοῦ, ἵνα διακονῇ τὸν κόσμον ἐκ τοῦ κόπου τῶν χειρῶν αὐτοῦ. Τοῦτο εἶναι ἔργον τῶν ἐν τῷ κόσμῳ. Οἱ ἐν τῷ κόσμῳ προσεύχονται ὀλίγον, ὁ δὲ μοναχὸς διηνεκῶς. Χάρις εἰς τοὺς μοναχοὺς ἡ προσευχὴ ἐπὶ τῆς γῆς οὐδέποτε παύει. Καὶ ἐν τούτῳ ὠφελεῖται ὅλος ὁ κόσμος, διότι ὁ κόσμος ἵσταται διὰ τῆς προσευχῆς, ὅταν δὲ ἐξασθενήσῃ ἡ προσευχή, τότε θὰ ἀπολεσθῇ ὁ κόσμος.
Καὶ τί δύναται νὰ παραγάγῃ ὁ μοναχὸς διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ; Θὰ κερδίσῃ ἀσήμαντόν τι ποσὸν διὰ τὴν ἐργασίαν ὅλης τῆς ἡμέρας. Τί εἶναι τοῦτο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Μία σκέψις ὅμως εὐάρεστος εἰς τὸν Θεὸν τελεῖ θαύματα. Βλέπομεν τοῦτο ἐκ τῆς Γραφῆς.
Ὁ προφήτης Μωϋσῆς προσηυχήθη νοερῶς, καὶ ὁ Κύριος εἶπεν εἰς αὐτόν, Μωϋσῆ, τί βοᾷς πρός Με, καὶ ἔσῳσεν ὁ Κύριος τοὺς Ἰσραηλίτας ἐκ τοῦ ὀλέθρου (Ἐξ. ιδ´ 15). Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐβοήθει τὸν κόσμον διὰ τῆς προσευχῆς καὶ οὐχὶ διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ. Ὁ Ὅσιος Σέργιος διὰ τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς ἐβοήθησε τὸν Ρωσικὸν λαὸν νὰ ἀπελευθερωθῇ ἐκ τοῦ ταταρικοῦ ζυγοῦ. Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ προσηυχήθη νοερῶς, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατέβη ἐπὶ τοῦ Μοτοβίλωφ. Τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι τὸ κύριον ἔργον τῶν μοναχῶν.
Ἐὰν ὅμως ὁ μοναχὸς εἶναι ἀμελὴς καὶ δὲν ἔφθασεν εἰς ἀδιάλειπτον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ, τότε ἂς διακονῇ τοὺς προσκυνητὰς καὶ ἂς ὑπηρετῇ τοὺς κοσμικοὺς ἐκ τῶν κόπων αὐτοῦ. Καὶ τοῦτο εἶναι εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν, ἀλλὰ γνώριζε ὅτι αὐτὸ εἶναι μακρὰν τοῦ ἀληθινοῦ μοναχισμοῦ.
Ὁ μοναχὸς ὀφείλει νὰ παλαίῃ κατὰ τῶν παθῶν καὶ βοηθούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ νικᾷ ταῦτα. Ὁ μοναχὸς ἄλλοτε μὲν ἀπολαύει μακαριότητος ἐν τῷ Θεῶ καὶ ζῇ ὡς ἐν τῷ παραδείσῳ, πλησίον τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε δὲ θρηνεῖ δι᾿ ὅλον τὸν κόσμον, διότι ἐπιθυμεῖ ὅπως πάντες σωθοῦν.
Οὕτω τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει τὸν μοναχὸν νὰ ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, νὰ ἀγαπᾷ καὶ τὸν κόσμον.
Θὰ εἴπῃς, ἴσως, ὅτι νῦν δὲν ὑπάρχουν τοιοῦτοι μοναχοί, οἵτινες προσεύχονται διαπύρως ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐγὼ ὅμως θὰ εἴπω εἰς σὲ ὅτι, ὅταν ἐπὶ τῆς γῆς δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον ἄνθρωποι πρεσβεύοντες ὑπὲρ τοῦ κόσμου, τότε ὁ κόσμος θὰ παρέλθῃ, θὰ ἔλθουν αἱ μεγάλαι ὠδῖνες. Καὶ ἤδη ὑπάρχουν αἱ ἀρχαὶ αὐτῶν.
Ὁ κόσμος ἵσταται διὰ τῶν προσευχῶν τῶν Ἁγίων. Καὶ ὁ μοναχὸς ἐκλήθη, ἵνα προσεύχηται ὑπὲρ τοῦ κόσμου δι᾿ ὅλου τοῦ εἶναι αὐτοῦ. Εἰς τοῦτο ἔγκειται ἡ διακονία αὐτοῦ καὶ διὰ τοῦτο μὴ ἐπιβαρύνετε αὐτὸν διὰ κοσμικῶν μεριμνῶν. Ὁ μοναχὸς ὀφείλει νὰ ζῇ ἐν συνεχεῖ ἐγκρατείᾳ. Ἐὰν ὅμως εἶναι ἀπησχολημένος εἰς κοσμικὰς φροντίδας, τότε ἀναγκάζεται νὰ τρώγῃ πλεῖον, καὶ ἐκ τούτου προκαλεῖται γενικὴ ζημία, διότι ὁ τρώγων ὑπὲρ τὸ δέον δὲν δύναται πλέον νὰ προσεύχηται, ὡς ὤφειλεν. Ἡ χάρις ἀγαπᾷ νὰ ζῇ ἐν ἀπεξηραμμένῳ δι᾿ ἀσκήσεως σώματι.
Ὁ κόσμος νομίζει ὅτι οἱ μοναχοὶ εἶναι ἀνωφελὲς γένος. Ἀλλ᾿ ἀδίκως σκέπτονται οὕτω. Δὲν γνωρίζουν ὅτι ὁ μοναχὸς εἶναι εὐχέτης ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου. Δὲν βλέπουν τὰς προσευχὰς αὐτοῦ καὶ δὲν γνωρίζουν ὁπόσον ἐλεημόνως δέχεται αὐτὰς ὁ Κύριος. Οἱ μοναχοὶ διεξάγουν ἰσχυρὸν πόλεμον κατὰ τῶν παθῶν καὶ διὰ τὸν ἀγῶνα αὐτὸν θὰ εἶναι μεγάλοι παρὰ τῷ Θεῷ.
Ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι ἀνάξιος νὰ ὀνομάζωμαι μοναχός. Ἔζησα ὑπὲρ τὰ τεσσαράκοντα ἔτη ἐν τῇ Μονῇ καὶ αἰσθάνομαι ἐμαυτὸν ὡς ἀρχάριον ὑποτακτικόν. Γνωρίζω ὅμως μοναχούς, οἵτινες εἶναι πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Ὁ Κύριος εἶναι τοσοῦτον ἐγγὺς ἡμῶν, ἐγγύτερον τοῦ ἀέρος, τὸν ὁποῖον ἀναπνέομεν. Ὁ ἀὴρ εἰσέρχεται εἰς τὸ σῶμα καὶ φθάνει μέχρι τῆς καρδίας, ἀλλ᾿ ὁ Κύριος ζῇ ἐντὸς τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου: «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω… καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ Μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Β´ Κορ. στ´ 16-18).
Ἰδοὺ ἡ χαρὰ ἡμῶν: Ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν καὶ ἐν ἡμῖν.
Γνωρίζουν τοῦτο ἆρα γε πάντες; Δυστυχῶς, οὐχὶ πάντες, ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνοι οἵτινες ἐταπεινώθησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέκοψαν τὸ ἴδιον αὐτῶν θέλημα, διότι ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται», ζῇ δὲ μόνον ἐν τῇ ταπεινῇ καρδίᾳ. Ὁ Κύριος χαίρει, ὅταν ἐνθυμώμεθα τὴν εὐσπλαγχνίαν Αὐτοῦ καὶ ἐξομοιούμεθα πρὸς Αὐτὸν διὰ τῆς ταπεινώσεως.
Ὅπως ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Κλεόπας εἶχον τὰς καρδίας καιομένας, ὅτε περιεπάτει μετ᾿ αὐτῶν ὁ Κύριος, οὕτω καὶ νῦν αἱ καρδίαι πολλῶν μοναχῶν καίουν ἐκ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριον καὶ αἱ ψυχαὶ αὐτῶν ἐν ταπεινώσει πνεύματος καὶ ἐν ἀγάπῃ ἐκολλήθησαν εἰς τὸν Ἕνα Θεόν. Ἀλλ᾿ ἡ ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ, ὅστις ἔχει προσπάθειαν πρὸς χρήματα ἢ πράγματα ἢ γενικῶς πρὸς ὅ,τιδήποτε γήϊνον, δὲν δύναται νὰ ἀγαπήσῃ τὸν Θεόν, ὡς θὰ ἔπρεπε, διότι ὁ νοῦς αὐτοῦ διχάζεται καὶ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὰ πράγματα, ἐνῷ ὁ Κύριος εἶπεν ὅτι δὲν δυνάμεθα νὰ δουλεύωμεν εἰς δύο κυρίους. Οὕτως ὁ νοῦς τῶν κοσμικῶν ἀπασχολεῖται εἰς τὰ γήϊνα, καὶ διὰ τοῦτο δὲν δύνανται νὰ ἀγαποῦν τὸν Θεόν, ὅπως ἀγαποῦν Αὐτὸν οἱ μοναχοί.
Ἂν καὶ ὁ μοναχὸς καταγίνηται καὶ εἰς τὰ ἐπίγεια, ὅσον τοῦτο εἶναι ἀναγκαῖον διὰ τὴν ζωὴν τοῦ σώματος, τὸ πνεῦμα ὅμως αὐτοῦ καίει ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν. Ἂν καὶ ἐργάζηται διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ, ἐν τούτοις διὰ τοῦ νοῦ μένει ἐν τῷ Θεῷ. Ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκήρυττον τὸν λόγον εἰς τὸν λαόν, ἀλλ᾿ ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἦτο πλήρως ἐν τῷ Θεῷ -διότι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔζη ἐντὸς αὐτῶν καὶ ὡδήγει τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν αὐτῶν- ὁμοίως καὶ ὁ μοναχός, ἔστω καὶ ἂν ἐν σώματι κάθηται ἐντὸς τοῦ μικροῦ καὶ πτωχοῦ κελλίου αὐτοῦ, πνεύματι θεωρεῖ τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ. Ἐν παντὶ φυλάττει τὴν συνείδησιν αὐτοῦ καθαράν, ὅπως μὴ θλίψῃ διά τινος τὸν ἀδελφόν, μὴ λυπήσῃ τὸ ἐν αὐτῷ Ἅγιον Πνεῦμα διά τινος κακοῦ λογισμοῦ· ταπεινοῖ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καὶ διὰ τῆς ταπεινώσεως ἐκδιώκει τοὺς ἐχθροὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀπ᾿ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες ζητοῦν τὰς προσευχὰς αὐτοῦ.
Ὑπάρχουν μοναχοί, οἵτινες γνωρίζουν τὸν Θεόν, γνωρίζουν καὶ τὴν Θεοτόκον καὶ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους καὶ τὸν παράδεισον· συγχρόνως δὲ οὗτοι γνωρίζουν καὶ τοὺς δαίμονας καὶ τὰ κολαστήρια τοῦ ᾅδου, καὶ γνωρίζουν ταῦτα ἐκ πείρας.
Πνεύματι Ἁγίῳ ἡ ψυχὴ γνωρίζει τὸν Θεόν. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δίδει, κατὰ τὸ ἐφικτὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἵνα γνωρίσῃ οὗτος, ἔτι ἐντεῦθεν, τὴν χαρὰν τοῦ παραδείσου, τὴν ὁποίαν ἄνευ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν δύναται νὰ βαστάσῃ, καὶ ἀποθνῄσκει.
Ἐκ τῆς πολυετοῦς πείρας ὁ μοναχὸς διεξάγει τὸν πόλεμον κατὰ τῶν ὑπερηφάνων ἐχθρῶν, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει καὶ σοφοῖ αὐτὸν καὶ δίδει εἰς αὐτὸν τὴν δύναμιν νὰ νικήσῃ. Ὁ σοφὸς μοναχὸς διὰ τῆς ταπεινώσεως ἀποκρούει πᾶσαν ὑψηλοφροσύνην καὶ ὑπερηφανίαν. Λέγει:
«Εἶμαι ἀνάξιος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ παραδείσου. Ἐγὼ εἶμαι ἄξιος τῶν βασάνων τοῦ ᾅδου καὶ αἰωνίως θὰ καίωμαι ἐν τῷ πυρί. Ἀληθῶς, εἶμαι χείριστος πάντων καὶ ἀνάξιος ἐλέους».
Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει νὰ σκεπτώμεθα οὕτω περὶ ἑαυτῶν. Καὶ ὁ Κύριος χαίρει δι᾿ ἡμᾶς, ὅταν ταπεινοῦμεν καὶ καταδικάζωμεν ἑαυτούς, καὶ δίδει εἰς τὴν ψυχὴν χάριν.
Ὅστις ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, οὗτος ἐνίκησε τοὺς ἐχθρούς. Ὅστις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ θεωρεῖ ἑαυτὸν ἄξιον τῆς αἰωνίου φλογός, εἰς αὐτὸν οὐδεὶς ἐχθρὸς δύναται νὰ προσεγγίσῃ, καὶ τότε ἐν τῇ ψυχῇ δὲν ὑπάρχει τόπος δι᾿ ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἀλλ᾿ ὅλος ὁ νοῦς καὶ ὅλη ἡ καρδία μένουν σταθερῶς ἐν τῷ Θεῷ. Ὅστις δὲ ἐγνώρισε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἔμαθε παρ᾿ Αὐτοῦ τὴν ταπείνωσιν, οὗτος ἐγένετο ὅμοιος πρὸς τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ Ἰησοῦν Χριστόν, τὀν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ.
Πάντες ἡμεῖς, οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ κυρίως οἱ μοναχοί, διεξάγομεν ἀγώνα κατὰ τοῦ ἐχθροῦ. Εὑρισκόμεθα ἐν πολέμῳ, καὶ ἡ μάχη ἡμῶν γίνεται καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καὶ ὥραν, καὶ ὅστις ἀγαπᾷ νὰ ἀποκόπτῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ, μένει ἄτρωτος ἐκ τοῦ ἐχθροῦ. Ἵνα νικήσῃς δὲ τελείως τὸν ἐχθρόν, πρέπει νὰ μάθῃς τὴν κατὰ Χριστὸν ταπείνωσιν.
Ἀλλ᾿ ἂς μὴ ἀπογινώσκωμεν ἑαυτούς, διότι ὁ Κύριος εἶναι ἀπείρως ἐλεήμων καὶ ἀγαπᾷ ἡμᾶς.
Ὁ Θεὸς διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίδει εἰς τὴν ψυχὴν νὰ γνωρίσῃ ποία προσευχὴ προσιδιάζει εἰς ἀρχαρίους, ποία εἶναι μέση καὶ ποία τελεία. Ἀλλὰ καὶ τὴν τελείαν προσευχὴν ὁ Κύριος δέχεται, οὐχὶ διότι ἡ ψυχὴ εἶναι τελεία, ἀλλὰ διότι Οὗτος εἶναι ἐλεήμων καὶ θέλει, ὡς φιλόστοργος μήτηρ, νὰ παρηγορήσῃ τὴν ψυχήν, ὥστε ἔτι μᾶλλον νὰ ζέῃ καὶ νὰ μὴ γνωρίζῃ ἀνάπαυσιν ἡμέρας καὶ νυκτός.
Ἡ καθαρὰ προσευχὴ χρῄζει ψυχικῆς εἰρήνης, ἡ δὲ εἰρήνη ἐν τῇ ψυχῇ εἶναι ἀδύνατος χωρὶς ὑπακοῆς καὶ ἐγκρατείας.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔθεσαν τὴν ὑπακοὴν ὑπὲρ τὴν νηστείαν καὶ τὴν προσευχήν, διότι ἄνευ τῆς ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ νομίζῃ περὶ ἑαυτοῦ ὅτι εἶναι σπουδαῖος ἀσκητὴς καὶ εὐχέτης. Ὅστις δὲ ἀπέκοψεν ἐν πᾶσι τὸ θέλημα αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ γέροντος καὶ τοῦ πνευματικοῦ, οὗτος ἔχει νοῦν καθαρόν.
Ὁ ἀνυπήκοος μοναχὸς οὐδέποτε θὰ γνωρίσῃ τί ἐστιν ἡ καθαρὰ προσευχή. Ὁ ἀγέρωχος καὶ αὐθαίρετος, καὶ ἂν ἔτι ἔζῃ ἑκατὸν χρόνους ἐν τῇ Μονῇ, οὐδὲν πνευματικὸν θὰ ἐμάνθανε, διότι διὰ τῆς ἀνυπακοῆς προσβάλλει τοὺς γέροντας καὶ ἐν τῷ προσώπῳ αὐτῶν τὸν Θεόν.
Οὐαὶ εἰς τὸν μοναχὸν ἐκεῖνον ὅστις δὲν ὑπακούει εἰς τοὺς γέροντας. Προτιμότερον νὰ ἔμενεν εἰς τὸν κόσμον. Ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ κόσμῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπακούουν εἰς τοὺς γονεῖς καὶ ἐκτιμοῦν τοὺς πρεσβυτέρους, ὑποτάσσονται εἰς τοὺς ἀνωτέρους καὶ εἰς τὰς ἀρχάς.
Οὐαὶ εἰς ἡμᾶς. Ὁ Κύριος, ὁ Βασιλεὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἐταπείνωσεν Ἑαυτὸν καὶ ὑπετάσσετο εἰς τὴν Μητέρα Αὐτοῦ καὶ τὸν Ἅγιον Ἰωσήφ, ἡμεῖς δὲ δὲν θέλομεν νὰ ὑπακούωμεν εἰς τὸν γέροντα, πνευματικὸν πατέρα, τὸν ὁποῖον ἀγαπᾷ ὁ Κύριος καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἐνεπιστεύθη ἡμᾶς. Καὶ ἐὰν ὁ γέρων εἶναι δυσκόλου χαρακτῆρος, ὅπερ εἶναι διὰ τὸν ὑποτακτικὸν μέγαλη δυστυχία, ὅμως καὶ τότε ὁ ὑποτακτικὸς ὀφείλει νὰ προσεύχηται ὑπὲρ αὐτοῦ εἰς τὸν Θεὸν ἐν πνεύματι ταπεινώσεως, καὶ ὁ Κύριος ὁπωσδήποτε θὰ ἐλεήσῃ καὶ τὸν ὑποτακτικὸν καὶ τὸν γέροντα αὐτοῦ
Μοναχοί τινες δυσφοροῦν καὶ εὑρίσκουν προφάσεις: ἢ ἡ ὑπακοὴ1 εἶναι δύσκολη, ἢ τὸ κελλίον εἶναι ἀκατάλληλον, ἢ ὁ Προεστὼς (ὁ Γέρων)2 ἔχει βίαιον χαρακτῆρα. Ἀλλὰ δὲν ἐννοοῦν οὗτοι ὅτι οὔτε τὸ κελλίον, οὔτε τὸ διακόνημα, οὔτε ὁ Γέρων, ἀποτελοῦν τὴν πραγματικὴν αἰτίαν τῆς δυσφορίας αὐτῶν, ἀλλ᾿ ἡ ψυχὴ αὐτῶν εἶναι ἄρρωστος. Εἰς τὴν ὑπερήφανον ψυχὴν οὐδὲν ἀρέσκει, εἰς τὸν ταπεινὸν ἄνθρωπον ὅμως τὰ πάντα εἶναι ἀνεκτά.
Ἐὰν ὁ Προεστὼς εἶναι κακός, τότε εὔχου ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ θὰ ἔχῃς εἰρήνην ἐν τῇ καρδίᾳ. Ἐὰν τὸ κελλίον εἶναι ἀκατάλληλον ἢ τὸ διακόνημα φορτικὸν ἢ ἡ ἀσθένεια βαρεῖα, τότε λογίζου ἐν ἑαυτῷ, «ὁ Κύριος βλέπει καὶ γνωρίζει τὴν κατάστασίν μου· οὗτως ηὐδόκησεν ὁ Θεός», καὶ θὰ μένῃς εἰρηνικός. Ἐὰν ἡ ψυχὴ δὲν παραδοθῇ εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὐδαμοῦ θὰ μένῃ εἰρηνική, καὶ ἐὰν εἰσέτι πολὺ νηστεύῃ καὶ προσεύχηται ἐκτενῶς. Ὅστις ἐνοχοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους, διότι οὗτοι προσέβαλον αὐτόν, δὲν γνωρίζει ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἶναι ἄρρωστος καὶ ὅτι αἱ προσβολαὶ δὲν εἶναι ἡ ἀληθινὴ αἰτία τῶν παθημάτων αὐτοῦ. Ὅστις ἐκπληροῖ τὸ ἴδιον θέλημα, οὗτος οὐδόλως εἶναι σοφός· ὅστις ὅμως εἶναι ὑπήκοος, ἐκεῖνος ταχέως προοδεύει, διότι ἀγαπᾷ αὐτὸν ὁ Κύριος. Ἐὰν εἲς τινα ὑπάρχῃ ἔστω καὶ μικρὰ χάρις Ἁγίου Πνεύματος, οὗτος ἀγαπᾶ πᾶσαν ἐξουσίαν δοθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ χαρᾶς ὑποτάσσεται εἰς αὐτὴν πρὸς δόξαν Θεοῦ. Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν τοῦτο εἶναι γνωστὸν δι᾿ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ οἱ Πατέρες ἔγραψαν περὶ τούτου.
Εἶναι ἀδύνατον νὰ διατηρήσωμεν τὴν ψυχικὴν εἰρήνην, ἐὰν δὲν φυλάττωμεν τὸν νοῦν. Ἐὰν θέλῃ τις νὰ ἔχῃ ψυχικὴν εἰρήνην, πρέπει νὰ εἶναι ἐγκρατής, διότι ἡ εἰρήνη φυγαδεύεται καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος ἡμῶν. Δὲν πρέπει νὰ εἶσαι περίεργος· ἀπόφευγε νὰ ἀναγινώσκῃς ἐφημερίδας ἢ κοσμικὰ βιβλία, ἅτινα ἐρημοῦν τὴν ψυχὴν καὶ φέρουν ἀκηδίαν καὶ σύγχυσιν. Μὴ κατακρίνῃς τοὺς ἄλλους, διότι πολλάκις συμβαίνει οἱ ἄνθρωποι, μὴ γνωρίζοντές τινα, νὰ κατηγοροῦν αὐτόν, ἐνῷ οὗτος κατὰ τὸν νοῦν εἶναι ὅμοιος πρὸς ἀγγέλους. Μὴ θελήσῃς νὰ γνωρίζῃς τὰς ξένας ὑποθέσεις, ἀλλὰ μόνον τὰς σεαυτοῦ. Φρόντιζε μόνον νὰ ἐμπιστεύησαι εἰς τοὺς γέροντας, καὶ τότε, ἕνεκα τῆς ὑπακοῆς, ὁ Κύριος θὰ σὲ βοηθήσῃ διὰ τῆς χάριτος Αὐτοῦ.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ κοινοβίῳ ἀπομακρύνεται κυρίως, διότι δὲν ἐμάθομεν νὰ ἀγαπῶμεν τὸν ἀδελφὸν κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου. Ἐὰν ἀδελφός τις σὲ προσβάλῃ καὶ σὺ ἐκείνην τὴν στιγμὴν δεχθῇς ἐναντίον αὐτοῦ λογισμὸν ὀργῆς ἢ κρίνῃς ἢ μισήσῃς αὐτόν, τότε θὰ αἰσθανθῇς ὅτι ἡ χάρις σὲ ἐγκατέλειψε καὶ ἡ εἰρήνη ἀπωλέσθη. Διὰ τὴν ψυχικὴν εἰρήνην ὀφείλει νὰ μάθῃ ἡ ψυχὴ νὰ ἀγαπᾷ ἐκεῖνον, ὅστις προσέβαλεν αὐτήν, καὶ εὐθὺς νὰ προσεύχηται ὑπὲρ αὐτοῦ. Δὲν δύναται ἡ ψυχὴ νὰ ἔχῃ εἰρήνην, ἐὰν δὲν ζητῇ παρὰ τοῦ Κυρίου ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεως τὸ χάρισμα νὰ ἀγαπᾷ πάντας τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος εἶπεν: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», καὶ ἡμεῖς, ἐὰν δὲν ἀγαπῶμεν τοὺς ἐχθρούς, δὲν θὰ ἔχωμεν εἰρήνην ἐν τῇ ψυχῇ. Ἀπαραίτητον εἶναι νὰ ἀποκτήσωμεν ὑπακοήν, ταπείνωσιν καὶ ἀγάπην, ἄλλως πᾶσαι αἱ μεγάλαι ἀσκήσεις καὶ ἀγρυπνίαι ἡμῶν ἀποβαίνουν μάταιαι. Γέρων τις εἶδε τοιαύτην ὅρασιν: Ἄνθρωπός τις ἔχεεν ὕδωρ εἰς σκάφην τινά, ἥτις ἦτο διάτρητος εἰς τὸν πυθμένα. Προσεπάθει ἐπὶ πολὺ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ συνεχῶς διέρρεε καὶ ἡ σκάφη παρέμενε κενή. Ὁμοίως καὶ ἡμεῖς ζῶμεν ἀσκητικῶς, ἀλλὰ παραλείπομεν ἀρετήν τινα καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἡ ψυχὴ μένει κενή.
Ὦ, ἀδελφοί, ἀθληταὶ Χριστοῦ, ἂς μὴ γινώμεθα ράθυμοι εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ τὴν προσευχήν, ἀλλ᾿ ἂς μένωμεν ἀφωσιωμένοι εἰς τὸν πνευματικὸν ἀγῶνα δι᾿ ὅλου τοῦ βίου ἡμῶν. Ἐγνώρισα πολλοὺς μοναχούς, οἵτινες προσῆλθον εἰς τὴν Μονὴν μετὰ καιομένης ψυχῆς, ἀλλ᾿ ὕστερον ἐγκατέλειψαν τὸν πρῶτον ζῆλον. Γνωρίζω καὶ ἄλλους, οἵτινες ἐφύλαξαν τὴν πρώτην θέρμην μέχρι τέλους.
Ἵνα τηρήσωμεν τὸν ζῆλον, πρέπει συνεχῶς νὰ ἐνθυμώμεθα τὸν Κύριον καὶ νὰ σκεπτώμεθα: «Ἔφθασε τὸ τέλος μου καὶ ὀφείλω νὰ ἐμφανισθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πρὸς κρίσιν». Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ διαμένῃ συνεχῶς ἑτοίμη πρὸς τὸ θάνατον, τότε παύει πλέον νὰ φοβῆται αὐτόν, ἀλλ᾿ ἔρχεται εἰς μετάνοιαν καὶ ταπεινὴν προσευχήν, διὰ τῆς ὁποίας καθαίρεται ὁ νοῦς καὶ δὲν θέλγεται πλέον ὑπὸ τοῦ κόσμου καὶ ἀρχίζει ἐν πνεύματι Χριστοῦ νὰ ἀγαπᾷ τοὺς πάντας καὶ νὰ χέῃ δάκρυα, προσευχόμενος ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως λάβῃς τοῦτο, γνώριζε ὅτι εἶναι δῶρον τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ὁ δὲ ἄνθρωπος μόνος ἀφ᾿ ἑαυτοῦ εἶναι μηδέν, γῆ ἁμαρτωλός.
Εἶδον ἀνθρώπους, οἵτινες ἦσαν ἐνάρετοι, ὅτε προσῆλθον εἰς τὴν Μονήν, ἀλλ᾿ ὕστερον ἐχαυνώθησαν. Εἶδον καὶ ἄλλους, οἵτινες ἦλθον διεφθαρμένοι, ὕστερον ὅμως ἐγένοντο ταπεινοὶ καὶ πρᾶοι, καὶ ἔχαιρεν ἡ ψυχὴ νὰ βλέπῃ αὐτούς.
Γνωρίζω μοναχόν τινα, ὅστις, ὅτε ἦτο νέος, παρέκαμπτε τὰ χωρία, ἵνα μὴ πέσῃ εἰς πειρασμόν, καὶ πρὸ ὀλίγου εἶπεν εἰς ἐμὲ ὁ ἴδιος ὅτι ἐπὶ δύο ὥρας προσέβλεπε μετ᾿ ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας εἰς τὸν κόσμον, τὸν εὑρισκόμενον ἐπὶ τῆς γέφυρας πλοίου. Οὕτω δύναται νὰ ἀλλάξῃ ἡ ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὰ κοσμικὰ πάθη. Καὶ ὅμως οὗτος ἦτο δέκα ἑπτὰ ἐτῶν νέος, ὅτε ἦλθεν εἰς τὴν Μονήν, ἔνθα ἔζησε μοναχὸς ἐπὶ τριάκοντα καὶ πέντε ἔτη. Ἐκ τούτου εἶναι φανερὸν ὅτι πρέπει νὰ φοβώμεθα μὴ σβεσθῇ ἐντὸς ἡμῶν ἐκεῖνο τὸ πῦρ, ὅπερ ἐνέπνευσεν ἡμᾶς νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὸν κόσμον διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Κυρίου.
Πολλοὶ μοναχοὶ γνωρίζουν τὴν χάρην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι γλυκὺ καὶ τοσοῦτον ἀγαπητὸν εἰς τὴν ψυχήν, ὥστε, καὶ ἂν ἴδῃ ὡραίαν κόρην ὁ μοναχός, μένει ἄτρωτος ἐκ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Ὅστις ὅμως ἔχει τὴν χάριν μόνον ἐν τῇ ψυχῆ, ἐκεῖνος φοβεῖται εἰσέτι τὴν ἁμαρτίαν, ἐπειδὴ αἰσθάνεται ὅτι ἕλκουν αὐτὸν εἰσέτι τὰ πάθη καὶ ζῇ ἐντὸς αὐτοῦ ἡ ἁμαρτία.
Τινὲς ἔμαθον νὰ προσεύχωνται εὑρισκόμενοι ἐν τοῖς κινδύνοις τοῦ πολέμου, ὅπου φονεύουν μόνον τὸ σῶμα, ἡμεῖς ὅμως, οἱ μοναχοί, διεξάγομεν ἄλλον πόλεμον ἐντὸς ἡμῶν, ὅπου ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἀπολεσθῇ ἡ ψυχή. Διὰ τοῦτο ὀφείλομεν νὰ προσευχώμεθα μετὰ μεγαλυτέρας σπουδῆς καὶ θέρμης, ὥστε ἡ ψυχὴ ἡμῶν νὰ διαμένῃ πάντοτε μετὰ τοῦ Κυρίου. Ὀφείλομεν οὐχὶ μόνον νὰ καταφεύγωμεν εἰς Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ συνεχῶς νὰ μένωμεν ἐν Αὐτῷ. Καθὼς οἱ Ἄγγελοι πάντοτε διακονοῦν τὸν Θεὸν νοερῶς, οὕτω καὶ ὁ μοναχὸς πάντοτε ὀφείλει νὰ εὑρίσκεται νοερῶς ἐν τῷ Θεῷ καὶ νὰ μελετᾷ τὸν νόμον Αὐτοῦ ἡμέρας καὶ νυκτός.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅμοιος πρὸς μέγαν, ὡραῖον κῆπον, ἐν τῷ ὁποίῳ ζῇ καὶ Αὐτὸς ὁ Κύριος καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι Αὐτοῦ: Προφῆται, Ἀπόστολοι, Ἱεράρχαι, Μάρτυρες καὶ Ὅσιοι ταπεινοὶ ἀσκηταί. Καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι συνήχθησαν θαυμαστῶς ὑπὸ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ· καὶ ἡ ψυχὴ χαίρει δι᾿ αὐτὴν τὴν ἁγίαν, μεγάλην καὶ θαυμαστὴν Σύναξιν.
Πολλοὶ ἐπιθυμοῦν νὰ γνωρίζουν καὶ νὰ βλέπουν τὸν βασιλέα, ἄνθρωπον θνητόν· ἀλλὰ νὰ γνωρίζῃς τὸν Κύριον, τὸν Βασιλέα τῆς αἰωνίου δόξης, εἶναι πολυτιμότερον πάντων.
Ὦ, ἀδελφοί, μελετᾶτε ἔτι πλεῖον τὸ Εὐαγγέλιον, τὰς ἐπιστολὰς τῶν Ἀποστόλων καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Διὰ τῆς μελέτης αὐτῆς ἡ ψυχὴ θὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν, καὶ ὁ νοῦς τοσοῦτον ἁρπάζεται ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ὥστε ὁ κόσμος «λησμονεῖται» ἐντελῶς, ὡς νὰ μὴ ἐγεννήθη αὕτη εἰς τὸν κόσμον.
Ὁ Κύριος ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τὸ Εὐαγγέλιον καὶ θέλει ἵνα ἡμεῖς ἀκολουθῶμεν αὐτό. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τούτου ὁ Κύριος διδάσκει ἡμᾶς καὶ διὰ τῆς χάριτος Αὐτοῦ. Ἐν τούτοις οὐχὶ πάντες δύνανται νὰ ἐννοήσουν τοῦτο, εἰ μὴ μόνον σπάνιοι, οἵτινες ταπεινῶς ἀπεξεδύθησαν τὸ ἴδιον θέλημα. Ἡμεῖς δὲ ὀφείλομεν νὰ ἐρωτῶμεν τοὺς ἁγίους πνευματικοὺς καὶ οὗτοι θὰ ὁδηγήσουν ἡμᾶς πρὸς τὸν Χριστόν, διότι εἰς αὐτοὺς ἐδόθη ἡ χάρις τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν». Ὕπαγε εἰς τὸν πνευματικὸν μετὰ πίστεως καὶ θὰ λάβῃς τὸν παράδεισον.
Εἶναι καλὸν εἰς τὸν μοναχὸν νὰ εἶναι ὑπήκοος καὶ νὰ ἐξομολογῆται καθαρῶς, ὥστε νὰ γνωρίζῃ ὁ πνευματικὸς ὁποίας σκέψεις ἀγαπᾷ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ. Ὁ τοιοῦτος μοναχὸς πάντοτε θὰ ἔχῃ εἰρήνην ἐν τῷ Θεῷ, καὶ ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ θὰ γεννῶνται θεῖοι λογισμοί, καὶ ὁ νοῦς αὐτοῦ θὰ φωτίζηται ὑπὸ τῆς χάριτος, ἡ δὲ καρδία αὐτοῦ θὰ εἶναι ἀναπεπαυμένη ἐν τῷ Θεῷ.
Ζῇ τοιοῦτος μοναχὸς ἐπὶ τῆς γῆς ἐν μέσῳ σκανδάλων καὶ παντοίων πειρασμῶν, ἀλλ᾿ οὐδὲν φοβεῖται, διότι ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐστερεώθη ἐν τῷ Θεῷ καὶ ἠγάπησεν Αὐτόν, καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ ὅλη εἶναι πῶς νὰ ταπεινώσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, διότι ὁ Κύριος ἀγαπᾷ τὴν ταπεινὴν ψυχὴν καὶ ἡ ψυχὴ γνωρίζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχει Αὐτὸν τὸν Κύριον Διδάσκαλον αὐτῆς.
Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν ὑπάρχουν πολλοὶ ἀσκηταί, οἵτινες εἶναι εὐάρεστοι εἰς τὸν Θεόν, ἂν καὶ δὲν θαυματουργοῦν φανερῶς.
Ἀλλ᾿ ἰδοὺ τὸ θαῦμα, ὅπερ εἶναι δυνατὸν νὰ ἴδωμεν ἐν τῇ ψυχῇ ἡμῶν. Ἐὰν ἡ ψυχή σου ταπεινωθῇ, ὅπως πρέπει, τότε ὁ Ἐλεήμων Κύριος θὰ δώσῃ εἰς αὐτὴν χαρὰν μεγάλην καὶ κατάνυξιν. Ἐὰν ὅμως ἡ ψυχή σου κλίνῃ ὀλίγον εἰς τὴν ὑπερηφάνιαν, ἐμπίπτει τότε εἰς ἀκηδίαν καὶ σκοτισμόν. Περὶ τούτου ὅμως γνωρίζουν μόνον ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐμμένουν εἰς τὴν ἄσκησιν.
Ἐὰν ἦλθες εἰς τὴν Μονὴν μετ᾿ ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριον, ἔστω καὶ οὐχὶ μεγάλης, καὶ λογίζησαι ὅτι ὁ Κύριος σὲ ὁδήγησεν ἐνταῦθα καὶ Αὐτὸς κατευθύνει τοὺς γέροντάς σου, τότε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ σκηνώσῃ ἐντός σου καὶ ὁ Κύριος θὰ δώσῃ εἰς σὲ εἰρήνην καὶ διάκρισιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, καὶ ἡ ψυχή σου θὰ διώκῃ τὸ ἀγαθὸν ἑκάστην ἡμέραν καὶ ὥραν, διότι ἐτέρφθη ἐν τῶ νόμῳ τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν εἰσῆλθες εἰς τὸ Κοινόβιον, ἀνδρίζου καὶ ἂς μὴ ταράττηται ἡ ψυχή σου.
Ἐὰν διακονῇς εἰς τὸν ξενῶνα, ὁμοίαζε πρὸς τὸν Ἀβραάμ, ὅστις ἠξιώθη νὰ φιλοξενήσῃ τοὺς τρεῖς θαυμαστοὺς Ὁδοιπόρους. Ταπεινῶς καὶ μετὰ χαρᾶς ὑπηρέτει πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ προσκυνητάς, καὶ θὰ λάβῃς Ἀβραμιαίαν ἀμοιβήν.
Ἐὰν εἶσαι εἰς ἐργασίας μεταξὺ ἀδελφῶν καὶ ὑπομένῃς τὰ τυχὸν σκάνδαλα, τότε ὁμοίαζε πρὸς τοὺς διὰ Χριστὸν σαλούς. Ἐκεῖνοι προσηύχοντο δι᾿ ὅσους ὕβριζον αὐτούς, καὶ ἕνεκα τούτου ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἦτο εὔκολον εἰς αὐτοὺς νὰ ζοῦν μετὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ὑποφέρουν παντοίας θλίψεις.
Ἐὰν τελῇς διακόνημα τι, ἔστω καὶ ἂν διὰ τοῦ νοὸς διασκορπίζησαὶ ποτε, ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων πρὸς σέ. Ὁ δὲ παρήκοος μόνος ἀποδιώκει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν πάλιν ἡσυχάζῃς ἐντὸς κελλίου, τότε μιμοῦ τὴν ἡσυχίαν Ἀρσενίου τοῦ Μεγάλου, ἵνα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατευθύνῃ τὸ πλοῖον τῆς ψυχῆς σου.
Ἐὰν τυχὸν ἀποκάμῃς, ἐνθυμοῦ τοὺς ἐλεητικοὺς λόγους τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε πρός Με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια´ 28). Τὴν ἀνάπαυσιν αὐτὴν λαμβάνει ἡ ψυχὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίω διὰ τὴν μετάνοιαν.
Ὁ Κύριος ἀγαπᾷ τὴν ψυχήν, ἥτις ἀναζητεῖ Αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, διότι Αὐτὸς εἶπε: «Τοὺς Ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ Ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν» (Παρ. η´ 17). Καὶ ἡ χάρις αὕτη μετὰ δακρύων ἕλκει τὴν ψυχὴν εἰς ἀναζήτησιν τοῦ Θεοῦ.
Σημειώσεις:
1. Εἰς τὴν δεδομένην περίπτωσιν ὑπὸ τὸν ὅρον «ὑπακοὴ» δηλοῦται ἡ ἐργασία ἢ τὸ διακόνημα τὸ ἀνατεθὲν εἰς τὸν μοναχόν.
2. Ἡ ὀνομασία «Γέρων» (Στάρετς) ἐν τῆ ρωσικῇ ἐκκλησιαστικῇ συνειδήσει κατ᾿ ἐξοχὴν χρησιμοποιεῖται ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἀσκητάς, οἵτινες διῆλθον μακρὰν δοκιμήν, ἐγνώρισαν διὰ πείρας τὴν πνευματικὴν πάλην, ἀπέκτησαν διὰ πολλῶν ἀγώνων τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καὶ εἶναι ἱκανοὶ διὰ τῆς προσευχῆς νὰ συλλάβουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ ἀνθρώπου, τουτέστι κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον βαθμὸν ἔλαβον τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητος, καὶ ὡς ἐκ τούτου δύνανται νὰ χειραγωγοῦν πνευματικῶς τοὺς προστρέχοντας εἰς αὐτούς.
Ἐν τῷ Ἄθῳ ὁ ὅρος «Γέρων», ὡς τιμητικὴ ὀνομασία, ἔλαβε καὶ ἄλλας, οὕτως εἰπεῖν, τοπικὰς σημασίας. Ἐν τῶ Ρωσικῷ Κοινοβίῳ τῆς Σκήτης τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ὀνομάζουν Γέροντα τὸν Ἡγούμενον. Εἰς τὰ «Κελλία» Γέροντα ἀποκαλοῦν τὸν προεστῶτα τοῦ Κελλίου (μικροῦ οἰκήματος ἐξαρτωμένου ἔκ τινος Μονῆς). Τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ἢ τῆς Συνάξεως τῶν Γερόντων καλοῦνται «Γέροντες». Συχνάκις Γέροντα ὀνομάζουν ἐν γένει ἡλικιωμένον ἀσκητὴν μοναχόν.
Ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος οἱ ὑποτασσόμενοι μοναχοὶ εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ Γέροντα ἀποκαλοῦν τὸν ὑπεύθυνον αὐτῶν, τουτέστι τὸν γεροντότερον, τὸν διευθύνοντα τὸ μοναστηριακὸν διακόνημα ἢ τὴν ἐργασίαν ἐκείνην εἰς τὴν ὁποίαν ἐτάχθη ὁ μοναχός. Σὺν τῷ χρόνῳ ἡ τιμητικὴ αὕτη ὀνομασία ἐπεκράτησεν ἐν τῇ Μονῇ διὰ τοὺς ὑπευθύνους τῶν ἐργαστηρίων ἢ τῶν διακονημάτων.
Ὁ Γέρων Σιλουανὸς εἰς τὴν δεδομένην περίπτωσιν ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν τὴν τελευταίαν ταύτην, τοπικήν, μοναστηριακὴν σημασίαν τοῦ ὅρου.
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ (1866-1938)
Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου
Μετάφραση ἀπὸ τὰ Ρωσικά
Ἔκδ. Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου,
Ἔσσεξ Ἀγγλίας.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Τα δύο είδη ταπεινώσεως: Η άκτιστη-Θεία και η κτιστή-ασκητική

Τα δύο είδη ταπεινώσεως: Η άκτιστη-Θεία και η κτιστή-ασκητική
11 Απριλίου 2013
Θρησκεία / Θεολογία    Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να ταπεινωθούμε, για να ομοιάσουμε προς Αυτόν. Η ταπείνωση, σε αντίθεση με την υπερηφάνεια, ανοίγει την καρδιά με κίνηση αγάπης προς όλη την κτίση· κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται ευτυχής βλέποντας τους άλλους σε δόξα. Καθιστά τον άνθρωπο αληθινά θεοειδή. Ελκύει σε αυτόν το Άκτιστο Φως του Θεού. Εμπνέει τη δίψα να ομοιωθεί με Αυτόν σε όλα τα επίπεδα. Κάποια χροιά της ταπεινώσεως της Θείας αγάπης έχει η αγάπη της μητέρας προς το παιδί της. Αυτή υπηρετεί το βρέφος, υποδουλώνει τον εαυτό της, χωρίς να αισθάνεται καμία εξουδένωση. Έτσι και στην αγάπη του Χριστού δεν υπήρξε εξουδένωση, όταν Αυτός, δίνοντάς μας υπόδειγμα, ένιψε τα πόδια των Αποστόλων κατά τον Μυστικό Δείπνο. Η αγάπη του Χριστού θέλει να υπηρετήσει τους «μικρούς» και αδυνάτους του αιώνος αυτού.
Δεν θα μας έδινε ο Κύριος την εντολή, «μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων» (Ματθ. 18,10), αν ο Ίδιος δεν ενεργούσε με αυτό τον τρόπο. Η γνήσια πνευματική αγάπη ασπάζεται τον τόπο όπου στάθηκαν τα πόδια του Χριστού, που μας χάρισε την ουράνια αυτή κατάσταση. Η αγάπη του Χριστού, ως φορέας της αιωνιότητος που δεν γνωρίζει θάνατο, παραδίδεται στην υπηρεσία ή ακόμη και στην καταδαπάνησή της για τους άλλους.
Αυτό το Φως της αιωνιότητος είναι βεβαίως καθαρή δωρεά. Εμείς τίποτε δεν έχουμε «ως μη λαβόντες» (βλ. Α’ Κορ. 4,7). Ωστόσο το καθαρό αυτό δώρο αφομοιώνεται από μας με δύσκολο αγώνα, με τη σταύρωση μας. Και αυτό, για να μπορέσει ο Κύριος κατά την έσχατη κρίση να μας αποδώσει εκείνο που ο Ίδιος πραγματοποίησε μέσα μας με τον ερχομό Του.
Από την άλλη πλευρά δεν μπορώ να συναισθανθώ τον εαυτό μου ελεύθερο στην πράξη της αγάπης, αν η αγάπη ήταν μόνο ευχαρίστηση. Όταν είμαι «σταυρωμένος», τότε έχω την τόλμη να πω στον Πατέρα: «Σε αγαπώ», και η καρδιά γνωρίζει ότι η αγάπη αυτή είναι αληθινή και αγία. Έτσι ο Θεός ζητά αφορμή να καταγράψει σε μας κάθε καλή μας ενέργεια· εμείς όμως όλα τα αποδίδουμε σε Εκείνον. Επειδή δεν βρίσκουμε μέσα μας τίποτε άξιο της αιώνιας Βασιλείας, γινόμαστε κληρονόμοι και κάτοχοι της στην πληρότητα.
Ο Γέροντας Σιλουανός πριν από τη μακαρία λήξη του είπε: «Δεν ταπεινώθηκα ακόμη». Στις γραφές του Γέροντα χωρίς κόπο βρίσκουμε δύο είδη ταπεινώσεως: την ασκητική και τη θεία. Από ασκητική άποψη η ταπείνωση εκδηλώνεται με τη συναίσθηση του εαυτού μας ως «χειρίστου πάντων». Η Θεία όμως ταπείνωση δεν επιδέχεται σύγκριση. Είναι οντολογικό κατηγόρημα της Θείας Αγάπης. Η Αγάπη αυτή είναι απλή, χωρίς ίχνος υπερηφάνειας ή έπαρσης. Ο Θεός είναι ταπεινός· αντίθετος στην υπερηφάνεια. «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιωάν. 4,8), ενώ η υπερηφάνεια αντιτάσσεται στην αληθινή αγάπη. Η ταπείνωση του Θεού έγκειται στο ότι Αυτός παραδίδει τον Εαυτό Του χωρίς όρια, σε όλη την πληρότητά Του. Αναφέρεται στη Γραφή: «Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιωάν. 4,6· Α’ Πέτρ. 5,5). «Αντιτάσσεται» σημαίνει δεν δέχεται αιώνια ένωση με τους υπερηφάνους· τους αφήνει να βασανίζονται στην υπερήφανη απομόνωσή τους, στην χωρίς αγάπη αποκοπή τους από τον Θεό και τα άλλα λογικά κτίσματα.
Λέγοντας ότι «ακόμη δεν ταπεινώθηκα» ο Γέροντας είχε υπ’ όψιν του τη Θεία «απερίγραπτη ταπείνωση», που γνώρισε κατά την εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν. «Ακόμη δεν ταπεινώθηκα» σημαίνει, γνώρισα την ταπείνωση «Πνεύματι Αγίω», αλλά δεν μπόρεσα να την αποκτήσω στην πληρότητα.
Η αυτοεξουδένωση του Γέροντα δεν πρέπει να μας αποκρύπτει εκείνο που ο ίδιος έλεγε: «Αν κρατούσε ακόμη μία στιγμή η όραση (του Ζώντος Χριστού), θα πέθαινα». Συνεπώς, δεν μπορεί ο άνθρωπος «να αποκτήσει την ταπείνωση αυτή» και να παραμείνει ζωντανός. Θυμάμαι ότι κάποτε ο Γέροντας μου είπε: «Η γήινη φύση μας δεν αντέχει την τέλεια χάρη … Είναι ευκολότερο να κρατήσει κάποιος με γυμνά χέρια αναμμένα κάρβουνα, παρά να βαστάξει το ουράνιο αυτό πυρ». Το πυρ αυτό καταβροχθίζει όλα εκείνα, που ούτως ή άλλως υπόκεινται στη φθορά: «Σαρξ και αίμα Βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ου δύνανται, ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί» (Α’ Κορ. 15,50). Είναι απαραίτητη η μεταποίησή της σε άλλο, σε πνευματικό σώμα, όμοιο με το Σώμα του αναστάντος Χριστού, όπου «θάνατος ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6,9).
Η χριστιανική ασκητική πράξη έχει κενωτικό χαρακτήρα. Η δική μας «κένωση» (αυτοελάττωση) στη δεδομένη κατάσταση είναι απαραίτητη εξαιτίας της πτώσεως μας στην υπερηφάνεια. Για τη δική μας όμως σωτηρία ο Θεός προχωρεί ασυγκρίτως μακρύτερα· εμείς ποτέ δεν Τον φτάνουμε στην αυτοσμίκρυνσή Του. Σε Αυτόν ως Απόλυτο είναι χαρακτηριστικό σε όλα να προχωρεί στο άπειρο, όπου εμείς δεν τολμάμε να πάμε. Η Λειτουργία μας συνδέεται με τις κοσμοσωτήριες πράξεις του Χριστού. Με το αγιότατο αυτό μυστήριο μαθαίνουμε να ζούμε τον αιώνιο χαρακτήρα της «κενώσεως» του Λόγου του Πατρός. Την κένωση του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού είναι δυνατόν να συλλογιστούμε θεολογικά, παραμένοντας στα όρια της Προς Φιλιππησίους Επιστολής (2,4-11)· επιτρέπεται όμως επίσης να προχωρήσουμε πέρα από τα όρια αυτά στη θεωρία μας για τον Ίδιο τον Θεό, δηλαδή στο άναρχο Είναι Του.
Κένωση επίσης διαπιστώνουμε στο ότι ο Δημιουργός όλης της κτίσεως προσέλαβε το «ομοίωμα» του κτιστού και τη «μορφήν δούλου»: σάρκωση-Θεανθρώπινη. Τον γνωρίζουμε ως πραγματικό άνθρωπο, αν και δεν έπαυσε να είναι Θεός. Απορρίπτουμε την επικίνδυνη ιδέα του «δοκητισμού». Είναι αληθινά Θεάνθρωπος. Κατά την Ανάληψή Του δεν παρατηρήθηκε φαινόμενο «αποσαρκώσεως».
Συνεπώς, η κένωση δεν τελείωσε στον Σταυρό, ούτε στον Τάφο και την Κάθοδο στον άδη, ούτε στην Ανάσταση και την Ανάληψή Του. Δεν πρέπει να Τον εννοήσουμε μόνο στα όρια αυτά, αλλά να δούμε την «κένωση» και στο ότι Αυτός, ως Φορέας του ιδίου Είναι με το Είναι που έχει ο Πατέρας, δηλαδή ίσος προς τον Πατέρα, Αυτός παραδίδει τα πάντα στον Πατέρα Του. Από αυτό παρατηρούμε ότι και ο Πατέρας στην προαιώνια Γέννηση του Υιού εξέχεε όλο το πλήρωμά Του, εναποθέτοντάς το στον Γεννώμενο: Πατρική Κένωση. Στον Θεό λοιπόν της Αγάπης είναι χαρακτηριστική η απολυτότητά της. Με ακατάληπτο για μας τρόπο συνδυάζονται στον Θεό δύο ακρότητες: από τη μία η πληρότητα του Είναι και από την άλλη η πληρότητα της αυτοσμικρύνσεως-ταπεινώσεως. Ο Θεός μας είναι απόλυτος σε όλες τις κινήσεις Του: απόλυτος στο «μεγάλο», αλλά και άπειρος στο «μικρό».
Μας αποκαλύφθηκε η άπειρη Αγάπη στην ενότητά της με την εξίσου άπειρη Ταπείνωση. Στην ταπείνωση υπάρχει το μεγαλείο. Επειδή ο Χριστός ταπείνωσε τον Εαυτό Του, Του δόθηκε όνομα, επάνω από κάθε άλλο όνομα: «Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14,11). Και οι πατέρες μας πίστευαν ότι, αν μόνη η υπερηφάνεια αρκούσε για την πτώση, τότε δεν αρκεί άραγε για τη σωτηρία και μόνη η ταπείνωση;
(Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 2010 σ. 399- 403).

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Παραλληλισμοί μεταξύ γάμου και μοναχισμού. Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

 

Παραλληλισμοί μεταξύ γάμου και μοναχισμού. Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ


Δεν μπορώ να πω ότι χρειάστηκε να περάσω από την εμπειρία της «αποταγής», όταν αποφάσισα να ακολουθήσω τον μοναχισμό. Όταν άφηνα τον «κόσμο», δεν δοκίμασα εσωτερική πάλη με τον εαυτό μου, δηλαδή δυσκολία να αρνηθώ κάτι που με τραβούσε στην κοσμική ζωή.

Τίποτε δεν απέρριπτα ούτε υποτιμούσα. Πήγα στο μοναστήρι, γιατί μου ήταν πνευματικά απαραίτητο να βρω μια τέτοια μορφή ζωής, στην οποία θα μπορούσα να δοθώ στον Θεό ολοκληρωτικά, δηλαδή με όλες τις σκέψεις, όλη την καρδιά, όλες τις φυσικές και ψυχικές δυνάμεις του είναι μου.
Ωστόσο, αυτό δεν απέκλεισε κάποια περίοδο οδυνηρής πάλης ανάμεσα στην προσευχή και την εμπαθή αγάπη μου προς τη ζωγραφική.
Η τέχνη ήταν για μένα η οδός προς τη γνώση του είναι. Έτσι αντιλαμβανόμουν την τέχνη, έτσι την ζούσα· με διεκδικούσε ολόκληρο, ακόμη και περισσότερο από «ολόκληρο». Χωρίς την πλήρη παράδοση του εαυτού μας στην τέχνη, αυτή δεν γίνεται ποτέ γνήσια, δηλαδή δεν μπορεί να οδηγήσει τον θεράποντά της πέρα από τα όρια του χρόνου και του χώρου.
 Αυθεντικά καλλιτεχνικό έργο είναι μόνο εκείνο, που φέρει μέσα του στοιχεία του αιωνίου· έξω από αυτό παραμένει μόνο «διακοσμητικό» αντικείμενο των σπιτιών μας.
Η σκέψη για το αιώνιο με συνόδευε από τα παιδικά μου χρόνια. Η προσευχή, βαθαίνοντας μέσα μου, με οδηγούσε με μεγαλύτερη δύναμη στην ψηλάφηση της αιωνιότητας. Και αύτη νίκησε.

Αργότερα ο μοναχισμός έθεσε το πρόβλημα του «προσώπου». Γνωρίζουμε από την παγκόσμια λογοτεχνία ότι η ένωση δύο προσώπων στον γάμο, όταν αύτη φέρει περισσότερο ή λιγότερο τέλειο χαρακτήρα προσωπικής αγάπης, δίνει στους ανθρώπους την εμπειρία κάποιας «αιωνιότητας», δηλαδή εξωχρονικότητας διανοίξεως πέρα από το στενό πλαίσιο της ατομικής υπάρξεως.
Όσοι πέρασαν από την εμπειρία αυτή δοκίμασαν ενθουσιασμό, θαυμασμό. Από αυτό κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο γάμος είναι «μυστήριο» καθεαυτό: υπερνίκηση του εγωισμού, συνένωση των δύο σε «ενότητα».
Έτσι, ένας θεολόγος στο Παρίσι έφθασε και ως το σημείο να ισχυρίζεται ότι, έξω από την εμπειρία αυτού του είδους, είναι αδύνατον να συλλάβει κάποιος το δόγμα για την ενότητα της Αγίας Τριάδος.

Δεν ισχυρίζομαι καθόλου ότι τα γνωρίζω όλα. Εξαιτίας των συνθηκών της επίγειας υπάρξεώς μας, κανένας δεν μπορεί να τα βιώσει «όλα» στην προσωπική του ζωή. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την αναγκαιότητα επιλογής αποφάσεως, οπωσδήποτε κατηγορηματικής.
Σε αυτό μάς βοηθά τόσο η παρατήρηση της ζωής των ανθρώπων που μάς περιβάλλουν και που στη συντριπτική πλειονότητα τους φέρουν μέσα τους τη σφραγίδα του κενού, της απογοητεύσεως, όσο και η διείσδυση στα γεγονότα του είναι μέσω της προσευχής.
 Είναι αδύνατον να αποσπάσουμε από την ψυχή την ελπίδα σε κάτι καλύτερο γι’ αυτή την ίδια. Με τη φαντασία σχεδιάζουμε θαυμάσιο πίνακα αρμονικού γάμου. Στην περίπτωσή μου όμως νίκησε η προσευχή.
Σε αυτή διανοίγεται το «πρόσωπο» ασυγκρίτως βαθύτερα από όσο στη συνένωση δύο αγαπημένων προσώπων. Η προσευχή πρόσωπο με Πρόσωπο του Θεού εισάγει το πνεύμα του ανθρώπου στη γεμάτη από ιδιαίτερη αγάπη και θαυμαστή ειρήνη περιοχή του Ακτίστου Φωτός.
 Επίσης η προσευχή για όλο τον κόσμο, για όλη την ανθρωπότητα, μας αποκαλύπτει νέες σφαίρες του είναι. Την εμπειρία αυτή δεν την παρέχει ο γάμος.

Κάθε γνήσια ανθρώπινη συνάντηση αντανακλά μέσα της την ομορφιά της κοσμικής ζωής. Ο κάθε άνθρωπος περιμένει από μας την πληρότητα της προσοχής μας απέναντί του. Παρ’ όλη όμως τη χαρά που προσελκύει η συνάντηση με ζωντανό πρόσωπο, στην προσευχή για όλο τον κόσμο η ψυχή διαβλέπει το μεγαλείο της πάγκοινης πραγματικότητος και δεν μπορεί πλέον να αφήσει τους ορίζοντες που διανοίχθηκαν μπροστά της.
Είναι υπέροχο πράγμα να αγαπάς κάποιο πολύτιμο για σένα πρόσωπο. Αλλά να προσεύχεσαι είναι κάτι περισσότερο. Για να επιτύχουμε την αδιάλειπτη προσευχή, για την οποία μάς δόθηκε εντολή (βλ. Εφεσ. 6,18· Α’ Θεσ. 5,17), είναι απαραίτητο να οργανώσουμε τη ζωή μας με τέτοιον τρόπο, ώστε όλη αυτή να γίνει ενιαία, αδιάλειπτη πράξη παραστάσεως ενώπιον του Μεγάλου Θεού με επίκεντρο την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
Η ιστορική πείρα κατέδειξε ότι ο καλύτερος τρόπος για τον άγιο αυτό σκοπό είναι ο μοναχισμός. Η απουσία ευθυνών για την προστασία οποιουδήποτε, είτε πρόκειται για γυναίκα είτε για παιδιά και τα όμοια, δίνει στον μοναχό την ελευθερία να διακινδυνεύσει όλη τη ζωή του στον αγώνα της νηστείας, της αγρυπνίας, της λήθης για τις φυσικές ανάγκες του: διατροφής, ενδυμασίας, ανέσεων κλπ.
Ο νους του μοναχού είναι ελεύθερος να παραμείνει απερίσπαστα στη μνήμη του Θεού. Κινείται φυσιολογικά στη σφαίρα της καθαρής προσευχής.
 Δοκιμάζει την επαφή με τη ζώσα αιωνιότητα. Κατοπτεύει το Άκτιστο Φως, που εκπορεύεται από το Πρόσωπο του Θεού. Αναπνέει το άρωμα της Αγάπης, που κατέρχεται άνωθεν.

Όταν μετά από πραγματικά ευλογημένο γάμο -όχι σύντομο ούτε απλώς σαρκικό, αλλά με βαθειά προσωπική αγάπη-, κάποιος από τους συζύγους πεθαίνει αφήνοντας τον άλλο μόνο, τότε αυτός που μένει αισθάνεται τον εαυτό του χαμένο, διαλυμένο, «μισό».
Ο κόσμος γι’ αυτόν αδειάζει. Και μόνο μερικοί με φλογερή προσευχή υπερνίκησαν τη μοναξιά τους, βγήκαν στην ελευθερία για καλύτερη ανάβαση προς τον ουρανό. Συνεπώς, ο γάμος, ακόμη και στην καλύτερή του μορφή, ενέχει τον κίνδυνο της στενώσεως της ανθρωπινής προσωπικότητος. Ο μοναχισμός προφυλάσσει από παρόμοια υποβάθμιση.
Η ακατάπαυστη στροφή προς τον Ουράνιο Πατέρα, χωρίς την ανάγκη για επικοινωνία στα χαμηλότερα επίπεδα της υπάρξεώς μας, πλαταίνει την καρδιά του μοναχού για την πρόσληψη της κοσμικής ζωής, που δεν μπορεί να του αφαιρεθεί με τον φυσικό θάνατο.
 Το πρόσωπό του αναπτύσσεται και προσλαμβάνει χαρακτήρα χριστοειδούς παγκοσμιότητας. Στον μοναχό δίνεται άνωθεν να αισθανθεί τους λόγους του Κυρίου, την ανταύγεια του Άναρχου Είναι. Ο ίδιος ο Πατέρας έδωσε τους λόγους στον Υιό Του, και ο Υιός τους μετέδωσε στους ανθρώπους.

(Αρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ), «Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής», σ.395-398. Έκδοση Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου-Έσσεξ)


pemptousia.gr

ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ - ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ

ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ: Ὁ Θεός ... ἠξίωσεν ἐμέ τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Αὐτοῦ Φωτός. Ὁ Χριστός ἐγένετο ἡ ζωή μου.

Γράφτηκε από τον/την Administrator on .
Swfronios9
Πολλάκις ἐμνήσθην τοῦ Προφήτου Μωϋσέως, ὅστις, μετά τήν Ἀποκάλυψιν παρά «τῇ ἀφλέκτῳ βάτῳ», ἀπεστάλη εἰς Αἴγυπτον καί ἐπί τεσσαράκοντα ἔτη κατεπονεῖτο ἐν τῷ βορβόρῳ εὐτελῶν παθῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ὤφειλε νά σώση, καίτοι οἱ ἴδιοι δέν ἐπεζήτουν τήν ἑαυτῶν σωτηρίαν.
Βεβαίως, ὁμιλῶν οὕτως, δέν ἐπιχειρῶ νά ἐξισώσω ἐμαυτόν πρός τούς Προφήτας ἤ τούς Ἀποστόλους ἤ τούς Πατέρας, ἀλλά διακρίνω μόνον μικρᾶν τινά δόσιν ἀναλογίας, ἄνευ τῆς ὁποίας θά ἦτο ἀδύνατον νά προσανατολισθῶμεν ἐν τῇ πορείᾳ ἠμῶν.
Ὁ Θεός ἐν τῇ ἀμέτρῳ Αὐτοῦ ταπεινώσει δέν ἀπεδοκίμασεν, ἀλλ' ἠξίωσεν ἐμέ τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Αὐτοῦ Φωτός. Ὁ Χριστός ἐγένετο ἡ ζωή μου. Ἠγάπησα Αὐτόν καί οὐδένα δύναμαι νά διανοηθῶ ἱκανόν νά συγκριθῶ πρός Αὐτόν. Εἶναι δι' ἐμέ ὁ μόνος Κύριος καί Θεός. Σχεδόν ἀκαταπαύστως φέρω ἐν τῇ καρδίᾳ μου πόνον, φοβούμενος μή τυχόν ἀπολέσω τήν εὐσπλαγχνίαν Αὐτοῦ διά τό πλῆθος τῶν ἀντιστάσεών μου. Ἐν τούτοις, οὐχί ἄνευ πάλης μετ' Αὐτοῦ, οὐχί ἄνευ πολυαρίθμων ἀποπειρῶν νά παρεκκλίνω ἀπό τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ, ἀσπάζομαι τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ, καί τρόπον τινά αἴρω τόν δοθέντα εἰς ἐμέ σταυρόν, τόν σταυρόν μου (βλ. Μaτθ. ιστ' 24).
Καί νῦν εὐλογῶ τόν Θεόν μου, Ὅστις ηὐδόκησε νά ἀναγεννηθῶ ἐν φλογερᾷ μετανοία.
[ΠΗΓΗ: "ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ", σ.74 - ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΖΑΧΑΡΩΦ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΕΣΣΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ].

Αχ Κύριε…μην επιτρέπεις να πορευθώ σε ξένους δρόμους, που οδηγούν στο σκοτάδι..

Αχ Κύριε…μην επιτρέπεις να πορευθώ σε ξένους δρόμους, που οδηγούν στο σκοτάδι..‏

Δημοσιεύθηκε: 23 Νοεμβρίου 2012 Κατηγορίες: Γέρ. Σωφρόνιος 'Εσσεξ
Έτσι λοιπόν, μην ανησυχείς για την ανικανότητά σου να συγκεντρωθείς, όταν στέκεσαι στην προσευχή. Κράτησε πριν απ’ όλα τη μνήμη του Θεού και την ειρήνη της καρδιάς. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για σένα, εφόσον δεν το κατέχεις ισχυρά. Πρόσεχε, μη δαπανάς χωρίς όφελος τις λίγες σωματικές σου δυνάμεις.
Για να βρεις τον σωστό δρόμο, είναι καλύτερο απ’ όλα να το ζητήσεις από τον ίδιο τον Θεό στην προσευχή:
«Κύριε, Συ ο ίδιος δίδαξε με τα πάντα. Δώσε μου τη χαρά της γνώσεως του θελήματός Σου και των οδών Σου. Δίδαξέ με να Σε αγαπώ αληθινά με όλο μου το είναι, όπως μας παρήγγειλες. Οικοδόμησε τη ζωή μου έτσι, όπως Εσύ ο Ίδιος την συνέλαβες στην προαιώνια βουλή Σου.
Ναι, ακόμη και για μένα, γιατί Εσύ κανέναν δεν ξέχασες και κανέναν δεν έπλασες για απώλεια. Εγώ με αφροσύνη εκδαπάνησα τις δυνάμεις που μου έδωσες, αλλά τώρα, στο τέλος της ζωής μου, διόρθωσέ τα όλα Εσύ ο ίδιος, και ο ίδιος δίδαξε με τα πάντα.
Αλλά έτσι, ώστε πραγματικά το θέλημά Σου να πραγματοποιηθεί στη ζωή μου, είτε εγώ το καταλαβαίνω είτε δεν το καταλαβαίνω μέχρι καιρού. Μην επιτρέπεις να πορευθώ σε ξένους δρόμους, που οδηγούν στο σκοτάδι. αλλά πριν παραδοθώ στον ύπνο του θανάτου, δώσε σε μένα την ανάξια να δω το Φως Σου, ω Φως του κόσμου».
Κι έτσι, με δικά σου λόγια, να προσεύχεσαι για όλα με τον ίδιο τρόπο. Θα περάσει κάποιος χρόνος και η δύναμη των λόγων αυτών θα εισχωρήσει στο εσωτερικό της υπάρξεώς σου, και τότε θα ρεύσει αυτομάτως ζωή, όπως ακριβώς θέλει ο Κύριος. Κρίνοντας όμως εξωτερικά δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τίποτε.
Αλήθεια, όλο το νόημα της ζωής βρίσκεται στο να ζει ο νους και η καρδιά μας με τον Θεό· να γίνει ο Θεός η ζωή μας. Αυτό και μόνο ο ίδιος ζητά. Γι’ αυτό και δημιουργηθήκαμε, για να ζήσουμε τη ζωή Του, και μάλιστα σε όλη την απειρότητά της. Ο λόγος αυτός μπορεί να μας τρομάζει όταν βλέπουμε την τωρινή οικτρή κατάστασή μας, αλλά έτσι είναι, και δεν πρέπει να χάσουμε την πίστη αυτή. Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους είναι να υποβιβάσουμε και να μειώσουμε την ιδέα του Θεού για τον άνθρωπο. Το κάθε πάθημά μας, ακόμη και το άδικο, το γνωρίζει ο Θεός. Γνωρίζει και συμπάσχει μαζί μας. Είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε “προσωπικές” σχέσεις μαζί Του, σχεδόν “ανθρώπινες”.Ελπίζω ότι με αντιλαμβάνεσαι. Καταλαβαίνεις ότι με τον όρο αυτό εννοώ τον εσωτερικό, ενδόμυχο σύνδεσμο με τον Θεό. Γιατί ο όλος άνθρωπος κλήθηκε για τη ζωή εν Αυτώ, δηλαδή όχι μόνο η ανώτερη ικανότητά του για θεωρία, το “πνεύμα”, αλλά και τα αισθήματα, η ψυχή, ακόμη και το σώμα. Να ακόμη μία προσευχή:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Μονογενές Υιέ του Ανάρχου Σου Πατρός, διάνοιξε τους οφθαλμούς της εσκοτισμένης ψυχής μου, για να δω συνετά Εσένα, τον Δημιουργό και Θεό μου.
»Σε παρακαλώ: Μη με απορρίψεις από το Πρόσωπό Σου, αλλά, παραβλέποντας όλη την αθλιότητά μου, όλην την ταπεινότητά μου, φανέρωσε μου το Φως Σου, ω Φως του κόσμου, και δος μου να γνωρίσω την αγάπη Σου προς τον άνθρωπο.
»Ω, γλυκύτατε Χριστέ, που εξαπέστειλες από τον Πατέρα στους αγίους μαθητές και Αποστόλους Σου το Πνεύμα το Άγιο, αυτό, Αγαθέ, κατάπεμψε και σε μας τους αναξίους και έτσι δίδαξέ μας τη γνώση Σου και φανέρωσέ μας τις οδούς της σωτηρίας Σου.
»Λάμψε σε μένα, ο Θεός, ο Θεός μου, το Φως Σου το αληθινό, για να δω και εγώ στο Φως Σου τη Δόξα Σου ως Μονογενούς παρά Πατρός, και να μορφωθεί μέσα μου η Εικόνα Σου η ακατάληπτη, σύμφωνα με την οποία δημιούργησες κατ’ αρχάς τον άνθρωπο.
»Ω, ο Θεός, ο Σωτήρας μου, το Φως του νου μου και το κραταίωμα της ψυχής μου, ας σκηνώσει σε μένα η αγαθό­τητά Σου, για να παραμένω και εγώ αδιάλειπτα σε Σένα, φέροντας παντοτινά μέσα μου το Πνεύμα Σου το Άγιο, ώστε να δώσει σε μένα να ομοιωθώ μαζί Σου, τον μόνο Κύριο μου, όπως ομοιώθηκαν μαζί Σου όλοι οι ανά τους αιώνες άγιοί Σου.
»Ναι, Κύριε Ιησού Χριστέ, κατά την αμετάθετη επαγγελία Σου, έλα μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιο και σκήνωσε μέσα μου».
Αρχιμ. Σωφρονίου
«Γράμματα στη Ρωσία». Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ-Αγγλίας, 2009
Πηγή:emonopati.blogspot.gr

Μνήμη του Γέροντος Σωφρόνιου του Essex

Μνήμη του Γέροντος Σωφρόνιου του Essex

Δημοσιεύθηκε: 10 Ιουλίου 2013 Κατηγορίες: Άγιοι - Πατέρες - Γέροντες, Γέρ. Σωφρόνιος 'Εσσεξ
OLYMPUS DIGITAL CAMERA
 
   Υπάρχουν άνθρωποι που ζωντάνεψαν, με τη ζωή και τη διδασκαλία τους, τη θεολογία της Εκκλησίας όπως την έζησαν και την δίδαξαν οι μεγάλοι Πατέρες. Ένας τέτοιος ήταν ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Ζαχάρωφ, ο γνωστός ως Γέροντας Σωφρόνιος του Essex.
Κοντά στον άγιο Σιλουανό τον Αγιορείτη, γνώρισε εμπειρικά τον πνευματικό αγώνα, τη χάρη και την ευλογία να είσαι παιδί του Θεού που, ως παιδί Του, το παιδαγωγεί και του αποκαλύπτει τον εαυτό Του. Ο λόγος του Χριστού προς τον άγιο Σιλουανό «κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι» θα γίνει, δια μέσου του Γέροντος Σωφρονίου, λόγος προς το σύγχρονο άνθρωπο που θλίβεται, συντρίβεται και διαλύεται από τα ποικίλα και οδυνηρά προβλήματα. Θα γίνει λόγος ελπίδας και δύναμης ώστε, η «τεθλιμμένη του βίου οδός» να έχει νόημα.
Στο πρόσωπο τού Γέροντος Σωφρονίου συνεχίζει η παράδοση της αγιότητος, της πνευματικής πατρότητος και της πατερικής θεολογίας ως ζωντανή παράδοση. Αυτό δηλαδή που χαρακτηρίζει τους Πατέρες της Ορθοδοξίας: το παραδοσιακό προσλαμβάνεται και παραδίδεται με τρόπο κατανοητό για τους ανθρώπους της εποχής τους.ceb3ceadcf81cf89cebd-cf83cf89cf86cf81cf8ccebdceb9cebfcf82-ceb3ceb5cebbceb1cf83cf84cf8ccf82-e1294573027506
Ακόμα, ο Γέροντας Σωφρόνιος, μιλώντας για τη θεοεγκατάλειψη, μας φανέρωσε την κοινή ανθρώπινη εμπειρία ως μέσο ελεύθερης σχέσης με το Θεό. Μέσα από την οδύνη της εμπειρίας αυτής, ίδια με την «εἰς ἅδου κάθοδον», αναδύεται η γνώση της ζωής του Χριστού ως προσωπική γνώση και άρα οικεία και αληθινή. Ο άνθρωπος τότε εισέρχεται στη ζωή του Θεού, με ό,τι ευλογίες σημαίνει αυτό. Όπως, βέβαια, μπορεί και μέσα από τη δυσκολία αυτή να εγκαταλείψει το Θεό, εκφράζοντας την ελευθερία του, που και ο Θεός σέβεται. Ώστε, τελικά, να βεβαιώνει ότι « η ελευθερία του ανθρώπου είναι φοβερό πράγμα».
Ζώντας στο Δυτικό κόσμο ως τέλειος μοναχός, έγινε σημείο που έδειχνε το «ἑτέρως ζῆν», τόσο με τη σιωπή του όσο και με το λόγο του, τόσο με την ιεραποστολική του δράση όσο και με την προσευχή του. Τα συγγράμματά του, ισάξια με πατερικά κείμενα, έγιναν και γίνονται αποκάλυψη «Θεοῦ ζῶντος», Θεού προσωπικού που θέλει να συναντήσει αγαπητικά τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και τα γραφόμενά του δεν προπαγανδίζουν ούτε κρύβουν την πραγματικότητα των δυσκολιών που συνεπάγεται μια τέτοια πορεία
Όταν την 11η Ιουλίου 1993 αναχωρούσε, πλήρης ημερών-97 χρονών, για την Άνω Ιερουσαλήμ, άφηνε στα πνευματικά του παιδιά στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στο Essex τη ζώσα παράδοση της ορθόδοξης διδασκαλίας και ζωής, ώστε και αυτοί να γίνονται όπως ο Γέροντάς τους: σημείο Θεού ζώντος.
Στην εκκοσμικευμένη χριστιανική κοινωνία μας, όπου η πνευματική ζωή άλλοτε εκλαμβάνεται ως ηθική ζωή και άλλοτε ως τήρηση θρησκευτικών νόμων, η παρουσία ανθρώπων που «έχουν δώσει αίμα και πήραν Πνεύμα», αγιασμένων και πνευματοφόρων, γίνεται βεβαίωση ότι η αγιότητα είναι η ουσία και ο στόχος, χωρίς τον οποίο πρόσωπο Θεού δεν βλέπουμε. Γίνεται βεβαίωση ότι το Ευαγγέλιο είναι εφικτό και απλό, για όσους αγαπούν το Θεό.
Τέλος, η συνάντηση με τους αγίους Γέροντες, όπως το Γέροντα Σωφρόνιο, γίνεται μετάγγιση ζωής αιωνίου. Γι’ αυτό και ουράνια ευλογία. Τα συγγράμματά τους, δείκτες νέας ζωής. Η προσευχή τους, πηγή δύναμης και ελπίδας. Η μνήμη τους, υπόμνηση της παρουσίας τους και της κλήσης μας.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Πηγή:isagiastriados.com

Το παρελθόν μας Γέρ. Σωφρόνιος 'Εσσεξ

Το παρελθόν μας

Δημοσιεύθηκε: 2 Ιουνίου 2013 Κατηγορίες: Γέρ. Σωφρόνιος 'Εσσεξ
315
 
Γέροντα Σωφρόνιου του Essex
Τώρα δεν θα έγραφα πολλά από εκείνα που επέτρεψα τότε στον εαυτό μου. Το παρελθόν όμως ως «γεγονός» δεν διαγράφεται από τη ζωή. Μπορούμε να το καλύψουμε με τη μετάνοια, να το καταστήσουμε ανίσχυρο απέναντι στην αιωνιότητα, αλλά ως ιστορικό γεγονός μένει οριστικώς αμετάβλητο. Δεν είμαι, βέβαια, ο πρώτος στον οποίο έλαχε να αισθανθεί ντροπή για το παρελθόν του, για κάποιον άκαιρο λόγο που είπε ή έγραψε. Αλλά και σε αυτό βρίσκω ήδη κάποια ικανοποίηση, ότι έστω και στα χρόνια που ακολούθησαν μού δόθηκε η ευκαιρία να αναλογισθώ τα λάθη που έκανα νωρίτερα.
Πηγή: isagiastriados.com 

Έτσι να μιλάς με τον Θεό… (Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ)

Έτσι να μιλάς με τον Θεό… (Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ)

Δημοσιεύθηκε: 22 Μαρτίου 2013 Κατηγορίες: Γέρ. Σωφρόνιος 'Εσσεξ
379700-001
Ξέρεις,τωρα μιλάμε με το τηλέφωνο,
έτσι να μιλάς με τον Θεό,
σαν να σηκώνεις το τηλέφωνο και να του λες ο,τι θέλεις απευθείας.
Να έχεις πάντα ανοιχτή γραμμή, μη σπάσεις ποτέ το καλώδιο αυτό.

Γέροντας Σωφρόνιος του ‘Έσσεξ

Η μητρότητα ως διακονία της γυναίκας

Πέμπτη, 23 Φεβρουαρίου 2012

Η μητρότητα ως διακονία της γυναίκας


Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ
ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ

Η θέση της γυναίκας κατά τους περασμένους αιώνες ήταν εξαιρετικά δύσκολη, ενώ ακόμη ως τις ημέρες μας δεν έχει πλήρως τακτοποιηθεί.
Σε όλα τα επίπεδα της ζωής το πρόβλημα αυτό αποδεικνύεται υπερβολικά πολύπλοκο και στο επίπεδο της κρατικής νομοθεσίας, και στο επίπεδο της δομής της κοινωνίας, και στο επίπεδο της κατανομής της εργασίας, και στο επίπεδο της εκπαιδεύσεως και της μορφώσεως, και στο επίπεδο τέλος της εκκλησιαστικής ζωής.

Πολλά έχουν αλλάξει κατά τις τελευταίες δεκαετίες· από πολλές απόψεις η γυναίκα απέκτησε θέση ασύγκριτα καλύτερη από την προηγούμενη, αλλά ωστόσο δεν έχει βρει τη θέση της στην κοινωνία· δεν έχει βρεθεί πραγματικά το σωστό μέτρο για την αξιολόγησή της.

Κατά τους προηγούμενους αιώνες ο άνδρας ήταν ο νομοθέτης, ο κύριος. Η γυναίκα όμως συχνά ήταν υπερβολικά υποβιβασμένη, και κατά την αναζήτηση αλήθειας και δικαιοσύνης όλοι όσοι επιθυμούσαν βελτίωση της θέσεως της γυναίκας είχαν τη σκέψη: να την εξισώσουν στα δικαιώματα με τον άνδρα σε όλα τα επίπεδα. Η οδός αυτή έδωσε υπέροχους καρπούς.
Πολλές γυναίκες απέκτησαν μεγάλη μόρφωση, κατέχουν υπεύθυνες θέσεις στην κρατική μηχανή, άρχισαν να διαδραματίζουν ιστορικό ρόλο συμμετέχοντας στις εκλογές κυβερνήσεων. Στην οικογένεια επίσης η θέση της γυναίκας άλλαξε προς όφελός της.

Πραγματικά, όλα αυτά έτσι είναι. Αλλά μπορούμε άραγε να θεωρήσουμε λυμένα τα προβλήματα όχι μόνο της εργασίας της γυναίκας, αλλά ακόμη και της οικογενειακής θέσεώς της; Η πείρα της ιστορίας έδειξε ότι το τεράστιο σώμα της ανθρωπότητας αποτελείται από κύτταρα, και ένα τέτοιο κύτταρο είναι η οικογένεια. Στο μέτρο που τα κύτταρα είναι υγιή υγιαίνει και το σώμα.
Συνεπώς η υγεία στο τεράστιο σώμα της ανθρωπότητας εξαρτάται από την υγεία του κυττάρου του σώματος αυτού, της οικογένειας. Μπορούμε άραγε να θεωρήσουμε τη σύγχρονη θέση της ως ευτυχή; Λόγω του ότι η γυναίκα γίνεται οικονομικά εντελώς ανεξάρτητη, εργαζόμενη όπως εργάζεται κάθε άνδρας, πλήθυναν οι διαλύσεις των οικογενειών, δηλαδή τα διαζύγια.

Και στην περίπτωση που δεν υπάρχει διάλυση της οικογένειας, όταν αναγκάζεται να εργασθεί η γυναίκα εκτός σπιτιού, πάλι υποφέρει η οικογένεια, εφόσον για τα παιδιά δεν υπάρχει στο σπίτι πλέον ουσιαστικά ούτε πατέρας ούτε μητέρα. Τα παιδιά μένουν αρκετή ώρα μόνα τους ή ανατρέφονται από συγγενικά ή ξένα χέρια ή ανατίθενται σε σχολεία για την ανατροφή τους. Βασικά όμως στερούνται της μητρικής στοργής. 

Αν η γυναίκα εργάζεται εξίσου με τον άνδρα, τότε πάλι καταργείται η δικαιοσύνη, επειδή η γυναίκα στην οικογένεια, παράλληλα με την εργασία, βαστάζει και άλλα βάρη, επιπρόσθετα καθήκοντα, επειδή ακριβώς αυτή είναι η μητέρα των παιδιών. Θα νόμιζε κάποιος ότι, επειδή η γυναίκα βαρύνεται από μεγαλύτερες ευθύνες και ασκεί πολυπλοκότερο ρόλο, σε αυτήν πρέπει να ανήκει το προνόμιο να «κατευθύνει» την οικογένεια. Ασφαλώς κάποιος πρέπει να κατευθύνει την οικογένεια, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο καθίδρυμα. Έτσι, σε πολλές οικογένειες ανακύπτει η πάλη για εξουσία, που πολύ συχνά γίνεται καταστροφική για την οικογένεια. Συνεπώς, οπού και αν στρέψουμε την προσοχή μας, παντού βλέπουμε υπερβολικά πολύπλοκα προβλήματα, και δεν πλησιάσαμε ακόμη στην επίλυσή τους.

Έκανα τις λίγες αυτές παρατηρήσεις, για να δω τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπει η πλειονότητα των ανθρώπων. Νομίζω όμως ότι εμείς ως χριστιανοί βλέπουμε ακόμη και εκείνα που οι άλλοι δεν προσέχουν. Θεωρούμε ότι το σπουδαιότερο θέμα γενικά για κάθε άνθρωπο είναι το ερώτημα: Τί είναι ο άνθρωπος; Ποιός είναι ο προορισμός του; Γιατί και για ποιόν λόγο εμφανίστηκε στον κόσμο; Ποιός σκοπός υπάρχει μπροστά του; Ποιό είναι το νόημα της υπάρξεώς του; Αν δεν απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να λύσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε· ούτε σε ένα επίπεδο.
Είναι αδύνατον για παράδειγμα να επιτύχουμε αληθινά δίκαια δομή της κοινωνίας χωρίς τη γνώση αυτή. Δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα της κρατικής οργανώσεως, αν δεν έχουμε απάντηση στο κύριο αυτό ερώτημα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας γράφεται με άσκοπη περιδίνηση, παράλογους πολέμους, άδικη καταπίεση του ισχυρού επάνω στον ασθενή, όπως βλέπουμε στον ζωικό κόσμο.
Συνεπώς, τί είναι ο άνθρωπος; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό την παίρνουμε από την Αγία Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού… άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γένεσις 1,27). Και λίγο πιο κάτω διαβάζουμε: «Έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. 2,7). ["Ν: για τις παραπομπές στην Παλαιά Διαθήκη μπορείτε να μπείτε εδώ και για την Καινή εδώ].

Αν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα και την γυναίκα ως ενιαία ανθρωπότητα, τότε είναι φυσικό ότι το θέμα της σχέσεως μεταξύ ανδρός και γυναικός ήταν και θα είναι πάντοτε ένα από τα σπουδαιότερα ζωτικά θέματα. Αν στρέψουμε την προσοχή μας στα φυσικά χαρίσματα της γυναίκας και τα συγκρίνουμε με τα αντίστοιχά τους στον άνδρα, θα δούμε από την μακρόχρονη πείρα ότι τα χαρίσματα αυτά είναι ποικίλα· κάποτε συμπίπτουν, ενώ κάποτε γίνονται συμπληρωματικά το ένα του άλλου.
 Γνωρίζουμε επίσης από την ιστορία και από την Αγία Γραφή ότι στην Ανατολή, όπου γεννήθηκαν όλες οι μεγάλες θρησκείες, η κυριότητα του άνδρα επάνω στη γυναίκα ήταν υπερβολικά ισχυρή. Η γυναίκα στη συνείδηση της Ανατολής ήταν κατά κάποιον τρόπο κατώτερο ον. Ακόμη και στο Ευαγγέλιο βλέπουμε παρόμοια χωρία, όπως για παράδειγμα: «Οι δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων» (Ματθ. 14,21). Ελάμβαναν υπ’ όψιν μόνο τους άνδρες, ενώ τις γυναίκες ούτε καν τις μετρούσαν. Αλλά αυτό δεν το βλέπουμε μόνο στην Ανατολή.

Έτυχε να διαβάσω, όταν ήμουν νέος, κάποιες στατιστικές που έκαναν μερικοί Γερμανοί μορφωμένοι άνθρωποι για τον ρόλο του άνδρα και τον ρόλο της γυναίκας στην ιστορία του πολιτισμού. Οι πολυμαθείς αυτοί Γερμανοί παρουσίαζαν τα κατορθώματα του άνδρα ως άκρως σημαντικά (παρομοιάζοντάς τα ως όρη υψηλά), ενώ από τα κατορθώματα της γυναίκας σημείωναν μόνο μερικά που ούτως ή άλλως γράφτηκαν στην ιστορία του πολιτισμού.

Μου φαίνεται ότι η παρεξήγηση αυτή εμφανίστηκε ως συνέπεια της απώλειας της συνειδήσεως εκείνης, που περιέχεται στη Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα Θεού… άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27). Αυτό το ξεχνούν όχι μόνο οι άνδρες, αλλά και οι ίδιες οι γυναίκες. Για να διορθώσουμε λοιπόν τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα της, αρχίζοντας από την οικογένεια, οφείλουν οι γυναίκες να ανυψωθούν με το πνεύμα και να φανερώσουν στον κόσμο την αυθεντική αξία τους, τον υψηλό ρόλο τους. Για την χριστιανική Εκκλησία το θέμα του ρόλου της γυναίκας γίνεται κάθε χρόνο διαρκώς οξύτερο.

Βλέπουμε ότι στις χώρες όπου ο άθεος κομμουνισμός διεξάγει ανοικτή πάλη εναντίον της Εκκλησίας με την εφαρμογή κάθε είδους εκβιασμών, διασώζει την Εκκλησία η ανδρεία των γυναικών, η αυτοθυσία τους, η ετοιμότητά τους για κάθε είδους παθήματα. Παντού παρατηρούμε ότι οι γυναίκες στις Εκκλησίες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό. Μπορούμε να πούμε ότι στις Εκκλησίες κατά τις ακολουθίες οι γυναίκες συνιστούν την πλειονότητα, κάποτε τα τρία τέταρτα, κάποτε όμως και περισσότερο. Αν τώρα όλες οι γυναίκες αποχωρούσαν από την Εκκλησία, τότε αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρχει, γιατί οι άνδρες που εκπληρώνουν υψηλή ποιμαντική διακονία, κατέχοντας υψηλές ιεραρχικές θέσεις, θα έμεναν ολιγάριθμοι και, με απλά λόγια, θα ήταν γι’ αυτούς από υλικής πλευράς αδύνατον να διατηρήσουν την Εκκλησία.

Συνεπώς ο ρόλος της γυναίκας στην Εκκλησία είναι μεγάλος, και όλοι μας πρέπει να σκεφτούμε το φαινόμενο αυτό. Στη χριστιανική μας διδασκαλία για τον άνθρωπο, μιλώντας θεολογικά, η γυναίκα παρουσιάζεται στο ίδιο ακριβώς μέτρο ως άνθρωπος, όπως και ο άνδρας. Οι δυνατότητες της διακονίας της (=προσφοράς, υπηρεσίας) μέσα στην ιστορία είναι απεριόριστες. Το γεγονός ότι ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε από γυναίκα καταδεικνύει ότι η γυναίκα δεν είναι καθόλου μειωμένη ενώπιον του Θεού.

Η αγία Θεοδότη, μητέρα των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (σχετικό post εδώ)

Εδώ όμως θέλω να εκφράσω το βασικότερο νόημα της ομιλίας μου. Όλα, όσα είπα μέχρι τη στιγμή αυτή, ήταν μόνο εισαγωγικά, για να σταθούμε όλοι σε σαφή πορεία σκέψεως. Αν μιλάμε για τη μεγάλη σπουδαιότητα της γυναίκας, τότε και οι ίδιες οι γυναίκες οφείλουν να δικαιώσουν τη σπουδαιότητά τους αυτή να δικαιώσουν τον εαυτό τους σε όλα τα επίπεδα της ζωής της ανθρωπότητος.
Το ουσιωδέστερο όμως γι’ αυτές έργο, το σπουδαιότερο λειτούργημά τους, είναι η Μητρότητα: «Και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αύτη μήτηρ πάντων των ζώντων» (Γεν. 3,20). Για να ανυψώσουν την ανθρωπότητα οι γυναίκες, πρέπει να φέρνουν στον κόσμο παιδιά με τον τρόπο που μας διδάσκει ο λόγος του Θεού. Υπάρχουν όμως δύο είδη γεννήσεως το ένα κατά σάρκα, το άλλο κατά πνεύμα.
 Ο Χριστός είπε στον Νικόδημο: «Το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ έστι, και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος πνεύμα έστι. Μη θαυμάσης ότι είπόν σοι, δει υμάς γεννηθήναι Άνωθεν» (Ιωάν. 3,6-7). Επειδή οι γυναίκες της εποχής μας έχασαν την υψηλή αυτή συνείδηση, άρχισαν να γεννούν προπαντός κατά σάρκα. Τα παιδιά μας έγιναν ανίκανα για την πίστη. Συχνά αδυνατούν να πιστέψουν ότι είναι εικόνα του Αιωνίου Θεού. Η μεγαλύτερη αμαρτία στις ημέρες μας έγκειται στο ότι οι άνθρωποι βυθίστηκαν στην απόγνωση και δεν πιστεύουν πια στην Ανάσταση. Ο θάνατος του ανθρώπου εκλαμβάνεται από αυτούς ως τελειωτικός θάνατος, ως εκμηδένιση, ενώ πρέπει να θεωρείται ως στιγμή αλλαγής της μορφής της υπάρξεώς μας· ως ημέρα γεννήσεώς μας στην ανώτερη ζωή, σε ολόκληρο πλέον το πλήρωμα της ζωής που ανήκει στον Θεό.
Αλήθεια, το Ευαγγέλιο λέει: «Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον ο δε απειθών τω Υιώ ουκ όψεται ζωήν» (Ιωάν. 3,36). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν ότι… ο πιστεύων τω Πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. 5,24). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον Εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεώρηση εις τον αιώνα» (Ιωάν. 8,51). Παρόμοιες λοιπόν εκφράσεις μπορούμε να αναφέρουμε πολλές.

Συχνά ακούω από τους ανθρώπους: Πώς ή γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί η πλειονότητα των ανθρώπων έχασε την ικανότητα να πιστεύει; Δεν είναι άραγε η νέα απιστία συνέπεια της ευρύτερης μορφώσεως, όταν αυτό που λέει η Γραφή γίνεται μύθος, απραγματοποίητο όνειρο;

Η Πίστη, η ικανότητα για την πίστη, δεν εξαρτάται πρωτίστως από τον βαθμό μορφώσεως του ανθρώπου. Πράγματι παρατηρούμε ότι στην εποχή μας, κατά την οποία διαδίδεται η μόρφωση, η πίστη ελαττώνεται, ενώ θα έπρεπε ουσιαστικά να συμβαίνει το αντίθετο· όσο δηλαδή πλατύτερες γίνονται οι γνώσεις του ανθρώπου, τόσο περισσότερες αφορμές έχει για να αναγνωρίζει τη μεγάλη σοφία της δημιουργίας του κόσμου. Σε τί λοιπόν συνίσταται η ρίζα της απιστίας;

Πριν απ’ όλα οφείλουμε να πούμε ότι το θέμα αυτό είναι πρωτίστως έργο των γονέων, των πατέρων και των μητέρων. Αν οι γονείς φέρονται προς την πράξη της γεν¬νήσεως του νέου ανθρώπου με σοβαρότητα, με τη συνείδηση ότι το γεννώμενο βρέφος μπορεί να είναι αληθινά «υιός ανθρώπου» κατ’ εικόνα του Υιού του Ανθρώπου, δηλαδή του Χριστού, τότε προετοιμάζονται για την πράξη αυτή όχι όπως συνήθως γίνεται αυτό.
Να ένα υπέροχο παράδειγμα· ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ προσεύχονταν για πολύ καιρό να τους χαρισθεί τέκνο… Και τί συνέβη λοιπόν; «Ώφθη δε αυτώ (τω Ζαχαρία) άγγελος Κυρίου εστώς εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. Και εταράχθη Ζαχαρίας ιδών, και φόβος επέπεσεν επ’ αυτόν.
Είπε δε προς αυτόν ο άγγελος- μη φοβού, Ζαχαρία· διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, και η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιωάννην και έσται χαρά σοι και αγγαλίασις, και πολλοί επί τη γεννήσει αυτού χαρήσονται. Έσται γαρ μέγας ενώπιον του Κυρίου… και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, και πολλούς των υιών Ισραήλ επιστρέψει επί Κύριον τον Θεόν αυτών» (Λουκ. 1,11-16).
 
Η γέννηση του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου

Βλέπουμε μάλιστα στη συνέχεια ότι ο Ιωάννης [ο Πρόδρομος], ευρισκόμενος ακόμη στην κοιλιά της μητέρας του, αναγνώρισε την επίσκεψη της μητέρας του Χριστού, σκίρτησε από χαρά και η χαρά του μεταδόθηκε στη μητέρα του. Τότε εκείνη γέμισε με προφητικό Πνεύμα (βλ. Λουκ. 1,40-41). Άλλο παράδειγμα είναι η προφήτιδα Άννα (βλ. Λουκ. 2,36).

Έτσι και τώρα· αν οι πατέρες και οι μητέρες θα γεννούν παιδιά συναισθανόμενοι την άκρα σπουδαιότητα του έργου αυτού, τότε τα παιδιά τους θα γεμίζουν από Πνεύμα Άγιο, ήδη από την κοιλιά της μητέρας- και η πίστη στον Θεό, τον Δημιουργό των απάντων, ως προς τον Πατέρα τους, θα γίνει γι’ αυτά φυσική, και καμία επιστήμη δεν θα μπορέσει να κλονίσει την πίστη αυτή, γιατί «το γεννώμενον εκ Πνεύματος πνεύμα έστιν».
Η ύπαρξη λοιπόν του Θεού και η εγγύτητά του σε μας είναι για μια τέτοια ψυχή οφθαλμοφανές γεγονός. Και η απιστία των πολυμαθών ή των αμαθών στα μάτια των τέκνων αυτών του Θεού θα είναι απλώς απόδειξη ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν γεννήθηκαν ακόμη Άνωθεν, και ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος αυτού δεν πιστεύουν στον Θεό, διότι είναι εξ ολοκλήρου σάρκα, γεννημένοι από σάρκα.

Εκείνο όμως που αποτελεί πραγματικό πρόβλημα για την Εκκλησία, τον προορισμό της, είναι το πώς να πείσει τους ανθρώπους ότι είναι αληθινά τέκνα και θυγατέρες του αιωνίου Πατρός· πως να δείξει στον κόσμο τη δυνατότητα μιας άλλης ζωής, όμοιας προς τη ζωή του ιδίου του Χριστού, ή τη ζωή των προφητών και των αγίων. Η Εκκλησία οφείλει να φέρει στον κόσμο όχι μόνο την πίστη στην ανάσταση, αλλά και τη βεβαιότητα γι’ αυτήν. Τότε περιττεύει η απαίτηση για οποιεσδήποτε άλλες ηθικιστικές διδασκαλίες.

π. Σωφρονίου (Σαχάρωφ) «Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής», σ.180-189. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου – Έσσεξ

Γέροντας Σωφρόνιος (ενότητα στο blog μας)

Ειδικοί ιστότοποι
Μητερικό (νεότερο)

Εισήγηση Μητροπολίτου Λεμεσού κ.κ. Αθανασίου σε Συνέδριο που έγινε για το Γέροντα Σωφρόνιο

Εισήγηση Μητροπολίτου Λεμεσού κ.κ. Αθανασίου σε Συνέδριο που έγινε για το Γέροντα Σωφρόνιο
Στίς 11 Ἰανουαρίου τοῦ 1991, μαζί μέ τό σεβαστό μου γέροντα Ἰωσήφ Βατοπαιδινό, βρεθήκαμε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος στήν Ἱερά Μονή τιμίου Προδρόμου στό ESSEX, μέ μόνο λόγο ἐξόδου μας ἐκ τοῦ Ὄρους καί μετάβασης μας στήν Ἀγγλία, ἡ συνάντηση μας μέ τόν ἀείμνηστο ὁσιώτατον Γέροντα Σωφρόνιο.  Εἴχαμε τήν εὐλογία νά μείνωμε δύο μέρες κοντά του καί κατ’ αὐτές εἴχαμε συναντήσεις τό πρωΐ καί τό ἀπόγευμα ὅπου ὁ μακάριος Γέροντας μᾶς ἐνέπλησε κυριολεκτικά μέ τόν θεόπνευστο λόγο του.
          Ἐγώ ζήτησα κάποια στιγμή εὐλογία νά βάλωμε τό μαγνητόφωνο στό δωμάτιο τῆς συνάντησης, καί ὄντας τότε νεαρός Ἱερομόναχος παρεκάλεσα τόν Γέροντα νά μᾶς πεί λίγα λόγια περί ἱερωσύνης καί περί τῆς προετοιμασίας τοῦ Ἱερέως γιά τήν τέλεση τῆς Θείας λειτουργίας. Τότε ὁ γέροντας μᾶς εἶπε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ὁ Ἱερεύς πρέπει νά ἔχει τήν συνείδηση τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀναβαίνοντος εἰς τόν Γολγοθᾶ διά τήν σωτηρίαν ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐγώ ἔτσι κατάλαβα τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ εἰς τόν Ἅγιον Σιλουανό. Ἡ θεωρία αὐτή διάρκεσε ἴσως λιγότερο ἀπό ἕνα δευτερόλεπτο, καί χωρίς νά πεῖ κανένα λόγο ὁ Χριστός, ἐνεφανίσθη εἰς αὐτόν καί τοῦ μετέδωσε τήν ἰδικήν του κατάστασιν, ὁ Χριστός στόν Σιλουανό καί αὐτός ἄρχισεν, ἐνώ ἦτο πρό ὀλίγου ἁπλοῦς στρατιώτης, ἄρχισε νά προσεύχεται ὑπέρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ ὡς γιά τόν ἑαυτόν του καί ἀπό ἐδώ ἐγώ κατάλαβα ὅτι δέν ἧτο στή πλάνη ὅτι εἶδε τόν Χριστό ἀλλά ἧτο ἀληθινή ἡ θεωρία γιατί ἔγινε αὐτό τό θαῦμα, ὅτι ἀπέκτησε τήν συνείδηση τῆς ἑνότητας τοῦ Ἀδάμ».
          Μέ αὐτά τά λίγα λόγια μᾶς ἔδωσε τήν οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης στό πῶς δηλαδή ὁ Ἱερεύς πρέπει νά ἀποκτήσει τήν συνείδηση τοῦ Χριστοῦ καί νά προσεύχεται ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου.
          Διαβάζοντας κανείς τά ἀνεπανάληπτα εἰς βάθος καί νοήματα ἔργα τοῦ ἁγίου Γέροντος βλέπει πώς τοποθετεῖ τά πράγματα ἐξ ἀρχῆς στήν σωστή τους θέση. Ἱερωσύνη ὁρίζεται καί ὑπάρχει ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Χωρίς τήν Ἐκκλησία ἤ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ὄχι μόνον ἱερωσύνη ἀληθής ἀλλά οὖτε κἄν χριστιανισμός. Γράφει περί τούτου στόν Μπάλφουρ «ἀποτελεί βαθειά πεποίθηση μου (καί ὄχι ἁπλή πίστη) ὅτι ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι Ἐκκλησιαστικός ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικά τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστου». (1) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας , Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2004 σ. 292).
          «Τί εἶναι λοιπόν αὐτό πού μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία; τά μυστήρια: τό βάπτισμα, τήν μετάνοια, τήν κοινωνία, τήν Ἱερωσύνη κ.λ.π.» (2)( Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ.293). Ὅπως λέγει καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας «ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις σημαίνεται» καί τό μυστήριο πού ἱερουργεῖ ὅλα τά ἄλλα μυστήρια  διά τῆς χάριτος τοῦ παναγίου πνεύματος εἶναι τό μυστήριο καί ἡ χάρις τῆς ἱερωσύνης. Αὐτή λοιπόν ἡ ἱερωσύνη κατά τόν Γέροντα εἶναι τό δῶρο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνθρώπινη φύση πού μέ αὐτήν ἱερουργοῦμε τά ἅγια μυστήρια τοῦ Θεοῦ μας.
          «Στήν Ἐκκλησία ἔχω τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό μέ τρόπο ὥστε νά τρῶμε καί νά πίνωμε τόν Θεό, νά ἀναπνέουμαι τόν Λόγο του. Μέ τό Ὄνομα Του, τόν Λόγο Του, τή δύναμη Του τελοῦμε τά μυστήρια. Καί τά μυστήρια αὐτά δέν ἀποτελοῦν κάποια ἁπλά μόνο σύμβολα, ἀλλά ἀληθινή πραγματικότητα» (3)( Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ. 299)
          Ἡ σφραγίδα τῆς νόμιμης καί ἀποστολικῆς Ἱερωσύνης εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτή κατέχει τήν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ  «τοῦ ἀναβαίνοντος εἰς τόν Γολγοθᾶν διά τήν σωτηρίαν ὅλου τοῦ κόσμου» καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίδει αὐτόν τόν Χριστόν ὡς τήν μεγαλύτερην ἐμπειρίαν τῆς ὕπαρξης μας.  «Πιστεύω στόν Χριστόν. Πιστεύω στόν Χριστό. Εἶμαι δεμένος μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπιστεύομαι μόνο τόν Χριστό πού γνωρισα στήν Ἐκκλησία» (4) Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας σ. 295), ἀποφαίνεται ἐκ τῆς ἐμπειρίας του ὁ ἅγιος Γέροντας στόν Μπάλφουρ.  Ἔτσι καί τό ἔργο τῆς ἱερωσύνης εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. «Ἡ σωτηρία παρέχεται εἰς τόν κόσμον διά τῆς λειτουργικῆς ἱερουργίας, ἰδιαιτέρως εἰς ὅσους διψοῦν νά δεχθοῦν τήν εὐλογίαν τοῦ οὐρανίου Πατρός. Οὐδέν ἰσότιμον ἤ παρόμοιον ὑπάρχει, πρός τό ἔργον τοῦ Χριστοῦ διά τήν ἀπολύτρωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἐκείνοι δε, εἰς τούς ὁποίους εἴναι ἐμπεμπιστευμένη ἡ διακονία τῆς συσταθείσης ὑπο τοῦ Κυρίου Λειτουργίας, βοηθοῦν τούς ἀδελφούς ἐν τῇ πορείᾳ αὐτῶν πρός τήν ἀθανασίαν. Ἐν τῇ διακονίᾳ ταύτη, ἡ Ἐκκλησία εὔχεται ἤδη ἐπί δύο χιλιετίας μεριμνῶσα, ὡς ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅπως δοθῇ εἰς τούς ἀνθρώπους ἡ ἀληθής ἐπίγνωσις τῶν ἀποκεκαλυμμένων ὑπό τοῦ Θεοῦ πραγμάτων. Ἴνα δυνηθοῦν οὗτοι «καταλαβέσθαι σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τό πλάτος καί μῆκος καί βάθος "καί ὗψος" τοῦ ὑπέρ ἡμῶν προαιωνίου σχεδίου τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ὁρισθέντος πρό καταβολῆς κόσμου διά τήν υἱοθεσία ἡμῶν ἐν τῷ ἡγαπημένῳ αὐτοῦ Υἱῷ. (Ἐφ., γ’ 14-21, α5) (5) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, .Ἔσσεξ Ἀγγλίας,  σ. 362).
          Τέτοιων ἱερῶν καί φρικτῶν μυστηρίων μύστης καί ἱερουργός ὁ Ἱερεύς ὑπάρχων ὀφείλει πρίν ἀπό ὅλα νά ἔχει προσφέρει τόν ἑαυτόν του ὁλόκληρον, ψυχῇ τε καί σώματι, «Θυσίαν εὐάρεστον καί ζῶσαν» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Ἱερωσύνης καταξιωθείς της θείας καί σεβασμίου, σεαυτόν πρότερον κεχρεώστηκας ἔχειν τεθυμένον τῷ θανάτῳ τῶν παθῶν και τῶν ἡδονῶν, καί οὕτω κατατολμᾶν προσάπτεσθαι τῆς ζωηρᾶς καί φρικώδους θυσίας, εἰ μή βούλει, ὡς ὕλη εὔπρηστος τῷ θείῳ κατακαῆναι πυρί» (6)(Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, έκδ. ΑΣΤΗΡ- Ἀθήναις 1975, β’ σ. 257. Περί ἱερωσύνης), διδάσκει αἰῶνες πρίν ὁ ὅσιος Θεόγνωστος περί ἱερωσύνης. Γι’ αὐτό στήν πρακτική ζωή γράφει ὁ γέρων «ὁ Χριστιανός ὀφείλει πρωτίστως νά εἶναι ἀσκητής. Ἀκόμη περισσότερο ὁ μοναχός, ὁ ἱερέας. Μίσησε τόν ἐαυτό σου, ἄρχισε νά κατανοεῖς τόν ἑαυτό του ὅχι μόνο μέσα ἀπό τήν ἐγκράτεια τῶν παθῶν, ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν ἀντίσταση σέ αὐτά, δηλαδή μέ τήν ἐπίθεση  ἐναντίον τους, καί ἀμέσως θά αἰσθανθῆς, ἀνακούφιση. Κάποιο φῶς θά ἀνατείλη στή ψυχή» (7) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ.244). Το μέγα ἔργο τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἀνάγκη νά συνοδεύεται μέ μεγάλη καθαρότητα. «Οἱ λειτουργοί τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς ἐσφραγισμένης διά τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐλεύθεροι ἐκ τοῦ παλαιοῦ καλύμματος (Β’ Κορ. 3,12-18) καί {«ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ» προσφέρουν τάς ἱκεσίας αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Πατρός».(8)(Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί σ. 363). Ὁ ἴδιος ὁ μακάριος Γέρων Σωφρόνιος  σέ ἐπιστολήν του πρός τόν Μπάλφουρ ἀποκαλύπτει ὅτι στόν προσωπικό καθημερινό του ἀγῶνα γιά νά διαφυλάξει τόν ἑαυτό του καθαρό ἀπό κάθε μολυσμό «σαρκός καί πνεύματος» ἐν καιρῷ σαρκικῶν πειρασμῶν οὐδεμίαν συγκατάβασιν ἐπέτρεπε, καί μάλιστα σάν φοβερός δήμιος μή φειδόμενος οὐδέ κἄν τῆς ζωῆς του ἐπάλαιψε κατά τῶν ἀκαθάρτων αὐτῶν παθῶν. «Ἐγώ ὁ ἴδιος» γράφει «μέ τήν εὐλογίαν τοῦ πνευματικοῦ μου, χτυποῦσα γιά μιά περίοδο τόν ἑαυτό μου σέ κάθε ἐρεθισμό, μέχρι πού δημιουργούνταν αἰματηροί μώλωπες, ὡσότου τελικά ὁ πόνος φθάνοντας στήν καρδιά νά σβύση καί νά δαμάση τήν κίνηση τῆς σαρκός ... Μιά φορά παρολίγο νά σκοτώσω τόν ἐαυτό μου... σκληρός ὁ λόγος αὐτός ἀλλά τί νά κάνωμε; Καλύτερα ὅπως λέγει ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος νά πεθάνουμε στήν ἄσκηση, παρά νά παραδοθοῦμε στά πάθη, νά χάσωμε τήν ἀνθρώπινη εἰκόνα καί νά προδώσουμε τόν Χριστό. (9) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ. 242,244).
          Τέτοιας λοιπόν καθαρότητος ὀφείλει νά εἶναι ἡ ζωή τοῦ Ἱερέως γιά νά προσφέρη εὐάρεστα στόν Θεό τήν λογική λατρείαν.
          Στόν Γέροντα Σωφρόνιο ὁ κάθε Ἱερέας, ἀκόμη καί ὁ ἐρημίτης ἱερέας δέν εἶναι ἁπλός λειτουργός τῶν ἁγίων μυστηρίων ἀλλά θερμός ἱκέτης ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας. «Ὁ Ἱερουργός τοῦ Μυστηρίου τῆς Λειτουργίας ἵσταται ἐν ἀμέσῳ  ἐγγύτητι πρός τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὅστις εἶναι τό «πλήρωμα τοῦ Νόμου καί τῶν προφητῶν» (Λειτουργία ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου) καί διά τοῦ ὁποίου ἐγενόμεθα κάτοχοι «ρημάτων ζωῆς αἰωνίου» (Ἰω. 68, Β,8) (10) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ.364). Ὁμιλώντας ἐκ τῆς πείρας του ὡς ἁγιορείτου ἐρημίτου ἱερέως μᾶς φανερώνει τό μυστήριο τῆς διάβασης ἐκ τῆς προσκαίρου πραγματικότητος εἰς τήν αἰώνιαν πραγματικότητα, πού μᾶς προετοιμάζει ἡ θεία Λειτουργία. Γράφει περί αὐτοῦ «Τό πλήρωμα αὐτῆς (τῆς Θείας λειτουργίας) αἰχμαλωτίζει ἡμᾶς ὁλοτελῶς τοσοῦτον, ὥστε, ὅτε ἤμην ἐν τῇ ἐρήμῳ καί ἐτέλουν μόνος τήν Λειτουργίαν, ἔχων μετ’ ἐμοῦ μόνον ἕνα μοναχόν - ὅστις ἤρχετο, ἵνα ἀπαντᾶ εἰς τάς δεήσεις τῶν ἐκτενῶν, ἀναγινώσκῃ τόν Ἀπόστολον καί παρέχη τήν λοιπήν ἀναγκαίαν συμμετοχήν, εἰς τόπον λαοῦ- τότε οὔτε ἐγώ οὔτε ὁ μοναχός ἐκεῖνος ἡσθάνθημεν  ποτέ ἔλλειψιν τινά: Ἅπας ὁ κόσμος ἦτο ἐκεῖ μεθ’ ἡμῶν. Καί ὁ κόσμος καί ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος καί ἡ αἰωνιότης. Ἡ πεῖρα αὔτη τῆς ἐρήμου ἐδίδαξεν ἐμέ νά προσεύχωμαι διά τῆς Ἱερατικῆς προσευχῆς καί μετά τοῦ λαοῦ καί ἄνευ τῆς ὁρατῆς  αὐτοῦ παρουσίας» (11) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ.367). Ὁ Ἱερεύς ὡς λειτουργός τῶν ἁγίων μυστηρίων καί ὡς ποιμήν τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ κινείται μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο πόλων, ἀφοῦ ἀναπόφευκτα τό ἕνα ὁδηγεῖ στό ἄλλο.
          «Καθίσταται νῦν ἀδύνατον διά τόν ἱερέαν, τόν προσφέροντα τήν ἀναίμακτον θυσίαν νά παραμείνῃ ἐν τοῖς ὁρίοις τῶν κατά τόπους μόνον ἀναγκῶν ἐπιλανθανόμενος πάσης τῆς λοιπῆς ἀνθρωπότητος, τῆς βασανιζομένης ἀπεγνωσμένως ἐν τοῖς δεσμοῖς τοῦ ἅδου, τοῦ ἀμοιβαίου μίσους καί παντός εἴδους ἐκβιασμῶν». (12) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ.366).  «Ἀλλ’ ὁ γευθείς πνεύματος Χριστοῦ δέν δύναται νά ἀποφύγῃ τήν συνάντησιν  μετά τοῦ ὡκεανοῦ τῶν δυστυχιῶν. Οὗτος συμμετέχει εἰς τήν προσευχήν τοῦ Κυρίου, ὅστις ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τό «ὑπόδειγμα» (Ἰωάν. ιγ 15). Καθώς οὖτος προσηύχετο ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, οὕτω καί ἡμεῖς ὁφείλομεν καί νά ζῶμεν καί αἰσθανώμεθα (βλ. Φιλ. Β’5). Τοῦτο εἶναι ἰδιαιτέρως ἀναγκαῖον διά τόν ἱερέαν, τόν τελοῦντα τήν θείαν Λειτουργίαν, ἐάν οὗτος ἀγωνίζηται νά εἰσέλθη πληρέστερον εἰς τήν καθολικήν αὐτῆς θεωρίαν» (13) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 367).
          Ὁ Ἱερέας κατά τήν διδασκαλίαν τοῦ ἁγίου Γέροντος ὀφείλει νά γίνει, κατά τό δυνατόν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσῃ, ὅμοιος μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν μόνον ἀληθινόν ἀρχιερέα ὅστις προσέφερεν ἐαυτόν ὑπέρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ. «Διά τῆς εὐλογίας Αὐτοῦ, (τοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ), ἡ θεία Λειτουργία ἀνεπανάληπτος οὗσα, ἐπαναλαμβάνεται εἰς τούς αἰώνας» (14) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 367).  «Καί ἐδόθη εἰς ἡμᾶς ἡ ἐντολή νά τελῶμεν τήν Λειτουργίαν εἰς ἀνάμνησιν Αὐτοῦ (Λουκ. Κβ,19) ἐν τῷ Ὀνόματι Αὐτοῦ. Ὁ Χριστός – τό ἀληθινόν κέντρον πάσης τῆς κτίσεως - ἀποτελεῖ τό κέντρον τῆς προσοχῆς ἡμῶν» (15) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 368).
          Μέγας ὁ ἀγώνας γιά τόν Ἱερέα γιά νά παραμείνη στό πνεῦμα αὐτό τῆς Θείας Λειτουργίας. Τό «κατ’ ἶχνος ἀκολουθεῖν» τόν Χριστόν δέν εἶναι καθόλου μικρόν πρᾶγμα ἀλλά χρειάζεται γενναία ψυχή καί ἰσχυρό φρόνημα καί πίστη ἀκλόνητη ὥστε νά ἐπακολουθεί ὁ ἱερεύς «τοῖς ἴχνεσιν» τοῦ Κυρίου.
          Μετά πόνου ὁ Γέροντας μᾶς ὁμολογεῖ ὅτι «ἡ ψυχή τοῦ Ἱερέως ἀναποφεύκτως θά φθάση πολλάκις εἰς ἐξάντλησιν ἐκ τῆς θεωρίας παντός εἴδους παθημάτων ἀφ’ ἑνός, καί ἀδικιῶν καί ἐκβιασμῶν ἀφ’ἑτέρου.  Ἀκριβῶς αἱ ἀνάρμοσται αὖται πράξεις καί σχεδόν πᾶσαι αἱ κατά τό φαινόμενον παράλογοι πράξεις τῶν ἀνθρώπων ἀποτελοῦν ἔνδειξιν τῶν πτώσεως τοῦ κόσμου ἡμῶν. Δι’ἐπιμόνου ἀσκήσεως ὀφείλομεν νά κρατήσωμεν ἀμείωτον τήν ἔμπνευσιν ἡμῶν διά τήν λειτουργικήν προσευχήν ὑπέρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος.    Πᾶν πᾶθος καί πᾶσα κακοήθεια τῆς ἀμαρτίας, εἴτε ἐντός ἡμῶν τῶν ἰδίων, εἴτε ἐντός τῶν ἄλλων ἐκτός ἡμῶν, ἀποτελοῦν τό περιεχόμενον τῆς καθολικῆς ταύτης προσευχῆς. Καθῆκον τοῦ ἱερέως εἶναι ἡ ἀναλλοίωτος ἐν χρόνῳ ἐπανάληψις τῆς θείας πράξεως τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ κόσμου, πρός ἐκπλήρωσιν τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν (Λουκ. Κβ’19). Εἶναι ζῶσα «ἀνάμνησις» ὡς ὁρατή παρουσία τῆς ἐν Γεθσημανῇ προσευχῆς καί τοῦ ἐν Γολγοθᾷ σταυρικοῦ  θανάτου τοῦ Κυρίου ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς οἰκουμένης» (16) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 369).
          Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ἡ χάρις ἡ τελοῦσα τήν θείαν Λειτουργίαν καί ὁ ἱερέυς ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὁ ὁποῖος «χαίρων τῇ ψυχῇ καί τρέμων τῇ χειρί» ὡς ἄλλος Ἰωάννης πρόδρομος διακονεῖ τό μέγα ἔργον αὐτῆς.
          Γιατί «ἡ Λειτουργία, ἐν τῇ αἰωνίῳ αὐτῆς πνευματικῇ πραγματικότητι, εἶναι θυσία ὑπέρ τῶν ἀμαρτιῶν τῆς ἀνθρωπότητος. Ἰδού διά τί, συναντώμενοι μετά τῆς συνθλιπτικῆς μάζης τῆς ἀμαρτίας, εἴτε ἐντός, εἴτε ἐκτός ἡμῶν, δέν παύομεν νά παραμένωμεν ἐντός τῆς λειτουργικῆς πράξεως. Ὅταν ἔχωμεν τοιαύτην συνείδησιν περί ἱερωσύνης, ἅπασα ἡ ζωή ἡμῶν ἀποτελεῖ διακονίαν πρός σωτηρίαν τοῦ κόσμου. Εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ οὐσία τοῦ εἰς ἡμᾶς Θείου δώρου: «τοῦ  Βασιλείου Ἱερατεύματος» (17) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 370). Εξ ὅλων αὐτῶν καταλαβαίνωμεν ὅτι ὁ Ἱερεύς εἶναι πράγματι στήν «πρώτη γραμμή τοῦ πυρός» ἀγωνιζόμενος τῇ προσευχῇ καί τῇ Θείᾳ Λατρεία ὥστε «ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς νά γνωρίσωσι τόν Κύριον ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ»  ὅπως ὁ ἅγιος Σιλουανός προσηύχετο ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Στο σημεῖο αὐτό, ἄξιο προσοχῆς εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Θεόφρων Γέρων Σωφρώνιος, δέν διστάζει νά μᾶς μιλήσει καί γιά ἕνα θέμα πού λίγοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τό ἀγγίζουν, ὡς ἄκρως ἱερώτατον καί κρύφιον τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μᾶς γράφει λοιπόν ὁ Γέροντας ὅτι «εἶναι δυνατόν νά εἶναι τις φορεύς τῆς χάριτος τοῦ «βασιλείου Ἱερατεύματος» (βλ. Α’Πέτρου  5 καί 9) καί ὅταν δέν φέρη ἱερατικό ἀξίωμα. Ἡ ἐσωτερική οὐσία τῆς Ἱερωσύνης ταύτης ἔγκειται εἰς τήν προσευχήν ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου κατά τό ὑπόδειγμα           (Ἰω. ιγ,15) τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου. Δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους τό ὕστατον ἐφικτόν μέτρον εἶναι νά προσευχώμεθα ὑπέρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ, ὡς καί ὑπέρ ἡμῶν τῶν ἰδίων. Τοιαύτη προσευχή ἀποτελεῖ σημεῖον ὅτι ἀποκαθίσταται ἐν ἡμῖν ἐκείνη ἡ «εἰκών», ἥτις παρεσχέθη ἐξ ἀρχῆς εἰς τόν ἄνθρωπον  (Γεν. α, 26). Τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀνάστασις Αὐτοῦ ἐκόμισαν είς τήν ἀνθρωπότητα τήν χάριν ταύτην (Λουκ. Κδ,46,49). Πάντες καί ἔκαστος ἐκ τῶν πιστευόντων εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐκλήθησαν νά δεχθοῦν τήν δωρεάν ταύτην ἐκ τοῦ Δωρεοδότου: νά γίνουν «Βασίλειον Ἱεράτευμα» Δέν ὑπάρχει τίμημα διά τήν εὐλογίαν ταύτην, ἥτις ἀποκτᾶται διά μακρᾶς καί ἐμπόνου ἀσκήσεως» (18) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ.370).
          Ὁ Ἱερέας ὡς ποιμένας τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων "ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν"(19) (Ρωμ. 14,15). ὁφείλει ἐπιμελῶς νά ἐργασθῆ σέ κάθε ἕνα ἄνθρωπον εἰδικά καί ξεχωριστά γιά νά τόν βοηθήση νά εἰσέλθη στόν χῶρο τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ. Ὁφείλει νά συνεργήση στήν ἐσωτερική ἀναγέννηση καί ἐπιμόρφωση τῶν ἀνθρώπων διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁφείλει νά ἐμπνεύση ἀνδρείαν στούς ὁλιγοψύχους ὡς πρός τόν ἁγῶνα τῆς ζωῆς σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Μέ ἕνα λόγο νά συντελέση στήν πνευματική μόρφωση κάθε ἑνός ξεχωριστά καί ὅλων μαζί. (20) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς σ. 239) . Ὁ Ἱερέας βιώνει ἕνα μαρτύριο καθότι διά τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς ὑπέρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος ἡ ψυχή του βυθίζεται στόν ὡκεανό τῶν ἀνθρωπίνων παθημάτων. (21) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 253).
          Σέ τέτοια φοβερή διάσπαση καί διελκυστίνδα ζεῖ ὁ Ἱερέας ἐπιφορτισμένος με τήν ποιμαντική εὐθύνη τῶν ἀνθρώπων, ἔστω κι’ἄν ἀκόμη δέν εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἐν τῷ κόσμῳ ποιμένας. Ἀφ’ ἑνός μέν φέρει καθαρή τήν συνείδηση ὅτι δέν ὡφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, «ἐάν κερδίση τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ»(Μαρκ. 8,36) ἀφ’ ἑτέρου δε ἔχει τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19) (22) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ. 233).
          «Ἡ πλέον οὐσιώδης ἀνάγκη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἶναι ἡ γνῶσις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ»(Ἰω. 17,3), γράφει ὁ Γέρων Σωφρόνιος, καί συνεχίζει «πῶς ὅμως νά ἀνεύρωμεν Αὐτόν; Ἐπομένως εἶναι ἀναγκαῖον, ὅπως ἡ γνῶσις τοῦ θεοῦ παραμείνῃ ἐπί τῆς γῆς, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά μήν πλανῶνται ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα»(23) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ.233). Αὐτόν τόν πολύτιμο θησαυρό ὀφείλει νά διαφυλάξη μετά πάσης προσοχῆς καί διακρίσεως ὁ ποιμένας-ἱερέας ὥστε νά ὡφελῆ πραγματικά τούς προσερχομένους σ’ αὐτόν ἀνθρώπους πού ἀναζητοῦν τόν Θεόν. Οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί πού προσβάλλουν τόν ἱερέα τόν ὡφελοῦν κατά δύο τρόπους. Πρώτα κάνουν τόν ἴδιον ἔμπειρο γνώστη τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας καί ἀδυναμίας καί δεύτερον διά τῆς ταπεινώσεως καί προσωπικῆς του μετανοίας φανερώνουν σ’ αὐτόν τό ἄπειρον ἔλεος καί τήν εὐσπλαχνίαν τοῦ Θεοῦ τόσο γιά τόν ἴδιο  ὅσο καί γιά ὅλον τόν κόσμο.
          Συμβουλεύει περί τούτου ὁ Γέρων τόν τότε ἱερέα Μπάλφουρ πού ἐδοκιμάζετο ἀπό πολλούς πειρασμούς: «Πιστεύω» τοῦ γράφει «πώς θά εἶναι φρονιμώτερο, ἄν ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριο νά σᾶς δώσει δυνάμεις καί σύνεση νά ὑπομείνετε τίς θλίψεις καί νά ὑπερνικήσετε τούς πειρασμούς πού σᾶς προσβάλλουν παρά νά σᾶς ἐλευθερώση ἀπό ὅλα αὐτά. Διότι ἄν ἐσεῖς προσέρχεσθε στό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ τελείως συντετριμμένος ἀπό βαρειές θλίψεις, προσθέτοντας σέ αὐτές τήν δική σας ἐσωτερική συντριβή καί μετάνοια, χωρίς νά λυπᾶστε τόν ἑαυτό σας, τότε ἀναμφίβολα θά σᾶς ἐπισκιάσει τό θεῖο φῶς. Ἄν ὅμως πρσεγγίσετε τό μυστήριο αὐτό παρηγορημένος ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἐξασφαλισμένος ἀπό ὑλικῆς πλευρᾶς, τότε ἡ ψυχή σας, γεμάτη ἀπό βιοτική, σαρκική ὑπερηφάνεια, θά εἶναι ἀνίκανη νά προσλάβει τόν πλοῦτο τῆς χάριτος. Καί πάλι, ἄν δέν περάσετε – τώρα ἤ ἀργότερα -ἀπό σειρά μεγάλων πειρασμῶν, μέ κύματα πού ὑψώνονται ὥς τούς οὐρανούς καί κατεβαίνουν ὥς τίς ἀβύσσους (ψαλμ. 106,26) ἄν δέν γνωρίσετε πῶς μπορεῖ νά ὑποφέρει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν στέκεται στό μεθόριο τῆς αἰώνιας σωτηρίας καί τῆς αἰώνιας ἀπώλειας, ἄν δέν γευθεῖτε, ἔστω καί ἐν μέρει, τά βασανιστήρια τοῦ ἅδη, ἄν ἐσεῖς ὡς ποιμένας τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποκτήσετε στή ψυχή σας πείρα γιά ὅλα αὐτά, τότε δέν θά γνωρίσετε ποτέ τήν Θεία ἀγάπη… Ἀργότερα, ἔχοντας ὅλα αὐτά τά βιώματα καί γνωρίζοντας ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σας ὥς ποῦ φθάνει ἠ ἀδυναμία τῆς ψυχῆς σας, ἡ  πενιχρότητα τῆς ἀνεσεως σας, πόσο ἀδύναμοι εἴμαστε χωρίς τήν βοήθεια τῆς χάριτος... θά ἔχετε καρδιά, πού θά συμπάσχει καί δέν θά κατακρίνει κανέναν γιά τίποτα.  Μέ μεγάλη ἀγάπη θά ἐπιθυμεῖτε τήν σωτηρία κάθε ἀνθρώπου χωρίς προσωποληψία καί θά προσεύχεσθε γιά τόν κόσμο, γιά ὅλον τόν Ἀδάμ. Ὅποιος καί ἄν προσφύγη σέ σᾶς κατόπιν… θά τόν δέχεσθε μέ ἀνοικτή ψυχή, μέ καρδιά γεμάτη ἀγάπη καί συμπόνια. Τότε θά εἶσθε σέ θέση νά σώζετε ἀνθρώπους, νά κάνετε θαύματα ἀνασταίνοντας νεκρές ἀνθρώπινες ψυχές στήν αἰώνια ζωή. Γιά νά  ἐκπληρώσει  κάποιος τό νόμο τοῦ Χριστοῦ, ἰδιαίτερα ὁ ποιμένας,εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀποκτήση τήν ἀγάπη αὐτή.(24)( Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ. 49,50)
         Τό ἔργον τοῦ Ιερέως –ποιμένος- εἶναι ἄκρως σοβαρόν καί συνάμα φοβερόν διότι προσέρχονται σέ αὐτόν οἱ ἄνθρωποι ἀναμένοντας νά ἀκούσουν ἀπό αὐτόν καθαρά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. (25) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ.212). Κατά τήν ἐποχήν μας, ἐποχή μαζικῆς ἀποστασίας ἀπό τόν Χριστιανισμό, ἡ Ἱερατική διακονία γίνεται συνέχεια δυσκολότερη  διαπιστώνει ὁ ἅγιος Γέροντας (26) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ.213). Ὁ Ἱερέας-πνευματικός-ποιμήν- κατά τόν ἀγώνα του γιά νά ἀναγάγῃ τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν ἅδη, τόν ὁποῖον ἐδημιούργησαν μέ τά ἀντιφατικά πάθη τους, ἀδιάλειπτα παλαίει μέ τόν ἴδιον τόν θάνατο πού ἔπληξε αὐτούς  τούς ἰδίους.(27) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ. 213).
          Δέν εἶναι ἀσύνηθες τό φαινόμενον οἱ ἄνθρωποι νά θλίβουν τούς ἱερείς, νά τούς κατηγοροῦν, νά τούς έξουθενώνουν καί νά δυσχεραίνουν τό ἔργο καί τήν παρουσία τοῦ Ἱερέα ἀνάμεσα τους. (28) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ. 214).
Μαζί μέ ὅλα αὐτά διαπιστώνει ὁ Γέροντας πώς «καθίσταται ἐμφανής καί μιά ἄλλη πτυχή τῆς διακονίας ἡμῶν. Πρός τόν Ἱερέα συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ὡς καί πρός τόν Θεόν. Ἀπορρίπτουν αὐτόν μετά τρομερᾶς εὐκολίας ὡς τι τό ἄχρηστον, μετά βεβαιότητος ὅτι, εὐθύς ὡς θά ἔχουν τήν ἀνάγκην αὐτοῦ, θά καλέσουν αὐτόν καί οὗτος δέν θά ἀρνηθῆ νά ἔλθη. «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσιν». (29) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ. 215). Ὅλοι οἱ λόγοι τοῦ Γέροντα Σωφρονίου εἶναι βγαλμένοι μέσα ἀπό τήν μακράν πεῖρα τῆς θεοδίδακτης διά πόνων καί κόπων πολλῆς ζωῆς του. Ἔτσι στή συνέχεια θίγει ἕνα πάρα πολύ βασικό στοιχεῖο, λεπτό στήν διάκριση του καί στό χειρισμό του, πού τόσο ὅμως ὅλους μᾶς τραυματίζει, ἰδιαίτερα στίς μέρες μας. Λέγει λοιπόν «οὐδόλως εἶναι ἁπλοῦν εἰς τόν μοναχόν νά βαστάση τόν κόπον τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Καί τοῦτο, διότι εἶναι μέν εὐεργετική εἰς αὐτόν προσωπικῶς ἡ περί αὐτοῦ λίαν ἀρνητική γνώμη τῶν ἀνθρώπων. Δεδομένου ὅτι ἡ ἐκ μέρους αὐτῶν κατάκρισις βοηθεῖ αὐτόν νά ταπεινοῦται καί οὕτως ἐκ τῆς ἐμπόνου αὐτοῦ καρδίας νά προσφέρη εἰς τόν Θεόν θερμοτέραν προσευχήν... - ἐάν ὅμως οὗτος τελῆ τό διακόνημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός (Ἱερέως – ποιμένος-) πᾶς ἀρνητικός λόγος περί αὐτοῦ ἐμπνέει δυσπιστίαν εἰς τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκην καθοδήγησις, παρηγορίας καί στηριγμοῦ. Ἡ λύπη αὐτοῦ γίνεται διπλή: Λυπεῖται δι’ ἑαυτόν, διότι ζῆ ἀναξίως πρός τήν κλῆσιν αὐτοῦ, λυπεῖται καί διά τήν ζημιάν, τήν ὁποίαν ὑφίσταται ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ὅταν καταστρέφηται τό κῦρος τῶν Ἱερουργῶν. Ἡ ἀνυπακοή εἰς τόν λόγον τῶν πνευματικῶν πατέρων εἶναι ἰσοδύναμος πρός τήν ἀπόρριψιν τοῦ λόγου τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ ἀκούων ὑμῶν Ἐμοῦ ἀκούει καί ὁ ἀθετῶν  ὑμᾶς Ἐμέ ἀθετεῖ» (Λουκ. 10,16). Εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικόν, ὅπως μεταξύ τῶν Ἱερέων καί τῶν Ἐπισκόπων ὑπάρχῃ γνήσιος σεβασμός καί ἀμοιβαία ἐκτίμησις. Ὅπως αἴρωνται μεταξύ αὐτῶν αἱ κατηγορίαι τοῦ ἑνός διά τόν ἄλλον, καταπαύη ἡ πάλη διά τήν ἐξουσίαν, ὁ φθόνος πρός ἐκείνους, οἴτινες ὑπερέχουν διά τῶν χαρισμάτων αὐτῶν. Καί ἐάν εἰσέτι ὑπάρχουν ἀνεπάρκειαι τινές εἰς τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον λειτουργόν της Ἐκκλησίας  ( καί τίς εἶναι τέλειος έκ τῶν ἀνθρώπων;) κάλλιον εἶναι νά ἐμπνεύσωμεν εἰς τούς πιστούς ἐμπιστοσύνην πρός ἐκείνους τούς Ἱερείς, πρός τούς ὁποίους θά ἦτο εὔκολον πρακτικῶς νά ἀπευθύνωνται ἕνεκα τῶν γεωγραφικῶν  συνθηκῶν ἤ ἄλλου τινός λόγου. Αὐτή ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν Χριστιανῶν πρός τούς λειτουργούς θά ἀποβῇ πηγή ἐμπνεύσεως διά τούς τελευταίους, ὥστε νά εἴπουν ἀληθινόν λόγον. Γνωρίζομεν ἐκ τῶν λόγων τοῦ ἰδίου τού Κυρίου ὅτι «ἐπί τῆς Μωϋσέως καθέδρας» ἐκάθηντο ἀνάξια πρόσωπα καί ὅμως ὁ Χριστός προέτρεπε τόν λαόν νά ἀκούῃ τῶν ποιμένων αὐτοῦ, νά τηρῆ τά ἐντελλόμενα ὑπ’ αὐτῶν, μή μιμούμενος τόν τρόπον τῆς ζωῆς ἤ τῶν πράξεων αὐτῶν» (30) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ. 218 καί 219). Πόσο σύγχρονα, πόσον πραγματικά καί πόσον μᾶς πονοῦν ὄντως οἱ ἀνωτέρῳ λόγοι τοῦ μακαρίου Πατρός!
          Πολλά θά μπορούσαμε  ἀκόμα νά ἀλιεύσωμε ἀπό τόν ὡκεανό τῶν θείων νοημάτων τῶν γραφῶν τοῦ ἁγίου Γέροντος, ἀλλά ὁ χρόνος τῆς παρούσης διαλέξεως δέν μᾶς τό ἐπιτρέπει. Τελειώνοντας τόν πτωχόν τοῦτο λόγο ἀντιγράφω τήν ὑπό τοῦ ἰδίου τοῦ γέροντος περιγραφήν τῆς θεόθεν ἐμπειρίας του γιά νά καταλάβωμε ἀπό ποῦ ἔγραψε καί πῶς ὡμίλησε ὁ ἀοίδιμος αὐτός μύστης τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ. Λέγει λοιπόν ὁ Γέρων: «... συνέβη εἰς ἐμέ (γεγονός) κατά τήν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κατ’ ἐκείνην τήν ὥραν ἠναγκάσθην νά διακόψω τήν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματος: Ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ ἦτο καθ’ ὑπερβολήν ἰσχυρά. Ἡ ψυχή ἄνευ λόγων, ἄνευ σκέψεων, ἐτέλει ἐν τρόμῳ ἐκ τῆς ἐγγυτητος τοῦ Θεοῦ. Τότε διηνοίχθη εἰς ἐμέ ἐν μέρει τό μυστήριον τῆς Ἱερουργίας. Τήν ἐπομένην ἡμέρα ἐτέλουν τήν Λειτουργίαν καί ὁ Χριστός-Θεός ἦτο ἐντός μου καί μετ’ ἐμοῦ, καί ἐκτός ἐμοῦ καί ἐν τοῖς ἁγίοις μυστηρίοις τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἴματος Αὐτοῦ. Τό δέ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί οἱ λόγοι τῶν λειτουργικῶν κειμένων ἐξήρχοντο ἐκ τοῦ στόματος μου ὡς πῦρ. Ἐν τοιαύτη καταστάσει παρέμεινα ἐπί τρεῖς ἡμέρας, ἐν συνεχείᾳ δε ἐμειώθη ἡ ἔντασις τοῦ βιώματος τούτου. Τήν μνήμην ὅμως περί αὐτοῦ ἐνεχάραξε ὁ Κύριος ὡς διά σμίλης εἰς τόν νοῦν καί τήν καρδίαν μου...»(31) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1993, σ. 69).
          Βλέποντας καί διαβάζοντας αὐτά ὅλα ἕνα μόνο ἔχουμε νά ποῦμε. Μίαν ἐκ βαθέων εὐχαριστία πρός τόν Κύριο γιατί στίς μέρες μας τίς χαλεπές καί πονηρές ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Του τέτοιους γίγαντες τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γιατί καί ἐμᾶς τούς εὐτελείς, παρά τήν ἀναξιότητα μας, μᾶς ἔκανε τέκνα τῆς αὐτῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας Του πού ζεῖ καί συνεχίζει νά διαφυλάττει τήν ἐμπειρίαν τοῦ ζῶντος Χριστοῦ στά ἐκλεκτά τέκνα της, ὅπως στόν μακάριον Γέροντα Σωφρόνιο πού μαρτυρεῖ μέ τήν ζωή καί τόν λόγο του τήν γνησιότητα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν Ἁγίαν  Ἐκκλησίαν μας. Εὐχαριστῶ.
 
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα,
ἀμήν.